Κεφάλαιο 28- Ανακρίσεις
Ήταν έξι. Οι πέντε από αυτούς φαίνονταν βρόμικοι και ταλαιπωρημένοι και λίγο χτυπημένοι από την μάχη που λογικά προηγήθηκε. Το παρουσιαστικό τους φανέρωνε πως ήταν άνθρωποι του βάλτου τους οποίους περιμάζευε ο άρχοντας των χάντεκ κατά χιλιάδες και τους ενέτασσε στον στρατό του. Οι άνθρωποι του βάλτου δεν ήταν και οι πιο έξυπνοι και ήταν σχεδόν πάντα πεινασμένοι. Ήταν πολύ εύκολο να παρασυρθούν και να υποστηρίξουν τον πρώτο που θα τους προσφέρει ένα πιάτο φαΐ.
Τα ρούχα που είχαν ήταν κουρελιασμένα και σκισμένα και λογικά τα είχαν κλέψει από κάποια επιδρομή τους στα χωριά των ανθρώπων. Ο έκτος χάντεκ όμως ήταν μια γυναίκα που είχε μεταμφιεστεί για να μοιάζει όπως και οι υπόλοιποι αλλά η διαφορά τους ήταν εμφανής. Τα μαλλιά της ήταν απεριποίητα και ανακατεμένα μα δεν είχαν καμία σχέση με τα μαλλιά των ανθρώπων του βάλτου. Τα μάτια της ήταν γαλανά με έντονο βλέμμα σε αντίθεση με των υπολοίπων που ήταν καστανά και χωρίς ίχνος ζωντάνιας. Και το σώμα της ήταν καλλίγραμμο και όχι αποστεωμένο. Αν βρισκόταν σε κάποια πόλη ανθρώπων θα θεωρούταν όμορφη, με εξαίρεση τα άγρια βλέμματα που σκορπούσε.
Οι έξι τους είχαν πιαστεί από τους στρατιώτες και βρίσκονταν τώρα γονατιστοί στο έδαφος όπου αγκομαχούσαν μάταια για να ελευθερωθούν. Μερικοί από αυτούς ξεστόμιζαν μερικές λέξεις που στην άγρια γλώσσα των βάλτων έμοιαζαν με βρισιές. Ο Τόρλεκ έφτασε μπροστά τους και ρώτησε έναν από τους στρατιώτες αναστατωμένος.
«Τι στο καλό κάνουν έξι χάντεκ στην κοινότητα; Πώς βρέθηκαν εδώ;»
Ο στρατιώτης αγνόησε εντελώς τον ανήσυχο τρόπο που ο Τόρλεκ του έκανε την ερώτηση και απάντησε με χαλαρό ύφος.
«Αυτοί εδώ τριγύριζαν στο δάσος νομίζοντας πως είναι αθόρυβοι σαν αλεπούδες μα στην πραγματικότητα έτρεχαν σαν αρκούδες» Ακολούθησαν τα γέλια των στρατιωτών γύρω του.
«Πως σας ήρθε να τους φέρετε εδώ πέρα;»
«Δεν νομίζω πως θα φύγουν ποτέ για να αποκαλύψουν την κρυψώνα μας» απάντησε χαμογελώντας προς τη γυναίκα. Εκείνη τον κοίταξε αηδιασμένη και τον έφτυσε στο πρόσωπο.
«Βρωμερή χάντεκ!»
Ο στρατιώτης ετοιμάστηκε να την χτυπήσει αλλά ο Τόρλεκ του σταμάτησε το χέρι.
«Αρκετά» είπε με σταθερή φωνή. Φαινόταν αρκετά θυμωμένος με την συμπεριφορά των στρατιωτών αλλά πραγματικά και ο ίδιος πίστευε πως αυτοί οι κατάσκοποι δεν θα έφευγαν ποτέ ζωντανοί. Ο Τόρλεκ είπε στους στρατιώτες να παρουσιαστούν οι χάντεκ ενώπιον του βασιλιά και του συμβουλίου της κοινότητας και αυτοί έφυγαν με εκνευρισμένες εκφράσεις. Μετά είπε στον Φάριαν να ειδοποιήσει τον Μάλεν, οι συμβουλές του πάντα ήταν καλοδεχούμενες.
Δεν πέρασε πολύ ώρα ώσπου όλοι: ο βασιλιάς, το συμβούλιο, ο Μάλεν, ο Μαχέγκαν, ο Τόρλεκ και ο Φάριαν και κάποιοι από τους στρατηγούς του Μαχέγκαν είχαν συγκεντρωθεί στο χώρο της δίκης που είχε υποστεί ο ίδιος και είδε ξανά εκείνο το μπρούτζινο άγαλμα και το τραπέζι που βρίσκονταν οι γέροντες εκείνη την ημέρα. Τώρα ήταν διαφορετικά, δεν υπήρχαν τόσα άτομα και επικρατούσε ησυχία μέχρι που ο Μαχέγκαν πήρε τον λόγο:
«Δεν πιστεύω στην τύχη μας, να πιάσουμε έξι στρατιώτες του εχθρού, θα πρέπει να είμαστε ευλογημένοι από την Τζινόμπι, αρκεί μόνο να έχουν ιστορίες να μας αφηγηθούν»
«Οι στρατιώτες μου εξήγησαν ακριβώς πως συνέβησαν τα γεγονότα» είπε ο βασιλιάς «Αυτοί οι έξι είχαν μπει στο δάσος πριν από μερικές μέρες και έψαχναν για κάτι. Τους παρακολούθησαν κρυφά για αυτές τις μέρες και μετά όταν, ίσως κατά τύχη, είχαν πλησιάσει στο ελάχιστο προς την κοινότητα τους αιχμαλώτισαν μετά από μία μικρή μάχη, ευτυχώς κανείς δεν χάθηκε»
«Έπρεπε να μας έχουν ειδοποιήσει με το που είχαν μπει στο δάσος.» είπε ο Μαχέγκαν με μια ιδέα θυμού στα λόγια του.
«Ότι έγινε έγινε» είπε ο γέροντας του συμβουλίου με τον λευκό μανδύα. «Ας τους φέρουμε εδώ για να μάθουμε τι έχουν να μας πουν»
«Κι αν δεν θέλουν να μιλήσουν;» ρώτησε ο Φάριαν
«Τότε θα είναι σαν να μην τους συναντήσαμε ποτέ» απάντησε ο Μαχέγκαν με ένα χαμόγελο στα χείλη και με τα μάτια του να αστράφτουν ως συνήθως.
Ο βασιλιάς διέταξε να του φέρουν τους κρατημένους αλυσοδεμένους στην αίθουσα αμέσως και εκείνοι έφτασαν ύστερα από αρκετή ώρα καθώς η αίθουσα αυτή ήταν χτισμένη πάνω στο Τέρραν, κρυμμένη μέσα στις εσοχές του. Έμοιαζε με ναό έτσι απόκρυφο και καθόλου εύκολα προσβάσιμο που ήταν. Μόλις έφτασαν οι φυλακισμένοι και αφαιρέθηκε το μαντίλι που τους κάλυπτε τα μάτια αυτό που αντίκρισαν ήταν οι γέροντες να βρίσκονται στη θέση τους στο τραπέζι και οι υπόλοιποι να στέκονται όρθιοι μπροστά τους και το άγαλμα ακόμη πιο πάνω να τους κοιτά με τα μπρούτζινα, κενά μάτια του. Όλοι οι χάντεκ φαίνονταν φοβισμένοι εκτός από την γυναίκα που τους κοιτούσε όλους έναν προς έναν με σταθερό, σκληρό ύφος.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Φάριαν είναι πως αυτό που αντικρίζει αυτή η γυναίκα είναι εφτά γέροντες με κακάσχημο παρουσιαστικό ένα τεράστιο λιοντάρι-άνθρωπο και μερικούς τόκου να στέκονται μπροστά από ένα τεράστιο άγαλμα και το ύφος της είναι πιο ψυχρό και από τον πάγο. Σίγουρο ο Φάριαν δεν είχε δείξει τόση ψυχραιμία.
Ο γέροντας με τον λευκό μανδύα είπε:
«Θα σας κάνω ερωτήσεις και εσείς θα απαντάτε, εσύ θα μου δίνεις τις απαντήσεις που θέλω» είπε δείχνοντας έναν από τους χάντεκ. Του μίλησε στην γλώσσα των βάλτων που ήξεραν όλοι πως θα καταλάβαινε. Δεν διέφερε και πολύ από αυτή των τόκου καθώς προέρχονταν και οι δύο από μία μητρική γλώσσα των δασών.
«Είστε κατάσκοποι των χάντεκ, το αρνείστε;»
«Όχι» απάντησε με τρεμάμενη φωνή εκείνος.
«Ξέρατε για εμάς πριν έρθετε εδώ;»
«Ναι, το ξέραμε.» Καθώς απαντούσε το βλέμμα του πήγαινε ασταμάτητα σε όλα τα παράξενα πλάσματα που στέκονταν απέναντί του. Ήταν σχεδόν τρομοκρατημένος.
«Και γιατί ήρθατε;»
«Ήρθαμε επειδ-»
«Σιωπή!» φώναξε άγρια η γυναίκα δίπλα του και εκείνος σταμάτησε αμέσως «Αν πεις έστω και μία λέξη ακόμη θα πεθάνεις να είσαι σίγουρος.»
Ο Μαχέγκαν πλησίασε μπροστά και κοίταξε τον άντρα κατευθείαν στα μάτια τρυπώντας τον με το βλέμμα του.
«Κι αν δεν μιλήσεις σε εμένα θα πεθάνεις σίγουρα. Αλλά αργά, πολύ αργά και δεν θα σου αρέσει καθόλου ο τρόπος.» Ελευθέρωσε τον άντρα από την ματιά του και ύστερα είπε με αναπάντεχα εύθυμο ύφος «Πάρτε τους όλους έξω εκτός από αυτόν και προσέξτε να μην το σκάσουν»
Οι στρατιώτες τους άρπαξαν και καθώς έβγαιναν προς τα έξω η γυναίκα ξανά μίλησε κοιτώντας τον χάντεκ στα μάτια.
«Το χέρι του φτάνει βαθιά μέσα στην κόλαση και θα σε φτάσει ακόμη και εκεί αφού πεθάνεις για να σε ξανά σκοτώσει χίλιες φορές» είπε γρυλίζοντας τις λέξεις. Μίλησε στην κοινή γλώσσα αλλά με την διάλεκτο των χάντεκ η οποία αποτελούνταν από γρυλίσματα και λέξεις που πρόφερες δύσκολα και έντονα, οι περισσότεροι κατάλαβαν τι είπε αλλά και όσοι δεν κατάλαβαν μπορούσαν να υποθέσουν.
O Μαχέγκαν γέλασε ελαφρά και ύστερα γύρισε προς το μέρος του χάντεκ που είχε απομείνει τρομαγμένος μέσα στην αίθουσα. Τον κοίταξε ξανά έντονα με τα μάτια που ήξερε πως κανείς μέχρι τώρα δεν είχε αντέξει σε ανάκριση.
«Ποιο είναι το όνομά σου;»
«Μο-Λάνγκ»
«Θα μιλήσεις σε εμένα Μο-Λάνγκ;»
Ο χάντεκ τον κοίταξε αμίλητος με το κάτω χείλος του να έχει αρχίσει να τρέμει. Ο Μαχέγκαν τον ξαναρώτησε πιο έντονα και εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
«Αυτή τη στιγμή βρίσκεσαι μαζί μας, μόνο εμείς ξέρουμε ότι είστε εδώ και μόνο εμείς ξέρουμε τι θα ακουστεί εδώ. Φοβάσαι τις απειλές αυτής εκεί έξω;»
Ο χάντεκ κούνησε το κεφάλι του.
«Θα σου πω κάτι, αν μου πεις όσα θέλω να μάθω και όσα μου πεις μου φανούν χρήσιμα τότε όσοι στείλαμε πριν λίγο έξω θα πεθάνουν, μαζί και αυτή η κυρία και εσύ θα μείνεις ζωντανός και μόνο εγώ θα ξέρω ότι μίλησες και θα είσαι ασφαλής, εντάξει;»
«Ο αφέντης Γιάκερκ μπορεί να ξέρει, έχει τρόπους να το μάθει»
«Ποιον φωνάζεις Γιάκερκ; Τον αφέντη των χάντεκ; Αυτό το όνομά του;»
«Γιάκερκ είναι μία λέξη που σημαίνει παντοδύναμος, όχι το όνομά του. Εκείνος μπορεί να ακούσει, μπορεί να καταλάβει και τότε δεν θα είμαι ασφαλής.»
Ο Μαχέγκαν τον πλησίασε ακόμη πιο πολύ. Ήταν τόσο κοντά που ο χάντεκ μπορούσε να μυρίσει την ανάσα του.
«Ο αφέντης σου δεν έχει δυνάμεις, εγώ έχω και μπορώ να δω το μέλλον σου. Μπορώ να δω την κατάληξή σου αν δεν συνεργαστείς μαζί μου και όπως βλέπεις εμείς είμαστε πλάσματα που μπορούν να σε κομματιάσουν οποιαδήποτε ώρα θέλουν»
Τότε ο Μαχέγκαν έκανε στην άκρη για να δει ο Μο-Λάνγκ τους υπόλοιπους που στέκονταν από πίσω του και το βλέμμα του έγινε ακόμη πιο φοβισμένο όταν παρατήρησε το άγριο ύφος των αποκρουστικών γερόντων και κυρίως του βασιλιά που γρύλιζε υπόκωφα.
«Αυτή την στιγμή δεν υπάρχει χειρότερο μέρος να βρίσκεσαι αν είσαι εναντίον μας» είπε και ακούστηκε ο βρυχηθμός του βασιλιά από πίσω να θεριεύει. Ο χάντεκ είχε φτάσει πλέον στα όρια του φόβου και εκτινάχθηκε πίσω από την τρομάρα του κλαψουρίζοντας πως τελικά θα μιλήσει.
«Πολύ καλά Μο-Λάνγκ, δεν υπάρχει λόγος να κλαις, σου είπα πως αν μιλήσεις θα σε βοηθήσω. Ώρα λοιπόν να απαντήσεις σε μερικές ερωτήσεις όπως είχες ξεκινήσει να κάνεις.»
Ο γέροντας συνέχισε με τις ερωτήσεις του αφού πρώτα κατάπιε την περηφάνια του και κρύβοντας την ενόχληση του που ο Μαχέγκαν είχε αναλάβει για τόση ώρα.
«Πως ξέρατε για εμάς και που βρισκόμαστε;»
«Ήρθαμε για αναγνώριση, δεν ξέραμε τι ήταν εδώ πέρα αλλά η Ερένα φοβόταν ότι παραμόνευε κάποιος κίνδυνος.»
«Ποια είναι η Ερένα.»
«Εκείνη που βγάλατε έξω.»
«Και θα έλεγες πως παραμονεύει κίνδυνος τελικά;» ρώτησε ο Μαχέγκαν διακόπτοντας ξανά τον γέροντα.
«Ναι ...μεγάλος κίνδυνος» απάντησε φοβισμένα ενώ την ίδια στιγμή φοβήθηκε για την ζωή του. Ο Μαχέγκαν γέλασε όταν άκουσε την απάντηση.
«Συνέχισε» είπε ο γέροντας απευθυνόμενος στον χάντεκ.
«Ήξερε πως κάτι κρυβόταν εδώ σε αυτό το δάσος μετά από την επίθεση που δεχθήκαμε στο δάσος Χόφεν ,μετά από την μάχη με τα φάουρους και ύστερα από την μάχη που δόθηκε στα Χάτζερεμ, τα βουνά που αποκαλείτε Μπόιρ ή τουλάχιστον οι άνθρωποι έτσι τα αποκαλούν»
«Και εμείς έτσι τα αποκαλούμε αλλά για ποια μάχη μιλάς; Περίγραψε την όσο καλύτερα μπορείς»
Ήταν σχεδόν βέβαιο για τους τόκου πως οι χάντεκ ευθύνονταν για την επίθεση των φάουρους κι έτσι αυτό δεν ήταν έκπληξη. Όταν άκουσαν όμως για την μάχη στα βουνά Μπόιρ όλοι ξαφνικά στην αίθουσα φάνηκαν αναστατωμένοι και τέντωσαν τα μυτερά αυτιά τους για να ακούσουν.
«Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ο στρατός μας βάδιζε προς τα βουνά Μπόιρ και πριν ξεκινήσουμε να τα ανεβαίνουμε μας πρόφτασε μια ομάδα στρατιωτών μαζί με τον αφέντη και την Ερένα και έναν στρατηγό του. Τότε εμείς μάθαμε για το τι συνέβη στα φάουρους σε αυτό το δάσος. Ο αφέντης είπε πως θα μας ακολουθήσει καθώς περνάμε τα βουνά και ξεκινήσαμε τα ξημερώματα. Τα διασχίζαμε για μερικές μέρες ώσπου τελικά φτάσαμε στην γέφυρα του βουνού και ξεκινήσαμε να για να περάσουμε απέναντι. Εγώ δεν κατάλαβα πως συνέβη αλλά ξαφνικά ακούστηκαν φωνές από πιο μπροστά και άρχισε ο στρατός να τρέχει κατά μήκος της γέφυρας ορμώντας προς την άλλη μεριά. Και τότε τους είδαμε, ήταν σαν και εσάς μόνο που το τρίχωμά τους ήταν κατασκότεινο, τόσο που σε τρόμαζε μα ο στρατός μας δεν φοβήθηκε. Ήταν πολλοί μα εμείς περισσότεροι και είχαμε μαζί μας θηρία που όρμησαν στην πρώτη γραμμή.»
«Τι εννοείς ήταν πολλοί; Πόσοι ακριβώς ήταν;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Ένας ολόκληρος στρατός, δεν μπόρεσα να τους μετρήσω στη μάχη αλλά ξεχύνονταν σαν χείμαρρος από το βουνό και κινούνταν με έναν τρόπο που δεν είχα ξαναδεί. Σαν σκιές, σαν θηρία έπεφταν πάνω μας. Μπόρεσαν να κρατηθούν για λίγο αλλά τελικά υπερισχύσαμε και...τους σκοτώσαμε όλους.»
Οι γέροντες σε αυτό το σημείο φάνηκαν εκνευρισμένοι και άρχισαν να επιτίθονται με απειλές προς τον χάντεκ αλλά ο Μαχέγκαν μίλησε υψώνοντας το χέρι του για να σταματήσουν.
«Ας μην ξεχνάμε ότι προσφέραμε προστασία στον κρατούμενό μας με αντάλλαγμα τις υπηρεσίες του.»
«Έχει δίκιο, ας ηρεμήσουμε όλοι και ας τον αφήσουμε να συνεχίσει.» είπε ο βασιλιάς με σοβαρό ύφος. Τον πόνεσε πολύ που άκουγε πως ολόκληρη η φυλή του Ζάφερ είχε αφανιστεί αλλά έπρεπε να μην το δείξει. Η φωνή του όμως έβγαινε αδύναμη και κουρασμένη.
«Αυτά ξέρω για την μάχη, μετά από αυτήν όσοι αιχμάλωτο πιάστηκαν αρνήθηκαν να μιλήσουν έτσι δεν έμεινε κανείς ζωντανός. Μετά ξεκινήσαμε για τους βάλτους Πένκα αλλά πριν φτάσουμε η ομάδα των έξι ατόμων στάλθηκε για να ερευνήσει το δάσος όσο μπορούσε και να το αναφέρει στον αφέντη.»
«Μίλησέ μας για την Ερένα, ποια είναι και τι σχέση έχει με τον άρχοντα των χάντεκ;»
«Είναι ο πιο κοντινός του άνθρωπος, τον συμβουλεύει και είναι συνέχεια μαζί του αλλά δεν ξέρω περισσότερα, δεν είμαι μαζί στις συναντήσεις τους.»
«Και αφού του είναι τόσο σημαντική γιατί έφυγε σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή;»
«Φοβάμαι πως ούτε αυτό το ξέρω, η Ερένα απλώς μας επέλεξε για αυτήν την αποστολή και εμείς ξεκινήσαμε, δεν ξέρω τίποτα παραπάνω. Αλήθεια δεν ξέρω.»
Η ανάκριση κράτησε για αρκετή ώρα ακόμη και φρόντισαν να πάρουν όσες περισσότερες πληροφορίες από αυτόν αλλά δεν ήξερε και πολλά σαν απλός στρατιώτης. Τους είπε όμως για το μέγεθος του στρατού των χάντεκ, για τους στρατηγούς που διοικούσαν στις μάχες αντί για τον αφέντη, για όλους τους στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί στο στρατό τους καθώς και για τα θηρία που είχε εκπαιδεύσει ο αφέντης του για να σκοτώνουν σύμφωνα με την θέληση του. Ώσπου τελικά τελείωσε και δεν είχε τίποτε άλλο να πει.
«Είσαι σίγουρος πως μας τα έχεις πει όλα, Μο-Λάνγκ;» είπε ο Μαχέγκαν
«Όλα όσα ξέρω, το υπόσχομαι» είπε ο μικρός άντρας τρέμοντας.
«Ωραία» ο Μαχέγκαν πλησίασε έναν από τους στρατηγούς του και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί, μετά αμέσως έφυγε προς τα έξω. Ύστερα από λίγο μπήκε μέσα ένας φρουρός που έφερνε την Ερένα μαζί. Κάθισε γονατιστή και αμίλητη μπροστά από τους γέροντες.
«Νομίζω κατάλαβες πως ο φίλος σου μας είπε όλα όσα ήξερε» είπε ο γέροντας με τον πράσινο μανδύα.
Η Ερένα κοίταξε για πολύ ώρα αμίλητη τον γέροντα με τα γαλανά ήρεμα μάτια της και ύστερα μίλησε αργά και σταθερά.
«Ένας στρατιώτης δεν είναι στρατηγός.»
«Μάθαμε όμως ότι εσύ μπορείς να μας δώσεις τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε» είπε ο γέροντας με τον κίτρινο μανδύα.
«Δεν πρόκειται να μάθετε τίποτα από εμένα και δεν χρειάζεστε πληροφορίες γιατί καμία δεν πρόκειται να σας σώσει από αυτό που έρχεται.»
«Και τι ακριβώς έρχεται;» ρώτησε ο Μάλεν που είχε καθίσει υπομονετικά τόση ώρα.
«Το τέλος της κυριαρχίας των ανθρώπων, ένας νέος κόσμος.»
Ο Μάλεν ξεκίνησε να γελάει υστερικά για αρκετή ώρα με το ενοχλητικό του γέλιο και μόλις τελικά συνήλθε και μπορούσε να μιλήσει, είπε:
«Καλά λοιπόν που δεν είμαστε άνθρωποι, δεν μας συνέφερε και πολύ η κυριαρχία τους έτσι κι αλλιώς.»
Όλοι οι τόκου στην αίθουσα ξέσπασαν σε βροντερά γέλια και ακόμη και ο βασιλιάς φάνηκε να γελάει ελαφρά. Η Ερένα τους κοιτούσε θυμωμένη όλη την ώρα και τελικά είπε:
«Ότι και να είστε δεν έχει σημασία, αν είστε εναντίον μας σε λίγο θα είστε νεκροί.»
«Και τι ακριβώς εννοείς όταν λες ένας καινούριος κόσμος; ΄Ένας κόσμος όπου θα κυριαρχεί το κακό και κυβερνούν τα θηρία και οι διεφθαρμένοι» είπε ο βασιλιάς αγριεμένος.
«Ίσως εσύ θα έπρεπε να είσαι πιο συμπονετικός απέναντι στα θηρία, δεν νομίζεις; Και αφού κυριαρχήσουμε στον κόσμο δεν θα υπάρχει πια τίποτα κακό»
«Μάζεψε την γλώσσα σου! Ξέρεις σε ποιόν μιλάς;» φώναξε ο γέροντας με τον λευκό μανδύα.
«Οι τίτλοι σας δεν έχουν καμία σημασία για εμένα»
«Ο αφέντης σου λοιπόν είναι άνθρωπος; Για εμάς αποτελεί ένα μυστήριο» είπε ο Μαχέγκαν κατευθύνοντας την συζήτηση εκεί που ήθελε.
«Δεν είναι αφέντης μου, και ακόμη και να σου έλεγα τι είναι δεν θα μπορούσες να καταλάβεις, δεν ανήκει σε αυτόν τον άθλιο κόσμο. Να είσαι σίγουρος πάντως πως δεν είναι άνθρωπος.»
«Εσύ πάντως ανήκεις σε αυτόν τον άθλιο κόσμο. Αλήθεια αναρωτιέμαι από πού έχεις έρθει και πώς κατέληξες στους χάντεκ;» ρώτησε ο Μάλεν
«Δεν ξέρω από πού έχω έρθει, βρέθηκα παρατημένη στην περιοχή του φεγγαριού. Να παρατήσεις ένα μωρό να πεθάνει...μια πράξη που μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να κάνει.»
«Κι εσύ άνθρωπος είσαι.» είπε ο Μαχέγκαν.
«Όχι πια.»
«Και σε βρήκε εκείνος;» ρώτησε ο Μάλεν
«Ναι»
«Φαίνεται πως δεν είχες άλλη επιλογή από το να μεγαλώσεις στα ψέματα και στην στρεβλή εικόνα του αφέντη σου για τον κόσμο.»
«Είπα πως δεν είναι αφέντης μου. Και η εικόνα που έχει για τον κόσμο είναι ένα όνειρο που θα πραγματοποιηθεί μόλις όλοι εσείς οι σφετεριστές φύγετέ από αυτή τη γη. Είστε πολύ μικροί για να δείτε το μέλλον που ετοιμάζει.»
«Μόλις φύγουμε και έρθουν να μείνουν εδώ όλοι οι ληστές και δολοφόνοι και βιαστές που αποκαλείτε στρατό;» ρώτησε ένας από τους γέροντες.
«Όχι. Αυτοί όπως και εσείς αποτελούν μίασμα που μολύνει αυτόν τον κόσμο απλώς αυτοί μπορούν να χειραγωγηθούν για να πάρουμε αυτό που θέλουμε.»
«Φαίνεται λοιπόν πως εσείς είστε οι σφετεριστές, άλλωστε εμείς κατοικούσαμε εδώ πρώτοι.» είπε ο Μάλεν
«Δεν ξέρεις τίποτα για αυτόν τον κόσμο γέρο.» είπε φτύνοντας τις λέξεις στα μούτρα του. Ο Μάλεν φάνηκε να διασκεδάζει από αυτό.
«Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως ξέρεις περισσότερα από ένα γέρο;»
«Γιατί με δίδαξε το μυαλό ενός από αυτούς που κατοικούσαν σε αυτήν τη γη, αυτοί που γνωρίζουν την ιστορία του κόσμου από πολύ παλιά πριν καν υπάρξετε εσείς.»
«Αρκετά με όλες αυτές τις ανοησίες, είσαι εδώ για να μιλήσεις για τα μυστικά του στρατού που μας απειλεί, θα μας πεις για τον άρχοντα των χάντεκ και όλα όσα ξέρεις» είπε ο γέροντας με τον λευκό μανδύα.
«Όπως είπα και στην αρχή δεν θα ακούσετε τίποτα από εμένα»
«Είσαι σίγουρη; Αν οι πληροφορίες δεν είναι αρκετές για να νικήσουμε γιατί δεν μας τις δίνεις, έτσι θα μπορέσεις να δεις και εσύ τον νέο κόσμο που θα δημιουργήσετε»
Η Ερένα δεν εκτίμησε τον σαρκαστικό τόνο του Μαχέγκαν, γύρισε προς το μέρος του και μίλησε με χαλαρό ύφος και προσποιήθηκε μία έκφραση σαν να μην τον είχε δει μέχρι τότε.
«Βλέπω πως είσαι και εσύ εδώ λευκό φάντασμα. Εμένα δεν μου φαίνεσαι καθόλου τρομακτικός λοιπόν.»
«Ναι εγώ είμαι, που έσφαξα τους αδέξιους στρατιώτες σου. Μόλις μας δεις στο πεδίο της μάχης θα θέλεις και εσύ να τρέξεις τρομαγμένη.»
«Ήδη πολεμήσαμε έναν στρατό του είδους σας και δεν μπορώ να πω ότι στάθηκε αντάξιος αντίπαλος.»
«Αρκετά!» φώναξε ο βασιλιάς «Αν δεν πρόκειται να μιλήσεις τότε εξαφανίσου από μπροστά μου. Φρουροί! Πάρτε την και κλείστε την στην φυλακή.»
«Είμαι σίγουρος πως θα σε κάνω να μιλήσεις τελικά» της είπε ο Μαχέγκαν καθώς της έδεναν τα μάτια και την έβγαζαν προς τα έξω.
Καινουριος χαρακτηρας, πως σας φαινεται;, πειτε στα σχολια, αφηστε αστερι αν σας αρεσε, κλασσικα, τΑ λΕμΕ-------------------------------------------->
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top