Κεφάλαιο 20: Κι έτσι έμειναν δύο
Το κρύο ήταν τσουχτερό και μούδιαζε όλο τους το σώμα περνώντας μέσα από τα πανωφόρια και τη γούνα τους και τρυπώντας τα κόκαλά τους. Οι δύο αγγελιοφόροι είχαν βρει καταφύγιο σε μια μεγάλη κουφάλα δέντρου που τους χώραγε και τους δύο. Οι άλλοι τέσσερις είχαν χαθεί μέσα στην νύχτα την ώρα που μια περιπολία χάντεκ τους είχε βρει και τους είχε κυνηγήσει. Είχαν χάσει κάθε ίχνος τους κι έτσι αποφάσισαν να συνεχίσουν μόνοι την αποστολή.
Ο Αρούκ που το όνομα του σήμαινε φτεροπόδαρος ήταν ο πιο γρήγορος της κοινότητας ή ίσως και όλης της φυλής των τόκου. Όταν ο Μάλεν έψαξε για έξι αγγελιοφόρους να παραδώσουν το μήνυμα στο Ζάφερ, ο Αρούκ ήταν η πρώτη του επιλογή. Ήταν οξυδερκής και άψογος στην εκπαίδευσή του, ένας αθόρυβος και αποτελεσματικός αγγελιοφόρος, αυτό ακριβώς που χρειαζόταν ο Μάλεν. Ο Αρούκ ήταν πάντα πιστός στην κοινότητα και συμφώνησε αμέσως να κάνει την αποστολή παρόλο που γνώριζε τους κινδύνους.
Μαζί του ταξίδευε ο Μοσάκα που σήμαινε απαισιόδοξος στην γλώσσα των τόκου. Κι αυτός ήταν γρήγορος και αθόρυβος (όπως βέβαια και κάθε εκπαιδευμένος αγγελιοφόρος) αν και όχι η πιο ευχάριστη παρέα που θα μπορούσες να έχεις. Ο Μοσάκα πολλοί έλεγαν γεννήθηκε μια θλιβερή και μαύρη μέρα και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν άσχημες ανατροπές και την κακοτυχία στη ζωή του. Ήταν ωμός και καμιά φορά γινόταν αγενής και δεν φαινόταν να ενδιαφέρεται και πολύ για την μοίρα του.
Και οι δύο ήξεραν την σημασία της αποστολής τους και τις λίγες πιθανότητες που είχαν να περάσουν από όλη την περιοχή του φεγγαριού απαρατήρητοι μα ο Μοσάκα δεν έχανε ευκαιρία να υπενθυμίζει στον Αρούκ το πόσο επικίνδυνο και σχεδόν ακατόρθωτο ήταν. Ο Αρούκ ήταν υπομονετικός και άκουγε όλες τις παρατηρήσεις που είχε να κάνει ο Μοσάκα για αυτήν την επικίνδυνη αποστολή.
Οι δύο αγγελιοφόροι είχαν τρίχωμα σκούρο καφέ αλλά για να είναι σίγουροι πως δεν θα γίνονταν αντιληπτοί ήταν ντυμένοι από πάνω μέχρι κάτω ρούχα και κουκούλες μαύρα σαν την πίσσα. Την νύχτα δεν μπορούσες να τους διακρίνεις και την ημέρα κρύβονταν γιατί θα ήταν πολύ επικίνδυνο να ταξιδεύουν κάτω από το φως του ήλιου.
Βρίσκονταν σε μία κουφάλα που είχε μία παράξενη και ενοχλητική μυρωδιά, σαν κάποιο ζώο να είχε πεθάνει εκεί μέσα. Είχαν αποφασίσει όμως να μείνουν εκεί για την διάρκεια της ημέρας και ο Μοσάκα είχε ξεκινήσει να λέει μια σειρά από άσχημες καταλήξεις που μάλλον είχαν οι υπόλοιποι τέσσερις αγγελιοφόροι που είχαν ξεκινήσει μαζί τους και πως πολύ φοβόταν ότι θα κατέληγαν και εκείνοι έτσι.
Ο Αρούκ τον άκουγε αφηρημένος μα δεν έδινε και πολύ σημασία. Είχε το νου του στην έξοδο της κουφάλας και τα αυτιά του τεντωμένα μήπως ακούσει κάποιον να έρχεται. Μετά από όσα είχαν συναντήσει στην αποστολή είχε γίνει καχύποπτος και επιφυλακτικός και ήξερε πως τώρα που είχαν απομείνει οι δυο τους οι πιθανότητες να πετύχουν όλο και λιγόστευαν. Αν άκουγε τον παραμικρό ήχο τιναζόταν έτοιμος να πολεμήσει και δυσκολεύτηκε πολύ να κοιμηθεί εκείνη την ημέρα.
Μαζί τους δεν μετέφεραν κοντάρια ούτε τόξα, θα ήταν υπερβολικά άβολα και δύσχρηστα για μια τέτοια μυστική αποστολή. Για να προστατευτούν είχαν μαζί τους φυσοκάλαμα από τα οποία εκτόξευαν μικροσκοπικές βελόνες λουσμένες με το δηλητήριο των φιδιών που ζούσαν στο δάσος Κέρεσουκ. Αυτό το δηλητήριο, όμως , όσο ισχυρό και θανατηφόρο κι αν ήταν δεν τους έκανε να νιώθουν ασφαλείς. Οι βελόνες αυτές δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το δέρμα ορισμένων παχύδερμων τεράτων που δάμαζαν οι χάντεκ, όπως τα Γκούλκαρ τα θηρία με την απίστευτη δύναμη και τις βαριές αλυσίδες περασμένες στα χέρια, αλλά και πολλά αλλά ανήκουστα πλάσματα που μόνο ο άρχοντας των χάντεκ ήξερε από που τα είχε ξετρυπώσει. Επίσης τα μικρά φυσοκάλαμα τους δεν θα βοηθούσαν και πολύ σε μάχη ενάντια σε μία μεγάλη ομάδα στρατιωτών. Για αυτό μπορούσαν να βασιστούν μόνο στην ικανότητά τους να μένουν κρυμμένοι.
Ταξίδευαν για περισσότερες μέρες από όσες είχαν υπολογίσει αρχικά κι έτσι ο Αρούκ είχε συνέχεια το νου του στον ουρανό μήπως δει κάποια από τις κουκουβάγιες του Μάλεν να τους ψάχνει. Ήξερε όμως πως μια τέτοια προσπάθεια ήταν μάταιη καθώς δεν θα έστελνε μια κουκουβάγια στην περιοχή του φεγγαριού. Ήταν σχεδόν άσκοπο γιατί οτιδήποτε πετούσε πάνω από αυτήν την χώρα κατέληγε στο έδαφος με ένα βέλος καρφωμένο στην καρδιά. Κι αυτός ήταν βέβαια ο λόγος που είχαν στείλει εκείνους να παραδώσουν αυτό το μήνυμα αλλά είχε αρχίσει να πιστεύει πως η μοίρα τους δεν θα διέφερε και πολύ από αυτή των κουκουβαγιών.
Ο Μοσάκα όμως δεν ασχολούταν με κάτι τέτοιο, ήξερε πως από την στιγμή που μπαίνεις στην περιοχή του φεγγαριού είσαι μόνος σου. Ήταν όμως πολύ καλός στο να βρίσκει τροφή μέσα σε αυτόν τον μαύρο τόπο. Μάζευε τους καρπούς οι οποίοι είχαν πέσει από τα λιγοστά δέντρα που υπήρχαν και άντεχαν στο χρόνο ή έβρισκε καρπούς που είχαν παρασυρθεί από τον άνεμο και έπιανε έντομα και μικρά φίδια που βρίσκονταν κι αυτά κάτω από τη γη. Αυτό αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμο και για τους δυο τους όταν τους τελείωσε το λιγοστό φαγητό τους και έτσι ο Αρούκ ήταν ευγνώμων που τον είχε μαζί του.
Μετακινούνταν την νύχτα ενώ τις μέρες έμεναν κρυμμένοι μέσα σε τρύπες, κουφάλες και σπηλιές. Αλλά η μέρα σε αυτόν τον τόπο ήταν διαφορετική: ο ήλιος ήταν στον ουρανό και φαινόταν πεντακάθαρος οι μεγάλες, ανοιχτές πεδιάδες της περιοχής του φεγγαριού έκαναν τον τόπο να μοιάζει έρημος και μελαγχολικός και έκαναν τα πρωινά να μοιάζουν με μουντά απογεύματα.
«Δεν ήταν πάντα έτσι» Είχε πει κάποια στιγμή ο Μοσάκα με την μελαγχολία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
«Κι εσύ πως το ξέρεις; Μήπως έχεις έρθει και ποτέ; Ή ξημεροβραδιαζόσουν στην βιβλιοθήκη του Μάλεν διαβάζοντας και δεν το ξέρω;»
«Αν θες να ξέρεις ,ναι ,σε ένα βιβλίο το διάβασα» Απάντησε φανερά ενοχλημένος «Ήταν ένα βιβλίο για παιδιά με ιστορίες για τις τέσσερις περιοχές και πριν από αυτές, πριν ακόμη τις ονομάσουν έτσι οι αρχαίοι βασιλιάδες.»
«Σίγουρα εκείνες οι εποχές ήταν καλύτερες, τότε υπήρχε καιρός για να γράφουν παραμύθια και να τα λένε στα μικρά. Τώρα τα παιδιά μας πιάνουν το κοντάρι όλο και πιο νωρίς και φοβόμαστε συνέχεια για τον πόλεμο»
«Τώρα επιτέλους ήρθε, Αρούκ. Ο πόλεμος κάνει τον κύκλο του και πάντα επιστρέφει» είπε με σιγουριά και λύπη στη φωνή του.
Ο Αρούκ κοίταξε έξω από την κουφάλα και είδε πως το φως του ήλιου είχε αρχίσει να σβήνει και ο ουρανός γινόταν κόκκινος.
«Πάλι άρχισες» του είπε αφηρημένα συνεχίζοντας να κοιτά έξω «δεν είναι ώρα για τέτοια τώρα λυπημένε φίλε μου, ας συνεχίσουμε»
Ο ήλιος έλαμπε από πάνω τους όταν είχαν ξεκινήσει από το δάσος Κέρεσουκ και είχαν διασχίσει το Φάρφαρελ. Ποτέ δεν έκανε πολύ ζέστη σε αυτές τις περιοχές. Δεν ήταν αρκετά νότια και η ψύχρα από την περιοχή του χιονιού έφτανε και εκεί. Αλλά δεν συγκρινόταν με το κρύο που είχαν βιώσει όταν είχαν αναγκαστεί να μείνουν στην ίδια την περιοχή του χιονιού.
Πρώτα πέρασαν μέσα από τα ψηλά χόρτα του Φάρφαρελ και το διέσχισαν όλο μέχρι την απέναντι μεριά βγαίνοντας σε ένα σημείο όπου ο μεγάλος ποταμός κάνει μια απότομη στροφή. Εκεί το ποτάμι δεν ήταν τόσο φαρδύ και προχώρησαν μέχρι την όχθη του. Μπροστά τους είδαν τα παγωμένα νερά του ποταμού να κυλάνε και απέναντι την παγερή περιοχή του χιονιού. Αυτός ο ποταμός ήταν το διαχωριστικό σημείο που κρατούσε σε απόσταση τις τρεις περιοχές που βασίλευε ο ήλιος και η ζέστη και την περιοχή που είχε καταραστεί και καλυφθεί από το ανυποχώρητο κρύο.
Εκεί αν και ήταν στην απέναντι όχθη του ποταμού θεωρητικά βρίσκονταν στην περιοχή του χιονιού και κοιτώντας στην αντίπερα όχθη μπορούσαν να δουν το λιβάδι με τα χιονολούλουδα, ένα άσπρο τοπίο. Τα μικροσκοπικά λουλούδια κάλυπταν ολόκληρο το λιβάδι και το κάθε ένα από αυτά φιλοξενούσε μια μικρή ποσότητα χιονιού κάνοντας τα πάντα να φαίνονται λευκά.
Οι έξι αγγελιοφόροι στέκονταν εκεί κοιτώντας τον ποταμό. Έπρεπε να βρουν τρόπο να διασχίσουν το ποτάμι και το να κολυμπήσουν δεν αποτελούσε επιλογή. Ήξεραν όλοι τους πως μπορούσε να σε καταπιεί και να σε φτύσει πάλι αν ήσουν αρκετά ανόητος για να τον διασχίσεις χωρίς βάρκα ακόμη και σε αυτό το σημείο που δεν ήταν αρκετά πλατύς. Ο μεγάλος ποταμός είναι ύπουλος και πολλοί φιλόδοξοι έχουν ξεβραστεί από τα ορμητικά νερά του.
Αυτό που χρειάζονταν ήταν μια σχεδία για να περάσουν και να την φτιάξουν θα ήταν αδύνατο. Τριγύρω δεν υπήρχαν δέντρα για να κόψουν γερά κλαδιά και κομμάτια φλοιού για να τα δέσουν μεταξύ τους και δεν υπήρχε ούτε ο χρόνος για να το κάνουν.
Οι τόκου όμως ήξεραν μια παλιά κρυψώνα για την οποία τους είχε πληροφορήσει ο Μάλεν όπου θα έβρισκαν μια σχεδία καλά κρυμμένη που είχε τοποθετηθεί εκεί από τους τόκου αρκετά χρόνια πριν για μις ώρα ανάγκης. Βρήκαν την σχεδία και αφού βεβαιώθηκαν πως δεν είχε υποστεί βλάβες περίμεναν να νυχτώσει και την έριξαν στο νερό. Εκείνη την νύχτα ο ποταμός ήταν αρκετά ήρεμος αλλά όπως πάντα παγωμένος. Δεν είχαν χρόνο για να ανάψουν φωτιά στην ακτή, ούτε ήθελαν να το ρισκάρουν να φανεί στην άλλη μεριά έτσι αν κάποιος έπεφτε από την σχεδία θα ήταν καταδικασμένος να πεθάνει από το κρύο.
Αποφάσισαν όμως να μην χάσουν την ευκαιρία, τότε που τα νερά ήταν ήρεμα και ξεκίνησαν να κάνουν κουπί με μακριά κλαδιά. Μόλις όμως πέρασαν απέναντι άκουσαν φωνές και θορύβους από περπάτημα. Από τον απαίσιο τρόπο που ακουγόταν κατάλαβαν πως είχαν πέσει πάνω στους χάντεκ, μάλλον σε κάποια περιπολία ή απλώς κάποιοι που τριγύριζαν στην περιοχή που μόλις είχαν κατακτήσει.
Οι τόκου είχαν ένα εξαιρετικό χάρισμα: μπορούσαν να δουν άψογα ακόμη και στο πιο πυκνό σκοτάδι. Εκείνη την στιγμή όμως δεν μπορούσαν να καταλάβουν ακριβώς που ήταν οι εχθροί οπότε κατέβηκαν γρήγορα από την σχεδία και προχώρησαν κρυμμένοι.
Στο λιβάδι αυτό δεν υπήρχαν πολλά μέρη να κρυφτείς έτσι δεν πέρασε πολύ ώρα και οι χάντεκ τους είχαν ανακαλύψει. Πρέπει να ήταν μερικοί κυνηγοί κεφαλών κουβαλώντας μικρά τσεκούρια αλλά μαζί τους είχαν και κάποιο μεγάλο θηρίο αν έκριναν από τους ήχους που άκουγαν. Ήταν περιπολία.
Ή μάχη έγινε στα τυφλά και οι χάντεκ ήταν πολλοί και κρατούσαν αναμμένους πυρσούς. Μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία των τόκου σήμαναν συναγερμό και τους επιτέθηκαν. Κάποιος πρόσταξε το μεγάλο θηρίο να τους επιτεθεί. Μετά από μία μικρή και μάταια μάχη οι τόκου κατάλαβαν πως δεν είχαν πολλές ελπίδες. Επέλεξαν να τρέξουν και να ξεφύγουν.
Οι τέσσερις από αυτούς όμως δεν πρόλαβαν και αναγκάστηκαν να πολεμήσουν μια άνιση μάχη. Όταν ο Αρούκ και ο Μοσάκα κατάλαβαν πως οι υπόλοιποι είχαν μείνει πίσω και επέστρεψαν για να τους βρουν δεν βρήκαν κανένα και όσο και να έψαξαν δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν ίχνη τους, σαν να τους είχαν τραβήξει μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Η αποστολή όμως ήταν εξαιρετικά σημαντική και ίσως η αποτυχία της να σήμαινε την ήττα τους στον πόλεμο. Αποφάσισαν να συνεχίσουν μόνοι τους.
Τώρα οι δυο αγγελιοφόροι που απέμειναν βρίσκονταν στην περιοχή του φεγγαριού αφού είχαν χρησιμοποιήσει την σχεδία για να περάσουν από την περιοχή του χιονιού στην περιοχή του φεγγαριού. Τα κατάφεραν μα ήταν μόνο δύο, το κουπί ήταν κουραστικό και ο ποταμός πολύ πλατύς σε εκείνο το σημείο κι έτσι πάλευαν για μισή μέρα εμπρός και πίσω μέχρι τελικά να φτάσουν απέναντι. Κι όταν έφτασαν απέναντι ήξεραν ότι πραγματικά βρίσκονταν σε κίνδυνο. Δεν άκουσαν κραυγές ή εχθρούς να πλησιάζουν αλλά μπορούσαν να νοιώσουν την απειλή γύρω τους και μέσα στο πετσί τους.
Αυτή η περιοχή είχε κατακτηθεί πριν από δέκα χρόνια και την πλήρη εξουσία είχαν οι χάντεκ. Οι περιπολίες ήταν αυστηρές και λίγοι ήταν αυτοί που είχαν επιστρέψει από την χώρα που κυβερνούσε ο Αφέντης των χάντεκ. Ήδη είχαν δει τρεις περιπολίες από μακριά και τις είχαν προσπεράσει αθόρυβα χωρίς να προκαλέσουν προβλήματα. Ήξεραν ότι αργά ή γρήγορα θα συναντούσαν κι άλλες, ίσως να χρειαζόταν να πολεμήσουν. Όταν τελικά είχαν αποφύγει μια περιπολία με επιτυχία ο Μοσάκα είπε χαμηλόφωνα.
«Εγώ δεν θα χαιρόμουν και πολύ. Αυτά τα καθάρματα είναι παντού και σύντομα θα μας βρούνε.»
Ή περιοχή του φεγγαριού ήταν πραγματικά αφιλόξενη, γεμάτη ανησυχία, εχθρούς και φόβο. Παρέμειναν κρυμμένοι για λίγη ώρα ακόμη, μέχρι που εξαφανίστηκε και το τελευταίο φως της ημέρας και αποφάσισαν να βγουν και να συνεχίσουν.
Το σκοτάδι είχε πλέον απλωθεί μα αυτό δεν άλλαζε πολλά. Οι κόρες των δύο αγγελιοφόρων διαστέλλονταν και γίνονταν σκούρες σαν μαύρα μαργαριτάρια. Έβλεπαν τα πάντα πεντακάθαρα στο σκοτάδι όπως και την ημέρα αλλά από μια διαφορετική ματιά.
Πολλοί νομίζουν πως οι χάντεκ είναι πλάσματα του σκοταδιού και επιτίθονται τη νύχτα σαν δαίμονες μα εκείνοι ήταν αυτοί που δεν θα ήθελαν να πολεμήσουν στο σκοτάδι με τους τόκου. Σε αυτήν την περίπτωση όμως ίσχυε το αντίθετο. Οι τόκου ήταν μόνο δύο και με μοναδικό όπλο τα φυσοκάλαμα που κρατούσαν, η αποστολή τους έπρεπε να μείνει μυστική. Έπρεπε να μείνουν κρυμμένοι.
Μερικές ακόμη μέρες περιπλάνησης μέσα από ατέλειωτες στέπες και πεδιάδες όπου βασίλευε το απόλυτο τίποτα και πάνω που νόμιζαν πως είχαν απομείνει μόνοι τους στον κόσμο άκουσαν θόρυβο από οπλές στο κατόπι τους.
Φοβήθηκαν, γιατί από τον ήχο των οπλών κατάλαβαν πως πλησίαζαν πολλοί καβαλάρηδες κι έτσι κρύφτηκαν σε μια σπηλιά σε έναν βραχώδη λόφο που υπήρχε κοντά τους. Τελικά οι στρατιώτες χάντεκ φάνηκαν στον ορίζοντα.
Μερικοί έμοιαζαν να έχουν σκούρο δέρμα χαρακτηριστικό των ανθρώπων του βάλτου ενώ άλλοι ήταν κρυμμένοι από πάνω μέχρι κάτω με βαριές και σκοτεινές, μαύρες και ασημένιες πανοπλίες που ήταν λερωμένες με ξεραμένη λάσπη. Μόλις έβγαλαν τις περικεφαλαίες τους αυτοί που φορούσαν πανοπλίες, είδαν πως ήταν άνθρωποι και μάλιστα με χαρακτηριστικά των ανθρώπων της πόλης (δηλαδή των πόλεων του Έλεναϊτ ή της Σέριλ). Υπέθεσαν πως ήταν λιποτάκτες του στρατού των ανθρώπων ή προδότες που τάχθηκαν υπέρ του εχθρού.
Ήταν γύρω στους δεκαπέντε και μπορούσαν να τους δουν μέσα από την μικρή σπηλιά που βρισκόταν μέσα σε ένα λόφο h οποία μετά βίας τους χωρούσε και τους δυο. Οι στρατιώτες φαίνονταν ανήσυχοι και εξαντλημένοι σαν να καβαλούσαν όλη την νύχτα. Κοιτούσαν τριγύρω και συνεννοούνταν με κοφτές κραυγές στη γλώσσα των χάντεκ που ήταν μία ανάμειξη πολλών γλωσσών.
Τους έψαχναν. Το ήξεραν και οι δυο τους και μάλλον οι χάντεκ που είχαν συναντήσει στην περιοχή του χιονιού είχαν ειδοποιήσει για να τους αναζητήσουν. Δεν είχαν χρόνο να σκεφτούν τις λεπτομέρειες όμως, ήταν πολύ κοντά για αυτό φρόντισαν να περιορίσουν ακόμη και το θόρυβο της αναπνοής τους.
Ο Μοσάκα δεν απελπίστηκε, ο Μοσάκα ήξερε πως κάτι κακό θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα κι έτσι δεν υπήρχε λόγος για να ανησυχεί. Ο Αρούκ προσπάθησε να τους παρατηρήσει καλύτερα γιατί οι περισσότεροι βρίσκονταν εκτός του οπτικού τους πεδίου. Τέντωσε τον λαιμό του και φανέρωσε λίγο το κεφάλι του και τελικά παρατήρησε κάτι: οι δύο από τους αγγελιοφόρους που είχαν ξεκινήσει μαζί τους ήταν δεμένοι στα χέρια και στα πόδια και βρίσκονταν σε ένα κλουβί που το έσερναν δύο δυνατά και ψηλά άλογα.
Ήταν λίγο δύσκολο να διακρίνει ποιοι ήταν μα από ότι κατάλαβε ήταν ο Χισνάρ (Ο στιβαρός) και ο Λάκορ (ο αετομάτης). Οι τόκου που είχαν σταλεί για αυτην την αποστολή ήταν από τους πιο δυνατούς, αθόρυβους και γρήγορους. Αλλά αυτοί οι τόκου είχαν χωθεί μέσα σε αυτό το κλουβί χτυπημένοι και πληγωμένοι σαν να ήταν οι πιο αδύναμοι της κοινότητας. Ήταν σε άσχημη κατάσταση, φαίνονταν. Καταρρακωμένοι και γεμάτοι λάσπη ενώ το βλέμμα τους έδειχνε την στεναχώρια και τον πόνο τους. Πρέπει να προηγήθηκε μεγάλη μάχη ανάμεσα σε αυτούς και τους χάντεκ αλλά οι αντίπαλοι ήταν υπερβολικά πολλοί.
Από όσο μπορούσαν να υποθέσουν θα τους είχαν πιέσει για να τους πουν που πήγαν οι υπόλοιποι και αυτοί υπέκυψαν. Οι υπόλοιποι μάλλον ήταν νεκροί, θα πέθαναν επειδή δεν μίλησαν ή μπορεί πάνω στην μάχη. Και τώρα δεκαπέντε ίσως και περισσότεροι άντρες με πολεμικά άλογα τους ακολουθούσαν σε εχθρικό έδαφος έχοντας πιάσει αιχμαλώτους δύο από τους δικούς τους. Ο Αρούκ ήλπιζε να τους είπαν μόνο πως πήγαιναν στην περιοχή του φεγγαριού και όχι για το δάσος Ζάφερ και το μήνυμα.
Ή κατάσταση φαινόταν ήδη πολύ δύσκολη για τους δύο τόκου και τότε είδαν πως μαζί τους οι στρατιώτες είχαν κυνηγόσκυλα που λύσσαγαν με μανία προσπαθώντας να ξεφύγουν από τα λουριά που τα κρατούσε.Το γάβγισμά τους ήταν άγριο και σάλια έτρεχαν από τα τρομερά σαγόνια των λαγωνικών. Μόλις είδε αυτά τα άγρια σκυλιά ο Αρούκ ήταν σίγουρος ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπε τους χάντεκ να πλησιάζουν προς το μέρος τους.
Οι δύο αγγελιοφόροι ήξεραν πως δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τέτοια δύναμη και δεν έπρεπε να ρισκάρουν την αποστολή. Οι χάντεκ δεν έμειναν πολύ σε εκείνο το σημείο, τα σκυλιά φαίνονταν μπερδεμένα για κάποιο λόγο και έτσι αυτό το μικρό απόσπασμα γύρισε από εκεί που είχε έρθει βιαστικά με τα κυνηγόσκυλα να τρέχουν μπροστά ελεύθερα.
«Τρέξτε μακριά» ψιθύρισε ανακουφισμένος ο Αρούκ.
Βγήκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από τη σπηλιά και έφυγαν αμέσως. Έτρεξαν γρήγορα και χωρίς σταματημό μακριά από τους διώκτες τους. Έτρεξαν μακριά από τους δικούς τους που τώρα ήταν καταδικασμένοι, έτρεξαν προς την ασφάλεια. Μα σε αυτόν τον τόπο είναι δύσκολο να την βρουν.
Οι τόκου δεν είχαν συνηθίσει να εγκαταλείπουν τους δικούς τους και να τρέχουν, ήταν μια φυλή που επιβίωσε φροντίζοντας τα μέλη της, ήταν όμως μία φυλή που είχε ζήσει για αιώνες κάτω από τον φόβο και την ασφάλεια. Δεν είχε σημασία όμως ότι και να ένιωθαν γιατί η αποστολή είχε μόνο σημασία. Αυτή τη φορά κατάπιαν τις αντιρρήσεις τους και έτρεξαν πικραμένοι μακριά.
Δεν μπορούσαν να θυμηθούν για πόση ώρα έτρεχαν αλλά ο ήλιος δεν είχε φανεί ακόμη ούτε είχαν δει τους χάντεκ να τους ακολουθούν. Παρόλα αυτά δεν σταμάτησαν.
«Όσο υπάρχει σκοτάδι είπε ο Αρούκ στον Μοσάκα εμείς θα τρέχουμε» και εκείνος είχε απαντήσει μόνο με μία γκριμάτσα δυσαρέσκειας.
Τελειωσε κι αυτο το κεφαλαιο. Οβιουσλι. Αφηστε μου 800000 σχολια σας παρακαλω και 1 αστερι αν σας αρεσε. ΤΑ ΛΕΜΕ Ε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top