Κεφάλαιο 1: ο άντρας δίχως όνομα
Ο άντρας περπατούσε για μέρες κάτω από τον καυτό ήλιο .Δεν είχε ούτε χρήματα ,ούτε φαγητό ,ούτε υπάρχοντα ,ούτε όνομα. Είχε σταματήσει να μετράει τα βήματά του πριν μέρες και δεν ένιωθε την κούραση στα πόδια του .Είχε μείνει μόνος , όλοι οι φίλοι του τον είχαν εγκαταλείψει και το μόνο που είχε να κάνει είναι να περπατήσει .Πριν από μερικές μέρες είχε ξεκινήσει από το σπίτι του μα τώρα η ζωή εκείνη φάνταζε πολύ παλιά , μια ζωή που δεν επρόκειτο να επιστρέψει ποτέ ξανά .
Περπατούσε στις αχανείς πεδιάδες του Φάρφαρελ στην περιοχή του ήλιου . Τα ονόματα των περιοχών ήταν περισσότερο συμβολικά αλλά η ζέστη που ένιωθε έκανε την περιοχή του ήλιου επάξια του ονόματος της . Η αφόρητη αυτή ζέστη έκανε το βήμα του αργό και δύσκολο και οι δυνάμεις του είχαν αρχίσει να τον εγκαταλείπουν καθώς είχαν περάσει μέρες από τότε που είχε φάει κανονικό γεύμα .
Στο δρόμο συνάντησε πολλά ζώα που σε άλλες περιπτώσεις θα τα κυνηγούσε για να φάει(αν και δεν ήταν ποτέ δεινός κυνηγός) και να φτιάξει ρούχα μα όχι τώρα .Δεν τον ένοιαζε να επιβιώσει ήθελε μόνο να περπατήσει μέχρι να πεθάνει .
Ήταν ένας εξόριστος, δεν θα τον δέχονταν πουθενά ,δεν είχε όνομα. Στην αρχή της περιπλάνησής του πέρασε από μερικά χωριά της επαρχίας και συνάντησε ξανά ανθρώπους μα μόλις είδαν το σημάδι του εξόριστου τον αγνόησαν ενώ άλλοι του φώναξαν να φύγει.
Τις πρώτες μέρες ήταν στεναχωρημένος ,σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί και έκλεγε ,μα τώρα τα δάκρυά του είχαν στερέψει ,το μυαλό του είχε ξεχαστεί και σκεφτόταν άλλα πράγματα όπως το πόση ζέστη έκανε εκείνη την ημέρα και πόσο ήθελε να πιεί λίγο κρασί για να δροσιστεί. Αναρωτιόταν αν θα έπινε ποτέ ξανά κρασί στη ζωή του .Πολλές τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του αλλά όλες τους έφευγαν γρήγορα γιατί δεν είχαν σημασία πια.
Το Φάρφαρελ ήταν αρκετά μεγάλο και να περιπλανηθείς σε αυτό ήταν δύσκολο και κουραστικό .Υπήρχαν ψηλά χόρτα παντού που δυσκόλευαν στο περπάτημα και περιόριζαν την όραση του .Το να παλεύεις να ελευθερωθείς από τόσο πυκνή βλάστηση κάτω από τον κόκκινο ήλιο ήταν κάτι πολύ κουραστικό για κάποιον που ήταν μέρες νηστικός .
Κάποια στιγμή βρέθηκε σε ένα σημείο του Μεγάλου ποταμού που περνούσε μέσα από το Φάρφαρελ και απελευθερώθηκε από τα αναθεματισμένα χόρτα. Τότε μόνο κατάλαβε πόσο κουρασμένος ,διψασμένος και πεινασμένος ήταν. Πλησίασε το ποτάμι γονάτισε ,ακούμπησε το δροσερό νερό του ποταμού και ύστερα λιποθύμησε.
Έμεινε εκεί μόνος του για ώρες αλλά σύντομα έγινε αντιληπτός από αυτούς που κατοικούσαν στο δάσος Κέρεσουκ .Η φυλή που ονομαζόταν Τόκου, μια φυλή από πλάσματα που ήταν μισοί γάτες και μισοί άνθρωποι, ζούσαν στα δάση εκεί που δεν τους έβλεπε κανείς άνθρωπος γιατί τους φοβούνται και δεν τους θέλουν κοντά τους .Κάποιοι λένε πώς έγινε μια μεγάλη μάχη ανάμεσά τους πριν πολλά χρόνια μα οι περισσότεροι την έχουν ξεχάσει και κανείς δεν μιλάει για αυτήν Η ιστορία μεταξύ τους έχει χαθεί στο μεγαλύτερο μέρος της (τουλάχιστον από την μεριά των ανθρώπων) .
Στην πραγματικότητα είχε χρόνια να μιλήσει ή να δει κάποιος άνθρωπος έναν τόκου και οι περισσότεροι νόμιζαν πως είχαν εξαφανιστεί .Μερικές φορές κάποιοι άνθρωποι που περιπλανιούνταν ή εκείνοι που ζούσαν στην επαρχία ίσως να είχαν κάποια ατυχή συνάντηση με κάποιον τόκου αλλά οι άνθρωποι που ζούσαν στις πόλεις των δύο βασιλείων είχαν μόνο ακουστά για τους γατανθρώπους .Τους ήξεραν μόνο από τις ιστορίες, έλεγαν πως ήταν τόσο αποκρουστικοί που ούτε οι ίδιες οι γυναίκες τους δεν τους ήθελαν (όποτε τουλάχιστον τους έπιαναν στο στόμα τους) .
Οι τόκου όμως υπήρχαν ακόμη και ζούσαν βαθιά μέσα στο δάσος για εκατοντάδες χρόνια . Όσο περνούσε ο καιρός οι τόκου έβγαιναν όλο και λιγότερο από το δάσος κι έτσι οι άνθρωποι έπαψαν να ανησυχούν και πολύ για αυτούς .
Συχνά όμως τριγύριζαν στο Φάρφαρελ (ένα μέρος που οι άνθρωποι συνήθως απέφευγαν να πηγαίνουν) ,για να μαζέψουν ρίζες και να ψαρέψουν ψάρια από τον Μεγάλο ποταμό. Οι τόκου παρά την έχθρα τους με τους ανθρώπους αποφάσισαν να τον βοηθήσουν , πήγαν στο σημείο που είχε λιποθυμήσει και κατάλαβαν πως αν τον άφηναν μόνο του εκεί θα πέθαινε έτσι αδύναμος που ήταν .Τον μετέφεραν από το Φάρφαρελ στο δάσος Κέρεσουκ μέσω του μονοπατιού των τόκου .
Εκεί, τον έβαλαν σε ένα ξύλινο κιόσκι που είχαν φτιάξει οι τόκου και τον φρόντισαν για δύο ημέρες ,φέρνοντάς του φαγητό ,νερό κάθε μέρα ώσπου τελικά ξύπνησε. Ο εξόριστος άντρας όμως ήταν πολύ κουρασμένος και για αυτές τις μέρες βρισκόταν σε ένα βαθύ ύπνο και δεν κατάλαβε την παρουσία των τόκου. Ήταν μεγάλη έκπληξη για αυτόν όταν από το ποτάμι που είχε λιποθυμήσει είχε μεταφερθεί σε κάποιο κιόσκι μέσα στο δάσος με τρεις τόκου στέκονταν από πάνω του από πάνω του .
Ο ήλιος τον τύφλωνε και δεν μπορούσε να δει καλά τις τρείς σκοτεινές μορφές που στέκονταν μπροστά του, το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν τα αυτιά τους που εξείχαν από το κεφάλι τους .Σε αυτόν, λόγω του ύπνου και του εκτυφλωτικού ήλιου φάνηκαν σαν δύο κέρατα που φορούσαν στο κεφάλι και αυτά τα τρία πλάσματα της κόλασης τον περίμεναν για να τον καλωσορίσουν .
Λίγο αργότερα ,μετά από μερικές στιγμές σύγχυσης συνήλθε και κατάλαβε τι έβλεπε και δεν μπορούσε να πει πως του άρεσε περισσότερο ,γιατί δεν ήταν λίγες οι ιστορίες που είχε ακούσει μικρός για τους σατανικούς γατανθρώπους που αρπάζαν παιδιά τα βράδια και σκότωναν όποιον τολμούσε να βγει μόνος στην ερημιά .
Τους κοίταξε διστακτικός και παρατήρησε τα χαρακτηριστικά τους .Ο ένας είχε φουντωτό γκρίζο τρίχωμα και μάτια κατακίτρινα .Το έντονο χρώμα και το επίμονο βλέμμα τον διαπερνούσαν και ένιωσε άβολα να τον κοιτάει για πολύ ώρα, ο άλλος είχε άσπρο τρίχωμα με καφέ βούλες και ο τρίτος ήταν μαύρος στην πλάτη και άσπρος στην κοιλιά. Για μια στιγμή κανείς τους δεν έκανε καμία κίνηση και οι τόκου στέκονταν εκεί κοιτώντας ενώ εκείνος έχασκε μπροστά τους και τους παρατηρούσε χωρίς να μπορεί να αρθρώνει λέξη.
Εκτός από τους γκρίζους μανδύες που φορούσαν και ένα χοντρό πανί τυλιγμένο ανάμεσα από τα πόδια τους ήταν γυμνοί .Το σώμα τους ήταν παράξενο και αρκετά διαφορετικό από των ανθρώπων .Ήταν κοκαλιάρικο αλλά γυμνασμένο και καλυμμένο με τρίχωμα, είχαν πατούσες που έμοιαζαν περισσότερο γατίσιες παρά ανθρώπινες, οι παλάμες τους όμως και τα χέρια τους έμοιαζαν περισσότερο με τα δικά του .Όλοι τους τον κοιτούσαν παραξενευμένοι αλλά και επιφυλακτικοί κρατώντας ολόισια κοντάρια σφιχτά στα χέρια τους. Η στάση τους ήταν χαλαρή αν και έδειχναν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να σταματήσουν οποιαδήποτε ξαφνική κίνηση του ανθρώπου με ένα χτύπημα του κονταριού.
Κάποια στιγμή ο μεσαίος τόκου μίλησε -αυτός με τα κίτρινα μάτια - και μίλησε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε ο εξόριστος άντρας . Η γλώσσα ήταν γλυκιά και τραγουδιστή αλλά ταυτόχρονα τραχιά σε μερικές λέξεις . Το να τους βλέπει να μιλάνε ήταν τρομακτικό ,σαν να του μιλούσε κάποιο άγριο ζώο .Αφού δεν κατάλαβε τι του έλεγαν συνέχισε να τους κοιτάει με μία παράξενη γκριμάτσα απορίας .
Οι τρείς τους έβγαλαν έναν ήχο που του έμοιαζε για γέλιο και συνέχισαν να γελάνε πάνω από το κεφάλι του για λίγη ώρα . Είχαν αποφασίσει πως δεν αποτελούσε κίνδυνο μάλλον . Ο ίδιος τόκου που μίλησε στην αρχή χτύπησε το στήθος του και είπε «Μπάκορ» και έτσι κατάλαβε πως ήταν το όνομά του .
Αυτή τη φορά ήταν σειρά του Μπάκορ να στέκει χάσκοντας γιατί περίμενε να ακούσει το δικό του όνομα κα μόλις κατάλαβε πως δεν θα το άκουγε συνέχισε με τις συστάσεις. Έδειξε αυτόν με το άσπρο τρίχωμα και τις καφέ βούλες και είπε «Φάνκορ», κι ύστερα τον τρίτο και είπε «Τόρρος» .Ο άνθρωπος όμως συνέχισε να τους κοιτά σαν μικρό παιδί .Οι τόκου αφού είδαν πως δεν επρόκειτο να μιλήσει αντάλλαξαν μερικές κουβέντες μεταξύ τους στην παράξενη γλώσσα τους ,άφησαν δίπλα του μερικά φρούτα κι ύστερα χάθηκαν αστραπιαία στο δάσος.
Έμεινε εκεί για πολλές ώρες βυθισμένος στις σκέψεις του .Έπρεπε να επεξεργαστεί όλα όσα του είχαν συμβεί .Πρώτα εξορίζεται και μετά έχει την ατυχία να πέσει πάνω σε γατανθρώπους. Οι γατάνθρωποι όμως μιλάνε και από ότι κατάλαβε έχουν δικά τους ονόματα .Αν ήθελαν να του κάνουν κακό θα το είχαν κάνει .
Αντ' αυτού τον βοήθησαν δίνοντάς του φαγητό .Όταν γονάτισε δίπλα στο ποτάμι νόμιζε πως απλώς θα πέθαινε και θα απαλλασσόταν πια από την ζωή του εξόριστου μα τώρα είχε συναντήσει αυτούς τους γατανθρώπους και για κάποιο λόγο τον βοήθησαν.
Έφαγε όλα τα φρούτα με μιας ,όταν κατάλαβε πόσο πολύ πεινούσε κι έπειτα βυθίστηκε σε ένα βαθύ ύπνο, έναν ύπνο με τρομερούς εφιάλτες γεμάτους με τα γεγονότα που του είχαν συμβεί .Ένιωθε το πυρωμένο σίδερο να τον πιέζει ξανά και ξανά στο μέτωπο και αυτός να ήταν ανήμπορος να κουνηθεί ουρλιάζοντας . Είδε επίσης και τους γατανθρώπους και θυμήθηκε όλες τις ιστορίες για αυτούς . Είδε κι άλλα τρομακτικά πράγματα που δεν μπορούσε να θυμηθεί το πρωί. Καλύτερα έτσι.
Ξύπνησε ταραγμένος το ξημέρωμα . Ήταν ιδρωμένος και καρδιά του χτυπούσε γρήγορα . Σηκώθηκε από την σκληρή ξύλινη επιφάνεια στο κιόσκι που είχε κοιμηθεί και κοίταξε τριγύρω ψάχνοντας να βρει αυτό που τον είχε ξυπνήσει έτσι ξαφνικά .Άκουσε παράξενους θορύβους και φωνές , αφού εντόπισε από πού έρχονταν έτρεξε προς εκείνη την κατεύθυνση ,μπήκε στο δάσος ακολουθώντας τον θόρυβο μη μπορώντας να καταλάβει ποιος τον προκαλούσε .Προχώρησε όλο και περισσότερο πλησιάζοντας σιγά σιγά ενώ ο θόρυβος γινόταν πιο παράξενος αλλά και πιο ξεκάθαρος καθώς πλησίαζε .
Τώρα πια είχε πλησιάσει αρκετά ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει τα μουγκρητά και τις φωνές που ακούγονταν . Δεν ακούγονταν τόσο σαν ομιλία αλλά σαν κραυγές. Τελικά βγήκε από το πυκνό δάσος σε ένα ξέφωτο όπου αντίκρισε τον τόκου που λεγόταν Μπάκορ μαζί με άλλον έναν που δεν είχε ξαναδεί να στέκονται και οι δύο πολύ αναστατωμένοι και το σώμα τους έτοιμο να επιτεθεί κοιτώντας κάτι μπροστά τους .
Καθώς όμως είδε τι βρισκόταν απέναντί τους του κόπηκε η ανάσα: ένα πανύψηλο ελάφι που 'έφτανε σχεδόν τα δύο μέτρα ύψος, με τρίχωμα μαύρο και γκρι, τεράστια μυτερά κέρατα που είχαν παράξενο σχήμα .
Ο Μπάκορ αμέσως μόλις είδε τον άνθρωπο να έχει βγει στο ξέφωτο ,του φώναξε κάτι στη γλώσσα του μα εκείνος ούτε τον άκουσε ,ούτε τον κατάλαβε. Είχε μείνει να κοιτάει μαγεμένος τα υπέροχα κέρατα του ελαφιού. Τα παρατηρούσε , παρατηρούσε το σχήμα που είχαν και τις μυτερές άκρες τους .Ξαφνικά όλα γύρω του έγιναν θολά και το μόνο που είχε ξεκάθαρο σχήμα ήταν τα κέρατα .Οι φωνές των γατανθρώπων δίπλα του που του φώναζαν με δύναμη φαίνονταν σαν να έρχονταν από κάπου μακριά και μετά βίας τις άκουγε .Τα κέρατα , μόνο αυτά τον ενδιέφεραν εκείνη τη στιγμή , σήκωσε το χέρι του για να τα πιάσει μα ήταν πολύ μακριά .
Ξαφνικά τα κέρατα άρχισαν να μεγαλώνουν ή μήπως τον πλησίαζαν; Μάλλον τον πλησίαζαν και εκείνος είχε μείνει εκεί ακίνητος περιμένοντάς τα ,ώσπου ένιωσε ένα πόνο δυνατό πόνο στη μέση κι ύστερα τα κέρατα χάθηκαν από μπροστά του και βρέθηκε με το πρόσωπο στο χώμα.
Μόλις συνήλθε από το λήθαργο κατάλαβε πως το ελάφι του είχε ορμήσει και πως ο τόκου που δεν είχε ξαναδεί τον είχε σώσει .Σηκώθηκε όρθιος παραπατώντας ,ζαλισμένος ακόμη και πονώντας στο στομάχι .Είδε το ελάφι να τριποδίζει ,να κάνει μεταβολή και να πηγαίνει προς το μέρος τους αργά σαν να βρισκόταν στην εξοχή για ένα απλό περίπατο .
«Τι έχουμε εδώ;» είπε με μια βαθιά αλλά ταυτοχρόνως γλυκιά φωνή το ελάφι.
Δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του .Το ελάφι μιλούσε και μάλιστα τη γλώσσα του.
«Τι δουλεία έχουν οι άνθρωποι με τους γατανθρώπους;» . Είπε το ελάφι
Τότε ο άγνωστος τόκου γύρισε και είπε στο ελάφι με δυνατή και σταθερή φωνή αγνοώντας την ερώτησή του:
«Ποτέ δεν έπρεπε να έχεις πατήσει σε αυτό το μέρος, τέρας» .
Για μια στιγμή νόμιζε πως θα λιποθυμήσει από την έκπληξη. Τώρα και ο τόκου μιλούσε τη γλώσσα του και συνομιλούσε με το ελάφι .Ίσως τελικά να είχε πεθάνει , ίσως να μην είχε ξυπνήσει ακόμη. Κούνησε το κεφάλι του προσπαθώντας να συνέλθει αλλά τίποτα δεν άλλαξε .Το ελάφι κινήθηκε και πάλι και κατευθύνθηκε με μανία προς τον τόκου που είχε μιλήσει βγάζοντας έναν απαίσιο ήχο καθώς έτρεχε. Ο τόκου την τελευταία στιγμή κύλησε στην άκρη αποφεύγοντάς το. Ύστερα το ελάφι το έσκασε στο δάσος με γρήγορο καλπασμό.
Ο τόκου είχε ήδη σηκωθεί και μαζί με τον Μπάκορ πλησίασαν τον άνθρωπο .
«Ώστε εσύ είσαι ο άνθρωπος που μου είπαν .Έχω καιρό να δω έναν» είπε ο τόκου που δεν είχε ξαναδεί.
«Τι ....τι ήταν αυτό;» προσπάθησε να πει μα είχε μπερδευτεί εντελώς και οι λέξεις μπερδεύονταν στο στόμα του πριν προλάβει να τις προφέρει.
«Φάουρους.» Απάντησε ο τόκου φτύνοντας την λέξη «Κακό πλάσμα. Κατέχει μυστήριες και επικίνδυνες δυνάμεις, μπορεί να σε μαγέψει. Οι περισσότεροι δεν έχουν κάποιον για να τους σώσει όταν αυτό συμβαίνει ,μα έχουν καιρό να έρθουν σε αυτό το δάσος, πολύ καιρό ,το ίδιο και οι άνθρωποι». Τον κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα και μετά συνέχισε: « Τι κάνεις εδώ πέρα;»
«Δεν έπρεπε να είμαι εδώ ...δεν...» .Όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να σκεφτεί τι έπρεπε να πει πρώτα .
«Ο φίλος μου από εδώ μου είπε πως είσαι εντελώς ανόητος μα φαίνεται πως είσαι απλά μπερδεμένος» Είπε και έβγαλε ένα φλασκί από την ζώνη του και το πέταξε στα πόδια του ανθρώπου. «Είμαι ο Τόρλεκ που στη γλώσσα μας σημαίνει δίγλωσσος και από εδώ ο Μπάκορ που σημαίνει φλογομάτης . Πιες για να συνέλθεις και μετά πες μου πώς σε λένε και πως βρέθηκες εδώ»
«Δεν έχω όνομα...είμαι εξόριστος» Σήκωσε τα μαλλιά του και φανέρωσε το καυτηριασμένο σημάδι στο μέτωπό του το οποίο δήλωνε πως έλεγε αλήθεια. «Πώς και μιλάς την γλώσσα μου;»
«Μου την έμαθε ένας φίλος και αυτός την έμαθε από ένα δικό του. Δύσκολο να πετύχεις πλέον τόκου που να μιλάνε αυτήν την γλώσσα»
Είχε χίλιες ερωτήσεις να τους κάνει μα εκείνη τη στιγμή μόνο μία του ερχόταν στο μυαλό. Ο Τόρλεκ στεκόταν πολύ ώρα από πάνω του κοιτάζοντάς τον ώσπου ο άνθρωπος πήρε το φλασκί ,το μύρισε και το ήπιε διστακτικά . Ήταν κρασί . Το ήπιε μονορούφι και αφού καθάρισε το στόμα του με το πίσω μέρος του χεριού είπε:
«Τι θα μου κάνετε; Θα με σκοτώσετε;»
«Συνηθίζεται εσείς οι άνθρωποι να κερνάτε κρασί και φρούτα αυτούς που πρόκειται να σκοτώσετε ;» Ο Τόρλεκ χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει λόγος. Είσαι εξόριστος και αδύναμος και χαμένος. »
«Τότε τι θα κάνετε;»
«Θα κυνηγήσουμε» ,του απάντησε χαμογελώντας.
αιλ μπι μπακ
τα σχολια σας ειναι ευκπροσδεκτα ομορφοι ανθρωποι
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top