Κεφάλαιο 24- Το λευκό φίδι
Ο στρατός προχωρούσε γρήγορα, σαν να βρισκόταν κάποιο θηρίο στο κατόπι τους. Οι μανδύες έφταναν ως τα πόδια τους και οι λευκές τους κουκούλες κάλυπταν τα πρόσωπα τους. Οι μανδύες ήταν κάτασπροι και ενισχυμένοι με πολλές στρώσεις δέρματος· μόνο έτσι μπορεί κανείς να επιβιώσει στην περιοχή του χιονιού. Εκεί οι θερμοκρασίες είναι πολύ χαμηλές και τις νύχτες το τσουχτερό κρύο τρυπά σαν λεπίδα ενώ οι χιονοθύελλες καραδοκούν κάθε στιγμή της ημέρας.
Παρά την απόσταση που είχαν διανύσει, τις μάχες και την πείνα τους βάδιζαν γρήγορα και αθόρυβα. Ο Φάριαν δεν περίμενε όμως τίποτα λιγότερό από εκείνους. Ήταν τα περίφημα φαντάσματα του χιονιού, μεγάλοι πολεμιστές τόκου με ολόλευκο τρίχωμα, τέτοιο που δεν είχε δει ανάμεσα σε όλους τους τόκου με τους οποίους ζούσε. Σε συνδυασμό με τον λευκό μανδύα τους μέσα στο κρυμμένο χιόνι στην περιοχή του χιονιού ήταν σχεδόν αόρατοι και σκότωναν τους εχθρούς τους γρήγορα χωρίς να αφήσουν τίποτα στον διάβα τους. Ολόκληρες ορδές από αυτούς μπορεί να περνούσαν από δίπλα σου και εσύ θα τους καταλαβαίνεις όταν θα ήταν πια πολύ αργά ή τουλάχιστον έτσι έλεγαν οι ιστορίες που είχε ακούσει ο Φάριαν.
Ο Τόρλεκ μέσα στις αναρίθμητες ιστορίες που του είχε πει, είχε αναφερθεί και στους πολεμιστές του Χόφεν. Του είπε για τον τρόπο που ζούσαν και για τις σχέσεις τους με το Κέρεσουκ, για τον αρχηγό τους και τις ικανότητές του.
Ο στρατός ήταν πραγματικά εντυπωσιακός. Ήταν στοιχισμένοι σε γραμμές των τεσσάρων και η ευθεία εκτεινόταν για μία τεράστια απόσταση έξω από τα όρια του δάσους. Σαν λευκό φίδι που σερνόταν προς το μέρος τους οι λευκοί πολεμιστές πλησίαζαν κατά χιλιάδες. Τελευταία φορά που είχε δει ο Φάριαν τόσους τόκου συγκεντρωμένους ήταν στην μεγάλη γιορτή και το θέαμα σίγουρα τον ικανοποιούσε. Ο στρατός του Χόφεν φαινόταν μέχρι τον ορίζοντα να διασχίζει την περιοχή του χιονιού και να πλησιάζει το Κέρεσουκ.
Ο Τόρλεκ και ο Μπάκορ βρίσκονταν μαζί του πάνω σε ένα ψηλό δέντρο κοιτάζοντας και περιμένοντας τους μακρινούς αδερφούς τους. Ο Τόρλεκ άρχισε να σιγοτραγουδάει όπως συχνά έκανε ένα τραγούδι καθώς περίμεναν.
Τελικά ο στρατός έφτασε στην είσοδο του δάσους και εκεί σε ένα ξέφωτο σταμάτησαν ξέροντας πως θα τους περίμεναν για να τους υποδεχτούν. Οι τρεις τους κατέβηκαν επιδέξια από το δέντρο και πλησίασαν τον τόκου που στεκόταν μπροστά από όλους.
Με μία αργή κίνηση έβγαλε την κουκούλα του, πέρασε το άσπρο κοντάρι του σε έναν στρατιώτη και κάρφωσε με τα μάτια του τον Φάριαν. Τα μάτια του ήταν το χαρακτηριστικό του, μόλις κάποιος τα κοιτούσε ήξερε από την αρχή με ποιον είχε να κάνει. Όπως των περισσότερων η γούνα του ήταν λευκή που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τα μαύρα μάτια του. Μα δεν ήταν εντελώς μαύρα: διάσπαρτες ασημένιες σπίθες βρίσκονταν στο κέντρο του ματιού του που θύμιζε τον βραδινό έναστρο ουρανό. Όλοι ήξεραν πως όταν αυτά τα αλλόκοτα μα παρόλα αυτά όμορφα μάτια αγρίευαν έπρεπε να τρέξεις να σωθείς. Ο Μεγάλος Μαχέγκαν άφησε την καυτή ανάσα του να βγει από το στέρνο του και ύστερα μίλησε στην γλώσσα των τόκου:
«Χαίρομαι που επιτέλους σας ξαναβρίσκω αδέρφια μου μετά από τον πόλεμο και την απομόνωση» Χωρίς όμως να περιμένει για απάντηση αμέσως συνέχισε:
«Έχουμε πολλά να συζητήσουμε και να πάρουμε σημαντικές αποφάσεις, μα πριν από αυτό, όλοι αυτοί οι πολεμιστές έχουν υποφέρει περισσότερα από όσα θα παραδεχτούν ποτέ και χρειάζονται ξεκούραση και φαγητό.»
«Η τύχη ήταν με το μέρος μας και οι στρατιές των εχθρών δεν σας εντόπισαν. Χαιρόμαστε που φτάσατε σώοι. Ας πάμε τώρα στην κοινότητα γιατί ο χρόνος μας βιάζει.»
Απάντησε κοφτά ο Τόρλεκ γεμάτος ευγένεια και χάρη. Τα λόγια βγήκαν από το στόμα του γεμάτα γλυκύτητα και καλοσύνη αλλά ο Μαχέγκαν απάντησε ψυχρά με ένα παγωμένο χαμόγελο και έγνεψε καταφατικά, όμως ύστερα είπε:
«Ο εχθρός δεν μας εντόπισε και δεν θα μας εντόπιζε ούτε σε χίλια χρόνια, μα για αυτό δεν θα ευθύνεται η τύχη.»
'Ύστερα τους προσπέρασε γελώντας ξανά μα αυτή τη φορά πιο φωναχτά. Ήταν ένα αυτάρεσκο ψυχρό γέλιο σαν ακονόπετρα που σέρνεται στο σπαθί. Πίσω του ακολούθησαν οι χιλιάδες αμίλητοι στρατιώτες του.
Συνήθως οι τόκου μετακινούνταν πηδώντας από κλαδί σε κλαδί για να μένουν απαρατήρητοι αλλά αυτός ο στρατός ήταν πολύ κουρασμένος για να το κάνει. Προχωρούσαν σε σειρές των δύο, καθώς το μονοπάτι γινόταν στενό μέσα στα δέντρα, κατευθυνόμενοι προς την κοινότητα.
Όσο κι αν προσπαθούσαν να την κρύψουν, η κούραση τους ήταν αισθητή, σαν να πλανιόταν στον αέρα. Το Κέρεσουκ ήταν το μεγαλύτερο δάσος που υπήρχε στη γνωστή γη. Ήταν τόσο μεγάλο που τρεις στρατοί θα μπορούσαν να το διασχίζουν και να μην συναντηθούν ποτέ, μα ο Φάριαν είχε καταφέρει να απομνημονεύσει μερικά μονοπάτια.
Αυτό εδώ το αναγνώριζε κι έτσι ήξερε πόση ώρα θα τους έπαιρνε να φτάσουν. Περπατούσε μπροστά μαζί με τον Τόρλεκ και τον Μαχέγκαν μα ο Μπάκορ είχε προχωρήσει πίσω μέσα στον στρατό για να συναντήσει κάποιους παλιούς του φίλους. Ο Φάριαν παρατήρησε όλους τους στρατιώτες να προχωρούν. Ανέκφραστοι. Σαν το κρύο να είχε παγώσει όλες τις εκφράσεις του προσώπου τους, όπως έλεγαν. Μετά κοίταξε τον Μαχέγκαν. Περπατούσε βιαστικά έχοντας φορέσει την κουκούλα του ώστε να καλύπτεται όλο το πρόσωπό του. Είναι κουρασμένος, σκέφτηκε ο Φάριαν. Είναι τόσο κουρασμένος που πονάει. Υπέθεσε πως για αυτό είχε κρύψει το πρόσωπό του αλλά το βήμα του ήταν σταθερό και σίγουρο σαν να είχε μόλις βγει για ένα περίπατο.
Ο Μάλεν και ο Τόρλεκ του είχαν μιλήσει πολύ για τον Μαχέγκαν, ήταν ένας δεινός πολεμιστής και στρατηγός. Το μυαλό του ήταν κοφτερό σαν μαχαίρι, σαν να ήταν φτιαγμένο για τον πόλεμο. Αναρωτιόταν τι μπορεί να είχε περάσει ο στρατός μέχρι να φτάσει εδώ για να βρεθεί αυτός ο τόκου σε αυτήν την κατάσταση.
Ο δρόμος τους ήταν μακρύς και πέρασαν την περισσότερη ώρα αμίλητοι με το βλέμμα τους καρφωμένο στον ορίζοντα ή στο έδαφος. Τους πήρε αρκετή ώρα ώσπου να φτάσουν στην κοινότητα ή έτσι τους φάνηκε λόγω της παράξενης σιωπής που διακοπτόταν μόνον από τον ήχο των βημάτων.
Είχαν φτάσει σε ένα δυσάρεστα γνώριμο σημείο του δάσους -το πεδίο της μάχης. Δεν ήξερε αν οι τόκου του χιονιού είχαν μάθει για αυτή τη μάχη μα το προσωπείο τους δεν έσπασε από το άσχημο θέαμα. Ο κάθε στρατιώτης αντίκριζε το πεδίο της μάχης καθώς ο στρατός περνούσε από το σημείο που είχαν χτυπήσει τα φάουρους. Ο χώρος δεν είχε καθαριστεί εντελώς: υπήρχαν διάσπαρτα πτώματα των φάουρους καθώς και μερικών ζώων του δάσους. Το κουφάρι μιας μεγάλης αρκούδας- που στο στομάχι της είχαν μαζευτεί χιλιάδες έντομα κατάτρώγοντάς την- έστεκε στο δρόμο του στρατού, έτσι αναγκάστηκαν να το παρακάμψουν. Παντού υπήρχαν γδαρμένα δέντρα από τα ανελέητα χτυπήματα των κεράτων των φάουρους. Ο βασιλιάς είχε δώσει εντολή να μαζευτούν πρώτα τα πτώματα των τόκου μα προσπέρασαν ένα από αυτά στο δρόμο τους. Ήταν άσχημα χτυπημένος και τα μάτια του καρφωμένα ευθεία μπροστά γεμάτα τρόμο. Τα περισσότερα όμως είχαν μαζευτεί από τις πρώτες κιόλας μέρες και είχαν θαφτεί με τις κατάλληλες τελετές τους. Οι τόκου πίστευαν πως προέρχονταν από την γη και έπρεπε το σώμα τους να επιστρέψει σε αυτήν.
Κι όμως ήταν σαν αυτήν την εικόνα τα λευκά φαντάσματα να την είχαν δει χίλιες και περισσότερες φορές και τους ήταν πια αδιάφορη. Ή στάση τους αυτή παραξένεψε πολύ τον Φάριαν κι έτσι συνέχισε να τους παρατηρεί έναν-έναν σε όλη τη διαδρομή. Αναρωτιόταν ποια να ήταν ή ζωή τους και τι είχε συμβεί για να τους παγώσει έτσι η καρδιά. Στην κοινότητα έλεγαν πως όταν το κρύο είναι υψηλό τα ζεστά συναισθήματα σιγά-σιγά υποχωρούν και τελικά πεθαίνουν. Και δεν υπάρχει πιο κρύο μέρος από την περιοχή του χιονιού.
Όταν όλος ο στρατός πλέον είχε διασχίσει το σημείο της μάχης συνέχισε τον δρόμο του μέχρι που τελικά έφτασε στο δέντρο της μυστικής εισόδου. Όταν τους είχαν ειδοποιήσει να τρέξουν στη μάχη κανείς δεν χρησιμοποίησε αυτό το πέρασμα, δεν υπήρχε χρόνος. Απλά πήδηξαν από το ψηλό τείχος και μερικοί το πλήρωσαν ακριβά.
Ξεκίνησαν να μπαίνουν ανά τέσσερις και μέχρι να περάσουν όλοι στην άλλη μεριά είχε φτάσει το απόγευμα. Όλος ο στρατός περνούσε από την μυστική είσοδο του δέντρου· μέσα από το τούνελ ενώ το βλέμμα των αγαλμάτων έμενα άγρυπνο πάνω τους. Οι πολεμιστές της αρχαιότητας κοιτούσαν τους λευκούς πολεμιστές με γαλάζια μάτια που έμοιαζαν να τους ακολουθούν κατά μήκος του διαδρόμου. Μόλις διέσχιζαν το τούνελ συγκεντρωνόταν στην μεγάλη αυλή ανάμεσα στην κοινότητα και στο υπόλοιπο δάσος. Από εκεί σκαρφάλωναν το Τέρραν και έμπαιναν τελικά στην κοινότητα.
Πολλοί είχαν συγκεντρωθεί εκεί για να χαιρετίσουν τα αδέρφια τους. Έτσι, οι καφετιές, οι γκρίζες, οι καφέ, οι πορτοκαλί και πολλές άλλες γούνες ακόμη ενώθηκαν με τις λευκές. Οι δύο φυλές ήταν η απόλυτη αντίθεση: η μια μεγαλωμένη κάτω από την προστασία του ήλιου και της ζέστης και η άλλη κάτω από το κρύο και το χιόνι.
Οι δύο φυλές ενώθηκαν σε μια και αφού σιγά-σιγά πέρασε όλος ο στρατός μέσα στην κοινότητα ο Μαχέγκαν τους έδωσε το ελεύθερο να κινηθούν όπου ήθελαν μέσα στην κοινότητα. Όλοι τους σκόρπισαν σε διάφορα μέρη της αλλά μετά από μερικούς χαιρετισμούς όλοι τους έπεσαν σε βαθύ ύπνο.
Όταν τελικά ο στρατός διαλύθηκε και έμειναν μόνο ο Τόρλεκ, ο Φάριαν και ο Μαχέγκαν οδήγησαν τον κουρασμένο στρατηγό στην καλύβα του που είχε όλες τις ανέσεις και τον άφησαν εκεί να ξεκουραστεί. Πριν όμως κλείσει την πόρτα της καλύβας πίσω του τους είπε σιγανά:
«Αύριο το πρωί πρέπει να συγκαλέσουμε συμβούλιο και να συναντήσουμε για την επόμενη κίνηση μας. Ο εχθρός δεν θα μας περιμένει.»
Χελο. Λιγο μικρο κεφαλαιο αλλα αναγκαστικα να το κοψω σε δυο μερη γιατι θα εβγαινε αρκετα μεγαλο. Δεν πειράζει ελπιζω να αρεσε. Κλασικα αφηστε τα σχολια σας απο κατω και βαλτε κι ενα αστερι αν σας αρεσε κα τα λεμε στο επομενο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top