Κεφάλαιο 23: Τα ξεχασμένα αδέρφια

Το τοπίο σε αυτήν την μεριά του κόσμου ήταν εντελώς διαφορετικό από ότι είχαν συνηθίσει. Μία σκοτεινή ατμόσφαιρα και μελαγχολία κάλυπτε τα πάντα σαν πέπλο και έδινε την εντύπωση πως αυτό ήταν ένα ξεχασμένο από τον κόσμο μέρος. Αυτό ακριβώς ήταν.

Κοίταξαν τα δέντρα με λύπη και παρατήρησαν πως ήταν μαύρα όπως και το χώμα κάτω από τα πόδια τους. Το Κέρεσουκ έλαμπε στα χρώματα γεμάτα πράσινο κόκκινο και κίτρινο και τα κλαδιά των δέντρων ήταν πλούσια και όμορφα. Το Ζάφερ όμως είχε γίνει ένα λυπημένο και άδειο δάσος. Τα δέντρα ήταν δεν ήταν στολισμένα με φύλλα και καρπούς και τα αμέτρητα παρακλάδια τα οποία είχαν εξαπλωθεί παντού ενώνονταν μεταξύ τους εμποδίζοντας τις ακτίνες του ήλιου να περάσουν. Έτσι το μεγαλύτερο μέρος του δάσους φωτιζόταν από τις ελάχιστες τυχερές ακτίνες που πέρναγαν από τα πυκνά κλαδιά και τα πάντα αποκτούσαν μια μουντή και μελαγχολική ατμόσφαιρα.

Οι δύο τόκου μαζί με τους συνοδούς τους είχαν φτάσει στο δάσος Ζάφερ το καταμεσήμερο αν και σε αυτόν τον παραμελημένο δάσος οι ώρες δεν είχαν και μεγάλη σημασία. Την ίδια στιγμή της ημέρας στο δάσος Κέρεσουκ η ζέστη θα ήταν ανελέητη στα νότια και πιο δροσερή στα βόρεια καθώς κρύοι άνεμοι θα έρχονταν από την περιοχή του χιονιού. Το δάσος Ζάφερ φαινόταν ίδιο παντού, όπου και να γύριζαν το βλέμμα τους έβλεπαν γέρικα ξεραμένα και καμένα δέντρα να γέρνουν προς το μέρος τους έτοιμη να καταρρεύσει. Έμοιαζε με μία εφιαλτική εκδοχή του Κέρεσουκ. Μα τι στο καλό είχε συμβεί εδώ;

Οδηγήθηκαν μέσα στην κοινότητα των αδερφών τους-ένα υπόλειμμα της κοινότητας που κάποτε υπήρχε στο Ζάφερ. Πολλές από τις καλύβες ήταν γκρεμισμένες ενώ άλλες ήταν τρύπες σκαμμένες στο χώμα με μία ξύλινη είσοδο. Αυτό είχε καταλήξει να είναι πια η κοινότητα του Ζάφερ; Μία σειρά από ετοιμόρροπα σπίτια ;

Ο Αρούκ κοιτούσε αυτό το τραγικό τοπίο με την καρδιά του να γίνεται πέτρα από λύπη και ντροπή. Μέσα από τα παράθυρα και τις σπασμένες πόρτες και τα δέντρα ξεπρόβαλαν πεινασμένα και φοβισμένα μάτια. Τους κοιτούσαν να περνάνε με βλέμμα που ήταν μία ανάμειξη φόνου απορίας και ελπίδας. Φέρνουμε όμως σωτηρία ή καταστροφή σε αυτήν την κοινότητα;

Η κοινότητα φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει, με ετοιμόρροπα ή προχειροφτιαγμένα σπίτια και σχεδόν καμία κάλυψη από τους εχθρούς. Τα πάντα έμοιαζαν εγκαταλελειμμένα και προσωρινά: όσα από τα σπίτια τους δεν ήταν έτοιμα να διαλυθούν φαίνονταν σαν να είχαν φτιαχτεί σε ένα βράδυ από άπειρους εργάτες και ήταν προορισμένα να αντέξουν λίγου μόνο μήνες. Οι τοίχοι των σπιτιών ήταν ξύλα τα οποία είχαν τοποθετηθεί μαζί και είχε προστεθεί μια σκεπή από πλατύ ξύλο βελανιδιάς και μεγάλα φύλλα. Το Κέρεσουκ όμως ήταν παλιό και σταθερό. Οι καλύβες τους ήταν φτιαγμένες με προσοχή και γνώση και άντεχαν σε καταιγίδες και σεισμούς. Είχαν δημιουργηθεί μονοπάτια και πέντε μυστικές είσοδοι που οδηγούσαν μέσα στην κοινότητα, συμπεριλαμβανομένης της κεντρικής.

Ο Αρούκ προσπάθησε να κρατήσει το μυαλό του συγκεντρωμένο. Είδε πως ο Μοσάκα το κατάφερνε καλά. Το βλέμμα του τριγύριζε στην κοινότητα κοιτώντας τα πάντα και τίποτα μαζί. Οι εικόνες εξαθλίωσης δεν φαινόταν να επηρεάζουν τον Μοσάκα ή έτσι έδειχνε. Ο Μοσάκα δεν άφηνε τίποτα να τον επηρεάσει. Ένα μικρό παιδάκι με σκούρο γκρι απεριποίητο τρίχωμα τον πλησίασε. Το ένα του αυτί ήταν κομμένο και κούτσαινε. Του ζήτησε φαγητό.

«Δεν έχω φαγητό να σου δώσω, αλλά έχω κάτι καλύτερο.» ο Μοσάκα συνέχισε να περπατά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα ενώ ο μικρός έμεινε να τον κοιτάει με απορία και απογοήτευση. Ο Μοσάκα όντως δεν είχε φαγητό να του δώσει, ο Αρούκ το ήξερε καλά αυτό αλλά και πάλι του φάνηκε σκληρός ο τρόπος που φερόταν.

Ο Μοσάκα ήθελε να δώσει το παιδί τα νέα για την ελευθερία αλλά το σχέδιο τους ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Ο Μοσάκα όμως δεν ανησυχούσε, είχε προετοιμαστεί για τον άσχημο θάνατό του πολύ καιρό πριν.

Χωρίς να χάσουν χρόνο ζήτησαν από τον Ρόαχιν να συγκαλέσει αμέσως συμβούλιο προσκαλώντας τους σοφότερους και δυνατότερους για να αποφασίσουν για την δύσκολη αποστολή που ήταν μπροστά τους. Αργά το μεσημέρι τελικά άρχισαν να μαζεύονται σε ένα ανοιχτό χώρο, μια ταλαιπωρημένη και ρημαγμένη πλατεία που έμοιαζε περισσότερο με ερείπια. Ήταν φτιαγμένη από λευκή πέτρα του ερχόταν σε αντίθεση με τα κατάμαυρα δέντρα του δάσους γύρω της.

Γέροι, γυναίκες, άντρες και παιδιά, όλοι όσοι προσπέρασαν στον δρόμο τους για τον χώρο του συμβουλίου είχαν την ίδια όψη. Τα μάτια τους ήταν σκούρα και ξεχείλιζαν από συναισθήματα αγανάκτησης και φόβου. Κινούνταν πάντα επιφυλακτικά και το τρίχωμα τους μαύρο, γκρίζο και ταλαιπωρημένο. Αυτά ήταν τα αποτελέσματα ενός συνεχούς πολέμου και κυνηγητού με τους χάντεκ. Αυτά θα συμβούν και σε εκείνους αν επιλέξουν να κρυφτούν και να ζήσουν στην εξαθλίωση. Ο ανοιχτός πόλεμος φαινόταν η μόνη λύση.

Ο Ρόαχιν προχωρούσε μπροστά κι ύστερα ακολουθούσε ο Μοσάκα και ο Αρούκ. Οι υπόλοιποι είκοσι πολεμιστές τόκου είχαν σταλεί για να ειδοποιήσουν για την συνέλευση τρέχοντας από καλύβα σε καλύβα φωνάζοντας τα σημαντικά πρόσωπα της κοινότητας. Πριν φτάσουν αυτοί σε εκείνο το σημείο ο χώρος είχε ήδη γεμίσει από όλων των ειδών παρατηρητές που είχαν εμφανιστεί για να παρατηρήσουν αυτήν την εντελώς αναπάντεχη επίσκεψη στην δυστυχισμένη τους κοινότητα. Κάποια από τα μικρά δεν είχαν ξαναδεί άλλο τρίχωμα σαν και το δικό τους. Αμέτρητα από αυτά τα παιδιά είχαν μαζευτεί γεμάτα ελπίδα στα μάτια τους.

Στην μέση της λευκής πλατείας ήταν τοποθετημένο ένα πλατύ βάθρο πάνω στο οποίο στέκονταν πέντε τόκου και παντού ολόγυρά του βρίσκονταν αμέτρητοι άλλοι. Οι πέντε πάνω στο υπερυψωμένο βάθρο φαίνονταν μεγάλοι σε ηλικία και ήταν ισχνοί, αδύναμοι και μικροσκοπικοί. Το πλήθος που είχε σχηματιστεί γύρω τους σε έναν κύκλο αγκομαχούσε για το ποιος θα φτάσει μπροστά για να παρακολουθήσει την ακρόαση με τα παιδιά να σπρώχνονται και να προσπερνάνε τους μεγάλους για να παρακολουθήσουν. Και ο κύκλος όλο και στένευε καθώς το πλήθος πολλαπλασιαζόταν και αδημονούσε να μάθει τι συνέβαινε.

Μαζί με τον Μοσάκα και τον Αρούκ στο κέντρο του κύκλου στεκόταν ο Ρόαχιν, ο οποίος τους παρουσίασε στο συμβούλιο. Το βλέμμα του ήταν σκληρό όπως πάντα και το χαμόγελο ανύπαρκτο στο πρόσωπό του. Φώναξε δυνατά τα ονόματά τους και αναφώνησε τον τόπο από τον οποίο είχαν έρθει οι αγγελιοφόροι. Μια σειρά από αναφωνήματα ακολούθησε.

Το συμβούλιο αυτό εκτός από τους γέροντες πάνω στο βάθρο, που έπαιρναν τις περισσότερες αποφάσεις και η γνώμη τους μετρούσε πολύ , απαρτιζόταν και από τους πιο δυνατούς πολεμιστές και ανιχνευτές της κοινότητας. Αυτοί είχαν μεγάλη σημασία στην επιβίωση ολόκληρης της κοινότητας γιατί ήταν οι προστάτες της, οι συλλέκτες τροφής κι αυτοί που ήταν έτοιμοι να οδηγήσουν τον στρατό ενάντια σε κοντινούς εισβολείς.

Όλοι στον χώρο είχαν μαύρο ή γκρι τρίχωμα κι έτσι ολόκληρη η πλατεία είχε πλημμυρίσει από το σκούρο χρώμα και φαινόταν πιο καταθλιπτικός και μονότονος από ποτέ. Οι λιγοστές ακτίνες του ήλιου έπεσαν πάνω στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό ενός από τους γέροντες στο βάθρο τονίζοντας τα άσχημα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Κατέβασε το γέρικο σαγόνι του και άφησε κουρασμένες λέξεις να βγούνε.

«Πλησιάστε, πλησιάστε!»

Η φωνή του έβγαινε αδύναμη σαν να σκαρφάλωνε με δυσκολία τον λαιμό του και ήταν γεμάτη από συγκίνηση. Οι δύο τόκου πλησίασαν στο βάθρο και ύψωσαν τα χέρια τους με τις παλάμες προς τα πάνω, με αυτήν την χειρονομία έδειχναν τον σεβασμό τους προς τους γηραιότερους της κοινότητας. Τα κεφάλια τους ήταν κατεβασμένα και πλησίαζαν αργά προς το βάθρο.

«Δέκα χρόνια ...τέσσερις μήνες και σαράντα εννιά ημέρες. Τόσο καιρό έχω να δω κάποιον από τους μακρινούς αδερφούς μας.»

Ή φωνή του έσβηνε σιγά σιγά στο τέλος της κάθε πρότασης σαν να τον έπαιρνε ένας γλυκός ύπνος. Ο Αρούκ χαμογέλασε ευγενικά στους γέροντες μα ο Μοσάκα παρέμεινε ανέκφραστος.

«Σας καλωσορίζουμε στο μικρό μας δάσος, το τελευταίο οχυρό της περιοχής του φεγγαριού» είπε ο γέροντας με θλίψη να κρύβεται στον τόνο της φωνής του.

«Κι εμείς χαιρόμαστε που βρίσκουμε τα μακρινά αδέρφια μας» είπε ο Αρούκ ευγενικά «αλλά λυπάμαι βαθιά που σαν βρίσκουμε σε αυτήν την άσχημη κατάσταση.»

«Ναι..» είπε ο γέρος συμφωνώντας αφηρημένα «ο πόλεμος είναι ιδιαίτερα βλαβερός αλλά όταν έχεις να κάνεις με κάποιον πραγματικά παράφρων όπως ο Γκαϊκού δεν μπορείς να ελπίζεις σε τίποτα. Αμέσως μόλις πήρε την περιοχή μας άρχισε να βάζει φωτιά σε γρασίδι και χωράφια καίγοντας σταδιακά ότι υπήρχε από δέντρο. Η περιοχή του φεγγαριού ήταν πάντα φτωχή και άδεια αλλά τώρα πια είναι και πληγωμένη»

«Η φωτιά έφτασε στο δάσος;» ρώτησε ο Αρούκ αλλά μια ματιά γύρω του ήταν αρκετή για να του δώσει την απάντηση.

«Ω ναι, έφτασε δυστυχώς. Οι περισσότεροι καταφύγαμε κάτω από το αρχαίο μονοπάτι και σωθήκαμε αλλά το δάσος καταστράφηκε, μαζί με τα σπίτια μας. Όλα στάχτη, όλα τα έφαγε η φωτιά.»

Ο Αρούκ δεν είχε τίποτα να πει από το να δείξει την λύπη του για αυτό το τραγικό συμβάν. Αυτή η κοινότητα είχε υποφέρει τα πάντα και δεν είχε δεχτεί καθόλου βοήθεια. Φωτιά, πείνα και θάνατο, μόνο αυτά έχουν γνωρίσει τα τελευταία δέκα χρόνια αυτοί οι τόκου. Το πλήθος άρχισε να μουρμουρίζει θλιμμένο θυμούμενο την μεγάλη φωτιά που έκαψε το σπίτι τους αλλά ο Ρόαχιν πήρε τον λόγο βιαστικά κάνοντας τους να ησυχάσουν λέγοντας:

«Τα αδέρφια μας ήρθαν από μακριά και χάθηκαν στον δρόμο τους δύο, ενώ άλλοι δύο που είχαν ξεκινήσει μαζί τους πιάστηκαν και είναι τώρα αιχμάλωτοι από τους χάντεκ ή ίσως να είναι νεκροί πια. Ο Μοσάκα και ο Αρούκ όμως κατάφεραν να μας παραδώσουν αυτό το πολύ σημαντικό μήνυμα.»

Πολλοί από το πλήθος γέλασαν σιγανά με το όνομα του Μοσάκα (απαισιόδοξος) μα εκείνος δεν νοιάστηκε, είχε συνηθίσει το όνομα του και τις αντιδράσεις που προκαλούσε.

«Και τι μήνυμα μας μετέφεραν αυτοί εδώ από το μακρινό δάσος;» ρώτησε ένας άλλος από τους γέροντες, πιο νέος και καλοστεκούμενος από τον προηγούμενο. Ο Αρούκ πλησίασε πιο κοντά στο βάθρο και κοίταξε έναν-έναν τους γέροντες διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του. Ήξερε πως μετά από δέκα χρόνια κρυμμένοι θα ήταν δύσκολο έτσι ξαφνικά να αφήσουν την λιγοστή ασφάλεια και να κατευθυνθούν προς το στόμα του λύκου. Επίσης είχε μάθει από μικρός πως όταν απευθύνεται σε συμβούλιο γερόντων ο λόγος σου πρέπει να είναι άψογος και ολοκληρωμένος γιατί η περηφάνια τους είναι μεγάλη και δεν ακούνε εύκολα συμβουλές.

«Αδέρφια μου, ερχόμαστε από το Κέρεσουκ και μας στέλνει ο ίδιος ο Μάλεν, ο ψιθυριστής των πουλερικών και ο άρχοντας των μηνυμάτων .Είμαστε εδώ για να μεταφέρουμε ένα μήνυμα του συμβουλίου μας και του ίδιου του βασιλιά.»

Κι αλλά γέλια από το κοινό γύρω τους μα αυτή τη φορά ευθυνόταν η λέξη βασιλιάς και τα γέλια ήταν πικρά. Όπως τον είχε προειδοποιήσει ο Ρόαχιν κανείς δεν είχε σε ιδιαίτερη υπόληψη τον βασιλιά και μερικοί μάλιστα έφτυσαν στο χώμα μόλις άκουσαν για αυτόν. Ο Αρούκ τα αγνόησε όλα και συνέχισε να μιλάει προς τους γέροντες που τον κοιτούσαν ακόμη με μεγάλη προσοχή.

«Ο άρχοντας των Χάντεκ κινήθηκε μετά από χρόνια και επιτέθηκε στην περιοχή του χιονιού. Ο πόλεμος επέστρεψε και το Κέρεσουκ αποφάσισε πως είναι καιρός οι τόκου να πάρουν θέση σε αυτόν. Χάνουμε τις περιοχές την μία μετά την άλλη. Δεν μπορούμε πλέον να μένουμε άπραγοι. Έχουμε στείλει μήνυμα και στα τέσσερα δάση και καλούμε για την επανένωση όλων των φυλών.»

«Τώρα που ο πόλεμος σας πλησίασε αποφασίσατε να κάνετε κάτι» είπε κάποιος άντρας από το κοινό κουνώντας θυμωμένα την γροθιά του στον αέρα.

«Σας παρακαλώ, είμαστε εδώ για να συνεργαστούμε» παρακάλεσε ένας γέροντας αλλά το πλήθος δεν φάνηκε και πολύ ευχαριστημένο.

«Αυτή τη στιγμή ο στρατός είναι συγκεντρωμένος στο Κέρεσουκ; Ποια είναι ή κατάσταση που επικρατεί;» ρώτησε ένας από τους τόκου που κάθονταν κοντά στο βάθρο, ένας από τους γενναίους της φυλής.

«Φοβάμαι πως το συμβούλιο πίστευε ότι έπρεπε να βιαστούμε έτσι μας έστειλαν αμέσως και έτσι δεν μπορώ να απαντήσω ποια είναι η κατάσταση τώρα.»

«Να φύγουμε για πόλεμο; Αυτό μας ζητάτε; Χωρίς να ξέρουμε αν όντως θα ενωθούμε ή όχι;» ρώτησε πάλι ο τόκου. Το πλήθος άρχισε να δημιουργεί μια βαβούρα, μία ανάμειξη από διαμαρτυρίες κλάματα παιδιών και φωνές προς τους γέροντες και τους αγγελιοφόρους. Οι γέροντες μάταια προσπάθησαν να τους κάνουν να σωπάσουν.

Ο Μοσάκα πλησίασε κι αυτός μπροστά. Στην αρχή δεν τον πρόσεξαν αλλά σιγά σιγά η ησυχία άρχισε να αποκαθιστάτε και εκείνος είπε με ένα παγερό και θλιμμένο ύφος:

«Εμείς είμαστε αγγελιοφόροι και όχι αντιπρόσωποι. Το μήνυμα το μεταφέραμε και λέει πως ζητάμε να συγκεντρωθούν όλες οι φυλές. Νομίζω πως μετά από τόσα χρόνια υπό την κυριαρχία των βρομερών χάντεκ θα ήταν παράλογο να περιμένετε κι άλλο πριν τους εναντιωθείτε και φύγετε από αυτόν τον τόπο.»

Ο Μοσάκα θα τα χαλάσει όλα, σκέφτηκε ο Αρούκ με φόβο. Μπορεί όντως να ήταν απλώς αγγελιοφόροι αλλά ήταν πολύ σημαντικό να κερδίσουν αυτούς τους συμμάχους και έπρεπε να κάνουν τα πάντα για να τα καταφέρουν. Αυτοί οι τόκου ήταν πλημμυρισμένοι με φόβο, δεν θα πήγαιναν και τόσο εύκολα στον πόλεμο.

«Μην μας μιλάς λες και ήταν δικό μας λάθος!» φώναξε ένας άλλος από τους γενναίους της κοινότητας.

«Ο βασιλιάς θα έπρεπε να είχε κάνει κάτι για να μας βοηθήσει από το να ξεχάσει ένα μέρος του λαού του. Αν θέλει στρατό, ας έρθει να τον πάρει, ας ανοίξει δρόμο μέχρι εδώ ο ίδιος και εμείς θα τον ακολουθήσουμε. Και θα έπρεπε να μας ζητάει συγνώμη πριν μας ζητήσει να ενισχύσουν τον στρατό του»

Πολλοί από το πλήθος άρχισαν να φωνάζουν υπέρ της κοινότητας συμφωνώντας με φωνές και άγριες χειρονομίες. Είχαν αρχίσει να εξαγριώνονται και έπρεπε με κάποιο τρόπο να τους ηρεμούσαν.

«Αρκετά, αρκετά τώρα Ζαζούλ. Και όλοι σας! Ας μην φτάνουμε τα πράγματα στα άκρα. Ο αδερφός μας Μοσάκα έθεσε ένα πολύ σωστό επιχείρημα και μην παρασύρεσαι από τον θυμό σου και την πικρία σου γιατί καταλήγεις να λες ανοησίες. Ο βασιλιάς δεν καλεί εμάς για να ενισχύσουμε τον στρατό του, μας καλεί σε μία μάχη στην οποία θα απελευθερωθούμε. Κανείς δεν μπορεί να περάσει τον στρατό του μέχρι το δάσος Ζάφερ. Μόνο ένας ανόητος θα ήλπιζε κάτι τέτοιο»

Ο Ζαζούλ κοκκίνησε από τον θυμό και την ντροπή αλλά είχε μάθει πλέον πως οι γέροντες του συμβουλίου μπορούν να βουτήξουν την γλώσσα τους τόσο στο μέλι όσο και στο πιο πικρό δηλητήριο. Ενοχλημένος κάθισε πίσω και το πλήθος ηρέμησε αφήνοντας τον γέροντα να συνεχίσει:

«Ας αφήσουμε την πικρά μας κατά μέρος, το ξέρω πως αυτό θα είναι δύσκολο για εμάς τους μεγαλύτερους που θυμόμαστε πιο καλά αλλά ας προσπαθήσουμε να επικεντρώθηκε στον πραγματικό εχθρό, σε αυτούς που μας έφεραν ως εδώ. Ο βασιλιάς θα απολογηθεί για αυτό όταν έρθει η ώρα αλλά μέχρι τότε πρέπει να κερδίσουμε τον πόλεμο.»

«Συμφωνώ μαζί σου, αυτή είναι η ευκαιρία μας και δεν πρέπει να την χάσουμε.» είπε ένας από τους γενναίους. Δεν πήρε πολύ ώρα και όλοι οι γέροντες του συμβούλιου είχαν καταλήξει πως όσο κι αν ένιωθαν προδομένοι από τον βασιλιά τους ήθελαν όσο τίποτε άλλο να πολεμήσουν για να απελευθερωθούν. Κούνησαν αργά τις στολισμένες με μακριά μούσια μουσούδες τους συμφωνώντας πως έπρεπε να ενωθούν με τον βασιλιά. Αυτό προκάλεσε μερικές αρνητικές αντιδράσεις στο πλήθος αλλά ήταν κι αυτοί που φώναξαν από χαρά.

«Τι προτείνεται λοιπόν; Να περπατήσουν ως το Κέρεσουκ και ως δια μαγείας να μείνουμε κρυφοί από τον εχθρό;» ρώτησε ο Ρόαχιν τους αγγελιοφόρους.

«Να περάσουμε από την περιοχή του φεγγαριού δεν θα είναι εύκολο, για αυτό να είστε σίγουροι. Αλλά αν ακολουθήσουμε τα ίχνη των Χάντεκ που κατευθύνθηκαν προς τα βουνά του Μπόιρ, θα βρούμε πέρασμα μέσα από τα βουνά και θα μπορούμε να κινηθούμε με μεγαλύτερη μυστικότητα. Αυτός θα είναι ο πιο ασφαλής δρόμος για εμάς. Αυτό προτείνει να κάνουμε το συμβούλιο του βασιλιά.»

«Ο στρατός των Χάντεκ πέρασε από τα Μπόιρ; Πότε;» ρώτησε ο κύριος γέροντας του συμβουλίου.

«Όταν ξεκινήσαμε εμείς από το Κέρεσουκ οι Χάντεκ ακόμη βρίσκονταν στους πρόποδες ή ίσως να τα διέσχιζαν και θέλει πολλές ημέρες για να τα περάσεις. Υπολογίζουμε πως τα διασχίζουν ακόμη και το χιόνι θα τους καθυστερήσει περισσότερο.»

«Αυτή η διαδρομή θα είναι επικίνδυνη, πέφτουμε κατευθείαν στο σπαθί του εχθρού. Αλλά τώρα πια δεν νομίζω να υπάρχει ακίνδυνη διαδρομή για εμάς.»

Σιγα σιγα μαζευεται ο στρατος. Πως σας φαινεται μεχρι τωρα; Γραψτε στα σχολια και αφηστε και ενα αστερι αν σας αρεσε. Τα ΛεΜε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top