Επίλογος-Η συνταγή της δυστυχίας.

Είναι γλυκό. Η κρέμα του με δροσίζει το καλοκαίρι. Η βάση του, τραγανή και άκρως απολαυστική έρχεται σε σύγκρουση με τη μαρμελάδα φράουλας στη κορυφή και σε καταστρέφει ολοκληρωτικά μέσα στο κόκκινο σιρόπι. Στο τέλος έρχεται η πίκρα, ένα μικρό ευχαριστώ για τον κόπο, τα λέμε στην επόμενη πιρουνιά.

Το είχα στο μυαλό μου σαν υπενθύμιση του λόγου που το κάνω αυτό. Ήταν το βραβείο μου, είχε πει ο Κάσπαρ, για τις υπηρεσίες μου. Αυτό συν η δωρεάν διαμονή σε ένα σπίτι γεμάτο αγνώστους. Εντάξει, δεν θα παραπονεθώ, έχω το δικό μου δωμάτιο. Δεν είναι και λίγο όταν τους ακούς να μαλώνουν μονίμως σαν τις κότες.

Μπήκα γεμάτη κρύο ιδρώτα στη ρεσεψιόν. Ο οίκος ευγηρίας ήταν σαν τον Βοτανικό κήπο και ευχαρίστησα με ένα νεύμα το κλιματιστικό για τον κρύο αέρα που έφερε στο τέλος του Αυγούστου. Ποιος πρότεινε ταξίδι στα βόρεια καλοκαίρι ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε στις καλύτερες παραλίες της Ελλάδας; Ξέρω ποιος, μόνο τέτοιες ιδέες είναι, συμφωνίες κάνει με τον Διάβολο πίσω από την πλάτη μου.

Λίγα βήματα πριν φτάσω το γραφείο της νεαρής ρεσεψιονίστ τσίμπησα τον εαυτό μου πολλές φορές για να μου βγουν τα κλάματα σε περίπτωση που χρειαζόταν. Με το άγχος που είχα, δεν ήταν δύσκολο.

«Καλησπέρα.» είπα με τη καλύτερη δυνατή βρετανική προφορά που δεν είχα. «Θα ήθελα να δω τη γιαγιά μου-»

«Λυπάμαι.» με διέκοψε η κοπέλα. «Οι ώρες επίσκεψης έχουν τελειώσει. Μπορείτε όμως να επιστρέψετε τη Δευτέρα.»

«Τη Δευτέρα;» έκανα ανήσυχη και γύρισα στον άνδρα της ζωής μου, μετανιώνοντας τις επιλογές μου. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε μέχρι τη Δευτέρα! Πρέπει να της πω τα νέα!»

«Ήσυχα αγάπη μου.» είπε σαν χωριάτης κρατώντας δύο Προφίσενσι στη κατοχή του. Όλα λάθος αυτός ο άνθρωπος. «Δεν μπορείτε να κάνετε μια εξαίρεση για εμάς; Η σύζυγός μου και εγώ κάναμε μεγάλο ταξίδι από την Αγγλία για να τη δούμε και σύντομα θα φύγουμε, καταλαβαίνετε.»

Δεν καταλάβαινε. «Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω κάτι. Είναι σημαντικό; Οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ πρέπει να ξεκουράζονται και να μην αναστατώνονται.»

«Θα σας πω.» ακούμπησα τον αγκώνα μου μπροστά της κρύβοντας το οπτικό της πεδίο με τον σύζυγο. «Αυτός ο ηλίθιος με κυνηγούσε μέσα στη βροχή στο Λονδίνο για να με πιάσει. Έπεσε στην άσφαλτο. Ξέρετε πόσα ράμματα έκανα στο γόνατο;»

«Όχι, ξέρετε;» ρώτησε και ο σύζυγος.

«Πέντε!» φώναξα. «Πέντε σιδερένια. Πόνος!»

Ο σύζυγος έκανε μια δραματική γκριμάτσα για να τονίσει τον πόνο. «Το ξέρω ήμουν εκεί.»

«Έχω και φωτογραφίες.» της είπα και έβγαλα το κινητό μου. «Να, δείτε. Βέβαια εδώ είμαι γεμάτη αίματα αλλά είναι ξεκάθαρο. Ορίστε!»

Η ρεσεψιονίστ χωρίς να έχει τη δυνατότητα να κάνει αλλιώς, σηκώθηκε για να δει. Ο σύζυγος έσπρωξε το κινητό στα μούτρα της αναγκάζοντάς τη να κάτσει πίσω στη καρέκλα. «Αυτό είναι το πόδι ενός παιδιού.» σχολίασε.

«Ναι, ήμασταν πέντε.» είπε ο άνδρας μου. «Εδώ και είκοσι κάτι χρόνια μου το κοπανάει. Πάμε να φάμε και ξεκινάει "Θυμάσαι τότε που μου κατέστρεψες το γόνατο;" και "Θα μου το πληρώσεις".»

Κούνησα το κεφάλι μου αναστατωμένη. «Είκοσι χρόνια και ακόμα να μάθει. Στο λύκειο πάλι τέτοιες βλακείες έκανε και μου χάρισε άλλα τρία στο κεφάλι. Εδώ, δες!» έσκυψα το κεφάλι μου. «Στον γάμο το τούλι καθόταν στραβά γιατί έχει το κεφάλι λακούβα, εξαιτίας του!»

Η κοπέλα κοιτούσε μία τον σύζυγο, μία εμένα, μπερδεμένη. Άστα φίλη, μια από τα ίδια. «Λυπάμαι πολύ για τις πληγές-»

«Και ξέρεις τι είναι χειρότερο;» τη ρώτησα διακόπτοντάς τη. Γύρισα στον καστανομάλλη εραστή μου, δεν το συζητάμε που πήρα τριτοδεύτερο. «Ξέρεις εσύ;»

«Νομίζω πως ξέρω.» μου απάντησε το ίδιο αναστατωμένος και κοίταξε τη ρεσεψιονίστ. «Θα μου το χτυπάει και αυτό για άλλα δεκαοχτώ χρόνια. Μη σου πω έχει ξεκινήσει ήδη.»

«Μη μου πεις.» τον ειρωνεύτηκε.

«Με γκάστρωσε. Τον μήνα του μέλιτος.» τον χτύπησα στο κεφάλι. «Γυρίσαμε το μισό Αιγαίο με εμένα να κάνω εμετό σε κάθε παραλία. Ήταν απαίσιο. Δεν μπορείς να φανταστείς.»

«Δεν μπορείς.» επανέλαβε ο σύζυγος. Μου έκανε νόημα πιάνοντάς με από τα παχάκια στη μέση. Αμέσως ηρέμησα.

«Απίστευτο.» σχολίασε η κοπέλα. «Αυτό θέλετε να πείτε στη γιαγιά σας;»

«Ναι. Αλλά αφού δεν μπορούμε, ε τι να κάνεις, όταν γεννηθεί.» απάντησα. «Έτσι και αλλιώς θα το ξεχάσει το επόμενο λεπτό.»

Ο σύζυγος και εγώ γελάσαμε αλλά η κοπέλα δεν το βρήκε αστείο. Έβγαλε ένα χαρτάκι και ένα στυλό. «Μπορείτε να μου αφήσετε τα ονόματά σας για να προετοιμάσουμε τη συγγενή σας για την επίσκεψη; Από ότι κατάλαβα είστε νέοι επισκέπτες και καταλαβαίνετε, πρέπει να τους δώσουμε μια πρώτη ιδέα του ποιοι είστε πριν εμφανιστείτε ξαφνικά.»

Κοιταχτήκαμε. Ο σύζυγος έβηξε. «Γιώργος και Έρη Αναγνώστου.»

«Έπρεπε να κρατήσω το επίθετό μου.» μουρμούρισα. «Έρη Φιλίππου.»

«Όντως καλύτερο.» συμφώνησε ο Γιώργος. «Γιώργος Φιλίππου. Λες να το αλλάξω και εγώ;»

«Η μαμά σου ήδη με μισεί που σε παντρεύτηκα, δεν θα σου δώσω το επίθετό μου να με φωνάζει στο τηλέφωνο και για αυτό.» του είπα. «Τι θα πει για το εγγόνι της;»

Ο Γιώργος άγγιξε την ελαφρώς φουσκωμένη κοιλίτσα μου. «Ό,τι και να πει θα το φάει και θα το καταπιεί.»

«Συγνώμη, αλλά-» πετάχτηκε η κοπέλα πάνω που θα τον φιλούσα, είναι γλυκός όταν θέλει, «-από την Αγγλία δεν είπατε πως είστε;»

«Ναι.» απαντήσαμε ταυτόχρονα. Αυτό ήταν σημάδι πως λέμε ψέματα;

«Μπορώ να δω τις ταυτότητές σας;» ρώτησε η κοπέλα.

Θα σκοτώσω τον Κάσπαρ. «Φυσικά.» είπε ο Γιώργος δίνοντας τη δική του. Θα σκοτώσω και τον Γιώργο.

«Εδώ γράφει Ελλάδα.» αποκρίθηκε η κοπέλα.

«Ναι εγώ είμαι Έλληνας.» είπε ο Γιώργος ετοιμοπόλεμος στα ψέματα. «Η σύζυγός μου από την πλευρά της μαμάς της ο παππούς της είναι από την Αγγλία.»

«Αχ, Ρόμπερτ.» είπα κλαψουρίζοντας.

«Ο Ρόμπερτ είναι ο τέως σύντροφος της γιαγιάς της.» εξήγησε ο Γιώργος.

Η κοπέλα κοίταξε και τη δική μου ταυτότητα. Το μόνο νόμιμο πράγμα σε αυτό το παιχνίδι του Κάσπαρ. «Και ποια είναι η γιαγιά σας;»

Χαμογέλασα και άρχισα να γελάω από το άγχος. Ο Κάσπαρ είχε πει να μην πούμε ονόματα πέρα από τα δικά μας. Ποιος θα μας κυνηγούσε στην Ουγγαρία, δύο τουρίστες που ήρθαν να κάνουν την πλάκα τους; Κανείς. Και η αστυνομία.

«Κοίτα να δεις, καλή ερώτηση-»

«Ω κοίτα το κινητό μου!» είπε ο Γιώργος. Το κινητό του βρέθηκε στην παλάμη του χεριού του όπως το σχεδιάσαμε, να κάνει πως κάποιος τον παίρνει τηλέφωνο για να φύγουμε τρέχοντας. Ο Γιώργος μόρφασε. «Η μαμά.»

«Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.» μουρμούρισα στα ελληνικά. «Πρέπει να φύγουμε;»

Ο Γιώργος δεν απάντησε στο τηλεφώνημα αλλά με πήρε αγκαζέ από το χέρι γυρνώντας στη ρεσεψιονίστ. «Ναι πρέπει. Καλή συνέχεια. Και του χρόνου.»

Η κοπέλα μας κοιτούσε ανήσυχα όσο περπατούσαμε γρήγορα για να βγούμε από εκεί μέσα. Έπεσα σχεδόν διαγώνια πάνω σε έναν διακοσμητικό κάκτο αλλά βρήκα το βήμα μου και πέρασα τις πόρτες ζωντανή. Την ίδια στιγμή ένα αυτοκίνητο έτρεξε από μπροστά μας με ταχύτητα στα όρια του Σουμάχιερ και σήκωσε σκόνη από το πεζοδρόμιο. Στο μέρος που ξεκίνησε ήταν παρατημένη ένα αναπηρικό καροτσάκι.

Ο Γιώργος και εγώ περάσαμε γρήγορα τον δρόμο και μπήκαμε στο αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει για το ταξίδι. Μόλις έκλεισα την πόρτα, η Αυγή σηκώθηκε από το πίσω κάθισμα και με τρόμαξε. «Πώς πήγε;»

Άρχισα να τη χτυπώ με την τσάντα μου. «Θα μου το πληρώσεις που με έβαλες να το κάνω αυτό! Είδε τις ταυτότητές μας! Θα μας ψάχνει η αστυνομία μόλις καταλάβουν πως λείπει!»

Ο Γιώργος οδηγούσε με παρόμοια ταχύτητα με τον προηγούμενο Σουμάχερ. «Το πολύ πολύ να έχουμε φύγει μέχρι να μας ανακαλύψουν.»

«Ξέρει τα ονόματά μας Γιώργο.»

«Ναι γιατί το να γράψεις Έρη Αναγνώστου στα Αγγλικά είναι πολύ εύκολο για τους Ούγγρους που μετά βίας ξέρουν την αγγλική αλφάβητο.» σχολίασε η Αυγή.

«Ρατσισμός.» μουρμούρισα.

«Καραμέλα το έκανες.» από το πίσω κάθισμα σηκώθηκε και φίλησε το μάγουλό μου. «Σας ευχαριστώ που μας βοηθήσατε. Και χαλάρωσε βρε Εράκι μου. Θα την επιστρέψουμε τη Δευτέρα.»

Ο Γιώργος έκανε μια απότομη στροφή προς το μέρος που είχαμε νοικιάσει όλοι μαζί στο κέντρο της Βουδαπέστης. «Θα σας βοηθήσουμε πάλι;»

«Όχι!» φώναξε. «Δεν βάζω σε κίνδυνο ξανά το βαφτιστήρι σου.» απείλησα την Αυγή.

Μουτρωμένη άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου να βγει. «Και εγώ που νόμιζα πως ήθελες και άλλο γλυκό. Όλη μου η ζωή ήταν ένα ψέμα.»

Στριφογύρισα τα μάτια μου και την ακολουθήσαμε. Το σπίτι ήταν κοντά στην παραλία, πριν τις καινούριες πολυκατοικίες. Μια παλιά περιοχή που ακόμα ο κόσμος φρόντιζε τις αυλές του. Μέναμε εκεί για περίπου μια εβδομάδα, διακοπές το έλεγε η Αυγή, βάσανο το φώναζα εγώ. Εγώ και ο Γιώργος σε ένα δωμάτιο, η Αυγή και η παρέα της σκορπισμένοι στις γωνίες και πάνω στα τραπέζια να συζητούν συνωμοτικά για το επόμενο σχέδιό τους. Το είχα συνηθίσει, την έκπληξη σε κάθε νέο καλεσμένο ο οποίος δεν είχε κρεβάτι να μείνει, τις μυρωδιές από το πρωί έως το βράδυ, τις γεύσεις με κλειστά μάτια και τα γέλια στη μέση της βραδιάς από κάποιους που έπαιζαν χαρτιά.

Στην αρχή ένιωθα παρείσακτη. Ήμουν μια άγνωστη μέσα σε κάποιους που άρχισαν να γίνονται οικογένεια σιγά σιγά. Είχα διαβάσει για κάθε έναν από αυτούς μα έμοιαζαν διαφορετικοί από κοντά. Πιο ανθρώπινοι. Πιο...αληθινοί. Διάβασα για τις απώλειες και τον πόνο τους αλλά στα πρόσωπά τους έβλεπα μόνο τις νίκες απέναντι στη ζωή. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο και η κάθε ιστορία που πεταγόταν στο μυαλό μου με βοηθούσε να τους ενώσω σαν τα χαμένα κομμάτια ενός παλιού παζλ. Ήταν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους που αναρωτιόμουν πώς έμειναν ζωντανοί για δύο μήνες. Πόσο μάλλον πλέον, για δύο χρόνια. Δεν μου πήρε πολύ να ενταχθώ. Ο Γιώργος μπήκε από την πρώτη μέρα στον χορό, όντας πιο κοινωνικός από μένα, που τους μετρούσα έναν έναν προσέχοντας. Λίγο κρασί και λίγο σπρώξιμο από την ώριμη Αυγή και έγινα και εγώ μέλος τους, κατά κάποιον τρόπο.

Μου είπαν, πως ήμουν και εγώ μια ιστορία για αυτούς όπως αυτοί για μένα. Η Αυγή τους έχει διηγηθεί την αιτία για κάθε ράμμα που μου δημιούργησε ο Γιώργος όταν ήμασταν μικρά ζιζάνια και κάθε δάκρυ που έχω ρίξει για γκόμενο που δεν ήταν αυτός. Τους έχει πει για τα δικά μας, μικρά προσωπικά ταξίδια και τις περιπέτειές μας στη σχολή, όταν ήμασταν φοιτήτριες που ζούσαν στο τώρα. Πριν η Αυγή μάθει να ζει στο παρελθόν και να μην κοιτά το μέλλον. Τους έχει πει πως δεν ξέρω να μαγειρεύω και πως εγώ φταίω για το κακό της συνήθειο να παραγγέλνει απέξω. Ό,τι ντροπιαστικό υπήρχε για μένα, το γνώριζαν μέσα από μια μακροσκελή ιστορία που δεν τους είπα ποτέ αν ήταν αλήθεια ή όχι.

Και εκεί κάπου, που άρχισα να τους γνωρίζω πρόσωπο με πρόσωπο πέρα από τα γράμματα και τις φωτογραφίες, γνώριζα και τους υπολοίπους. Τους ζωντανούς τέλος πάντων, τους νεκρούς μόνο μέσα από φωτογραφίες. Η Αλίκη στη χώρα του Ποτέ βρέθηκε από την Ελλάδα, στην Φρανκφούρτη, στο Ταλίν να μένει μόνιμα λίγα μέτρα μακριά από τον Κάσπαρ. Μαζί με την Αυγή, δεν πιστέψαμε στιγμή πως ήταν υπαρκτή, αλλά ναι, μία κοπέλα που με τα φουντωτά της μαλλιά και τα μεγάλα της μάτια μάγευε τον κόσμο. Η Νατάλια, η μητέρα του Ντάνιελ, έκανε συχνά βιντεοκλήσεις από την Πορτογαλία και τώρα τον είχε συνοδέψει στο ταξίδι. Θα γνώριζε την κοπέλα του γιου της, Λουΐζα, σοβαρά πράγματα. Η Λουΐζα από την μεριά της δεν έφερε κάποιον από την οικογένειά της, μιας και ο αδελφός της την έβλεπε όλο και λιγότερο, αλλά έστελνε τα θερμά του συλλυπητήρια σε όποιον πληγώσει την αδελφή του. Ο Σεραφείμ έκανε εμφάνιση με τον βαφτισιμιό του, Σεραφείμ Τζούνιορ, που τον κακομάθαινε και την πρώην σύζυγό του, Μαρτίν. Και τέλος, η Αλίσσα, οι αδελφές της, οι ανιψιές της...και ο Έμμετ, που ήταν σαν αδελφός της και σαν φίλος μαζί.

Θα με ρωτήσεις, πού στον διάολο μένουν όλοι αυτοί; Κοίτα δεν χωράμε. Αλλά εντάξει, κάτι γίνεται.

Η νέα προσθήκη ήταν η πρώτη που είδα μόλις βγήκα στην βεράντα του σπιτιού. Η Μάγια πήγαινε στον κάθε ένα και τους γνώριζε την αδελφή της, Σοφία, που θα ξεχνούσε τα ονόματά τους το επόμενο λεπτό, αλλά είχε ένα τεράστιο χαμόγελο που γνώριζε τους φίλους της μικρής της αδελφής, όπως την θυμόταν νέα. Πίστευε πως όλοι ήταν από τη σχολή και τη μάλωνε που δεν τους είχε γνωρίσει νωρίτερα. Λυπάμαι που δεν την κλέψαμε νωρίτερα.

Όταν συνάντησε τη Σόβι, συνονόματη αστυνομικό και φίλη -σαν μητέρα- του Κάσπαρ, η Σοφία αποφάσισε να κάτσει μαζί της και να μην την αφήσει ποτέ. Οι δύο άρχισαν να συζητάνε σαν φίλες που χωρίστηκαν και ξαναβρέθηκαν μετά από χρόνια και η Μάγια κρατούσε το χαμόγελό της γιατί φοβόταν μη γρουσουζέψει τη σκηνή. Η κόρη της Σόβι, Γιούλα, καθόταν στην αγκαλιά του Κάσπαρ, του νονού της και έκρυβε το πρόσωπό της στον λαιμό του γιατί ντρεπόταν τον Σεραφείμ Τζούνιορ που τη κοιτούσε με μεγάλα γαλανά μάτια. Κάπου πιο δίπλα, ο Έμμετ είχε χαθεί κάτω από τα σώματα των ανιψιών της Αλίσσα και έκανε πως πεθαίνει για να τον αφήσουν ήσυχο. Ο Γιώργος ήταν ο επόμενος στόχος τους και αν κρίνω από την προσπάθεια που κάνει για να τις αποφύγει, θα γίνει ο τέλειος μπαμπάς.

Ήξερα το τέλος της κάθε ιστορίας. Θα μπορούσα να σου το πω κιόλας αν σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Εμένα με έκανε, βλέποντας πως ακόμα και μετά την κάθε πίκρα του γλυκού, μπορείς να επιστρέψεις πίσω δυνατός. Η Αλίσσα δεν έσωσε ποτέ τις σχέσεις της με τον πατέρα της, αλλά τουλάχιστον συμφώνησαν να κρατήσει το σπίτι της γιαγιάς της και να μένει εκεί με τη Μάγια. Ναι, η Μάγια έφυγε από την Βουδαπέστη και είχε σκοπό να πάρει την Σοφία μαζί της. Ίσως δεν θα την επιστρέψουν τη Δευτέρα όπως μου υποσχέθηκε η Αυγή.

Ο Έμμετ είχε βρει το άλλο του μισό στον Σεραφείμ. Καλά, ήταν το ένα τέταρτο, μιας και το υπόλοιπο ανήκε στον Σεραφείμ Τζούνιορ. Τι περίεργο πάντως που η αρχιτεκτονική εταιρία για την οποία δούλευε ο Σεραφείμ ως οικονομικός σύμβουλος αναζητούσε νέα ταλέντα ε; Επίσης, άκρως περίεργο που ο Σεραφείμ είχε άδειο χώρο στο κρεβάτι του να μείνει. Πραγματικά δεν το πιστεύω. Ούτε ο Έμμετ το πίστευε, ειδικά μιας και ο Σεραφείμ ήταν δύσκολος να ανοιχτεί και να του πει όλα εκείνα τα ρομαντικά που λες σε κάποιον που ερωτεύεσαι παράφορα αλλά δεν καταλαβαίνεις γιατί. Στο τέλος όμως τον ακολούθησε. Και σύντομα, ίσως, αυτός ο σκύλος που είχε βάλει στόχο ο Έμμετ να γινόταν δικός του. Αν τον άφηνε ο Σεραφείμ. Ακόμα στη συζήτηση ήταν.

Η Λουΐζα μετακόμισε στην Αμερική όπως ακριβώς έλεγε το σχέδιο του αδελφού της. Αυτό που δεν συμπεριλαμβανόταν στο σχέδιο, ήταν η μετακόμιση του Ντάνιελ, σε άλλη σχολή, για σπουδές. Η μαμά του χρησιμοποίησε ό,τι έβγαλε από το διαζύγιο και έδωσε ένα γλυκό χαμόγελο στον γιο της. Επίσης, αγόρασε ένα μικρό κτήριο το οποίο είχε μάθει να αγαπά όταν ήταν νέα και τώρα, το μαγαζί του Μπρούνο άναψε πάλι το φως και ξεκίνησε να μοιράζει τις ξεχωριστές του γεύσεις στη γειτονιά. Η Λουΐζα και ο αδελφός της μιλούσαν λίγο περισσότερο από το τηλέφωνο. Κάποιες φορές για ώρες που έμοιαζαν ατελείωτες. Του έλεγε όσα ένιωθε καλά να του πει, πράγματα που συζητούσε με την ψυχοθεραπεύτριά της. Η πορεία της ήταν δύσκολη και δύο χρόνια μετά ίσως φανεί κάπως μικρή. Οι σκελετοί που φοβόταν υπάρχουν ακόμα, αλλά πλέον νιώθει πως δεν θα την πειράξουν. Όπως της είχε πει κάποτε κάποιος, ο πόνος έμεινε. Αλλά έμαθε να τον πολεμάει.

Κανείς δεν έμεινε μόνος του. Όλοι τους, σχεδόν, ξεκίνησαν ξεχωριστά. Η ιδέα της Αλίσσα και του Έμμετ να τους ενώσουν στην αρχή ήταν ένα σχέδιο πολέμου, που όμως έβγαλε τα πιο όμορφα αποτελέσματα. Έτσι έμαθαν, ο ένας να είναι πάντα με κάποιον, το σωσίβιο σωτηρίας τους σε αυτόν τον κόσμο.

Όλοι; Όλοι.

Ο Κάσπαρ για αρκετό καιρό ταξίδεψε πριν μείνει πίσω στην Εσθονία ξανά. Η Αυγή, εξ αποστάσεως, τον βοήθησε να φτιάξει το μπλογκ του ώστε να ταξιδεύει τον κόσμο με τις φανταστικές του ιστορίες παρέα με τα δικά του πραγματικά ταξίδια. Πολύ συχνά, εντελώς τυχαία και άκρως καρμικά, κατέληγε σε ένα μικρό διαμερισματάκι στη Θεσσαλονίκη. Κλεινόταν εκεί και την ιδιοκτήτριά του δεν την άφηνε να βγει. Μου έκλεβε την Αυγή, θα το αφήσω εκεί γιατί δεν συγχωρώ τα αμέτρητα ραντεβού που μου ακύρωσε.

Όσο για την Αυγή...αυτή είναι μια ιστορία χωρίς τέλος. Έδωσε πάλι Πανελλήνιες, έκλαψε στην αγκαλιά του μπαμπά της από την αδικία των θεμάτων και πέρασε στο Ιστορικό και Αρχαιολογικό της Θεσσαλονίκης. Χρωστούσε ήδη μαθήματα για τον Σεπτέμβρη που ερχόταν γιατί, δεν θα πω ονόματα, αλλά κάποιοι την τραβούσαν συνεχώς σε ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Παράτησε το μοντέλο που είχε αναλάβει και άρχισε να ζει, επιτέλους, για εκείνη. Διάβαζα τα γράμματά της -είχε γίνει καλύτερη σε αυτό- και έβλεπα τις φωτογραφίες που έστελνε μαζί με συνταγές που μάθαινε να κάνει. Ο μπαμπάς της και εκείνη επισκέπτονταν συχνά τη μαμά της, η Αυγή άφηνε λουλούδια και ο Πάρης κάππαρη. Μετά πήγαινε στην Εβελίνα και άφηνε ένα αναμμένο κεράκι.

Ήταν αργή μαθήτρια αλλά επιτέλους άρχισε να μαθαίνει. Άρχισε να προσπαθεί. Άρχισε να ακούει και να καταλαβαίνει. Σιγά σιγά γινόταν πάλι η Αυγή που γνώρισα όταν ήμασταν κορίτσια και την οποία έχασα για κάποιο διάστημα και μου έλειπε πολύ. Εκείνη βρήκε το αντίδοτό της. Όσο μάλωναν, όσο φώναζαν, της ήταν δύσκολο, αλλά προσπαθούσε. Γιατί η Αυγή ήταν εγωίστρια και ο Κάσπαρ καθόλου και κάπου στη μέση προσπαθούσαν να το θυμηθούν αυτό.

Ράβι στα Εσθονικά σημαίνει φαρμακευτική αγωγή. Η Αυγή όσο ο Κάσπαρ πεταγόταν στην Ελλάδα, άλλο τόσο εκείνη έτρεχε στην οδό «Ράβι 9, 10134, Ταλίν, Εσθονία», τη διεύθυνση που είχα μάθει απέξω από τα τόσα γράμματα που έστελνε. Νομίζω εκεί αρχίζει να γίνεται η πιο χαρούμενη εκδοχή που ήταν ποτέ. Οπότε κάθε φορά που ανέβαινε στο καταραμένο αεροπλάνο, δεν ευχόμουν να γυρίσει, ευχόμουν να μείνει εκεί για όσο τραβούσε η ψυχή της.

Τη μαθαίνω ξανά από την αρχή. Τη βλέπω να βγάζει κωλοδάχτυλο στον Κάσπαρ κάθε φορά που της χαμογελάει και ξέρω πως σε ό,τι εγώ δεν μπορούσα να τη βοηθήσω, εκείνος είχε ένα μαγικό ραβδάκι και της έδειχνε λύσεις να επιλέξει και εξόδους να δημιουργήσει.

Βλέποντάς τους όλους μαζί χαίρομαι που κατάφερα να είμαι εκεί. Η Αλίσσα και ο Έμμετ δεν συνέχισαν το πρόγραμμα γιατί είπαν «Φτάνει για δύο χρόνια» αλλά από ότι φαίνεται έπιασαν την καλή τη δεύτερη φορά. Πήρα το πιάτο με το γλυκό που ετοίμασε η Λουΐζα, η Μάγια και η Αλίσσα και ξεκίνησα να τρώω. Κάπου μέσα μου πεινούσα για δύο. Το ψέμα που λέγαμε με τον Γιώργο ήταν αλήθεια.

Αλλά αυτό το ξέρουμε μόνο εσύ και εγώ.

______________________________________

Α/Ν Άλλο ένα τέλος, άλλη μια αυλαία κλείνει. Η ιστορία της Αυγής και της υπόλοιπης παρέας παίρνει πορεία για κάποιο άλλο ταξίδι που δεν θα μάθουμε ποτέ. Μια άνω τελεία, μια παύση για ξεκούραση. 

Για το βιβλίο αυτό είχα άλλους στόχους και αλλού κατέληξα. Στο μυαλό μου θα ήταν διαφορετικό αλλά όντας άνθρωπος χωρίς οργάνωση, φτάσαμε εδώ. Πέρασαν πολλοί μήνες για να βγάλω δεκαπέντε μόνο κεφάλαια και θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για όσους έμειναν παρά την αναμονή. Είναι κάτι το οποίο δεν περίμενα, αλλά σε τελική ανάλυση, είμαι ευχαριστημένη με το πώς βγήκαν οι ιστορίες των πρωταγωνιστών και μη προς τα έξω.

Ελπίζω να το απολαύσατε όσο και εγώ και μακάρι να σας μάγεψα έστω και λίγο. 

Επόμενος σταθμός, Kidnapped (συν άλλη μία μικρή ιστορία που μπορεί να έρθει, μπορεί και όχι, θα δέιξει). Αυτή τη φορά υπόσχομαι να είμαι πιο συνεπής. Έρχεται καλοκαίρι, έρχονται πολλά, δεν τελειώσαμε ακόμα εσύ και εγώ.

Καλό σου βράδυ, καλή ξεκούραση και περίμενέ με. 

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top