Κεφάλαιο 11: Ανεπιθύμητες αναμνήσεις

Μια εβδομάδα έχει περάσει και όλη η κοινότητα δούλευε ασταμάτητα : οι αγγελιοφόροι είχαν σταλεί από τον Μάλεν πριν από έξι μέρες γιατί δεν είχαν καθόλου χρόνο για χάσιμο, τα μηνύματα με τις κουκουβάγιες πριν πέντε και μάλιστα η κοινότητα του Χόφεν είχε στείλει απάντηση πως κατευθύνονταν προς τα εκεί.

Οι άλλες κοινότητες δεν είχαν απαντήσει αλλά το να έχεις την κοινότητα του Χόφεν με το μέρος σου ήταν μεγάλο πλεονέκτημα. Ήταν η πιο πολεμική και ικανή κοινότητα από όλες. Οι ιστορίες των τόκου ήταν γεμάτες με τα κατορθώματα των αρχαίων πολεμιστών του χιονιού και όλοι τους θεωρούσαν τους πιο ικανούς από όλους τους τόκου .

Αναρωτιούνταν πως θα κατάφερναν να περάσουν από την περιοχή του χιονιού που είχε καταληφθεί πλήρως από τους χάντεκ μέχρι εκεί χωρίς να δώσουν μάχη αλλά ήξεραν πως δεν έπρεπε να αμφισβητούν τους πολεμιστές του χιονιού ούτε τον αρχηγό τους.

Όλοι ετοιμάζονταν για τον πόλεμο που θα ακολουθούσε έβγαζαν από τα μπαούλα τις πολεμικές φορεσιές τους (οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν ήταν πανοπλίες). Η πολεμική φορεσιά των τόκου ήταν ένα γιλέκο και ένα παντελόνι φτιαγμένα από σκληρό δέρμα σε καφέ και πράσινο χρώμα. Ήταν φτιαγμένα για να διευκολύνουν τις κινήσεις των τόκου αλλά δεν προσέφεραν και μεγάλη προστασία ενάντια σε λεπίδες . Τα παιδιά και οι γέροι της κοινότητας βοηθούσαν και αυτοί μαζεύοντας προμήθειες και προετοιμάζοντας τα πράγματα που θα έπαιρναν οι στρατιώτες μαζί τους.

Ο Φάριαν από τη μέρα του συμβουλίου είχε αφοσιωθεί στην εξάσκηση και στην εκπαίδευση. Ήθελε να καλύψει όση περισσότερη απόσταση μπορούσε στο χάσμα των δικών του ικανοτήτων και των τόκου.

Κάθε μέρα ξυπνούσε και έπιανε το τόξο ρίχνοντας εκατοντάδες βέλη και δεν το άφηνε πριν φτάσει το μεσημέρι. Αφού έκανε ένα διάλειμμα για να φάει και να ξεκουραστεί ξεκινούσε την εξάσκηση με το κοντάρι . Μέσα σε λίγες μόνο μέρες βελτίωσε τις ικανότητες στο τόξο αν και οι τόκου ακόμη του έλεγαν πως έριχνε σαν τυφλός σκίουρος.

Έμαθε μερικά μυστικά από τον δάσκαλο Παρούκ για να ρίχνει πιο μακριά και ευθύβολα όπως και για την κατασκευή τόξων. Αλλά το πιο σημαντικό είναι πως βελτιώθηκε αρκετά στη χρήση του κονταριού το οποίο δεν ήξερε να χρησιμοποιεί προηγουμένως (σε αντίθεση με το τόξο) και μαζί με το τόξο ήταν το μόνο που επιτρεπόταν να χρησιμοποιήσει για μάχη.

Ήταν η πρώτη φορά που θα έμπαινε στην μάχη χωρίς το σπαθί του , χωρίς πανοπλία , χωρίς μέταλλο και αυτό του φάνηκε εξωφρενικό στην αρχή.

«Αν θες να ζήσεις πρέπει να βελτιωθείς και μάλιστα πολύ σύντομα. Αλλιώς θα πεθάνεις και θα πεθάνεις πρώτος» του είχε πει ο Παρούκ ,ο σκληρός εκπαιδευτής του.

Του είπε πως έπρεπε να σκληραγωγήσει τα πόδια του στο τρέξιμο μέσα στο δάσος και το κακοτράχαλο έδαφος για αυτό τον άφησαν χωρίς τις δερμάτινες μπότες του και του έδωσαν μόνο τα παχιά πανιά να φορέσει γύρω από τα λαγόνια του όπως όλοι οι άλλοι. Ένοιωθε γυμνός και απροστάτευτος έτσι αλλά ταυτόχρονα απελευθερωμένος.

O Τόρλεκ πέρασε μια στιγμή διακόπτοντας την δική του προπόνηση για να μιλήσει λίγο με τον Φάριαν.

«Βλέπω πως έχεις αρχίσει να προσαρμόζεσαι» είπε κοιτώντας τα λιγοστά ρούχα που φορούσε. Ο Φάριαν απάντησε με ένα χαμόγελο και ύστερα ο Τόρλεκ γύρισε ανάποδα και ξεκίνησε να περπατάει.

«Πάμε μια βόλτα.» Το ύφος του ήταν πιο σοβαρό από ότι συνήθως και στο πρόσωπό του δεν ήταν το χαρακτηριστικό χαμόγελό του. Ο Φάριαν υπέθεσε πως τον βάραιναν οι σκοτούρες του πολέμου και η ευθύνη που είχε πέσει πάνω του και τον ακολούθησε με χαλαρό βήμα.

«Πες μου Φάριαν , ποιος ήσουν ;» Είπε απότομα κάποια στιγμή καθώς προχωρούσαν. Η ερώτηση τον ξάφνιασε περισσότερο από όσο περίμενε και αυτό φάνηκε στο πρόσωπό του. Οι αναμνήσεις του ήταν τόσο ανεπιθύμητες που φάνηκε σαν να τον χτύπησε κάποιος στο στομάχι. Ο Τόρλεκ παρότι είδε την έκφρασή του συνέχισε:

«Εκτός από κάτοικος του ΈλεναΪτ δεν μου έχεις πει τίποτα για το ποιος ήσουν. Έχω βγάλει ορισμένα συμπεράσματα μα θέλω να μου πεις εσύ για τον εαυτό σου. Πες μου γιατί εξορίστηκες , μην φοβάσαι να αποκαλύψεις το παρελθόν σου κανείς δεν θα σε κρίνει για αυτό.»

«Το παρελθόν μου...» μούγγρισε «Γιατί με ρωτάς για το παρελθόν μου τώρα ύστερα από τόσες μέρες;»

«Το συμβούλιο με έκανε να σκεφτώ την σχέση των ανθρώπων με τους τόκου. Θέλω να καταλάβω τον τρόπο που σκέφτονται οι άνθρωποι. Γιατί να διώχνουν έτσι τους δικούς τους; Το γεγονός ότι πρώτα εμφανίστηκες εσύ και μετά εκείνοι οι τρεις δεν μου φαίνεται τυχαίο. Αν δεν καταλάβω τους ανθρώπους δεν θα σταματήσει ποτέ η διαμάχη. Το μίσος είναι βαθιά ριζωμένο και η φωνή του βασιλιά δεν αρκεί για να το ξεριζώσει.»

Ο Φάριαν είχε μείνει ακίνητος και τον κοιτούσε χωρίς να λέει λέξη και λίγο πριν του απαντήσει ο Τόρλεκ είπε:

«Συγχώρησέ με , μάλλον ήμουν αδιάκριτος και παρασύρθηκα. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα αν δεν θέλεις.»

«Όχι ...δεν πειράζει» είπε λίγο αμήχανα «Οι νόμοι των ανθρώπων μου απαγορεύουν να επαναλάβω το όνομα που μου αφαίρεσαν. Αλλά, στο παρελθόν δεν έχω διστάσει να τους παραβώ και μάλλον τώρα δεν έχω τίποτα να χάσω. Το όνομά μου ήταν Ντέγκορ Λούθορ και ήμουν στρατηγός στον πρώτο τάγμα του Έλεναϊτ.»

«Αυτό είναι μεγάλο αξίωμα;»

«Ναι , ήμουν διοικητής ενός μεγάλου στρατού και ήμουν υπεύθυνος να ηγηθώ πρώτος ενάντια σε οποιονδήποτε κίνδυνο εμφανιζόταν στο βασίλειο του Έλεναϊτ. Λίγο καιρό αφού είχα πάρει αυτήν την θέση ακούστηκε από τους χωρικούς της περιοχής του φεγγαριού ότι μεγάλες ομάδες στρατιωτών είχαν επιτεθεί και είχαν σκοτώσει η διώξει όποιον έβρισκαν και απαγόρευσαν να μπουν στην περιοχή ξανά άνθρωποι.

Ο βασιλιάς δεν το ανέχτηκε φυσικά και με διέταξε να μαζέψω στρατό κι να ξανακερδίσω την περιοχή φέρνοντας μπροστά του όποιον ήταν υπεύθυνος για αυτές τις επιθέσεις. Ξεκίνησα λοιπόν μετά από λίγο καιρό και δεν πέρασε πολύ ώρα πριν βρεθούμε ενάντια στον στρατό με τις μαύρες πανοπλίες. Ήτανε νύχτα και δεν φαίνονταν πολλά πράγματα αλλά μπορούσες να δεις τον αριθμό των πυρσών και να ακούσεις τον ήχο του ανυπόμονου στρατού τους. Μια τέτοια δύναμη ...ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί χωρίς να το μάθουμε.»

«Είδες τον αφέντη τους; Ήταν εκεί;»

«Κανείς δεν τον είδε στο πεδίο αλλά είχαμε ακούσει για αυτόν. Οι φήμες είχαν εξαπλωθεί και μερικοί έλεγαν πως είχε παράξενες δυνάμεις. Πολλοί έλεγαν πως δεν είχε έρθει επειδή φοβόταν αλλά ο στρατός του έδειχνε άλλο. Η μάχη όπως ξέρεις δεν πήγαινε καθόλου καλά, είχε συγκεντρώσει πλάσματα από όλο τον κόσμο που έσπερναν τον τρόμο στους άντρες μου και είχε φτιάξει μηχανές πολέμου που δούλευαν πιο γρήγορα από καταπέλτες αλλά έφτυναν φωτιά που δεν σβήνει παρά μόνο όταν είχαν κατακάψει τον στόχο τους.

Ήταν πιο προετοιμασμένος από εμένα και έτοιμος να κατατροπώσει ένα στρατό τριπλάσιο από τον δικό μου. Οι άντρες μου δεν ήταν εκπαιδευμένοι να πολεμάνε έτσι και ο φόβος σύντομα τους κυρίεψε. Και ήμασταν λίγοι, πραγματικά πολύ λίγοι.» Το βλέμμα του Φάριαν σκοτείνιασε και το μέτωπό του αυλακώθηκε.

«Αυτά τα θηρία ούρλιαζαν μέσα στην νύχτα και πολλοί από τους στρατιώτες μου ξεκίνησαν να κλαίνε και να φεύγουν. Η ήττα ήταν αναπόφευκτη και εγώ μαζί με τους λίγους άντρες που μου είχαν απομείνει γυρίσαμε στο Έλεναϊτ νικημένοι και εξουθενωμένοι. Η υποδοχή ήταν πικρή ,πολύ πικρή.

Μου πήραν το αξίωμα και το άλογο , μου αφαιρέσαν όλο το ιστορικό μου και με υποβιβάσανε ξανά σε απλό στρατιώτη. Προσπάθησα να τους εξηγήσω την μεγάλη δύναμη που αντιμετωπίσαμε αλλά ο βασιλιάς δεν με άκουσε. Αυτός, αυτός που με έστειλε εκεί να πεθάνω. Αποφάσισαν να προετοιμαστούν για τον εχθρό ο οποίος όλοι φοβούνταν πως θα έφτανε σύντομα στις πύλες μας. Το Έλεναϊτ ήταν καλά οχυρωμένο και θα άντεχε την επίθεσή τους. Ήμασταν έτοιμοι και περιμέναμε την μάχη μα κανείς ποτέ δεν ήρθε να πολεμήσει και η μεγάλη δύναμη που μας είχε πολεμήσει δεν φάνηκε για δέκα χρόνια και δεν ακούσαμε ξανά για αυτόν τον Αφέντη μέχρι τώρα.

Πολλοί προτείνανε στον βασιλιά να επιτεθεί και να απαλλαχθεί μια και καλή από αυτήν την απειλή μα εκείνος απάντησε πως δεν ήμασταν αρκετά δυνατοί και πως το βασίλειό του δεν θα άντεχε δεύτερη ήττα. Φοβόταν ο δειλός.»

Κάθε φορά που ανέφερε τον βασιλιά θύμωνε όλο και πιο πολύ και έσφιγγε την γροθιά του. Ο Τόρλεκ ήθελε να τον διακόψει και να του κάνει μερικές ερωτήσεις μα αποφάσισε να μην τον διακόψει για να μην χάσει τον ειρμό που είχε.

«Έτσι οι άνθρωποι σταμάτησαν να ανησυχούν για τους χάντεκ για αρκετό καιρό παρόλο που κρατούσαν ακόμη την περιοχή του φεγγαριού και εγώ θα μείνω στην ιστορία ως ο Ντέγκορ ο καταραμένος στρατηγός που έχασε τα πάντα σε εκείνη τη μάχη και αργότερα ως ο εξόριστος στρατηγός.»

«Σε εξόρισαν επειδή έχασες μια μάχη ;»

«Όχι, αυτό έγινε μετά όταν η καριέρα μου είχε καταστραφεί και με είχαν απαλλάξει από όλα τα αξιώματα μου υποβιβάζοντάς με σε απλό στρατιώτη ξανά, μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας ,προσπάθειας και εκπαίδευσης. Αποφάσισα όμως να μην μείνω άπραγος έβαλα τα δυνατά μου για να ανεβώ στα μάτια των συμπολιτών μου. Εκπαιδεύτηκα ξανά και ηγήθηκα μερικών ομάδων για να αντιμετωπίσουμε προβλήματα με ληστές και ήμουν σωματοφύλακας πολλών διοικητών. Όλοι άρχιζαν πια να αναγνωρίζουν ξανά την αξία μου. Άρχισα και πάλι να αποκτώ το κύρος που είχα και να ανεβαίνω στην ιεραρχία.»

Ο Φάριαν επειδή κατάλαβε πως είχε παρασυρθεί και φλυαρούσε αποφάσισε να μπει στο θέμα πιο γρήγορα αν και ο Τόρλεκ άκουγε υπομονετικά και με προσήλωση.

«Ύστερα από μερικά χρόνια και με την βοήθεια ενός φίλου μου κατάφερα και με δέχτηκαν στον βασιλικό στρατό. Μετά από λίγο καιρό αναβαθμίστηκα σε φρουρό της βασιλικής αίθουσας αν και κανείς ποτέ δεν με συμπάθησε ανάμεσα στους φρουρούς. Από ότι φαίνεται πάντα δυσκολεύομαι λίγο να κάνω φίλους.» Την τελευταία πρόταση την ακολούθησε ένα πικρό γέλιο.

«Μια μέρα ένας αγγελιοφόρος από τη Σέριλ είχε φτάσει ζητώντας βοήθεια καθώς είχε πέσει στην πόλη ένας λοιμός. Ήθελαν τρόφιμα και γιατρούς και φάρμακα μα ο βασιλιάς αρνήθηκε να δώσει βοήθεια στην πόλη λέγοντας ψέματα πως δεν είχαν αρκετά τρόφιμα και πως το Έλεναϊτ βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Έτσι ο αγγελιοφόρος έφυγε απελπισμένος για το σπίτι του. Τότε προχώρησα μπροστά στον βασιλιά και του είπα πως έκανε ένα τρομερό λάθος και πως θα έπρεπε να βοηθάμε την αδερφική μας πόλη, την τελευταία μας σε όλη την γη. Απάντησε με ένα τόνο τόσο χλευαστικό που με έκανε να αηδιάσω.

«Δεν θα δεχτώ υποδείξεις για το πώς να διοικήσω την ίδια μου την πόλη» είπε «πόσο μάλλον από έναν ξεβρασμένο πολεμιστή και αποτυχημένο στρατηγό που τώρα σέρνεται στα σκαλιά του παλατιού για να μου φιλήσει τα παπούτσια. Πηγαίνετέ τον πίσω στα διαμερίσματά του και αύριο σε θέλω έξω από το παλάτι μου και πίσω στην επαρχία από όπου μας ήρθες.»

Ο Φάριαν γέλασε πικρά «Χωρίς υπερβολές αυτά ήταν τα λόγια του τα θυμάμαι κατά λέξη και θα τα θυμάμαι για πάντα. Καθόλου βασιλικά έτσι; Τότε κατάλαβα πως τα είχα χάσει όλα, είχα μιλήσει πάρα πολύ χωρίς να σκεφτώ τις επιπτώσεις και θα το πλήρωνα. Επίσης κατάλαβα ότι ο βασιλιάς είχε χάσει τα λογικά του και ήταν κίνδυνος για την ανθρωπότητα, δεν μπορούσε πια να μας διοικεί.» Ο Φάριαν έκανε μια παύση.

«Έτσι αποφάσισα να τον σκοτώσω.»

Κοίταξε τον Τόρλεκ για να δει πως αντέδρασε σε αυτό που του είχε πει αλλά ο Τόρλεκ τον κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να έχει εκπλαγεί κι περίμενε για την συνέχεια. Έσκυψε το κεφάλι στο έδαφος και συνέχισε την ιστορία.

«Το ήξερα πως δεν έπρεπε να το κάνω αλλά το μυαλό μου είχε θολώσει και σκεφτόμουν πια μόνο τα καλά που θα αποκόμιζα αν τον σκότωνα. Οι άνθρωποι του Έλεναϊτ θα είχαν ένα πιο δίκαιο ηγέτη και θα βοηθούσαμε και την Σέριλ. Εκείνη τη νύχτα μελέτησα τις εισόδους του παλατιού και τις βάρδιες των φρουρών ώστε να είμαι σίγουρος πως το σχέδιό μου θα πετύχει. Μπήκα κρυφά στην κάμαρα του βασιλιά· δεν κοιμόταν εκείνο το βράδυ όπως και πολλά άλλα.

Προσπάθησα να του επιτεθώ για να τον σκοτώσω γρήγορα μα οι φρουροί με κατάλαβαν και με έπιασαν πριν προλάβω να κάνω βήμα. Πάνω στην πάλη μου για να τους ξεφύγω και να σκοτώσω τον βασιλιά έβγαλα το στιλέτο μου και κάρφωσα τον ένα στην κοιλιά. Στο τέλος είχα χάσει και ο μόνος που κατάφερα να σκοτώσω ήταν αυτός ο άμοιρος φρουρός.

Είμαι στρατιώτης και έχω σκοτώσει ξανά μα κανένα θάνατο δεν θα μετανιώσω όσο αυτόν εδώ. Με έκαψαν έξω από το παλάτι βάζοντάς μου το σημάδι του εξόριστου και με έσυραν μέσα από την πόλη του Μπάρκ όλοι οι γνωστοί μου και οι φίλοι μαζεύτηκαν μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο και παρακολουθούσε καθώς ο βασιλιάς μου αφαιρούσε το όνομα και απαγόρευε σε οποιονδήποτε να μου προσφέρει βοήθεια

«Αυτός ο προδότης τώρα θα ξεχαστεί από τις μνήμες όλων σας και θα σταλεί μακριά. Εγώ τον εξορίζω και τον καταδικάζω να πεθάνει μόνος.» Τα μάτια του συγκρατούσαν με δυσκολία τα δάκρυα.

«Τους είδα όλους να με μισούν και να με διώχνουν για δεύτερη φορά και δεν το άντεξα. Περπάτησα και περπάτησα με το κεφάλι χαμηλά μέχρι που δεν μπορούσα άλλο και το μόνο που ένιωθα ήταν ο αφόρητος πόνος στο μέτωπό μου. Πονούσε για μέρες χωρίς σταματημό»

Ο Φάριαν κοιτούσε το έδαφος με στεναχώρια αλλά και ανακούφιση που μπόρεσε επιτέλους να μιλήσει και να ξεσπάσει. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του και έτριψε ασυναίσθητα την πληγή στο μέτωπό του . Μπορούσε πια να χαρεί για την νέα ζωή που του προσφέρθηκε εδώ. Έπρεπε να είναι ευγνώμων που του δόθηκε ακόμη μία ευκαιρία.

Το χαμόγελο του Τόρλεκ επέστρεψε και έσφιξε τον Φάριαν από τους ώμους σηκώνοντάς τον μετά έκανε ένα βήμα πίσω και έβγαλε από την πλάτη που είχε δεμένο ένα κοντάρι κατάμαυρο σαν το φάουρους που είχε τότε συναντήσει στο ξέφωτο . Πάνω του ήταν σκαλισμένα σύμβολα κατά μήκος ολόκληρου του ξύλου. Αν και είχε μάθει να μιλάει λίγο την γλώσσα τους δεν μπορούσε ακόμη να διαβάσει ή να γράψει. Τον κοίταξε με απορία σαν να ζητούσε να μάθει τι ήταν αυτό.

«Δώρο του βασιλιά για το καλωσόρισμα. Στην αρχή γράφει : Ο ελαφοσφαγεας (Φάριαν) και ειρηνοποιός ενώ από κάτω γράφει : Μέσα από τα βάσανα φτάνουμε στη σοφία. Μάλλον επέλεξα τα σωστά λόγια.

Ο Τόρλεκ έδωσε το κοντάρι στον Φάριαν και μετά είπε:

Το παρελθόν σου δεν έχει σημασία πλέον. Έχεις πληρώσει ακριβά για τα λάθη σου και είναι καιρό να προχωρήσεις. Αυτός ο πόλεμος θα αλλάξει όλα όσα ξέραμε και είναι καιρός πολλοί από εμάς να εξιλεωθούμε.

Ο Τόρλεκ σηκώθηκε και προχώρησε αργά πίσω προς την κοινότητα και είπε στον Φάριαν με ένα χαμόγελο :

«Πάμε τώρα Φάριαν, είναι η ώρα του μεσημεριανού»

Πάει κι αυτο το κεφάλαιο ,για μενα ηταν διασκεδαστικο δεν ξερω για εσας. Νομιζω ξερετε τι πρεπει να κανετε...................................................................................................................................................................................................αλλα θα σας πω οπως και να εχει. Αφηστε σχολιο αν εχετε και αστερι αν σας αρεσε. ΚΑΙ ΠΑΡΤΕ ΜΠΙΣΚΟΤΑ ΟΛΟΙ. (δεν ειναι αληθινα)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top