Κεφάλαιο 10: Ώρα για αποφάσεις
Αυτό ήταν . Όπως το είχε φανταστεί, ένας διαφορετικός τόκου, ένας τόκου λιοντάρι. Οι άνθρωποι τα κυνηγούσαν και τα φυλάκιζαν αλλά ποιος ξέρει τι θα έκαναν σε κάποιο που ήταν και μισός άνθρωπος.
Στάθηκε να τον κοιτάει αχόρταγα παρατηρώντας επίμονα τα χαρακτηριστικά του μη μπορώντας να πιστέψει τι έβλεπε. Τόκου και τόκου χωρίς τρίχωμα και ελάφια που μιλούσαν μα αυτό ξεπερνούσε κάθε φαντασία του.
Τρομερός· Αυτή ήταν η λέξη που του ερχόταν στο μυαλό όταν τον έβλεπε. Δεν θα ήθελε να βρεθεί σε μια μάχη μαζί του, αυτό ήταν σίγουρο. Αν πίστευε πως οι τόκου είχαν επιπλέον ικανότητες σε σχέση με τους ανθρώπους στη μάχη, οι άνθρωποι θα έπεφταν από γκρεμούς για να γλυτώσουν να πολεμήσουν αυτόν τον τόκου.
Τους προσπέρασε όλους και κάθισε στην ιδιαίτερη καρέκλα του, η οποία άδεια φαινόταν υπερβολικά μεγάλη μα τώρα νόμιζες πως είναι μια φυσιολογική καρέκλα που χωρούσε μετά βίας την μεγάλη πλάτη του βασιλιά.
Κάθισε ,λοιπόν, και οι τέσσερις φρουροί του ήρθαν για να προστεθούν σε εκείνους που ήδη ήταν στην αίθουσα .Φαινόταν μεγαλοπρεπής και ισχυρός και δεν χρειαζόταν στέμμα για να καταλάβεις ποιος ήταν. Ο βασιλιάς πρέπει να λατρεύεται σαν θεός.
Ένα γρύλισμα που έμοιαζε με απόηχο που ερχόταν βαθιά μέσα από το στόμα του ακούστηκε και ύστερα μίλησε:
«Καλησπέρα σε όλους σας». Είχε βαθιά αλλά παραδόξως ευγενική φωνή. Ένας νεαρός τόκου έσκυβε στο αυτί του Φάριαν και μετέφραζε σιγανά τα όσα έλεγαν. Ήταν ο ίδιος από την δίκη του.
«Χαίρομαι που γύρισα κι από αυτό το ταξίδι μου για να δω πως όλοι είσαστε ακόμη ζωντανοί παρότι η ηλικία σας δεν το επιτρέπει»
Σε αυτό το σημείο ο βασιλιάς γύρισε λοξά και κοίταξε έναν από τους τόκου που πράγματι φαινόταν πολύ μεγάλος, και όλοι γέλασαν σιγανά.
«Αλλά βλέπω και μερικά καινούρια πρόσωπα σε αυτό το τραπέζι» ,είπε κοιτάζοντας τον Φάριαν και εκείνος ενώ στάθηκε για λίγο σκεπτόμενος την επόμενη κίνησή του, σηκώθηκε από το τραπέζι και υποκλίθηκε ελαφρά λέγοντας :
«Βασιλιά μου»
Πέρασε μια μικρή στιγμή σιωπής και συνειδητοποίησε πως αυτό δεν ήταν απαραίτητο τώρα, αφού έχει καθίσει ο βασιλιάς και κάθισε κάτω αμήχανα.
«Ένα σημαντικό ζήτημα εμφανίστηκε και πρέπει να λυθεί και αυτό είναι η εμφάνιση τριών ανθρώπων στο δάσος μας. Από ότι φαίνεται ο Φάριαν -το νέο μέλος της φυλής μας- τους γνωρίζει μα δεν ξέρει γιατί εμφανίστηκαν έτσι ξαφνικά στο δάσος μας αφού έχει να τους μιλήσει από τότε που εξορίστηκε από το Έλεναϊτ.» Κάποιες φωνές δυσπιστίας ακούστηκαν και μερικοί γέλασαν ειρωνικά αλλά ο βασιλιάς συνέχισε.
«Ας αποφασίσουμε εδώ και τώρα για την κατάληξή τους.»
Ο Φάριαν σηκώθηκε και μίλησε βιαστικά :
«Νόμιζα πως θα ακούγαμε πρώτα την δική τους πλευρά ;»
Ένας γέρος τόκου με ένα περίτεχνο μανδύα που ήταν στολισμένος με όμορφα πετράδια και σχέδια σηκώθηκε όρθιος και απάντησε απότομα στον Φάριαν δείχνοντας φανερά την δυσαρέσκεια του για εκείνον.
«Ο βασιλιάς ασχολήθηκε με ανθρώπινα ζητήματα περισσότερο μέσα σε ένα μήνα από ότι μέσα σε 10 χρόνια. Πιο σημαντικά θέματα επείγουν και ο πόλεμος βρίσκεται στο κατώφλι μας. Τώρα είναι η ώρα για αποφάσεις. Τώρα είναι η ώρα να αποφασίσουμε αν θα πολεμήσουμε ή θα παραμείνουμε κρυμμένοι για άλλα εκτατών πενήντα χρόνια.»
Η αξιοπρέπεια του γέρου προφανώς πληγωνόταν κάθε λεπτό που παρέμενε μακριά από τον εχθρό κρυμμένος. Ο Φάριαν τον περιεργάστηκε για λίγο σκεπτόμενος πως αυτός ο γέρος όσο κι αν επιθυμούσε τον πόλεμο δεν θα έπαιρνε ποτέ μέρος σε αυτόν, η ηλικία του δεν θα του το επέτρεπε.
«Καταλαβαίνω τη σημασία ενός πολέμου μα δεν θα προσπεράσω έτσι τις ζωές των παλιών μου φίλων. Εγώ καλύτερα από όλους ξέρω πως πρέπει να προσφέρουμε βοήθεια στους αβοήθητους και μόνους ανεξάρτητα από την φυλή που ανήκουν.»
Έπρεπε να μαζέψει όλο του το θάρρος για να μιλήσει έτσι ανοιχτά σε όλους αυτούς τους τόκου και στον επιβλητικό βασιλιά. Υπήρχε ο κίνδυνος να τους κάνει όλους να τον μισήσουν περισσότερο ή και να τον διώξουν.
«Αυτή η αιώνια διαμάχη και το μίσος ανάμεσα στις φυλές μας δεν μπορεί να σταματήσει με περισσότερο μίσος.»
Ο βασιλιάς τότε χαμογέλασε και σηκώθηκε όρθιος για να τραβήξει την προσοχή τους. Όλοι φανερά είχαν ξαφνιαστεί από τον λόγο του Φάριαν ενώ ο στολισμένος γέροντας κάθισε κάτω μη έχοντας κάτι να προσθέσει (τουλάχιστον φωναχτά). Ο βασιλιάς κοίταξε με μια γρήγορη ματιά όσους κάθονταν γύρω του και είπε με ένα χαμόγελο:
«Πολύ καλά, αποφάσισα να φερθώ με επιείκεια όπως με συμβουλεύει ο αδερφός μας Φάριαν που μίλησε με τόση σοφία μα είναι μια απόφαση που θα πρέπει να πάρω αργότερα. Τώρα θα ήταν καλό να μιλήσουμε για τον πόλεμο ο οποίος μας έχει πλήξει περισσότερο από όσο νομίζετε.»
Ο Φάριαν χάρηκε που κατάφερε τουλάχιστον να κερδίσει χρόνο και ίσως την συμπάθεια του βασιλιά. Ήταν πιο ευγενικός από ότι έδειχνε και να κερδίσει την εύνοιά του θα ήταν πολύ σημαντικό καθώς φαινόταν πως όλοι τον σέβονταν και τον άκουγαν.
Αφού πέρασαν μερικά λεπτά ένας νεαρός τόκου που κρατούσε περγαμηνές που είχαν ανοιχτεί και διαβαστεί τις άφησε στο τραπέζι και μετά έφυγε. Ξεκίνησε να μιλάει ένας τόκου με σκούρο καφέ τρίχωμα και πρόσωπο που φαινόταν έμπειρο και σίγουρο, με μία φορεσιά από σκούρο καφέ δέρμα η οποία από ότι φαινόταν αν και ελαφριά ενδυμασία ήταν προορισμένη για μάχη.
«Ο πόλεμος κυνηγάει τους ανθρώπους και εξαπλώνεται στα δάση μας σαν την φωτιά. Οι Χάντεκ πέρασαν με τα μαύρα καράβια τους στην περιοχή του χιονιού πριν από εφτά μέρες και επιτέθηκαν στις επαρχίες της Σέριλ. Τώρα μετά από ελάχιστη αντίσταση, όλοι οι άνθρωποι έχουν υποχωρήσει πίσω από τα τείχη της πόλης και ο στρατός των χάντεκ στέκεται από έξω και περιμένει.
Λεηλάτησαν και έκαψαν τα σπίτια των ανθρώπων κι ύστερα τους κυνήγησαν όλο και πιο ανατολικά σφίγγοντας τον κλοιό γύρω από την πόλη Για κάμποσες μέρες σκότωναν και κυνηγούσαν όποιον άνθρωπο έβρισκαν. Μερικοί κρύφτηκαν στο δάσος Χόφεν το οποίο είναι ακόμη στην κατοχή μας (σε αυτό το σημείο στραβοκοίταξε τον Φάριαν) .Τα αδέρφια μας τους απώθησαν και σκότωσαν όποιον πάτησε το πόδι του στο δάσος. Οι απώλειες ήταν μηδαμινές μα τώρα υπάρχει ο φόβος μήπως προσελκύσαμε το ενδιαφέρον του άρχοντα των χάντεκ και γυρέψει εκδίκηση.»
Ο Φάριαν κατάλαβε από όσα είχε πει αυτός ο τόκου πως στο δάσος Χόφεν υπήρχε άλλη μια κοινότητα σαν κι αυτή. Αυτό σήμαινε πως υπήρχαν επίσης και σε άλλα δάση; Πόσες κοινότητες μπορεί να υπήρχαν , πόσοι τόκου; Ο Φάριαν διέκοψε αυτές τις σκέψεις όταν είδε πως είχε πάρει τον λόγο ο Τόρλεκ.
«Οι φιλοδοξίες του Αφέντη των εχθρών μας δεν είναι λογικές ,ούτε ταπεινές ,ούτε ευγενικές. Ο θυμός του είναι κάτι που θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον για αυτό να είστε σίγουροι. Αναρωτηθείτε όμως, όταν θα τον αντιμετωπίσετε στη μάχη θέλετε να είστε μόνοι σας με συντροφιά τα κουφάρια των ανθρώπων να φυλάνε τα νώτα σας ή είστε διατεθειμένοι να καταπιείτε τον εγωισμό σας αν είναι να νικήσετε;»
Ένας γέρος που φορούσε όπως κι ο προηγούμενος στολισμένο χιτώνα πετάχτηκε απότομα όρθιος γαυγίζοντας τις λέξεις «Τολμάς να μας προτείνεις συμμαχία με τους ανθρώπους;»
«Ας μείνουμε εδώ κι ας αφήσουμε τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους. Να γευτούν κι αυτοί λίγο από το δηλητήριο τους.» απάντησε ένας
Η υπομονή του βασιλιά όμως είχε τελειώσει και σηκώθηκε βρυχώμενος ανοίγοντας το στόμα του διάπλατα αποκαλύπτοντας τα μεγάλα δόντια του και ύστερα απόλυτη σιωπή.
«Αρκετά άκουσα για διαμάχες σκοτωμούς και μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους και τόκου. Δεν πρόκειται να συνεχίσουμε μέσα σε αυτήν την αίθουσα μία έχθρα τόσων χρόνων. Αν θέλετε να φέρεστε όλη σας την ζωή σαν φοβισμένα και πικραμένα θύματα» είπε απευθυνόμενος προς τους τόκου της αίθουσας «τότε τρέξτε μακριά από αυτόν τον άνθρωπο και μην υψώνεται το ανάστημα σας απέναντί του.»
Η φωνή του μαλάκωσε απότομα γεμίζοντας με στοργή σαν να μιλούσε κάποιος άλλος «μην αφήνεται τα συναισθήματά σας να σας τυφλώσουν»
Τα λόγια αυτά ήταν αρκετά για να σταματήσει κάθε κουβέντα αντιπαλότητας στο τραπέζι. Όλοι κάθισαν και δεν υπήρξαν άλλες επιθέσεις προς τον Φάριαν εκείνη την ημέρα.
Ο γέρος απολογήθηκε για το ξέσπασμά του και ζήτησε από τον Τόρλεκ να ολοκληρώσει. Ο Τόρλεκ όπως πάντα ήξερε να συγκρατεί τα συναισθήματα του έτσι το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάσει ευγενικά μετά συνέχισε να μιλά.
«Ας συγκεντρώσουμε όλους τους αδερφούς μας από την περιοχή του χιονιού μέχρι την ανατολή στο Μπέρεμαρ και τα ξεχασμένα αδέρφια μας στη δύση...»
Όπως το είχε φανταστεί υπήρχαν κι άλλες κοινότητες. Και αν υπέθετε σωστά θα υπήρχαν τέσσερις κοινότητες· μία για κάθε μεγάλο δάσος της Χερσονήσου: Κέρεσουκ ,Χόφεν ,Μπέρεμαρ και αν και δεν το είπε ο Τόρλεκ δεν μπορεί παρά να εννοούσε το Ζάφερ. Αυτή η μικρή σκέψη τρύπωσε στο μυαλό του καθώς άκουγε με προσοχή τον Τόρλεκ.
«Αρχικά θα πρέπει να διώξουμε όλους τους Χάντεκ που έχουν εισβάλει στην περιοχή του χιονιού και να τους στείλουμε πίσω στην περιοχή του φεγγαριού. Αργότερα μόλις έχουμε κερδίσει έδαφος και λίγο χρόνο θα επιτεθούμε κατευθείαν στο ΒέρεμαΪντ. Οι δυνάμεις μας είναι αρκετές αλλά φοβάμαι πως μόνοι μας δεν θα μπορέσουμε να νικήσουμε. Χρειαζόμαστε συμμάχους και οι μόνοι που μπορούν να διαθέσουν αρκετούς άντρες είναι οι άνθρωποι. Είναι η ευκαιρία για να κάνουμε ειρήνη και να συνεργαστούμε μετά από τόσα χρόνια.»
Όλοι στην αίθουσα έμειναν αμίλητοι και μία παρατεταμένη σιωπή γεμάτη δυσπιστία σκέπασε τον αέρα. Ένα χαχάνισμα ακούστηκε από την άκρη της αίθουσας κι ύστερα μια γνώριμη φωνή ακούστηκε να λέει :
«Εύκολο στα λόγια δύσκολο στην πράξη ,Τόρλεκ ,το γενναίο σχέδιό σου.» Ένα κιτρινισμένο και στραβό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Μάλεν. Πλησίασε από την άκρη της αίθουσας φορώντας τα ίδια κουρελιασμένα ρούχα που φορούσε όταν τον είχε συναντήσει πρώτη φορά ο Φάριαν.
Βρισκόταν εκεί μα ο Φάριαν δεν ήξερε αν ήταν από την αρχή ή είχε μπει μέσα κατά τη διάρκεια με ελαφριές πατημασιές. «Παρά τις ικανότητές μου στην ανταλλαγή μηνυμάτων και στον έλεγχο των πουλιών ,δεν είμαι και πολύ σίγουρος πως θα καταφέρουν οι κουκουβάγιες μου να περάσουν απαρατήρητες από την περιοχή του φεγγαριού για να φτάσουν στο Ζάφερ. Το πιο πιθανό είναι κάποιο μαύρο βέλος να καρφωθεί στην κοιλιά τους πριν ακόμη πλησιάσουν τα γκρίζα δέντρα του δάσους. Ακόμη όμως και να πάρουν το μήνυμα οι αδερφοί μας στο Ζάφερ πώς θα καταφέρει ολόκληρος ο στρατός τους να διανύσει όλη αυτή την απόσταση μέσα σε εχθρικό έδαφος χωρίς να γίνει αντιληπτός; Αν είναι ακόμη ζωντανά τα αδέρφια μας στο Ζάφερ.» Πριν προλάβει κάποιος να απαντήσει στην ερώτησή του ο Μάλεν συνέχισε :
«Πιο σημαντική όμως ερώτηση θα ήταν πώς θα μπορέσουμε να αποκτήσουμε οποιαδήποτε συμμαχία με τους ανθρώπους; Ξέρεις κάποιον άλλο άνθρωπο εκτός από το νέο μας μέλος. Κάποιον που να μην έχει κάποιο άσχημο σημάδι στο πρόσωπό του;»
Ο Τόρλεκ δεν έδειξε να σαστίζει ούτε στιγμή με την ξαφνική εμφάνιση του Μάλεν ούτε με τις υποδείξεις που έκανε για το σχέδιό του.
«Τι σου λένε Μάλεν οι πληροφορίες σου; Που βρίσκεται τώρα ο εχθρός μας ;»
«Ο στρατός πλησιάζει, ένα μεγάλο μέρος του κατευθύνεται τώρα προς την οροσειρά Μπόιρ. Δεν μπορούμε φυσικά να ξέρουμε προς τα πού θα κατευθυνθούν αφού τελικά την διασχίσουν. Οι καλύτεροι αγγελιοφόροι μου τους ακολουθούν μέρα και νύχτα και μου φέρνουν πληροφορίες για την κάθε τους κίνηση. Ίσως κι εμείς να διατρέχουμε κίνδυνο αν περάσουν μέσα από το δάσος ίσως βέβαια να το παρακάμψει για να πάει στο Έλεναϊτ ή ίσως πάλι να το παρακάμψει για να πάει στη Σέριλ. Όταν το μάθουμε φοβάμαι πως ίσως βρισκόμαστε σε κίνδυνο. Αυτό που ξέρω είναι πως μέχρι χτες το βράδυ βρίσκονταν ακόμη στην οροσειρά. Αλλά, πολλοί χάντεκ έχοντας είδη κατακτήσει την περιοχή του χιονιού με εξαίρεση το δάσος Χόφεν το οποίο παράκαμψαν ,για την ώρα (είπε κοιτώντας τον Τόρλεκ), βρίσκεται τώρα στα ερείπια των αρχαίων ναών και προετοιμάζονται να πολιορκήσουν τα γκρίζα τείχη της Σέριλ. Όπως είπα προηγουμένως δεν έχω μάτια μέσα στην περιοχή του φεγγαριού κι έτσι δεν ξέρω πόσοι έμειναν πίσω για να φρουρούν το ΒέρεμαΪντ. Επομένως ίσως αποδειχθεί υπερβολικά αισιόδοξο το σχέδιο να επιτεθούμε εκεί»
Ο Τόρλεκ άκουσε με υπομονή όλα όσα είπε ο Μάλεν ο δάσκαλός του κι ύστερα είπε:
« Αν στείλεις κουκουβάγιες στην περιοχή του φεγγαριού οι τοξότες και τα γεράκια των Χάντεκ θα τις κατεβάσουν, ας στείλουμε λοιπόν τόκου, αγγελιοφόρους έμπιστους γρήγορους και αθόρυβους οι οποίοι θα ξέρουν να μην γίνονται αντιληπτοί και κρυφά περάσματα»
Ο Μάλεν χαχάνισε ξανά σχεδόν χωρίς να το καταλάβει αλλά περισσότερο έκπληξη έκρυβε το γέλιο του.
«Ωραία ίσως κάποια γατήσια πόδια αντί για φτερά να καταφέρουν να παραδώσουν το μήνυμα στο Ζάφερ πως όμως θα φτάσει ο στρατός;»
«Είπες ότι δύο μεγάλα μέρη του στρατού έχουν φύγει από την περιοχή του φεγγαριού και το ένα μέρος του στρατού των Χάντεκ που έμειναν πίσω θα φρουρούν το ΒέρεμαΪντ. Αν οι τόκου στο Ζάφερ με τη βοήθεια των αγγελιοφόρων που θα στείλουμε ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο με τους Χάντεκ προς την οροσειρά Μπόιρ δεν θα προλάβουν να τους εντοπίσουν όσοι φρουρούν την περιοχή. Τα ίχνη του στρατού των Χάντεκ θα κρύβει τα δικά τους και η οροσειρά δεν απέχει πολύ από το δάσος. Αν βιαστούν και τρέξουν χωρίς σταματημό μπορούν να τα καταφέρουν. Οι χάντεκ δεν συγκρίνονται με τους τόκου στην ταχύτητα θα έχουν γίνει καπνός πριν τους καταλάβουν.»
Ο Μάλεν τον κοίταξε με σοβαρό ύφος για λίγη ώρα και μετά είπε χαμογελώντας :
«Φαίνεται να το έχεις σκεφτεί καλά το σχέδιο. Ξέρεις όμως ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αν πάει κάτι στραβά; Ξέρεις τι θα πάθουν τα αδέρφια μας;»
«Μπορεί να είναι ριψοκίνδυνο μα αξίζει να προσπαθήσουμε. Δεν έχουμε και πολλές επιλογές. Αρκετά αφήσαμε τα αδέρφια μας στη σκιά.»
Ο Μάλεν όμως προβληματιζόταν ακόμη με το ζήτημα των ανθρώπων και το πόσο δύσκολο θα ήταν να υπάρξει ειρήνη μεταξύ τους πόσο μάλλον να πολεμήσουν πλάι-πλάι. Δεν το θύμισε στον Τόρλεκ όμως μιας και ήξερε πως δεν θα έπαιρνε αξιόπιστη απάντηση. Αργά η γρήγορα οι άνθρωποι θα χρειάζονταν την βοήθειά τους μα ήλπιζε να μην ήταν πολύ αργά όταν θα το καταλάβαιναν. Για την ώρα θα έπρεπε να βασιστούνε στο σχέδιο ενός αισιόδοξου ανόητου νέου.
Ο βασιλιάς γέλασε σιγανά ευχαριστημένος και είπε στον Τόρλεκ : «Για άλλη μια φορά απέδειξες πως αξίζεις την θέση που σου προσφέρθηκε Τόρλεκ γιε της Ταρίν» μετά απευθύνθηκε προς όλους «Ας βιαστούμε τώρα όμως γιατί δεν μας μένει ούτε στιγμή.»
Το συμβούλιο διήρκησε μέχρι το βράδυ μέχρι να κανονιστεί και η παραμικρή λεπτομέρεια. Ο Μάλεν έστειλε τρείς κουκουβάγιες στο Μπέρεμαρ και τρείς στο Χόφεν για να παραδώσουν το μήνυμα της συνάντησης του πολέμου και της συμμαχίας με τους ανθρώπους. Όλες οι κοινότητες έπρεπε να μάθουν για την αρχή του πολέμου και πως ήταν πια καιρός για να συμμαχήσουν με τους ανθρώπους.
Ο Μάλεν έστειλε τους φτερωτούς αγγελιοφόρους του στον βορά και την ανατολή μα έστειλε τους τόκου να παραδώσουν το μήνυμα στην σκοτεινή δύση. Επέλεξαν οχτώ από τους καλύτερους αγγελιοφόρους για να εισχωρήσουν μέσα στην περιοχή του φεγγαριού απαρατήρητοι και να παραδώσουν το μήνυμα στο Ζάφερ. Ο ίδιος ο Μάλεν εξέτασε προσεκτικά τους αγγελιοφόρους ώστε να κάνει την πιο σωστή επιλογή για αυτήν την κρίσιμη αποστολή.
Στο μεταξύ όλοι έπρεπε να ετοιμαστούν για πόλεμο. Οι τόκου ξεχύθηκαν στα πεδία της εξάσκησης και προπονήθηκαν σκληρά, τρόφιμα ξεκίνησαν να μαζεύονται και ο βασιλιάς συγκαλούσε συνεχώς συμβούλια για να συζητήσουν για τον δρόμο που θα ακολουθούσε ο στρατός.
Αποφάσισαν όλοι πως η συνάντηση των τεσσάρων κοινοτήτων τόκου έπρεπε να γίνει μέσα σε ένα μήνα γιατί ο στρατός των χάντεκ προχωρούσε με γρήγορο βήμα και οι άνθρωποι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Και οι ίδιοι όμως ίσως βρίσκονταν μπροστά από μία μεγάλη απειλή.
Ο στρατός Χάντεκ που περνούσε την οροσειρά ίσως να περνούσε μέσα από το Κέρεσουκ και τότε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους χάντεκ μόνοι τους χωρίς συμμάχους τους ανθρώπους ή τους αδερφούς τους από τις άλλες κοινότητες εκτός κι αν κάποιος από αυτούς έφτανε πρώτος από τους χάντεκ, γεγονός πολύ δύσκολο.
Τελειωσε το κεφαλαιο και αργησα να το ανεβασω για λογους που δεν θα αποκαλυψω επειδη ειμαι πολυ μυστηριωδης. Αφηστε εκει απο κατω ενα σχολιο αν εχετε και ενα αστερι αν σας αρεσε και τα λεμε στο επομενο που δεν θα αργησει τοσο. Μπαι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top