Κεφάλαιο 2: Ευλογημένος με τύχη
Οι τόκου δεν ήθελαν το φάουρους να τριγυρνάει μέσα στο δάσος τους .Ήξεραν πως έπρεπε να κινηθούν γρήγορα γιατί τα φάουρους είναι ύπουλα και δυνατά πλάσματα και δεν ήθελαν να προκαλέσει κι άλλο κακό .
Ξεκίνησαν λοιπόν, χωρίς να χάσουν χρόνο να το κυνηγάνε ακολουθώντας το με γρήγορο βήμα και είχαν ως σκοπό να το σκοτώσουν ή να το διώξουν από το δάσος . Ο εξόριστος άνθρωπος αποφάσισε να πάει μαζί τους και σιγά σιγά στο μυαλό του άλλαξε η εικόνα που είχε για αυτά τα πλάσματα μέχρι τώρα . Δίχως να το καταλάβει του έφυγε κάθε αίσθηση φόβου που είχε και κατάλαβε πως οι γατάνθρωποι δεν αποτελούσαν απειλή.
Κάθε φορά που μιλούσε για κάποιο θέμα με τον Τόρλεκ ανακάλυπτε πόσα κοινά είχαν με τους ανθρώπους . Τότε άρχισε να σκέφτεται πως μπορεί να άρχισε αυτή η έχθρα και γιατί συνεχιζόταν ακόμη . Του φαινόταν τόσο μάταιη .Αν κάποιος άνθρωπος είχε διδάξει σε μερικούς από αυτούς την γλώσσα τους αυτό σήμαινε πως μπορούσε να υπάρξει φιλία ανάμεσα στις δύο φυλές , ή τουλάχιστον μια ειρηνική σχέση. Ίσως τελικά όλος αυτός ο φόβος των ανθρώπων να ήταν αβάσιμος .
Ακολουθούσανε τα ίχνη του για μέρες στις οποίες είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει τους τόκου καλύτερα . Παρακολουθούσε το πώς μιλούσαν μεταξύ τους ,το πώς κινούνταν , το πώς σκέφτονταν και του έκανε μεγάλη εντύπωση οι αθόρυβες και ευέλικτες κινήσεις τους μέσα στο δάσος. Μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα δέντρα σαν να είχαν γεννηθεί πάνω τους, σκαρφάλωναν και μετακινούνταν πολλές φορές από το ένα στο άλλο ή τα χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήρια για να εντοπίσουν το ελάφι .Μπορούσαν να σκαρφαλώνουν και να τρέχουν πιο γρήγορα από τους περισσότερους ανθρώπους που είχε δει και μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν το δάσος για να κρύψουν την παρουσία τους .
Μερικές φορές ακόμη κι ο ίδιος τους έχανε από τα μάτια του και χρειαζόταν να τους φωνάξει για να εμφανιστούν ενώ εκείνοι γελούσαν πειράζοντάς τον για την ελλιπή παρατηρητικότητά του. Ήταν επίσης πολύ καλοί στην ανίχνευση και την εξήγηση των σημαδιών που άφηνε πίσω του το ελάφι. Οι βαριές και ισχυρές οπλές ενός τόσο μεγάλου ζώου θα έλεγε κανείς πως ήταν ικανές να αφήσουν μεγάλα και έντονα σημάδια στο έδαφος ,αντιθέτως όμως τα χνάρια του σχεδόν δεν φαίνονταν με την πρώτη ματιά και χρειαζόταν πολύ κόπο για να μην τα χάσεις από τα μάτια σου .
Οι τόκου όμως ήταν ικανοί να εντοπίζουν τα σημάδια γρήγορα και με ευκολία και έτσι μπορούσαν να ακολουθούν το ελάφι με ευκολία. Κάθε μέρα ο Τόρλεκ έλεγε πως το πλησίαζαν όλο και πιο πολύ μα εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει από πού έβγαζε το συμπέρασμα . Ύστερα από μερικές μέρες είχε καταλήξει να είναι ένας απλός παρατηρητής στην ζωή των τόκου, ήταν πάντα εκεί παρακολουθώντας την κάθε τους κίνηση χωρίς να τους πολυκαταλαβαίνει.
Κάθε μέρα έτρωγαν φρούτα που έφερναν οι τόκου κάθε πρωί και εκείνος δεν είχε δει ποτέ του από πού τα μάζευαν . Πάντα ξυπνούσαν πιο νωρίς από αυτόν και είχαν το φαγητό έτοιμο . Μερικές φορές προσπαθούσε να ξυπνήσει πιο νωρίς αλλά η κούραση του συνεχούς κυνηγητού τον κατέβαλε και δεν του το επέτρεπε. Καμιά φορά τρώγανε ψάρια που ψάρευαν και πάλι οι τόκου και τα έτρωγαν ωμά ,κάτι που εκείνος αρνήθηκε να κάνει .Τις περισσότερες φορές κοιμούνταν πάνω στα δέντρα γεγονός που δεν είχε ξανακάνει και κατέληξε να πέσει από ένα δέντρο μια φορά.
Το δάσος για εκείνον ήταν κάτι ξένο και δεν μπορούσε εύκολα να ανταπεξέλθει σε αυτό .Οι άνθρωποι σπάνια αποφάσιζαν να μπούνε στο δάσος κι όσοι έμπαιναν συχνά είχαν να διηγηθούν τρομακτικές ιστορίες για αλλόκοτα και επικίνδυνα πλάσματα μα τώρα έβλεπε πως ήταν πολύ πιθανό πολλά από τα πλάσματα των ιστοριών να ήταν ακίνδυνα. Κάθε στιγμή με τους τόκου ήταν μάθημα ζωής για εκείνον.
Κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους μίλησαν για τον τρόπο που ερμήνευαν τα σημάδια, για το φαγητό , για την ζωή των τόκου και για την έχθρα μεταξύ των φυλών τους. Μια μέρα ο Τόρλεκ του είχε πει :
''είσαι τυχερός που σε βρήκαμε εμείς και όχι κάποιος πιο δύσπιστος από την φυλή μας ''
Έτσι κατάλαβε πως υπήρχαν πολλοί τόκου που δεν συμπαθούσαν καθόλου τους ανθρώπους αλλά εκείνος δεν είχε συναντήσει κάποιον άνρωπο που να είχε πει πως θα βοηθούσε ένα πληγωμένο τόκου . Οι τόκου δεν ενδιαφέρονταν να μάθουν και πολλά για τον κόσμο των ανθρώπων ,ήξεραν όσα ήθελαν να μάθουν κι έτσι οι συζητήσεις τους περιορίστηκαν γύρω από τους τόκου .
Στην αρχή μιλούσαν αρκετά σαν να μην βρίσκονταν σε καταδίωξη μα όσο περνούσαν οι μέρες μιλούσαν όλο και λιγότερο όσο πλησίαζαν το φάουρους .Ο εξόριστος άνθρωπος ήταν ακόμη πολύ σοκαρισμένος από όλη την περιπέτειά του και ο Τόρλεκ είχε πει πως το ελάφι μπορεί να σε μαγέψει. Έως τώρα θεωρούσε τη μαγεία ανοησίες και ιστορίες για μικρά παιδιά και μόνο μερικοί γέροι είχαν απομείνει που έλεγαν ιστορίες για μαγεία.
Ύστερα όμως από όλα όσα είχε δει και ακούσει τις τελευταίες ημέρες αποφάσισε να μην διαφωνήσει με τον γατάνθρωπο και να περιμένει να μάθει ακόμη περισσότερα μέχρι να σχηματίσει γνώμη . Αλλά έπρεπε να το παραδεχτεί , μετά από όλα αυτά ένας γέρος σε κάποιο υπόγειο να διαβάζει ξόρκια και να φτιάχνει φίλτρα από κάποιο σκονισμένο βιβλίο φαινόταν αρκετά πιστευτό .
Λίγο πριν ξεκινήσουν την καταδίωξη τους οι τόκου είχαν δέσει στα πόδια τους χοντρά υφάσματα παρόμοια με εκείνα που είχαν ανάμεσα από τα πόδια τους. Τα τύλιγαν έτσι ώστε να εξέχουν τα δάκτυλά τους αλλά όλο το υπόλοιπο μέρος της μικρής πατούσας τους να είναι καλυμμένο και από ότι κατάλαβε λειτουργούσαν σαν παπούτσια που όχι μόνο προστάτευαν τα πόδια τους αλλά τους βοηθούσαν να πατούν αθόρυβα σαν να είχαν πόδια από πούπουλο . Δεν είχαν καμία σχέση με τις θορυβώδεις και βαριές μπότες των πόλεων των ανθρώπων που συχνά ήταν ενισχυμένες με σπιρούνια για τον καλπασμό .
Μιλούσε μόνο με τον Τόρλεκ ,ο οποίος μπορούσε να χειριστεί την γλώσσα σαν τον οποιοδήποτε άνθρωπο ( ίσως και καλύτερα από πολλούς) και ύστερα αυτός μετέφραζε όσα έλεγαν στον Μπάκορ ,τον σιωπηλό τόκου με τα φλογερά μάτια .
ο Μπάκορ δεν σταματούσε να τον καρφώνει με τα μάτια του .Φαινόταν σαν να ήθελε κι εκείνος να τον παρατηρήσει αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο Μπάκορ τον κοιτούσε από ενδιαφέρον ή από μίσος. Το μόνο που ήξερε είναι πως το χρώμα των ματιών του ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί και του προκαλούσαν ένα παράξενο συναίσθημα καθώς τον κοιτούσε . Αποφάσισε πως δεν θα ήθελε να έχει εχθρούς με αυτό το βλέμμα.
Στις συζητήσεις τους έκανε αμέτρητες ερωτήσεις αλλά ο Τόρλεκ με τον υπομονετικό και ευγενικό χαρακτήρα του απαντούσε κάθε ερώτηση αν και δεν αποκάλυπτε και πολλά για το μέρος που κατοικούσαν .
Μια μέρα βρήκε πεσμένο ένα ξύλο και άρχισε να το ακονίζει με μια μυτερή πέτρα ώσπου η μύτη του έγινε τόσο αιχμηρή που ήταν ικανή να σκοτώσει εκείνο το ελάφι με ένα γερό κάρφωμα αν επιχειρούσε να του ξανακάνει επίθεση. Ο Τόρλεκ και ο Μπάκορ κρατούσαν και αυτοί τα δικά τους κοντάρια μα δεν ήταν το ίδιο με το προχειροφτιαγμένο δόρυ του ,υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο σε αυτά τα κοντάρια , από την μία φαίνονταν σαν απλά ξύλα χωρίς ιδιαίτερη αντοχή και αξία αλλά από την άλλη ήταν φτιαγμένα με τόση ακρίβεια και προσοχή. Είχαν σκαλισμένα πάνω ωραία σχήματα ίσως να ήταν και τα γράμματα της γλώσσας τους και το χρώμα τους είχε κάτι το ξεχωριστό . Δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Οι τεχνίτες στην πόλη του δεν θα έχαναν το χρόνο τους στολίζοντας ένα όπλο αλλά για τους τόκου από ότι κατάλαβε ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Το κοντάρι που έπαιρνε κάποιος του δινόταν από την κοινότητα των τόκου σαν ένδειξη της ολοκλήρωσης του και είχε πάντα κάποιο ιδιαίτερο νόημα για τον καθένα. Όταν τον ρώτησε γιατί οι τόκου δεν χρησιμοποιούσαν λεπίδες ο Τόρλεκ του απάντησε πως αυτός ήταν ο τρόπος του λαού του .
''Ο θάνατος δεν προσφέρεται απλόχερα από τα χέρια των τόκου και ένα σπαθί ή ένα δόρυ παρέχει μεγάλη εξουσία σε αυτόν που το κρατάει . Για να σου πω όμως την αλήθεια ένας τόκου με το κοντάρι του είναι εξίσου επικίνδυνος με έναν άνθρωπο με δύο σπαθιά ''.
Οι τόκου χρησιμοποιούσαν επίσης και τα τόξα αλλά συνήθως μόνο για να κυνηγήσουν ή για να προστατευτούν από απόσταση.
Ώσπου ένα μεσημέρι ο Τόρλεκ του έκανε νόημα πως το είχαν βρει και αφού παραμέρισαν μερικούς θάμνους μπροστά τους είδαν το φάουρους στην όχθη του ποταμού ,απόλυτα ήρεμο να πίνει λαίμαργα νερό. Ίσως είχε κουραστεί από το αδιάκοπο τρέξιμο ή ίσως νόμιζε πως είχε πια ξεφύγει . Μετά από λίγο όμως κατάλαβαν ότι το ελάφι ήξερε πως βρίσκονταν εκεί και έπινε ήρεμο νερό αδιαφορώντας σχεδόν για την παρουσία τους . Τελικά όμως έστριψε τον μεγάλο του λαιμό προς το μέρος τους και είπε :
«Δεν μου απάντησες άνθρωπε» είπε τονίζοντας τις λέξεις με ένα τόνο απέχθειας «τι κάνεις με δύο μισερούς σε αυτά τα δάση;»
Ο σαρκαστικός τόνος στη φωνή του έδειχνε πως δεν ήταν καθόλου ταραγμένο και φυσικά δεν το ενδιέφερε η απάντηση. Ο εξόριστος άνθρωπος ανακάλεσε στη μνήμη του κάτι που είχε διαβάσει κάποτε σε ένα παλιό βιβλίο .Γιατί αυτή είναι η φύση του κακού, ψυχρή και ήρεμη σαν το σκοτάδι μα μέσα του μαίνεται τρομερή καταιγίδα γεμάτη με οργή και μίσος και κάθε κακό συναίσθημα.
Δεν απάντησε στο ελάφι αλλά τότε συνειδητοποίησε πως ούτε εκείνος ήξερε τι έκανε με αυτούς τους γατανθρώπους. Γιατί τους είχε ακολουθήσει; Ίσως γιατί δεν είχε που αλλού να πάει. Δεν το σκέφτηκε όμως για πολύ καθώς αμέσως πετάχτηκαν οι δύο τόκου από τους θάμνους και στάθηκαν απέναντι από το φάουρους και γύμνωσαν τα δόντια τους και η θέα του ελαφιού τους έκανε να βγάλουν έναν τραχύ ήχο από τα δόντια τους και να σηκώσουν τις τρίχες της γούνας τους όπως οι γάτες όταν βρίσκονται σε κίνδυνο.
Πέταξαν κάτω τους μανδύες τους και πρόταξαν τα κοντάρια τους. Το ελάφι δεν τους έδωσε όμως και πολύ χρόνο, αμέσως όρμησέ στους τόκου, ενώ αυτοί όπως και πρωτύτερα κύλησαν επιδέξια δεξιά κι αριστερά αποφεύγοντάς το μα αυτήν την φορά με μεγαλύτερη ευκολία από εκείνο το πρωινό . Εκείνος όμως δεν είχε συνηθίσει να μάχεται με αυτόν τον τρόπο Οι άνθρωποι μάχονταν κατά μέτωπο με ισχυρές επιθέσεις και κυρίως δεν είχαν να κάνουν με οργισμένα ομιλούντα ελάφια , έτσι ,έτρεξε προς τα πίσω πανικόβλητος με την ανόητη ελπίδα πως θα τρέξει πιο γρήγορα .
Το φάουρους τον κυνήγησε ως τα πυκνά δέντρα αφηνιασμένο και τη στιγμή που εκείνος νόμιζε ότι τα κέρατα του θα διαπερνούσαν την πλάτη του το ελάφι σταμάτησε να τον καταδιώκει και ακούστηκαν οι οπλές του να σταματούν απότομα στο χώμα. Γύρισε να μάθει γιατί είχε γλυτώσει και είδε ότι οι διακλαδώσεις ενός δέντρου είχαν μπλεχτεί με τα μεγάλα κέρατα του και τώρα στεκόταν μουγκρίζοντας ανήμπορο να κάνει κάτι άλλο. Οι μανιώδεις προσπάθειές του να ελευθερωθεί το έκαναν να αφηνιάζει ακόμη περισσότερο και να βγάζει ήχους πανικού και θυμού. Να η καταιγίδα.
«Εξόριστος! Ένας εξόριστος είσαι ,δεν έχεις θέση στα δύο βασίλεια !Είσαι ένα τίποτα! Οι λέξεις που έφτυνε ήταν κάτι ανάμεσα σε κραυγή, ομιλία και μουγκρητό. Ήταν δύσκολο να καταλάβει όλα όσα έλεγε μα η κακία που διέκρινε στα μάτια του τον έκανε να δράσει γρήγορα και κάρφωσε το δόρυ του βαθιά στο λαιμό του ζώου .
Στην αρχή συνέχισε να μουγγρίζει και να κάνει σπασμωδικές κινήσεις .Καθώς όμως η ζωή γλίστραγε από μέσα του και σιγά σιγά ξεψυχούσε συνέχισε να βρίζει και να καταριέται με αδύναμα λόγια που ήταν όμως γεμάτα ένταση :
«Είσαι χαμένος δεν ανήκεις...σημαδεμένε!»
Το τεράστιο ζώο σωριάστηκε στο έδαφος με έναν εντυπωσιακό γδούπο. Πως γίνεται ένα πλάσμα να έχει τόσο μίσος μέσα του . Μιλούσε σαν να τον ήξερε .
Ο Τόρλεκ τον πλησίασε ,εξέτασε το ελάφι για να βεβαιωθεί πως είναι νεκρό και είπε: «Οι βάρδοι θα γράψουν ένα σπουδαίο τραγούδι για αυτό που κατάφερες» Ο τόνος της φωνής του έδειχνε πως είχε πραγματικά εντυπωσιαστεί .Το ίδιο και ο Μπάκορ αν έκρινε από το ύφος του.
«Δεν έκανα τίποτα ,απλώς έτρεξα» είπε αμήχανα εκείνος .
«Αν είχες κάνει κάτι ίσως να ήσουνα νεκρός ,τώρα είναι αυτό νεκρό.»
Ο Μπάκορ είπε με δέος κάτι στην γλώσσα τους και εκείνος ζήτησε από τον Τόρλεκ να του το μεταφράσει.
«Έχεις ευλογηθεί με τύχη» .
Δεν κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε με αυτό αλλά αποφάσισε πως δεν είχε και μεγάλη σημασία αυτή τη στιγμή. Αφού συνήλθαν από την αναστάτωση .Οι τόκου μάζεψαν τα πράγματά τους και έκοψαν τα κέρατα του φάουρους πριν φύγουν και τα τύλιξαν σε ένα κομμάτι ύφασμα. Μετά έψαξαν για κάποιο καλό δέντρο να κοιμηθούν για να ξεκουραστούν από αυτό το πολυήμερο κυνηγητό .
Εκείνη τη νύχτα ξανάπεσε από το δέντρο και ξύπνησε πονώντας με την γεύση χώματος στο στόμα. Οι τόκου γέλασαν όπως και κάθε άλλη φορά που έπεφτε από το δέντρο και μετά του πρόσφεραν φρούτα για πρωινό .Είχε πεθυμήσει να φάει λίγο κρέας , ίσως λίγο καπνιστό βοδινό ή κότα στην σούβλα .Αρκέστηκε όμως με τα φρούτα .
Όταν σηκώθηκε κατάλαβε πως δεν είχε πια λόγο να βρίσκεται μαζί τους και αποφάσισε πως έπρεπε να φύγει για να ζήσει μόνος του ή να πεθάνει μόνος του. Αυτή η σκέψη τον έκανε να λυπηθεί . Οποιαδήποτε σκέψη για το μέλλον του δεν φαινόταν και πολύ καλή εκείνη την στιγμή .Η καταδίωξη τον είχε κάνει να ξεχαστεί , να ξεχάσει την εξορία του και την καταδίκη του . Τώρα όμως είχε έρθει η ώρα να αποδεχτεί την μοναξιά στην ζωή του. Αφού φάγανε μερικά αχλάδια και μήλα οι τόκου τον οδήγησαν έξω από το δάσος όπου και τον αποχαιρέτησαν. Ο Τόρλεκ τον χαιρέτησε με ένα ζεστό χαμόγελο και ο Μπάκορ με μερικές ευγενικές χειρονομίες . Πίστευε πως τελικά είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του .
Αφού τελείωσαν κάθισε στο χώμα για κάμποση ώρα και παρακολούθησε τους τόκου να φεύγουν. Ίσως αυτοί οι δύο να ήταν οι τελευταίοι φίλοι που θα έβλεπε ή ίσως να ήταν και τα τελευταία πρόσωπα που θα έβλεπε.
Το μυαλό του είχε γεμίσει με σκέψεις ,δεν μπορούσε να ηρεμήσει και άρχισε να πανικοβάλλεται καθώς σκεφτόταν το μέλλον του . Αν τους αφήσω δεν θα ξαναβρώ κανένα , θα πεθάνω μόνος.
Χωρίς να το καλοσκεφτεί έβγαλε γρήγορα τα παπούτσια του και τους ακολούθησε όσο πιο γρήγορα και αθόρυβα μπορούσε .Ήταν πολύ δύσκολο να τους προλάβει και τα ίχνη που άφηναν δεν ήταν καθόλου εύκολο να τα διακρίνεις .Πολλές φορές παραλίγο να τους χάσει . Τους πρόλαβε όμως κάποια στιγμή που είχαν σταματήσει κάτω από ένα μεγάλο πεύκο.
Προσπάθησε να είναι αθόρυβος αλλά τον δυσκόλευε το λαχάνιασμα από το τρέξιμο . Έκλεισε το στόμα του για να μην ακούγεται και ανέπνεε από τη μύτη. Έμεινε εκεί παρακολουθώντας χωρίς να ξέρει καν γιατί κοιτούσε .Οι τόκου στέκονταν εκεί πολύ ώρα. Μα τι έκαναν ; Πλησίασε λίγο ακόμη ώστε να ακούσει τι έλεγαν. Την μια στιγμή τους κοιτούσε καθαρά και την άλλη όλα σκοτείνιασαν .
Κάτι τον είχε τυλίξει και δεν μπορούσε να δει . Κουνήθηκε πανικόβλητος αλλά ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι τον έκανε να σταματήσει καθώς σωριάστηκε στο έδαφος. Άκουσε ομιλίες και ύστερα φωνές μα δεν κατάλαβε τι σήμαιναν .Ύστερα δεν ακουγόταν τίποτα.
«Τόρλεκ...»
Του μπι κοντινιουντ
Τα σχολια ειναι ευκπροσδεκτα εδω.....σοβαρα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top