Κεφάλαιο 16: Οπλές στο σκοτάδι

Για μερικά δευτερόλεπτα βρισκόταν στον αέρα νιώθοντας το κενό κάτω από τα πόδια του. Αυτό ήταν, σκέφτηκε, αν έπεφτε θα ήταν το τέλος του. Τα μάτια του κινήθηκαν γρήγορα ψάχνοντας για το κατάλληλο κλαδί και μόλις το εντόπισε πιάστηκε γρήγορα από αυτό για να ελαττώσει την φορά του και κατεύθυνε τον εαυτό του προς ένα μεγαλύτερο κλαδί για να προσγειωθεί. Έπεσε όμως άγαρμπα με το στομάχι του πάνω στο χοντρό κλαδί και έμεινε εκεί ακίνητος για λίγο καθώς ένιωθε την ανάσα του να κόβεται.

Αυτή ήταν η τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι τόκου για να πηδήξουν πιο γρήγορα από κλαδί σε κλαδί αλλά ποτέ δεν το δοκίμαζαν από τόσο μεγάλα ύψη γιατί συχνά έπεφταν και προσγειώνονταν σε κάποιο κατώτερο κλαδί του δέντρου. Κάποια στιγμή ο Τόρλεκ του είχε πει:

«Δεν είμαστε μαϊμούδες και μερικές φορές τα νύχια δεν είναι αρκετά για να κρατηθείς. Εσύ δεν έχεις καν μεγάλα νύχια για αυτό βρες ένα χαμηλότερο κλαδί αν δεν θες να ακούσεις τα κόκαλά σου να σπάνε.»

Στην αρχή του είχε φανεί εξωπραγματική και δύσκολη τεχνική αφού το μεγαλύτερο μέρος της γινόταν στον αέρα γεγονός που την έκανε δύσκολη στην εξάσκηση. Την είχε δοκιμάσει σε πολύ χαμηλά δέντρα και έπεσε παρά πολλές φορές πριν το καταφέρει τελικά με επιτυχία.

Μόλις βρήκε την ανάσα του σηκώθηκε πάνω στο κλαδί και έψαξε για κάποιο κοντινό δέντρο για να πηδήξει. Το δάσος Κέρεσουκ ήταν πολύ πυκνό κι έτσι δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Πέρασε από αυτό το δέντρο στο επόμενο και ύστερα σε ένα άλλο με μεγάλα άλματα και είδε μερικούς τόκου να κάνουν το ίδιο δεξιά και αριστερά του.

Όσοι τόκου μπορούσε να δει κατευθύνονταν προς ένα συγκεκριμένο σημείο οπότε τους ακολούθησε. Πήγαιναν αργά και μπορούσε να τους προφτάσει γεγονός παράξενο. Πηδούσαν από δέντρο σε δέντρο με άνεση άλλα ήθελαν λίγη ώρα μέχρι να κάνουν το επόμενο άλμα. Στις αποστολές τους στο δάσος για να μαζέψουν τροφή πάντα τον άφηναν πολύ πίσω και αναγκάζονταν να σταματήσουν και να τον περιμένουν.

Αυτή ή γιορτή είχε εξελιχθεί σε ένα τρελό τρεχαλητό. Κινούνταν με αυτόν τον τρόπο για πολύ ώρα και αναρωτιόταν ποσό από το δάσος Κέρεσουκ είχαν διασχίσει. Ένιωθε το λαχάνιασμά του να γίνεται όλο και πιο έντονο πιέζοντας τον να σταματήσει.

Τελικά σταμάτησε όταν είδε τους τόκου μπροστά του να κάνουν το ίδιο. Ένας ήχος σχεδόν μηδαμινός ακουγόταν να έρχεται από μακριά. Οπλές πάνω στο χώμα. Πολλές, παρά πολλές και ο ήχος όλο και δυνάμωνε γεμίζοντας τα αυτιά του.

Είδε δεκάδες τόκου, που δεν κάθισε να μετρήσει, να έχουν σταματήσει όπως αυτοί και να περιμένουν απορημένοι. Μερικοί κρατούσαν τα κοντάρια τους στο χέρι ενώ άλλοι είχαν μαζί τους ένα κοντό τόξο μικρής απόστασης. Τι στον διάολο είναι αυτό που έρχεται; Σκέφτηκε ανυπόμονα.

Τώρα στα δέντρα βρίσκονταν περισσότεροι τόκου από όσους χωρούσε το μάτι του και συνέχιζαν να καταφθάνουν και να σταματάνε στο ίδιο σημείο. Είχαν συγκεντρωθεί όλοι κοντά και περίμεναν απλωμένοι στα δέντρα· περίμεναν για τον εχθρό να πλησιάσει. Ετοίμασαν τα τόξα τους βάζοντας ένα βέλος στην χορδή και φτάνοντας την στο αυτί τους. Οι χορδές έβγαλαν ένα μακρόσυρτο τσιριχτό ήχο καθώς τεντώνονταν.

Ξαφνικά ακούστηκε πιο έντονα ένας ακόμη ήχος που στην αρχή δεν ήταν τόσο ξεκάθαρος Ποδοβολητό, οπλές και ήχος από διάφορα ζώα να έρχονταν προς τα εκεί μανιασμένα ακούστηκαν. Μία ανάμειξη από όλα αυτά προκαλούσε αυτόν τον τρομακτικό ήχο σαν να τους πλησίαζε από το σκοτάδι το χάος.

Για μια στιγμή όλοι περίμεναν με τεντωμένα αυτιά και ορθάνοιχτα μάτια χωρίς να λένε κουβέντα. Την εικόνα του άδειου δάσους κάτω από τα πόδια τους ήρθαν να αντικαταστήσουν δεκάδες λαγοί, άγριες γάτες, ελάφια, αγριογούρουνα και αλλά πολλά ζώα που έτρεχαν πανικόβλητα ουρλιάζοντας. Κι από πίσω σαν χείμαρρος που τους κυνηγάει ο θόρυβος των οπλών να χτυπάνε μανιασμένα.

Τα φάουρους ξεχύθηκαν σαν τρελά από παντού δημιουργώντας μια μαύρη θάλασσα με το σκούρο δέρμα τους κάτω από τα ψηλά δέντρα η οποία συνεχώς μαινόταν. Τα θυμωμένα μουγκρητά τους κάλυψαν τις κραυγές απελπισίας και φόβου των άλλων ζώων που κυνηγούσαν.

Είδε τους λαγούς, τις γάτες, τις αλεπούδες και κάθε μικρό ζώο να χάνονται κάτω από χίλιες οπλές αφήνοντας πίσω μόνο ένα στριγκό ήχο. Τα μεγαλύτερα ζώα έπεσαν και όσο έμειναν πεσμένα καρφώθηκαν από τα θανατηφόρα κέρατα τους ή χτυπήθηκαν πολλές φορές από τις οπλές τους. Είδε μια αρκούδα να είναι πεσμένη κάτω εξουθενωμένη βγάζοντας ακόμη αδύναμους ήχους. Τέσσερα φάουρους την χτυπούσαν με μανία ώσπου τελικά ο ήχος έσβησε μαζί με την ζωή της.

Μια σφαγή συνέβαινε κάτω από τα πόδια τους κι αυτοί παρακολουθούσαν. Τα φάουρους συνέχιζαν να έρχονται και μερικά κινούνταν κυκλικά και γύριζαν πίσω ποδοπατώντας κάθε ζώο που έβρισκαν στον δρόμο τους. Άκουγαν το ένα ζώο μετά το άλλο να πέφτει και να ουρλιάζει και άκουγαν τα μουγκρητά των φάουρους που τα σκότωναν χωρίς κανένα έλεος.

Τότε ένας τόκου ούρλιαξε οργισμένος μια λέξη που έμοιαζε περισσότερο με κραυγή και τα βέλη έπεσαν βροχή στα κεφάλια των κακών πλασμάτων. Θόρυβος, θόρυβος από φάουρους που έπεφταν και κατρακυλούσαν ώσπου χτυπούσαν πάνω σε κάποιο δέντρο και από τα μουγκρητά που έβγαζαν καθώς πέθαιναν. Φώναζαν θυμωμένα και κοιτούσαν νευρικά προσπαθώντας να καταλάβουν από πού ερχόταν αυτή η ξαφνική επίθεση. Τα βέλη όμως συνέχιζαν ασταμάτητα να πέφτουν σκορπώντας το θάνατο. Τα χτυπούσαν στους λαιμούς στα σώματα και τα μάτια τους και έπεφταν με δύναμη στο έδαφος σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο σκόνης.

Του θύμισε το φάουρους που είχε συναντήσει τότε· αυτό που παραλίγο να τον σκοτώσει και κατέληξε να είναι ο λόγος που τον δέχτηκαν στην φυλή. Πολλά από αυτά έπεσαν μα τα περισσότερα έτρεχαν με μανία ξεφεύγοντας από τα βέλη που προσγειώνονταν στο έδαφος και τα έσπαγαν κάτω από τις δυνατές οπλές τους.

Από κάποιον δόθηκε η διαταγή να ακολουθήσουν από τα δέντρα τα φάουρους τα οποία έτρεχαν για να ξεφύγουν ρίχνοντας τους βέλη από ψηλά. Οι κυνηγοί κατέληξαν κυνηγημένοι και αν δεν ήξεραν τα φάουρους καλύτερα οι τόκου θα έλεγαν πως φόβος είχε γεμίσει τις φωνές και τα μάτια τους.

Τα βέλη ασταμάτητα έπεφταν από ψηλά και όλο και περισσότερα ελάφια έπεφταν νεκρά κλείνοντας τον δρόμο των υπολοίπων ή παρασύροντας κάποια μαζί τους. Ο Φάριαν μπορούσε να ορκιστεί πως οι φωνές που έβγαζαν πριν πεθάνουν ήταν λυπημένες και γεμάτες φόβο, σχεδόν ανθρώπινες.

Μα τα φάουρους ένιωθαν μόνο μίσος. Είναι τέρατα, λέγανε οι τόκου, που ο μόνος τους σκοπός σε αυτόν τον κόσμο ήταν να σπείρουν πόνο και διχόνοια. Οι τόκου είχαν πολλούς μύθους που εξιστορούσαν το πως πρωτοεμφανίστηκαν στη γη σαν παράσιτα μολύνοντας την με την κακή τους παρουσία.

Χορδές χαλάρωναν και τεντώνονταν ξανά και ξανά εκτοξεύοντας βέλη γεμίζοντας το πράσινο γρασίδι με το σκούρο αίμα των ελαφιών. Βέλη και μουγκρητά, βέλη και ποδοβολητά· μόνο αυτά άκουγε πλέον και αυτός έμενε άπραγος κοιτώντας ψηλά από το δέντρο. Δεν είχε τόξο και βέλη μαζί του και το να κατέβει κάτω για να πολεμήσει δεν ήταν ούτε στις τελευταίες επιλογές του. Μπορούσε μόνο να κάθεται και να παρακολουθεί το χάος κάτω από τα πόδια του.

Ξαφνικά ακούστηκε μια κραυγή τρόμου και όλοι γύρισαν για να δουν έναν τόκου να πέφτει από το δέντρο που καθόταν. Το τόξο του έφυγε από το χέρι και ο μανδύας που φορούσε κυμάτισε με δύναμη καθώς έπεφτε κατευθείαν στον θάνατο του. Ο ήχος που έκανε όταν έπεσε ήταν απαίσιος και χειρότερος από τα δεκάδες φάουρους που ακούγονταν να πεθαίνουν. Χάθηκε μαζί με τα ζώα, κάτω από τις οπλές, μέσα στον χαμό.

Τα φάουρους το είχαν κάνει αυτό. Έπεφταν με δύναμη στα πιο μικρά και αδύναμα δέντρα και όσοι βρίσκονταν πάνω σε αυτό ταρακουνιόνταν και ταλαντεύονταν. Αυτόν που έπεσε τον ακολούθησε άλλος ένας και ύστερα άλλος ένας. Σαν να τους χτυπούσε κεραυνός έπεφταν από τα δέντρα κατευθείαν στη θάλασσα από φάουρους. Τα βέλη ξανάρχισαν να πέφτουν σαν βροχή μέσα από τα φύλλα και να καρφώνονται στη σάρκα και στο χώμα.

Τα φάουρους συνέχισαν να ορμούν στα δέντρα με μανία ρίχνοντας κι άλλους τόκου στο κενό. Μερικά έπεφταν πάνω στα δέντρα με τέτοια οργή που έσπαγαν τα ίδια τους τα κέρατα. Άκουσε κι άλλες κραυγές από τόκου. Είχε καιρό να ακούσει ήχους μάχης μα αυτοί ήταν χειρότεροι, λες και μπορούσε να μπει στο μυαλό του κάθε τόκου πριν πεθάνει. Ένιωθε τα πάντα και δεν έκανε τίποτα. Οι κραυγές των τόκου όλο και αυξάνονταν. Πόσοι να είχαν χαθεί;

Ένα χάος υπήρχε κάτω από τα δέντρα. Οι τόκου έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον και προσγειώνονταν στο έδαφος και στα θανατηφόρα κέρατα των ελαφιών. Τα φάουρους έπεφταν στο χώμα νεκρά με βέλη καρφωμένα σε όλο τους το σώμα. Κάποια από αυτά λίγο πριν πεθάνουν χτυπούσαν με δύναμη σε κάποιο δέντρο παίρνοντας και κάποιον τόκου μαζί στο θάνατο. Άκουσε κάποιους να κλαίνε και να φωνάζουν καθώς κάποιος φίλος τους έπεφτε.

Δεν φαινόταν όμως καθόλου λογικό. Γιατί έπεφταν οι μεγαλύτεροι ακροβάτες και αναρριχητές που είχε δει ποτέ του; Έπεφταν με μεγάλη ευκολία σαν να ήθελαν να πεθάνουν. Ένα μικρό τράνταγμα στο δέντρο και απλά βρίσκονταν στον αέρα. Τους κοίταζε για πολύ ώρα και δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ήταν η χειρότερη μάχη που είχε δει ποτέ του. Οι μόνοι που πολεμούσαν πραγματικά ήταν όσοι μπορούσαν να κρατηθούν στα δέντρα, οι υπόλοιποι απλώς κοιτούσαν ανήμποροι ή έπεφταν και σκοτώνονταν.

Είχαν το υψηλότερο έδαφος, είχαν τα τόξα, είχαν την αριθμητική υπεροχή κι όμως έχανα. Τα βέλη έπεφταν ακόμη μα τα φάουρους είχαν διασκορπιστεί και αραιώσει μέσα στο δάσος. Τώρα είχαν γίνει πιο δύσκολος στόχος και τα βέλη έπεφταν στο κενό ανάμεσα τους. Δεν έφταιγε όμως μόνο αυτό, οι τόκου έριχναν σαν να ήταν η πρώτη φορά που έπιαναν τόξο. Ο Φάριαν τους παρακολουθούσε να αστοχούν σαν να έβλεπε αρχάριους να εξασκούνται στο σημάδι.

Τότε κατάλαβε τι συνέβαινε. Είναι όλοι τους μεθυσμένοι, πολύ μεθυσμένοι. Δεν είναι έτοιμοι για μάχη. Στην αρχή νόμιζε πως έφταιγε και η γιορτινή διάθεση και πως δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο μεθυσμένοι όσο έδειχναν αλλά τώρα μπορούσε να δει τι πραγματικά συνέβαινε. Είναι υπερβολικά ζαλισμένοι και μπερδεμένοι για να πολεμήσουν.

Απορούσε που είχαν καταφέρει να φτάσουν ως εδώ σε αυτήν την κατάσταση. Έβλεπε τους τόκου να προσπαθούν απεγνωσμένοι να κρατηθούν από τα κλαδιά των δέντρων με το βλέμμα τους να είναι κενό και άδειο από την ζαλάδα και έβλεπε κάποιους τόκου να ρίχνουν τα βέλη τους και να πετυχαίνουν μόνο χώμα και θάμνους. Κάποιοι ήταν αρκετά νηφάλιοι ώστε να πετυχαίνουν μερικά φάουρους αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Τα μοχθηρά ελάφια χτυπούσαν με δύναμη και μίσος τα δέντρα και έστελναν τους τόκου που βρίσκονταν πάνω τους στο έδαφος. Είδε κάποιους τόκου να προσπαθούν να πιάσουν έναν τόκου που έπεφτε αλλά ήταν και οι ίδιοι ζαλισμένοι κι έτσι έπεσαν μαζί του ουρλιάζοντας.

Αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει. Οι λίγοι καλοί τοξότες που είχαν μείνει άρχισαν να δυσκολεύονται περισσότερο καθώς τα φάουρους είχαν διασκορπιστεί ακόμη περισσότερο και οι μισομεθυσμένοι τόκου δεν θα μπορούσαν ποτέ να πετύχουν ένα φάουρους που έτρεχε με τέτοια ταχύτητα. Απλώς έριχναν στα τυφλά και ούτε που πλησίαζαν στο να πετύχουν τον στόχο τους. Σύντομα οι απώλειες της υποτιθέμενης μάχης ήταν μόνο στη μεριά των τόκου.

Μην μπορώντας να περιμένουν άλλο μέσα σε μία κίνηση απερισκεψίας που κατευθυνόταν από το θολωμένο μυαλό τους κάποιοι θαρραλέοι τόκου κατέβηκαν από τα δέντρα μιας και τώρα υπήρχε χώρος να κινηθούν. Αμέσως τα φάουρους τους επιτέθηκαν και ύστερα από μερικές επιθέσεις κατάφεραν- παρά τις άδειες προσπάθειες των τόκου να ξεφύγουν- να τους χτυπήσουν.

Κέρατα διαπέρασαν την σάρκα και αίμα κύλησε στις γούνες των τόκου, τα κοντάρια έπεσαν από τα χέρια τους και μετά οι νεκρές σάρκες ποδοπατήθηκαν από τις οπλές όπως και όλα τα άλλα πλάσματα του δάσους. Είδε ένα φάουρους να σηκώνει ψηλά έναν τόκου που βρισκόταν ακόμη καρφωμένος στα κέρατά του και τότε πολλοί από τους τόκου άρχισαν να κλαίνε με λυγμούς. Όχι η συμπεριφορά που θα περίμενες από ένα στρατιώτη. Θα φταίει το μεθύσι τους και για αυτό.

Τους φώναξε, ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, τους φώναξε να μείνουν στα δέντρα και να κρατηθούν καλά και σύντομα όλοι οι άλλοι τόκου άρχισαν να τον μιμούνται. Ήταν ευγνώμων που μπόρεσε να θυμηθεί αυτές τις λέξεις μα δεν ήταν σίγουρος αν τον άκουσαν. Είδε μερικούς να κρατιούνται από τα δέντρα που τραντάζονταν ενώ άλλοι συνέχισαν να ρίχνουν βέλη χωρίς επιτυχία ώσπου τελικά τους τελείωσαν. Ενώ πάλι άλλοι συνέχισαν να κατεβαίνουν για να πολεμήσουν πεθαίνοντας με ευκολία στο έδαφος.

Ελάφια και τόκου βρίσκονταν τώρα νεκροί στο έδαφος βέλη υπήρχαν παντού και η μάχη-παρωδία συνεχιζόταν με δραματική τροπή. Για λίγη ώρα φάνηκε στον Φάριαν ότι δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα και όλα ήταν ακίνητα καθώς κοιτούσε την μάχη με κενά μάτια αλλά τότε ακούστηκε κάτι που ήρθε να καλύψει όλα τα άλλα.

Βρυχηθμός. Βαρύς και επιβλητικός έκανε όλους τους θορύβους να φαίνονται ασήμαντοι μπροστά του. Όλα όσα συνέβαιναν σαν να σταμάτησαν για μια μικροσκοπική στιγμή μέχρι που ο βρυχηθμός έσβησε. Οι τόκου, τα φάουρους και ο ίδιος πάγωσαν κοιτάζοντας τρομερά σαγόνια να ανοίγουν διάπλατα βγάζοντας αυτόν τον τρομερό ήχο. Ο βασιλιάς στεκόταν τώρα στο πεδίο της μάχης με μια μαύρη, κατάμαυρη φορεσιά όμοια με αυτήν που φορούσε στο συμβούλιο η οποία ερχόταν σε αντίθεση με την χρυσαφένια του χαίτη.

Στο χέρι του κρατούσε ένα κοντάρι αλλά όχι ένα συνηθισμένο κοντάρι τόκου. Αυτό στην άκρη του είχε μια λεπίδα πιο κοφτερή και από τα σπαθιά των παλιών καιρών. Πράσινο κοντάρι και ή λεπίδα σαν ασήμι γυάλιζε και άστραφτε στο φως του φεγγαριού. Στεκόταν με την οργή να ξεχειλίζει από τα μάτια του. Η στάση του σώματός του φανέρωνε πολύ ένταση και αμέτρητη οργή. Ένας ήχος που έβγαινε από τα βάθη του λαιμού του βασιλιά ακουγόταν σιγανά και υποδείκνυε τον θυμό και το μίσος που ένιωθε ο βασιλιάς των τόκου.

Πίσω του στέκονταν τόκου οι οποίοι ήταν κι αυτοί ντυμένοι στα μαύρα μα το πρόσωπό τους ήταν κρυμμένο κάτω από τις κουκούλες τους. Ντυμένοι στα μαύρα και έτοιμοι, οι φρουροί του βασιλιά που τον ακολουθούσαν πάντα διέφεραν από όλους τους άλλους τόκου.

Δεν ήταν μεθυσμένοι και βρίσκονταν στο έδαφος έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα φάουρους που είχαν μείνει και χτυπούσαν τα δέντρα. Το μόνο που φαινόταν ήταν τα δόντια τους να αστράφτουν μέσα στην σκιά του προσώπου τους. Ο Φάριαν δεν μπορούσε να καταλάβει αν χαμογελούσαν η γρύλιζαν. Ήταν πολλοί με τα σκοτεινά κοντάρια σφιχτά στα χέρια τους. Ή στιγμιαία σιωπή που προσέφερε ο βρυχηθμός έσπασε απότομα όταν όλα τα φάουρους όρμησαν προς τον βασιλιά ουρλιάζοντας σαν να είχαν αρπάξει φωτιά τα δέρματά του. Αυτός ο ήχος ήταν σαν να προερχόταν από άλλο κόσμο. Θα νόμιζε κανείς πως το κάθε φάουρους ούρλιαζε για χίλια.

Οι τόκου του βασιλιά κινήθηκαν γρήγορα σαν σκιές στους τοίχους. Μερικοί σκαρφάλωσαν στα δέντρα ενώ άλλοι έτρεξαν μπροστά κατευθείαν πάνω στα φάουρους. Ο βασιλιάς ακολούθησε με αργό και σταθερό βηματισμό.

Η μάχη· η πραγματική μάχη είχε ξεκινήσει. Τα φάουρους και οι τόκου ενώθηκαν και συγκρούστηκαν όπως ο καταρράκτης με το ποτάμι. Οι τόκου όμως δεν πολεμούσαν όπως ο οποιοσδήποτε στρατός. Ή στρατηγική τους δεν ήταν η ωμή δύναμη. Πολλά από τα φάουρους είχαν διασκορπιστεί στο δάσος γεγονός που πρόσφερε ευελιξία στους τόκου.

Απέφευγαν επιδέξια τα φάουρους καθώς τα μυτερά κέρατά τους περνούσαν ξυστά από μπροστά τους και συνέχιζαν να τρέχουν μπροστά μπαίνοντας όλο και πιο μέσα στο σώμα των φάουρους που έτρεχαν. Ήταν σαν να μπορούσαν να προβλέψουν τις κινήσεις τους κα ξεγλιστρώντας ανάμεσα τους. Μόλις είχαν φτάσει αρκετά βαθιά με τα κοντάρια τους χτύπησαν τα πόδια των ελαφιών κι αυτά σωριάστηκαν στο έδαφος παρασέρνοντας κι αλλά μαζί τους.

Δημιούργησαν χαμό ανάμεσα τους και χώρο για να μπορούν να πολεμήσουν. Τα φάουρους τώρα ήταν αποδιοργανωμένα, σκορπισμένα. Τώρα ήταν η στιγμή να χτυπήσουν. Οι τόκου του βασιλιά που σκαρφάλωσαν τα δέντρα έπεσαν ορμητικά σαν χαλάζι στα κεφάλια και τις ράχες των φάουρους .Το πεδίο είχε ετοιμαστεί για μάχη, τόκου και φάουρους τώρα πολεμούσαν ο ένας τον άλλον. Σαν χορευτές οι τόκου απέφευγαν τα αδέξια και βαριά χτυπήματα των ελαφιών που χτύπαγαν με τα κέρατα και με οπλές μα σπάνια κάποιο από αυτά τα χτυπήματα πετύχαινε το στόχο του. Τα φάουρους αργά σαν τον Μεγάλο ποταμό δεν ήταν αντάξια της ταχύτητας των τόκου και ένα-ένα έπεφταν νεκρά από τα επιδέξια χτυπήματά τους.

Ο βασιλιάς προχώρησε προς την μάχη με το δόρυ του να τρέχει διψασμένος προς τους εχθρούς. Το βλέμμα του ήταν ψυχρό και εχθρικό και δεν υποσχόταν καμία συγχώρεση. Από το περπάτημα πέρασε στο τρέξιμο και μια φοβερή κραυγή μάχης γέμισε στο δάσος. Άλλοι εχθροί θα είχαν τρέξει να κρυφτούν μα όχι τα φάουρους. Κάνουν τα πάντα για το μίσος και τον θάνατο. Αγνοώντας το τρομερό παρουσιαστικό του βασιλιά όρμησαν προτάσσοντας τα κέρατά τους και απαντώντας με το δικό τους ουρλιαχτό.

Ο βασιλιάς σήκωσε το βαρύ όπλο, το οποίο κινούσε με μεγάλη ευκολία και ταχύτητα, και το κατέβασε με δύναμη στον λαιμό ενός φάουρους που του επιτέθηκε. Όλοι κοιτούσαν από χαμηλά αυτά τα πανύψηλα πλάσματα μα όχι ο βασιλιάς. Εκείνος στεκόταν ευθεία μπροστά τους και στο ύψος τους κοιτώντας τα κατευθείαν στα μάτια πριν τα σκοτώσει.

Το κεφάλι του ελαφιού έπεσε στο έδαφος και ή έκφραση στο πρόσωπο του δεν ήταν κάτι που θα ήθελε κάποιος να δει μα ο βασιλιάς δεν έμεινε να το αντικρίσει. Προχώρησε μπροστά κόβοντας και σκίζοντας τα φάουρους σαν βούτυρο και η οργανωμένη επίθεσή τους έσπασε. Μπροστά του έμοιαζαν με τίποτα παρά πάνω από κανονικά ελάφια που έκαναν στην άκρη καθώς τα θέριζε με την λεπίδα του.

Ο Φάριαν κοιτούσε αυτήν τη σκηνή δράσης με ανοιχτό το στόμα. Είδε τον βασιλιά και τους πολεμιστές του και αμέσως ξύπνησε μέσα του το μόνο πράγμα που δεν είχε ξυπνήσει σε αυτήν την μάχη: το θάρρος. Κατέβηκε από το δέντρο με ένα μικρό άλμα και προσγειώθηκε κάνοντας μια τούμπα στο έδαφος. Αν είχε χτυπήσει την πλάτη ή τα πόδια από αυτήν την πτώση θα το μάθαινε το επόμενο πρωί αν φυσικά έμενε ζωντανός.

Ένα φάουρους πέρασε βιαστικό από το σημείο που είχε προσγειωθεί χωρίς να τον προσέξει Εκείνος δεν έχασε καιρό: με το κοντάρι του κοπάνησε με αυτό τα πίσω πόδια του ελαφιού. Έπεσε με το κεφάλι στο έδαφος σπάζοντας τα κέρατά του και σκάβοντας το χώμα μπροστά του. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του Φάριαν μα δεν ήταν σίγουρος γιατί.

Το φάουρους δεν θα ξανασηκωνόταν. Συνέχισε να αποφεύγει και να ρίχνει κάτω όσο πιο πολλά μπορούσε. Εφτά φορές παραλίγο να πεθάνει αλλά οι αναμνήσεις θα ήταν για πάντα θολές αν επιζούσε. Φάουρους και τόκου βρίσκονταν ολόγυρά του και μάχονταν μέχρι τελικής πτώσης. Τα φάουρους με το μανιασμένο και τρομερό τους ουρλιαχτό και οι τόκου που πολεμούσαν πιο σιωπηλά χόρευαν μέσα σε αυτό το πεδίο αίματος πετώντας ο ένας τον άλλο στο χώμα.

Υπήρχαν και μερικοί τόκου της κοινότητας σκόρπιοι και λιγοστοί που πολεμούσαν μα οι περισσότεροι ήταν ακόμη στα δέντρα και παρακολουθούσαν την μάχη μέσα στην παραζάλη τους. Οι ήχοι της μάχης δεν τον ενοχλούσαν πια, είχε γίνει ένα με αυτούς. Βρίσκονταν βαθιά μέσα στο κεφάλι του και κατευθύναν το χέρι του. Τώρα θυμήθηκε πως είναι να πολεμάς. Ένας συνεχής ενθουσιασμός και κάθε στιγμή έμοιαζε με την τελευταία του. Μία αρρωστημένη χαρά τον πλημμύρισε καθώς σκότωνε τα φάουρους. Πάντα το μετάνιωνε όταν σκότωνε ανθρώπους ληστές και παρανόμους. Αναρωτιόταν αν θα μετάνιωνε που είχε σκοτώσει τόσα φάουρους το επόμενο πρωί.

Ελάφια που πέφτουν με δύναμη στο έδαφος ,τόκου να φωνάζουν, κοντάρια να κοπανούν, κέρατα να καρφώνονται, ο βρυχηθμός του βασιλιά. Αυτοί είναι οι ήχοι που κυριάρχησαν για την υπόλοιπη νύχτα. Αυτή είναι η μουσική του πολέμου. Ο θάνατος είχε έρθει πιο γρήγορα από ότι περίμενε και στο μυαλό του πια κυριαρχούσε μόνο αυτή η δηλητηριασμένη λέξη. Θάνατος.

Τα φάουρους έπεφταν το ένα μετά το άλλο δίχως να φοβούνται, μόνο καταράσονταν και φώναζαν με μανία. Έπεφταν και έπεφταν ώσπου ο κάθε τόκου έπρεπε να ψάξει λίγη ώρα μέχρι να βρει κάποιον αντίπαλο να πολεμήσει. Είχαν μείνει μόνο μερικά και άλλα λίγα σκόρπια μέσα στο δάσος μέχρι που τελικά ο βασιλιάς φώναξε στους πολεμιστές του άλλη μία φορά και εκείνοι ξεκίνησαν σε μία οργανωμένη τελική επίθεση.

Τα έκοψαν στον δρόμο τους και τα έτρεψαν σε φυγή οδηγώντας τα προς τα πίσω, έξω από το δάσος και τα κυνήγησαν μέχρι να περάσουν και το τελευταίο δέντρο του Κέρεσουκ. Όταν τελικά είχαν φύγει όλα οι τόκου ζητωκραύγασαν και χτύπησαν τα κοντάρια τους με ενθουσιασμό καθώς έβλεπαν τα μαυρόγκριζα ελάφια που είχαν μείνει να τρέχουν μακριά. Χάθηκαν στον ορίζοντα και έσβησαν σαν τον καπνό που ανεβαίνει στον ουρανό.

Το δάσος είχε αντέξει και οι τόκου μαζί του. Η μάχη είχε κρατήσει μέχρι το ξημέρωμα και ο ουρανός είχε αρχίσει μόλις να φωτίζεται από τον ήλιο παίρνοντας ένα γαλάζιο χρώμα. Τι ταιριαστός τρόπος να τελειώσει μία μάχη, σκέφτηκε ο Φάριαν .Τα ρούχα του είχαν σκιστεί και του είχε μείνει μόνο το παντελόνι του. Το πρόσωπό του και το σώμα του είχαν γεμίσει λάσπες και αίματα και το ένα του μάτι είχε πιτσιλιστεί με αίμα και το κρατούσε κλειστό. Γύρω του υπήρχε το χάος. Μετά από μία μάχη κανείς δεν φεύγει. Όλοι παραμένουν εκεί, νεκροί ή ζωντανοί.

Συγκεντρώθηκε ο στρατός από όλες τις γωνιές του δάσους που είχαν σκορπιστεί για να ψάξουν για άλλα φάουρους και ξεκίνησαν την αναγνώριση και την καταμέτρηση των νεκρών τους. Ο Φάριαν έψαξε μέσα στον χαμό να βρει τον Τόρλεκ μα δεν τα κατάφερε γεγονός που του έδωσε την ελπίδα πως ήταν ζωντανός. Ήλπιζε να ήταν καλά. Ήξερε επίσης πως ο βασιλιάς είναι καλά καθώς τον έβλεπε από μακριά να είναι με τους φρουρούς του και να μετράει τους νεκρούς.

Η ζημιά που είχε προκληθεί ήταν τεράστια τόσο για αυτούς όσο και για το δάσος. Παντού κείτονταν νεκροί τόκου και ζώα του δάσους και μικρά δέντρα που είχαν σπάσει εμπόδιζαν τα μονοπάτια του δάσους. Μέτρησαν επίσης και τα φάουρους, ο αριθμός τους τους έκανε να ανατριχιάσουν. Δεν είχαν ιδέα ότι υπήρχαν τόσα πολλά. Ένα φάουρους στο δάσος τους σήμαινε κατάρα. Μα στο δάσος είχαν επιτεθεί πάνω από πεντακόσια και οι τόκου δεν μπορούσαν να σκεφτούν κάποιον τόσο ισχυρό για να τους ρίξει τόσο μεγάλη κατάρα. Ίσως ο Άρχοντας των χάντεκ να είχε μάθει τελικά για την ύπαρξή τους.

Ο Φάριαν βρισκόταν εκείνο το πρωί πάνω στο Τέρραν και παρακολουθούσε από πολύ μακριά τις διαδικασίες. Οι νεκροί συγκεντρώνονταν και έπαιρναν τα ονόματά τους. Μετά μάζευαν τα κοντάρια τους και τα αντιστοιχούσαν με τον καθένα . ΟΙ σοροί μεταφέρονταν σε αυτοσχέδια πάνινα φορτία και συγκεντρώνονταν σε ένα μέρος. Ο βασιλιάς ήταν εκεί για να αντικρίσει έναν-έναν τους χαμένους στρατιώτες του. Από τα ξημερώματα μέχρι αργά το μεσημέρι συνεχιζόταν αυτό ξανά και ξανά και στο τέλος ο βασιλιάς είχε δει τόσους πολλούς νεκρούς που τον έκανε να δακρύσει. Η χαίτη του δεν ήταν πια χρυσαφένια αλλά κατακόκκινη και πεσμένη από το αίμα που την είχε καλύψει. Η όψη του -αν και φαινόταν αδύνατο- κατάφερε να γίνει ακόμη πιο τρομακτική.

Ο Φάριαν δεν είχε κοιμηθεί καθόλου και τα βλέφαρα του ήταν βαριά. Δεν προσπάθησε να αντισταθεί στον ύπνο· έκλεισε τα μάτια κερδίζοντας μερικές στιγμές χαλάρωσης και προσπάθησε να κοιμηθεί πάνω στο ψηλό τείχος μα δεν κατάφερε να χαρεί τον ύπνο του. Ένα σκούντημά στον ώμο τον έκανε να εκτιναχθεί αναστατωμένος μα μερικά καθησυχαστικά λόγια τον έκαναν να ηρεμήσει.

Μόλις γύρισε το κεφάλι είδε τον Τόρλεκ να στέκεται από πάνω του με ένα ξεθωριασμένο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ένα ψεύτικο χαμόγελο. Μέσα του βασίλευε η θλίψη και η κούραση. Φαινόταν σαν να είχε μεγαλώσει χίλια χρόνια από τότε που τον είχε δει τελευταία φορά. Οι στρατιώτες ζουν χιλιάδες χρόνια.

«Έψαχνα για να σε βρω όλη νύχτα» δήλωσε σαν να μην είχε συμβεί η μάχη το προηγούμενο βράδυ. Ο Τόρλεκ τον πλησίασε μα αν και μιλούσε ευγενικά όπως πάντα το ύφος του ήταν σοβαρό.

«Κι εγώ το ίδιο» απάντησε στη γλώσσα των τόκου κι ύστερα ξαναέκλεισε τα μάτια του.

«Συγνώμη μα δεν μπορείς να κοιμηθεί ακόμη. Ο βασιλιάς συγκάλεσε επειγόντως συμβούλιο και νομίζω πως θα ήθελες να έρθεις.» Ο Φάριαν ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να του φύγει η νύστα και σηκώθηκε δυσαρεστημένος.

«Νομίζω πως ένας καλός ύπνος θα μου έκανε καλό πριν το συμβούλιο.»

«Καλύτερα» απάντησε θλιμμένα ο Τόρλεκ «γλιτώνεις τους εφιάλτες»

Ο Φάριαν χαμογέλασε πικρά και ξεκίνησε να κατεβαίνει το Τέρραν.

Πως σας φανηκεεε; χα; ΧΑ; μαλλον δεν μπορειτε να μιλησετε αλλα μπορειτε να γραψετε σχολιο απο κατω και αν σας αρεσε ενα αστερονι καλο θα ηταν ,τα λεμε στο επομενο που θα ειναι μικρο και δεν θα αργησει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top