Κεφάλαιο 15: Η γιορτή

Ή νύχτα απλωνόταν σε όλο το δάσος σαν σκοτεινό πέπλο που κάλυπτε τα δέντρα και όλη την κοινότητα. Ακόμη και τα φύλλα φαίνονταν να είναι ακίνητα δίνοντας μία παράξενη γαλήνη στο δάσος. Ο Φάριαν είχε ανέβει σε ένα ψηλό δέντρο για να απολαύσει την σκοτεινή θέα και την ηρεμία. Αν και επικρατούσε ησυχία μπορούσε να διακρίνει μια ανεπαίσθητη βαβούρα από τον χώρο των προετοιμασιών. Άκουγε φωνές και γέλια και ψιθύρους από τους τόκου που είχαν φτάσει για τη γιορτή.

Οι σύμβουλοι της κοινότητας είχαν διατάξει να παύσουν οι προετοιμασίες για τον πόλεμο και να οργανώσουν την γιορτή. Δεν ήξερε τι να περιμένει από αυτήν και του έκανε εντύπωση πως θα μπορούσε κανείς να διασκεδάσει ενώ πολύ σύντομα θα έφευγαν για πόλεμο. Πως μπορούσε κανείς να αφαιρεθεί και να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο εκτός από τις τακτικές και τις κινήσεις που έπρεπε να ακολουθήσει. Οι τόκου φαινόταν να τα καταφέρνουν πολύ καλά και δεν τους ανησυχούσε σχεδόν καθόλου τι θα ακολουθούσε. Στο δικό του μυαλό μόνο μια λέξη στριφογύριζε: θάνατος, θάνατος, θάνατος.

Οι τόκου όλη τη μέρα τριγυρνούσαν με καλή διάθεση πιο χαλαροί από άλλες μέρες και περίμεναν με ανυπομονησία για να πάνε και να γιορτάσουν μαζί με τους άλλους. Όταν εξέφρασε την απορία του στον Μάλεν εκείνος του είπε απλώς να ξεχαστεί και να μην νοιάζεται τόσο για το μέλλον «Αύριο ο πόλεμος και σήμερα η γιορτή» είπε και χαχάνισε με ένα ενοχλητικό τρόπο. Οι κουκουβάγιες τον μιμήθηκαν στριγγλίζοντας η μια χειρότερα από την άλλη μα και πάλι μέσα στη βαβούρα ένα μόνο σκέφτηκε: θάνατος.

Ακόμη δεν είχε έρθει καμία απάντηση από τις δύο κοινότητες που απέμεναν έτσι κανείς δεν ήξερε πότε θα αναχωρούσαν αλλά ακόμη κι έτσι όλοι ήξεραν πως δεν θα αργούσε να έρθει εκείνη η ώρα. Όλα ήταν έτοιμα και ο στρατός του Κέρεσουκ ήταν πιο προετοιμασμένος από ποτέ.

Αποφάσισε πως ήταν η ώρα να κατευθυνθεί προς την γιορτή, είχε ξεχαστεί και θα έπρεπε ήδη να έχει ξεκινήσει. Απόλαυσε για λίγο ακόμη την θέα κι ύστερα με ένα σάλτο πήδηξε από το μεγάλο κλαδί του δέντρου προς το έδαφος. Προσγειώθηκε απότομα βάζοντας όλο το βάρος του στα πόδια του και ένας οξύς πόνος τρύπησε τα γόνατα του. Χίλιες φορές του είχε πει ο εκπαιδευτής του ο Παρούκ να ελαττώνει τον κραδασμό της προσγείωσης με μια τούμπα στο έδαφος μα συνέχεια το ξεχνούσε ή μάλλον το θυμόταν πολύ αργά παρά τον πόνο που ένιωθε κάθε φορά.

Ξεκίνησε να περπατάει αργά απολαμβάνοντας τον καθαρό αέρα προς τα πεδία εξάσκησης όπου θα γινόταν ή γιορτή. Για μία στιγμή παρά λίγο να ξεχαστεί από το θέμα του πολέμου αλλά αυτή η κακή σκέψη ταξίδεψε λίγο και μετά επέστρεψε μέσα στο κεφάλι του. Όλη την ημέρα δεν είχε πλησιάσει στον χώρο της γιορτής γιατί ήθελε να εκπλαγεί από ότι θα έβλεπε.

Στην αρχή μπορούσε να ακούσει μόνο μία αόριστη βαβούρα, ένα συνονθύλευμα από ήχους που προκαλούσαν οι συγκεντρωμένοι τόκου. Όσο πλησίαζε τόσο πιο ξεκάθαροι ήταν οι ήχοι που ακούγονταν. Μπορούσε να διακρίνει κάποια γέλια που ακούγονταν μακριά και πήλινες γαβάθες κάθε τόσο να πέφτουν στο έδαφος και να σπάνε.

Άκουσε και μικρά παιδιά να τρέχουν και να παίζουν και να γελάνε. Μπορούσε ακόμη όσο πλησίαζε να μυρίσει όλα τα φαγητά που είχαν ετοιμαστεί. Ο Φάριαν ως στρατιώτης ήξερε πως στον πόλεμο υπήρχαν μέρες που έτρωγες πράγματα που δεν θα έτρωγες σε καιρό ειρήνης ή ίσως να μην έτρωγες καθόλου. Θα το θυμόταν αυτό όταν θα έβλεπε την θεσπέσια κουζίνα των τόκου.

Ενώ η νύχτα ήταν ζεστή, ένας ξαφνικός παγωμένος άνεμος στριφογύρισε γύρω του και κουκουλώθηκε με τον μανδύα που φορούσε. Στην πλάτη είχε περασμένο το κοντάρι που του είχαν δώσει (την απόδειξη πως είχε γίνει πια μέρος αυτής της φυλής) αλλά τι σημασία έχουν όλα αυτά ενώ πλησιάζει πόλεμος. Πόση σημασία έχει το σπίτι σου αν δεν θα ξαναγυρίσεις σε αυτό και οι φίλοι σoυ αν δεν πρόκειται να τους ξαναδείς. Προχωρούσε έχοντας αυτές τις αφηρημένες σκέψεις στο μυαλό του μέχρι που κάποια στιγμή τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν και πλέον το μονοπάτι του ήταν πολύ γνώριμο. Όλο και περισσότερο είχε αρχίσει να εξοικειώνεται με το δάσος, μα το Κέρεσουκ ήταν υπερβολικά μεγάλο για να το απομνημονεύσει ολόκληρο σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Μετά από λίγο έφτασε επιτέλους στην γιορτή.

Ενώ το δάσος ήταν σκοτεινό και φωτιζόταν μόνο από το αχνό φως του φεγγαριού, το οποίο περνούσε με δυσκολία μέσα από τα σύννεφα που όλο και περισσότερα συγκεντρώνονταν στον αέρα, ο χώρος της γιορτής ήταν στολισμένος με εκατοντάδες πυρσούς καρφωμένους στο έδαφος και εστίες που έκαιγαν. Ήταν σαν μια μικρή λίμνη φωτός μέσα σε ένα κατασκότεινο δάσος που σου προκαλούσε μία ξαφνική έκπληξη και σε έκαναν να ξεχνάς πως βρίσκεσαι σε δάσος.

Ολόκληρος ο χώρος που άλλοτε ήταν άδειος -με εξαίρεση τους εκατοντάδες που εκπαιδεύονταν κάθε μέρα-ήταν τώρα γεμάτος από τόκου που τριγύριζαν γελώντας και πίνοντας και τρώγοντας και πυρσούς, τραπέζια, σκηνές, και πολλά άλλα. Έμεινε εκεί παρακολουθώντας όλο αυτό το πλήθος να κινείται, ενώ τα χρώματα από τις γούνες τους: καφέ και γκρίζα και μια ανάμειξη του γκρι με το πράσινο και αλλά πιο πολύχρωμα στριφογύριζαν μέσα στο πλήθος και άλλαζαν κάθε φορά που μετακινούταν κάποιος.

Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τόσους τόκου μαζεμένους, δεν είχε καν φανταστεί πως θα μπορούσαν να ζουν τόσοι μέσα σε αυτό το δάσος. Μπροστά του είχε ένα στρατό, τώρα έβλεπε την πολεμική δύναμη του Κέρεσουκ και των τόκου. Οι ελπίδες του για αυτόν τον πόλεμο είχαν αρχίσει να αναπτερώνονται μόνο που ακόμη δεν είχε δει τις δυνάμεις που έφερνε ο εχθρός. Θάνατος, η λέξη επέστρεψε στο μυαλό του σαν εφιάλτης.

Ο Μάλεν ήταν αυτός που ήξερε περισσότερα για αυτόν τον στρατό που πλησίαζε και σύμφωνα με τα λεγόμενά του ούτε όλοι αυτοί οι τόκου που βρίσκονταν τώρα μαζεμένοι δεν θα έφταναν για να νικήσουν τόσο μεγάλο στρατό. Οι άνθρωποι έπρεπε να είχαν δράσει πριν μεγαλώσει το κακό.

Ήταν πολύ δύσκολο κανείς να καταλάβει πόσοι ακριβώς ζούσαν στην κοινότητα γιατί πολύ σπάνια έβλεπες συγκεντρωμένο πλήθος. Μόνο την ώρα εξάσκησης είχες την ευκαιρία να συναντήσεις πολλούς τόκου μαζί μα και τότε ακόμη οι ομάδες προπόνησης εκπαιδεύονταν διαφορετικές ώρες κι έτσι δεν έβλεπε ποτέ όλο το στρατό. Όλο αυτό το πλήθος απείχε πολύ από όσο μπορούσε να υποθέσει. Ήταν χιλιάδες, χιλιάδες τόκου, χιλιάδες βέλη και κοντάρια και νύχια να ορμάνε με μανία στον εχθρό. Ότι και να έλεγε ο Μάλεν, ο Φάριαν είχε αρχίσει να ελπίζει βλέποντας αυτό το θέαμα. Και αυτός ήταν μόνο ένας από τους τέσσερις στρατούς των τόκου, άλλες τρείς φυλές περίμεναν για να ενωθούν.

Προχώρησε με δυσκολία μέσα από το πλήθος και υπήρχε τόσος συνωστισμός που ένιωθε το ιδρωμένο τρίχωμα των τόκου να τον αγγίζει καθώς προχωρούσε ανάμεσα τους. Χέρια τον χτύπησαν καθώς περνούσε και ένιωθε τα σώματα γύρω του να τον σφίγγουν ασφυκτικά. Την μία στιγμή έφτανε σε κάποιο κενό μέσα σε όλους αυτούς τους τόκου και μπορούσε να πάρει μία ανάσα και την άλλη ένιωθε πάλι την ανάσα του να χάνεται.

Αργότερα μόλις ξέφυγε από τον πολύ κόσμο και βρέθηκε σε κάποιο σημείο πιο ανοιχτό μπόρεσε να κοιτάξει γύρω του αναζητώντας γνωστά πρόσωπα αλλά ήταν σαν να έψαχνε για κάποιο παλιό σύννεφο που είχε δει κάποτε.

Περπατούσε ανάμεσα από τόσους άγνωστους τόκου και κατάλαβε πως ήταν η πρώτη φορά που δεν σταματούσαν για να τον στραβοκοιτάξουν όλοι. Τους προσπερνούσε όλους και δεν του έριχναν ούτε ένα βλέμμα, σαν να ήταν και ο ίδιος τόκου ή σαν να ήταν αόρατος. Ήταν συνεπαρμένοι από το κέφι και το γλέντι, μάλιστα κανείς δεν φαινόταν να έχει τα λογικά του. Λες και ένας ολόκληρος στρατός χόρευε και γλεντούσε ταυτόχρονα μεθυσμένος.

Προχωρούσε ως ο μόνος λογικός μέσα από τους τόκου οι οποίοι στρίγγλιζαν και χόρευαν σαν να είχαν αποτρελαθεί. Πολλές φορές ορισμένοι του έκλειναν τον δρόμο για να του φωνάξουν κάτι που δεν έβγαζε κανένα νόημα και ύστερα έφευγαν πάλι. Ένα παράξενο συναίσθημα τον κυρίευσε, σαν να ήταν μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου και δεν μπορούσε να βγει. Τίποτα από αυτά δεν φαινόταν λογικό ή πραγματικό.

Στο κέντρο αυτού του χάους είχαν στηθεί τεράστια ξύλινα τραπέζια με άφθονο φαγητό: γεμιστά πεπόνια και καλοψημένα ψάρια καρφωμένα σε καλαμάκια, σταφύλια και ψωμί και παρά πολλά όσπρια, επίσης υπήρχαν και φύκια του ποταμού και μαύρα ροδάκινα και μεγάλα χέλια και κοχύλια γεμισμένα με ωραίες και γλυκές σάλτσες και αλλά τόσα φαγητά που δεν πρόλαβε να μετρήσει.

Αν κάτι είχε μάθει τόσο καιρό που ζούσε μαζί τους αυτό ήταν πως η κοινότητα διέθετε εξαίρετους μάγειρες με ικανότητες που δεν πλησίαζαν οι άνθρωποι της πόλης του. Οι τόκου έδιναν μεγάλη σημασία στο τι έτρωγαν και κατάλαβε πως είχαν πολύ εκλεπτυσμένους ουρανίσκους. Μια μέρα είχε προσπαθήσει να μαγειρέψει ένα γεύμα που άρεσε πολύ στους παλιούς του φίλους και οι τόκου το έφτυσαν και είπαν πως είχε την γεύση σάπιου φιδιού.

Δεν είχαν κανένα πρόβλημα να μιλήσουν απότομα και να πουν αυτό που σκέφτονται . Στην αρχή του φάνηκαν σκληροί αλλά μετά κατάλαβε πως σε έναν άγριο τόπο όπως τα δάση δεν μάθαινες αυτές τις περιττές για εκείνους ευγένειες.

Πλησίασε σε ένα από τα μεγάλα τραπέζια και έφαγε καλά γεμίζοντας το στομάχι του όσο πιο πολύ μπορούσε με όλων των ειδών τα φαγητά. Ο πόλεμος ερχόταν και το φαγητό δεν ήταν ποτέ άλλοτε τόσο νόστιμο. Έφαγε τα καλύτερα και πιο καλοψημένα ψάρια που είχε δοκιμάσει ποτέ του και μερικά φρούτα που δεν είχε ξανακούσει.

Όσο λαίμαργα κι αν έτρωγαν όλοι στο γλέντι τα μεγάλα τραπέζια παρέμεναν γεμάτα ενώ οι κανάτες με το κρασί και το νερό γέμιζαν συνέχεια. Οι βοηθοί των μαγείρων κατέφθαναν συνεχώς με καινούρια πιάτα και για να γεμίσουν τις κανάτες με το κρασί. Ήπιε από το κόκκινο κρασί το οποίο ήταν πιο γλυκό και νόστιμο από ότι έφτιαχναν στους αμπελώνες του βασιλιά.

Στους τόκου φαινόταν να αρέσει πολύ το κρασί πίνοντας το σε μεγάλες ποσότητες προτιμώντας το από το νερό και τους χυμούς φρούτων. Υπήρχε επίσης ένα άλλο ρόφημα που έπιναν πολύ οι τόκου, ήταν μία ανάμειξη μήλου με κρασί και κάτι άλλο που δεν ήξερε και ήταν τόσο δυνατό που αν έπινες μία κούπα μονορούφι μπορούσες να λιποθυμήσεις για αυτό και οι τόκου το αραίωναν με νερό.

Μόλις τελείωσε και είχε πια γεμίσει την κοιλιά του με κρασί και φαγητό απομακρύνθηκε από το τραπέζι χορτασμένος και κινήθηκε για λίγο ανάμεσα στον κόσμο ψάχνοντας ξανά για γνώριμα πρόσωπα. Είδε από μακριά την Μέρα, την νεαρή τόκου που τον είχε υπερασπιστεί στο δικαστήριο να βρίσκεται σε κάποιου είδους διαγωνισμό ποτού και να κερδίζει αυτόν που στεκόταν απέναντι που ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Λίγο αργότερα το έκανε αλλά αφού έβγαλε όσο κρασί είχε πιεί και το κοινό γύρω τους άρχισε να ζητωκραυγάζει. Δεν μπορούσε όμως πουθενά να βρει τον Τόρλεκ ή τον Μπάκορ.

Λίγο παραπέρα από εκεί που βρισκόταν παρατήρησε πως υπήρχε ένα μεγάλο κυκλικό κενό ανάμεσα στον κόσμο και κατευθύνθηκε προς τα εκεί για να το εξετάσει. Οι τόκου που δημιουργούσαν τον κύκλο φαίνονταν να κοιτάνε με ενδιαφέρον κάτι που γινόταν στο εσωτερικό του. Συνωστίζονταν γύρω του και παρακολουθούσαν και περιμένοντας με ανυπομονησία. Όσοι ήταν άτυχοι και βρίσκονταν πιο πίσω έσπρωχναν και πίεζαν τους άλλους ώστε να φτάσουν μπροστά και να μπορέσουν κι εκείνοι να δουν το θέαμα.

Ο Φάριαν σταμάτησε κάποιον τόκου που προσπαθούσε να φτάσει μπροστά και τον ρώτησε με πολύ αδέξιο τρόπο, χρησιμοποιώντας όσες λέξεις μπορούσε να θυμηθεί για το τι συνέβαινε αλλά εκείνος χαμογέλασε και κακάρισε κάτι που μάλλον δε σήμαινε τίποτα και ύστερα τον αγνόησε και συνέχισε να προχωράει προς τα μπροστά. Αφού κατάλαβε πως οι περισσότεροι δεν ήταν σε καλή κατάσταση για να μιλήσουν κατευθύνθηκε προς τον κύκλο για να δει από μόνος του.

Ξαφνικά καθώς αγκομαχούσε για να περάσει μπροστά άκουσε έντονες φωνές και ζητωκραυγές να βγαίνουν από εκατοντάδες στόματα γύρω του σε μια τρελή έκρηξη συναισθημάτων. Τα αυτιά του γέμισαν από αλλόκοτους ήχους και ουρλιαχτά. Οι φωνές των τόκου ήταν γεμάτες ενθουσιασμό και έξαψη και έμοιαζε σαν να ούρλιαζε κάποιο άγριο θηρίο. Πάλεψε με νύχια και με δόντια να περάσει μέσα από το ξαναμμένο πλήθος ώσπου τελικά μπορούσε να δει το κέντρο του κύκλου.

Μέσα στον κύκλο υπήρχε ένας ακόμη κύκλος φτιαγμένος από χώμα και πέτρες στο περίγραμμά του. Είδε έναν τόκου να πετάει ψηλά πέντε κόκκινα μήλα και όλοι σήκωσαν τα κεφάλια τους βλέποντάς τα να ακολουθούν μία ανοδική πορεία κι ύστερα να κατεβαίνουν πάλι κάτω. Αμέσως μετά και πριν προλάβουν τα μήλα να χάσουν πολύ ύψος εκτοξεύτηκαν δύο βέλη με γαλάζια φτερά και άλλα δύο με λευκά από κάποιους τόκου που στέκονταν έξω από τον χωμάτινο κύκλο. Το ένα από τα γαλάζια βέλη πέτυχε ένα από τα μήλα και προσγειώθηκε έξω από τον χωμάτινο κύκλο κοντά στα πόδια του κοινού που αμέσως ξεκίνησε να ζητωκραυγάζει με μανία. Τα άλλα βέλη πέρασαν κι αυτά ξυστά από τα μήλα και καρφώθηκαν στο έδαφος.

Η διαδικασία συνεχίστηκε για λίγη ώρα και πολλοί τοξότες ήρθαν για να πάρουν την θέση των προηγούμενων. Ο Φάριαν έμεινε για λίγο εκεί προσπαθώντας να κατανοήσει τον σκοπό του διαγωνισμού. Από ότι μπόρεσε να καταλάβει έπρεπε απλώς να χτυπήσεις τα μήλα με το βέλος σου και αυτά να προσγειωθούν στο δαχτυλίδι εκτός του χωμάτινου κύκλου. Τα μήλα που πετύχαινε κάποιος μαζεύονταν σε ένα καλάθι και στο τέλος θα έδειχναν τον νικητή.

Δεν του φάνηκε και πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι έτσι απομακρύνθηκε από εκεί χωρίς να ξέρει προς τα που να πάει. Ένιωθε χαμένος, τόσα πολλά άτομα και κανένα που να ήξερε ή να μπορούσε να μιλήσει μαζί του, όλοι τους φαίνονταν αλλοπαρμένοι. Από δίπλα του περνούσαν τόκου που φώναζαν γεμάτοι χαρά κρατώντας ένα κύπελο στο χέρι ενώ παντού υπήρχαν τόκου που είχαν αποκοιμηθεί από το πολύ ποτό. Μερικοί από τους τόκου είχαν βρει ένα όσο πιο απόμακρο μέρος μπορούσαν για να ερωτοτροπήσουν αλλά αν και πολλοί μπορούσαν να τους δουν δεν φαινόταν να τους ενδιαφέρει και πολύ.

Περιπλανήθηκε για λίγο ακόμη μέσα στη γιορτή μέχρι που τελικά αποφάσισε να βρει ένα μέρος στη γιορτής που να μην είχε μαζευτεί τόσος κόσμος και που να υπήρχε περισσότερη ησυχία, μα δεν μπορούσε να ξεφύγει από τους ήχους της γιορτής. Οι φωνές και τα σχεδόν αποτρελαμένα ουρλιαχτά εξακολουθούσαν να ακούγονται και φαινόταν σαν να αντηχούν σε ολόκληρο το Κέρεσουκ.

Ένστικτο, πάθος, μόνο αυτά κυριαρχούσαν απόψε. Όλοι είχαν αφεθεί ελεύθεροι από σκέψεις και περισπασμούς και είχαν παραδοθεί στο κέφι μα στο δικό του κεφάλι καρφωμένη ήταν μια λέξη: θάνατος.

Μπορεί να είχε έρθει λίγο πιο κοντά με τους τόκου μα βαθιά μέσα του ήταν ακόμη άνθρωπος και αυτή ή γιορτή του ήταν ξένη. Δεν είχε συνηθίσει σε τέτοια έθιμα και ο ίδιος δεν είχε συνηθίσει στο μεθύσι. Αναρωτήθηκε αν θα ξαναέβλεπε μία τέτοια γιορτή και αν θα του φαινόταν πιο οικεία τότε· προς το παρόν ένιωθε σαν ψάρι στην στεριά που σπαρταρούσε.

Έκλεισε τα μάτια για να επικεντρωθεί στους ήχους της γιορτής. Μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα την μουσική που μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει. Άκουγε τα βαριά τύμπανα και τις άρπες, τις φωνές, τα γέλια, την βαβούρα, τον άνεμο. Όλα όσα υπήρχαν στον χώρο περνούσαν από τα αυτιά του και μετά αιωρούνταν ξανά στον χώρο. Για αρκετή ώρα έμεινε έτσι με την προσοχή του σε αυτούς τους ήχους ξαφνικά όμως κάθε ήχος έσβησε και υποτάχθηκε από τον εκκωφαντικό ήχο ενός κέρατου που ακούστηκε παντού.

Δεν είχε ξανακούσει πιο βαρύγδουπο και βροντερό ήχο. Ακουγόταν ακόμη για αρκετά δευτερόλεπτα από τότε που είχε σταματήσει ο τόκου να φυσάει το κέρατο. Άνοιξε απότομα τα μάτια του και είδε πως όλο το πλήθος είχε σωπάσει απλώνοντας παντού μια νεκρική σιγή. Η γιορτή είχε νεκρωθεί σε ένα χτυποκάρδι και το μόνο που είχε χρειαστεί ήταν ένα μικρό στριφογυριστό κέρατο. Ακόμη και μερικοί υπερβολικά μεθυσμένοι που στην αρχή δεν κατάλαβαν τι συμβαίνει συνεχίζοντας να χορεύουν και να γελούν τώρα είχαν σωπάσει.

Έκανε προσπάθεια να δει τι συμβαίνει και από που είχε έρθει ο ήχος. Τελικά πρόσεξε πως στην άλλη άκρη της γιορτής, από το άνοιγμα στα δέντρα που είχε μπει και ο ίδιος, μία ομάδα από μαυροντυμένους τόκου είχε φτάσει και φώναζαν στο πλήθος με δύναμη για να ακουστεί παντού η φωνή τους. Αν δυσκολευόταν μια φόρα από κοντά να κατανοήσει την γλώσσα τους, από αυτήν την απόσταση του ήταν αδύνατο. Το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήταν μακρινές λέξεις που φώναζε ένας από τους τόκου και δεν είχαν κανένα νόημα για αυτόν.

Αφού ο τόκου σταμάτησε για λίγο να φωνάζει το πλήθος άρχισε να κινείται ενώ πολλοί από αυτούς άρχισαν να φωνάζουν και να τρέχουν προς διάφορες κατευθύνσεις. Μετά από λίγη ώρα ολόκληρα σημεία του πεδίου εξάσκησης είχαν αδειάσει. Ο τόκου με τα μαύρα συνέχιζε όμως να φωνάζει σε όσους είχαν μείνει και αυτοί με την σειρά τους έφευγαν προς το δάσος. Και ύστερα φώναζε και στους επόμενους χωρίς σταματημό.

Κάτι τρομερό συνέβαινε· έτρεξε γρήγορα προς τα εκεί με όλη του την δύναμη για να ρωτήσει. Έτρεξε πίσω προς το σημείο που ήταν μαζεμένοι πολλοί τόκου και άκουγαν τον μαυροντυμένο να φωνάζει. Πρέπει να τους δίνει οδηγίες. Έβαλε όλη του την δύναμη και ένιωσε τα πόδια του να πονάνε καθώς χτυπούσαν με δύναμη στο έδαφος και όταν τελικά έφτασε μπορούσε να ακούσει πιο καθαρά όσα φώναζε αν και ακόμη δεν καταλάβαινε τι έλεγε πέρα από μερικές λέξεις. Καταράστηκε τον εαυτό του που δεν είχε μάθει πιο γρήγορα την γλώσσα γιατί φαινόταν πως όσα έλεγε ήταν πολύ σημαντικά. Οι τόκου τον άκουγαν για λίγο και ύστερα ο ένας μετά τον άλλον έφευγαν βιαστικοί ενώ εκείνος έμεινε εκεί να τον ακούει.

Έτρεχαν με σιγουριά προς ένα συγκεκριμένο μέρος και τώρα μπορούσες να δεις τόκου να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση. Δεν ήταν πανικόβλητοι, όλοι ήξεραν που έπρεπε να πάνε. Κάτι συνέβαινε, κάτι σημαντικό και έπρεπε να μάθει. Πέρασε βιαστικά μέσα από τους τόκου για να φτάσει στους μαυροντυμένους που φώναζαν ακόμη στο πλήθος.

«Τι είναι;» ρώτησε στη γλώσσα των τόκου φωνάζοντας για να ακουστεί μέσα σε όλη αυτήν την αναταραχή. «Τι κακό υπάρχει;»

Μόλις ο τόκου που φώναζε άκουσε τον Φάριαν για μια στιγμή φάνηκε μπερδεμένος σαν να μην ήξερε πως τώρα ήταν μέλος της φυλής και να τον έβλεπε πρώτη φορά. Ή ίσως να είχε μπερδευτεί από τον κακό τρόπο που χειριζόταν την γλώσσα ο Φάριαν. Φάνηκε όμως να κατάλαβε τι του είχε πει και του φώναξε μια οδηγία μα την είπε πολύ γρήγορα και φωναχτά κι έτσι εκείνος πάλι δεν κατάλαβε λέξη. Μόλις ο τόκου είδε την απορία στο πρόσωπό του φώναξε μα αυτή τη φορά αργά και καθαρά σαν να ήταν ανόητος: «Επίθεση! Τα ελάφια! Πάμε στο εξωτερικό δάσος τώρα!»

Ο Φάριαν δεν έμεινε για να ρωτήσει όσα ήθελε παρά μόνο έτρεξε για να βγει από τα πεδία εξάσκησης και να διασχίσει όλο το δάσος της κοινότητας για να βγει τελικά στο εξωτερικό δάσος. Τώρα όσο ποτέ χρειαζόταν την καθοδήγηση του Τόρλεκ για να τον συμβουλέψει σε αυτόν τον νέο κίνδυνο. Δεν ήξερε ποια ήταν η θέση του σε μία τέτοια κατάσταση αλλά αφού ήταν πια μέλος του στρατού δεν είχε και πολλές επιλογές.

Σταμάτησε όμως να τα σκέφτεται αυτά, σταμάτησε να σκέφτεται οτιδήποτε παρά μόνο ένα πράγμα: θάνατος, θάνατος, θάνατος. Απλώς έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μονοπάτι που είχε ακολουθήσει πια πολλές φορές, το μονοπάτι που ακολούθησαν όταν είχαν πάει για να συναντήσουν τον βασιλιά. Δεν ανησυχούσε μήπως χαθεί γιατί μπορούσε να δει και να ακούσει κι άλλους να τρέχουν δίπλα του και πίσω του.

Έτρεχε τόσο γρήγορα που αισθανόταν ότι θα έχανε την ισορροπία του και θα έπεφτε αλλά δεν το έκανε. Τόσο γρήγορα που ήξερε ότι αύριο θα ήταν πολύ κουρασμένος για την προπόνηση. Αν ζούσε μέχρι τότε. Μην νοιάζεσαι τόσο για το μέλλον. Όσοι τόκου βρίσκονταν κοντά του τον προσπέρασαν λες και αυτός έτρεχε φορώντας πανοπλία και σύντομα βρέθηκε μόνος του στο δάσος ακούγοντας μόνο την ανάσα του και τον κραδασμό των ποδιών του. Ένιωθε τα πόδια του να πονάνε και να καίγονται και ήταν έτοιμος να σταματήσει μα τα δέντρα από μπροστά του εξαφανίστηκαν και την θέση τους πήρε ο εξωτερικός τοίχος που τώρα είχε μάθει πως οι τόκου τον είχαν ονομάσει Τέρραν. (Στην γλώσσα τους σήμαινε προστασία).

Δύο φορές τον είχε σκαρφαλώσει αυτόν τον τοίχο και τα χέρια του θυμούνταν καλά αυτές τις δύο φορές. Ή πέτρα είναι αιχμηρή και δύσκολο να την πιάσεις. Φαίνεται στην αρχή εύκολο να το σκαρφαλώσεις και ξεκινάς γεμάτος σιγουριά μα όταν μαθαίνεις την πικρή αλήθεια τα χέρια σου πονάνε είναι πια πολύ αργά και πρέπει να συνεχίσεις μέχρι πάνω.

Δεν το πολύ σκέφτηκε αυτή τη φορά, ήξερε πως κάτι επείγον γινόταν στην άλλη μεριά. Άρχισε να σκαρφαλώνει και ύστερα από λίγη ώρα κατάλαβε πως τα χέρια του δεν πονούσαν όπως τις άλλες δύο φορές. Μετά κοίταξε προς τα κάτω και είδε έκπληκτος πως είχε σκαρφαλώσει δέκα φορές πιο γρήγορα από την τελευταία φορά. Όταν έφτασε στην κορυφή δεν ήταν εξαντλημένος και χτυπημένος και σίγουρα δεν είχαν περάσει ώρες ολόκληρες.

Κοίταξε προς τα κάτω, μέσα στη σκοτεινιά του δάσους μπορούσες να διακρίνεις αμυδρές σκιές των τόκου να τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα μα χάνονταν ξανά σε δευτερόλεπτα. Με εξαίρεση μερικούς που κατευθύνονταν προς την κοινότητα όλοι οι υπόλοιποι έτρεχαν προς το μέρος του, προς το Τέρραν, προς το εξωτερικό δάσος.

Όλοι τους κατευθύνονταν προς τα εκεί με τεράστια ορμή σαν να πήγαιναν σε μάχη. Μήπως αυτό γίνεται; Μήπως οι δυνάμεις του κακού έφτασαν κιόλας στο Κέρεσουκ ; Γύρισε από την άλλη μεριά του τοίχους και είδε το δάσος με τα πανύψηλα δέντρα του. Κανένας. Ένας ολόκληρος στρατός κατευθυνόταν προς τα εκεί και μόλις περνούσε το Τέρραν χανόταν στο σκοτάδι. Εκείνος όμως ήξερε πως ήταν εκεί, κρυμμένοι πάνω στα δέντρα, αθόρυβοι. Εκεί ήταν όσοι είχαν περάσει από το τοίχος και εκεί θα πήγαιναν και όλοι οι υπόλοιποι που βρίσκονταν ακόμη στην κοινότητα και κατευθύνονταν προς τα εδώ.

Έβγαιναν σαν χείμαρρος μέσα από το δάσος και ξεχύνονταν πάνω στο τείχος και χωρίς να περιμένουν ξεκινούσαν την ανάβαση. Τους κοιτούσε από ψηλά να σκαρφαλώνουν και έμοιαζαν σαν να ήταν αράχνες και να κολλούσαν τα πόδια και τα χέρια τους στον τοίχο σκαρφαλώνοντας με άνεση. Πριν προλάβει να κοιτάξει δεύτερη φορά είχαν φτάσει στην κορυφή και στέκονταν δίπλα του. Δεν του μίλησε κανείς, ούτε καν τον κοίταξαν αλλά φαίνονταν κουρασμένοι και βαριανάσαιναν πιο πολύ ακόμη κι από αυτόν. Έμεναν πάνω στο τείχος για μία στιγμή και μόλις είχαν βρει πάλι την ανάσα τους ο ένας μετά τον άλλον πηδούσαν στο κενό και προσγειώνονταν πάνω στα δέντρα τα οποία δεν διέφεραν κατά πολύ στο ύψος σε σχέση με το Τέρραν. Τότε μια κραυγή αγωνίας ακούστηκε. Κάποιος έπεσε, σκέφτηκε με τρόμο. Κάποιος έχασε τον στόχο κι δεν προσγειώθηκε στο δέντρο. Μα τι συμβαίνει;

Παρόλα αυτά οι υπόλοιποι σχεδόν σαν να μην το άκουσαν συνέχισαν. Τους κοιτούσε έκπληκτος να κάνουν μία τόσο τολμηρή κίνηση χωρίς καν να το σκέφτονται. Το σκοτάδι και τα δέντρα περιόριζαν την ορατότητά κι έτσι δεν μπορούσε να δει καλά τι γινόταν από την εξωτερική πλευρά του τείχους. Άκουσε όμως μερικούς να φωνάζουν τρομαγμένοι όπως προσγειώνονταν απότομα και φοβήθηκε μήπως είχε πέσει κι άλλος στο έδαφος. Ο Τόρλεκ δεν του είχε πει ποτέ πως οι τόκου κατέβαιναν με αυτόν τον τρόπο από το Τέρραν και οι ίδιοι δεν φαίνονταν να το έχουν ξανακάνει. Μα τι στο καλό κάνουν;

Αποφάσισε να μάθει επιτέλους τι συμβαίνει και δεν είχε σκοπό να περιμένει μέχρι να κατεβεί αργά το τείχος. Πλησίασε στην άκρη του Τέρραν κοίταξε στα δέντρα με αβεβαιότητα και αφού πήρε μερικές ανάσες λύγισε τα πόδια του και εκτοξεύτηκε μπροστά πηδώντας στο κενό.

Μεγάλο κεφάλαιο ε; Ηθελα να πω πολλα και μάλλον το επομενο ετσι θα ειναι , δειξτε κατανοηση. Παρακαλω αφηστε τα σχολια σας απο κατω και παρατηστε μου και ενα αστερακι αν σας αρεσε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top