Κεφάλαιο 26: Φίλοι απο τα παλιά

Ο Μάλεν επέστρεψε στην καλύβα του με ένα τρομερό πονοκέφαλο. Στον ώμο του ήταν η κουκουβάγια του Ζάφερ κοιτώντας με τα μεγάλα στρογγυλά μάτια τα πάντα. Μόλις μπήκε μέσα οι άλλες κουκουβάγιες στα κλουβιά γύρω του άρχισαν να χτυπάνε τα φτερά τους και να φωνάζουν όλες μαζί. Οι κραυγές τους ενώθηκαν και το αποτέλεσμα ήταν για άλλη μια φορά ανυπόφορο.

«Σκασμός!» φώναξε ο Μάλεν κουρασμένα «Κάνετε χειρότερα και από αγριόσκυλα. Τώρα, τώρα!»

Ο Μάλεν πλησίασε στο ξύλινο γραφείο του και έβγαλε από μέσα ένα σακί γεμάτο με την τροφή των κουκουβαγιών. Κανονικά αυτά τα αρπακτικά κυνηγούσαν όταν μετέφεραν κάποιο μήνυμα γεμίζοντας τις κοιλιές τους με την σάρκα αρουραίων και λαγών, μα όσο βρίσκονταν στα κλουβιά τους ο Μάλεν τα τάιζε με ένα ειδικό δημητριακό που είχε ανακαλύψει και βοηθούσε στην ανάπτυξή τους. Τις τάισε μία προς μία και τις χάιδεψε στο κεφάλι και στο τέλος έκατσε για να ξαποστάσει.

Ένιωθε το σώμα του όλο και πιο βαρύ, κάθε μέρα τον άφηνε όλο και πιο κουρασμένο από την προηγούμενη. Ο ύπνος έμοιαζε κενός. Βγήκε έξω και κοίταξε στον ουρανό. Δεν είχε έρθει κανένα μήνυμα· συνήθως οι κουκουβάγιες που έφταναν περίμεναν γαντζωμένες στα ξύλα που ήταν καρφωμένα στο έδαφος έξω από την καλύβα και ήταν βαλμένα για αυτόν ακριβώς τον λόγο, μα δεν είχε έρθει κανένα μήνυμα.

Ο Μάλεν είδε μια λευκή φιγούρα να εμφανίζεται μέσα από τα δέντρα και τελικά να στέκεται μπροστά του. Ο Μαχέγκαν τον κοίταζε με τα έντονα μάτια του και με ένα παγερό ύφος που δεν φανέρωνε συναίσθημα.

«Δεν μπορώ να βρω ποτέ λίγη ηρεμία έτσι;»

«Ξέρεις με τον καιρό έχεις χάσει τον εύθυμο χαρακτήρα σου» του απάντησε ο Μαχέγκαν σχεδόν χαμογελαστός.

«Μάλλον δεν τα θυμάσαι καλά, εσύ ήσουν αυτός με τον εύθυμο χαρακτήρα. Τώρα βλέπω πως έχεις γίνει πικρός και δύστροπος όπως αρμόζει σε ένα γέρο.»

«Ο προσβλητικός σου τόνος έχει αυξηθεί βλέπω, τώρα πια μπορείς χωρίς δισταγμό να τσακωθείς και με τον βασιλιά μας»

«Ίσως επειδή παλιά το να είσαι βασιλιάς σήμαινε κάτι.»

«Αν ήσουν εκεί στην επίθεση των φάουρους θα ήξερες πως σημαίνει ακόμη κάτι.»

«Δεν ήρθα εδώ για να μιλήσουμε για τον καλό μας βασιλιά, θέλω να μου πεις τι ξέρεις για τον εχθρό, που βρίσκονται, πόσοι είναι, αυτά είναι που μετράνε στον πόλεμο.»

«Καλύτερα να μπούμε μέσα, η κούραση που νιώθω στα πόδια μου όταν είμαι όρθιος με κάνει ακόμη πιο δύστροπο γέρο από ότι συνήθως» του είπε γυρίζοντας του την πλάτη και καθώς περπατούσε πάλι προς την καλύβα. Ο Μαχέγκαν τον ακολούθησε και όταν οι δύο τόκου μπήκαν μέσα οι κουκουβάγιες άρχισαν πάλι να τραγουδάνε το απαίσιο τραγούδι τους.

«Γιατί δεν κρατάς τις κουκουβάγιες κάπου αλλού;»

«Δεν μου αρέσουν οι αλλαγές, και καλύτερα να συνηθίσεις αυτήν την ενόχληση γιατί νυχτώνει και οι κουκουβάγιες μένουν ξάγρυπνες την νύχτα.»

Οι δυο τους κάθισαν στην καλύβα και ξεκίνησαν να συζητάνε μέχρι που χάθηκε το φως της ημέρας και το δάσος σιγά-σιγά άρχισε να πέφτει στο σκοτάδι και σε μια αναπάντεχη σιωπή, σαν να μην ήταν κανένας ξύπνιος εκείνη την νύχτα.

Ο Μάλεν είχε ανάψει μια φωτιά που είχε αρχίσει να θεριεύει στην κεντρική εστία. Όλος ο καπνός περνούσε από ένα άνοιγμα στην κορυφή και κατευθυνόταν όλο και πιο ψηλά ενώ ο ήχος της φωτιάς που μετέτρεπε τα ξύλα αργά σε στάχτη, μαζί με τα περιστασιακά κρωξίματα των πουλιών ήταν το μόνο που ακουγόταν. Τότε ο Μαχέγκαν μίλησε σπάζοντας την σιωπή.

«Είδα πολλούς ανθρώπους να τρέχουν, να πεθαίνουν στη μάχη, να παραδίνονται αλλά και πάλι να πεθαίνουν.»

«Φαίνεται πως ο μεγάλος πολέμαρχος έχει πια ξεχάσει την σκληρότητα της μάχης ή ίσως η καρδιά σου μαλάκωσε» ακούστηκε να λέει η πικρόχολη και ειρωνική φωνή του Μάλεν αλλά ο Μαχέγκαν συνέχισε να αφηγείται σαν να μην τον είχε ακούσει παραμένοντας βυθισμένος στην ανάμνηση με το βλέμμα του καρφωμένο στην φωτιά.

« Ή περιοχή του χιονιού έπεσε και δεν υπήρχε μάχη παρά μόνο μία βιαστική σφαγή.»

«Κάτι τέτοιο συνέβη κι εδώ»

«Είδα ένα μέρος του στρατού τους. Είναι ισχυρός, είναι πιο οργανωμένος από την άλλη φορά. Τότε είχαμε αφήσει τους ανθρώπους να πολεμήσουν και χάσαμε την περιοχή του φεγγαριού, το Ζάφερ. Άλλη μια ιδιοφυής κίνηση του βασιλιά.»

«Ξέρεις πως δεν μπορούσαμε να είχαμε πολεμήσει σε εκείνη τη μάχη. Οι άνθρωποι δεν μας εμπιστεύονταν.»

«Ενώ τώρα μας εμπιστεύονται;» ο Μαχέγκαν κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει αυτές τις σκέψεις και άλλαξε το θέμα συνεχίζοντας την αφήγηση.

«Κατευθύνονταν προς την Σέριλ αλλά πολλοί έμειναν πίσω και έσφαξαν όσους μπόρεσαν να βρουν. Δεν με νοιάζουν οι άνθρωποι Μάλεν, δεν μου είναι τίποτα αλλά να ξέρεις πως αυτή τη φορά αν δεν συνεργαστούμε θα χάσουμε ότι μας έχει απομείνει.»

«Δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε αργότερα, ίσως βοηθήσει και το καινούριο μέλος της φυλής μας σε αυτό. Τώρα όμως πες μου επιτέλους! Πως καταφέρατε να τους προσπεράσετε; Πώς τρύπωσες ολόκληρο τον στρατό κάτω από τις μύτες των χάντεκ;»

«Γέρασες και ξέχασες πως δεν υπάρχουν κόλπα στον πόλεμο, ούτε μαγικά. Ορμήσαμε μέσα από το δάσος και τρέχαμε ασταμάτητα για μέρες. Ένας ολόκληρος στρατός, και διανύσαμε την απόσταση που μας χωρίζει σαν να ήμασταν σαράντα άτομα .Αν συναντήσαμε εχθρούς; Φυσικά, συναντούσαμε εχθρούς πιο συχνά από ότι χιονοθύελλες αλλά ξέρουμε τα μέρη μας καλύτερα από οποιονδήποτε προδότη ή βρομερό τέρας που θα μου φέρει αυτός ο μπάσταρδος να πολεμήσω.»

«Ίσως τελικά να υποτίμησα τις ικανότητες του ακατανίκητου στρατού σου»

Ο Μαχέγκαν γέλασε και απάντησε με το ίδιο απαξιωτικό ύφος.

«Ποτέ δεν σταμάτησες να αμφισβητείς τις ικανότητες των πολεμιστών μου. Έπεσαν πάνω τους σαν γεράκια, ένα με το χιόνι και πριν κλείσουν βλέφαρο οι εχθροί μας είχαν πεθάνει. Εσύ και οι δικοί σου παχύνατε μέσα στην ασφάλεια σας.»

«Οι πολεμιστές μας είναι το ίδιο καλοί όσο ποτέ. Οι δικοί σας είναι πολύ καλοί αλλά ξέρω να αναγνωρίζω το τέλειο όταν το βλέπω, δεν με ξεγελάς όσο και να κομπάζεις. Ξέρω που κρύβεται ένα κόλπο και εσύ από παλιά συνδύαζες τα παιχνίδια με τις μάχες»

«Λέγε ότι θες» είπε αγανακτισμένος ο Μαχέγκαν «Αλλά αφού μιλάμε για ικανότητες ,τι έχεις να πεις για αυτόν τον άνθρωπο; Πόσο καλός είναι στην μάχη;»

«Σύμφωνα με τον εκπαιδευτή που τον έχει αναλάβει κρύβει μέσα του την αδεξιότητα και την έλλειψη ευκινησίας των ανθρώπων αλλά βελτιώνεται μέρα με την μέρα.»

«Ναι φαντάζομαι τώρα μπορεί να σκαρφαλώνει δέντρα πιο γρήγορα από ένα μικρό παιδί. Και προς τι το όνομα Φάριαν (ελαφοσφαγέας), είναι αλήθεια πως ευνοήθηκε από την Τύχη και νίκησε ένα φάουρους χωρίς να το αγγίξει;»

«Ναι έτσι είναι, μου τα είπε όλα ο Τόρλεκ που ήταν μαζί του αλλά μετά από αυτή τη μάχη στο δάσος δεν ακούγεται και τόσο εντυπωσιακό ένα σκοτωμένο φάουρους» είπε ο Μάλεν «Αν δεν είχε μιλήσει υπέρ του ο Τόρλεκ δεν θα τον είχαμε δεχτεί»

«Και γιατί τόσος κόπος ;»

«Μην είσαι τόσο τυφλός Μαχέγκαν, αν σκοτώναμε κάθε άνθρωπο που βρίσκαμε τότε σε τι διαφέρουμε εμείς; Ο Τόρλεκ πιστεύει πως αξίζει και τον εμπιστεύομαι.»

Ο Μαχέγκαν έδειξε πως καταλαβαίνει με ένα νεύμα του κεφαλιού.

«Ελπίζω αυτή η επιλογή να αποδειχτεί η σωστή, ελπίζω να μας βοηθήσει να συμμαχήσουμε με τους ανθρώπους.»

«Είναι ένας εξόριστος ,δεν τον συνδέει πια τίποτα με την ανθρώπινη φυλή ,κουβαλάει το σημάδι στο μέτωπό του» απάντησε ο Μάλεν.

«Ας φορέσει λοιπόν ένα μαντήλι για να κρύψει το καταραμένο σημάδι! Έχουμε πόλεμο Μάλεν, δεν υπάρχει χρόνος για τις ανοησίες των ανθρώπων.»

«Δεν είμαι πολύ σίγουρος για αυτό. Το σημάδι δεν το δίνουν έτσι ελαφρά οι άνθρωποι. Είναι εγκληματίας. Κι αν τελικά ανακαλύψουν πως κρύβει το σημάδι. Τότε δεν θα μας εμπιστεύονταν όσο κι αν το θέλαμε. Οι διάβολοι κι ο εξόριστος τους χτυπάνε την πόρτα κι αυτοί νομίζεις θα βγούνε;»

«Γιατί δεν τον φωνάζουμε εδώ να μας πει για το πώς απέκτησε αυτό το σημάδι;»

«Φοβάμαι πως δεν μπορούμε, είναι με τον Τόρλεκ σε βραδινή περιπολία. Τις έχουμε αυξήσει, τίποτα δεν μπορεί να μπει στο δάσος για πάνω από δύο βήματα χωρίς να το καταλάβουμε.»

«Είμαι σίγουρος πως θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε. Πως τα πάει με την γλώσσα μας;»

«Σιγά-σιγά την μαθαίνει, μπορεί πλέον να σχηματίσει προτάσεις χωρίς να πιστεύω ότι είναι εντελώς ανόητος και ο Τόρλεκ δεν χρειάζεται να του εξηγεί κάθε φράση που ακούει.»

«Φαίνεται πως έχει κερδίσει την συμπάθειά σου.»

«Είναι ακόμη πολύ μακριά από αυτό.»

Ο Μαχέγκαν γέλασε χτυπώντας το χέρι του στο γόνατό του.

«Τελικά φαίνεται πως δεν έχεις αλλάξει και πολύ, πάντα έτσι ήσουν» είπε και συνέχισε να γελάει.

«Και φαίνεται πως τελικά σου έχουν απομείνει μερικές εκφράσεις στο πρόσωπο και δεν στις έκλεψε όλες το κρύο όπως λένε.»

«Όπως και να έχει Μάλεν» είπε ο Μαχέγκαν τελικά σοβαρεύοντας «να ξέρεις πως ότι κι αν γίνει μετά από τον πόλεμο ο βασιλιάς δεν θα έχει καμία αξία»

«Να σου πω την αλήθεια αυτό είναι το τελευταίο που μεαπασχολεί» 

Κατι σαν συνεχεια του προηγουμενου. Πως σας φαινεται ο Μαχεγκαν μεχρι τωρα; Αφηστε τα σχολια σας απο κατω και ενα αστερακι αν σας αρεσε καιιιιι αυτα. Φευγω.   

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top