8. Η μωβ πεταλούδα και η νύχτα που μύριζε το τέλος της άνοιξης.
8. Η μωβ πεταλούδα και η νύχτα που μύριζε το τέλος της άνοιξης.
Αρχικά, ξέρω τι σκέφτεσαι οπότε ράψ'το. Δεν τα έχουμε. Δεν στο είπα γιατί σε ξέρω Έρη. Και αν δεχτώ τηλεφώνημα μετά από το προηγούμενο γράμμα θα σε σκοτώσω. Το ορκίζομαι.
Αφού τελειώσαμε με αυτό ας πάμε σε μια ιστορία μαγική. Την έχεις ακούσει, την έχεις ζήσει, αλλά πόσο τη ξέρεις πραγματικά; Είναι οι νύχτες που σου το κλείνω στα μούτρα γιατί θέλω τον χώρο μου. Αυτές οι μέρες που λέω «είμαι σκατά, άκυρο για σήμερα». Έχουν περάσει αρκετές τέτοιες νύχτες και μέρες έτσι; Έχω χάσει τον λογαριασμό με τις φορές που ξέχασα τον εαυτό μου. Κάθε βράδυ, ένα γλυκό παραμύθι μου το υπενθύμιζε.
Μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή και μαγική, υπήρχε μια μικρή πριγκίπισσα. Οι μέρες της περνούσαν πλάι σε μια όμορφη μωβ πεταλούδα. Ήταν οι καλύτερες φίλες. Όταν η πριγκίπισσα ένιωθε δυσφορία, η μωβ πεταλούδα την βοηθούσε να πάει για ύπνο. Καλούσε τον μεγάλο της αδελφό, τον Πρίγκιπα, να της τραγουδήσει τους μυστικούς τους στίχους για να έρθουν όμορφα, ήρεμα όνειρα να διώξουν τα άσχημα.
Η πριγκίπισσα γελούσε και χόρευε με την μωβ πεταλούδα της. Έπαιζαν κυνηγητό και η πεταλούδα της μάθαινε να πετάει. Της έδινε ένα γλυκό και έναν πράσινο χυμό για να μπορέσει να πετάξει. Έβγαζε και εκείνη φτερά και ακολουθούσε την μωβ πεταλούδα σε κάθε ταξίδι της. Η μωβ πεταλούδα χτένιζε τα μαλλιά της πριγκίπισσας και τα έκοβε, κάθε φορά και λίγο παραπάνω αλλά πάντα σε σημείο που η τιάρα μπορούσε να μείνει όρθια. Και μετά έτρωγε ένα μικρό γλυκάκι και έπινε λίγο από τον πράσινο χυμό της για δύναμη και μαγεία στη ζωή της.
Από τα πέντε της ήταν η πριγκίπισσα αυτού του μαγικού βασιλείου. Ο Πρίγκιπας της είχε χαρίσει πρώτη φορά την πεταλούδα για να της κάνει παρέα στο ταξίδι προς νέους, περίεργους και όμορφους τόπους. Ο αδελφούλης της ήταν εκεί σε κάθε επίτευγμά της, δίπλα από την όμορφη μωβ πεταλούδα και κοιτούσαν την πριγκίπισσα με περηφάνεια. Είχε πετύχει τα πάντα. Κάθε όνειρο, κάθε προσπάθεια.
Και συνέχιζε με το γλυκάκι και τον χυμούλη της. Μέσα στα χρόνια άρχισε να τα χαίρεται περισσότερο και ίσως, μερικές φορές, ενοχλούσαν το ευαίσθητο στομάχι της, αλλά αφού η πεταλούδα και ο Πρίγκιπας της τα έδιναν, τότε ήταν για καλό λόγο. Την έκαναν να χαμογελάει για λίγο ακόμα, να ζει για λίγο παραπάνω.
Και όταν η μικρή πριγκίπισσα έκλεισε τα μάτια της, ο Πρίγκιπας έκλαψε. Η μωβ πεταλούδα πέταξε μακριά.
«Η πριγκίπισσα,» προσπάθησε ο Κάσπαρ να καταλάβει, «πέθανε;»
Η Αυγή έκλεισε το σακάκι του καλύτερα γύρω από τους ώμους της. «Ναι. Ήταν εννιά.»
Ο Κάσπαρ έριξε το πρόσωπό του αμέσως. Στα χέρια της η Αυγή κρατούσε σφιχτά το δικό της μικρό φυλαχτό, ένα από αυτά που έκρυψε στη βαλίτσα της ένα πρωινό της Γαλλίας. Τώρα έμοιαζε τόσος καιρός πριν και έτσι ήταν, σχεδόν ένας μήνας. Ένας μήνας από τότε που ο Κάσπαρ την έπιασε πρώτη φορά να του κρύβεται. Τώρα, η Αυγή του έδειχνε με μια κάποια περηφάνεια την μωβ πεταλούδα της, ζωγραφισμένη σε ένα κομμάτι ξύλου από τα ερασιτεχνικά χέρια ενός εννιάχρονου κοριτσιού.
«Με τον Γιάννη είχαμε γνωριστεί την πτέρυγα καρκινοπαθών.» του είπε ρουφώντας τη μύτη της. «Εγώ ήμουν εκεί για τη μαμά, περνούσε για δεύτερη φορά χημειοθεραπείες για καρκίνο, ο Γιάννης ήταν εκεί για την Εβελίνα.»
Ο Κάσπαρ την έφερε κοντά του και άκουγε. Μερικά τραπέζια μακριά ο χώρος άνοιγε και το ευτυχές ζεύγος Έρη και Νίκος χόρευαν αγκαλιά την ημέρα του γάμου τους. Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων ηχούσε με κάποιες νότες να χάνονται στη μυρωδιά της άνοιξης στην Ελλάδα και στα δικά τους χαμένα όνειρα.
«Στην αρχή ήμασταν απλώς φίλοι και συζητούσαμε για το πόσο άδικη ήταν η κατάσταση στην οποία ήμασταν μπλεγμένοι και οι δύο. Εγώ μόλις είχα αρχίσει να παίρνω περισσότερη δουλειά και ο μόνος χρόνος που είχα ελεύθερος ήταν για το νοσοκομείο, να πηγαίνω τη μαμά για τις χημειοθεραπείες. Εκεί με περίμενε με έναν καφέ ο Γιάννης και με ένα γλυκό η Εβελίνα.» του έλεγε η Αυγή και κοιτούσε τη ζωγραφιά στο ξύλο. «Είμαι πολύ αδέξια με τα παιδιά, ή μιλάω πολύ ή τα αγνοώ πλήρως. Μου βγάζουν ένα τεράστιο άγχος, ίσως επειδή ως παιδί και εγώ είχα μεγάλο άγχος. Για το τι νομίζουν οι ενήλικες για μένα, για το πώς να απαντήσω στο αν η μαμά είναι καλά, πού είναι ο μπαμπάς και γιατί άργησα πάλι στο ρεσιτάλ μπαλέτου. Αλλά η Εβελίνα ήταν κάτι άλλο, κάτι...δεν ξέρω πως να το πω. Ήταν μια μικρή Έρη.»
Βλέποντας την καλύτερή της φίλη να χαμογελάει στον έρωτα, η Αυγή ζήλεψε. Την έτσουξε, κακά τα ψέματα. Το αρχικό της σχέδιο ήταν να παρατήσει την παρέα του ταξιδιού μόλις φτάσουν στην Ελλάδα αλλά τώρα; Αυτή η σκέψη της μοιάζει μακρινή.
Ο Κάσπαρ ήταν ο μόνος που τη συνόδεψε στον γάμο. Οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί σε μια ταβέρνα, γιορτάζοντας το τέλος -σχεδόν- άλλης μιας κουραστικής εβδομάδας. Μιας και η Αυγή ήταν άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, δεν είχε κανονίσει κάτι για τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη. Κατάφερε και τους έπεισε να πάρουν τον ΟΑΣΘ και το ΚΤΕΛ για μερικά χωριά της γύρω περιοχής με τους καλύτερους λουκουμάδες και τη μαγική μπουγάτσα, πριν κατέβουν πάλι παραλιακά και η Αυγή τους πάει σε ένα εργαστήρι ζαχαροπλαστικής για να μάθουν πώς γίνονται τα τρίγωνα πανοράματος. Τα βράδια αλώνιζαν πάνω από τη Ρωμαϊκή Αγορά και στα κρασάδικα πίσω από την Καμάρα, πριν κατέβουν δύο στάσεις με το λεωφορείο για τα Λαδάδικα. Το τέλος τους έβρισκε το πάτωμα του μικρού διαμερίσματός της με τη Μάγια και τον Σεραφείμ να έχουν πιάσει και τις δύο πλευρές του κρεβατιού της.
Η Ελλαδίτσα της στην οποία μεγάλωσε αυτό ήταν. Μικρή, λιτή και με γλυκές ομορφιές σε κάθε γωνία. Αγαπούσε τα απλά πράγματα και τη ζωντάνια του νυχτερινού ουρανού. Τη φασαρία από μεθυσμένες παρέες πλάι στο σαντούρι και τη φωνή του Μαραβέγια να μη ζητάει πολλά. Για αυτή την μία εβδομάδα, η Αυγή ήταν πάλι αυτή που έμαθε στην Έρη να ερωτεύεται κάθε στιγμή: ήταν και πάλι παιδί.
«Η Εβελίνα είχε το κακό συνήθειο να μιλάει ακατάπαυστα. Τόσο έξυπνο παιδί. Ο Γιάννης της μάθαινε όλα όσα αφορούσαν το σχολείο και εγώ, διστακτικά στην αρχή και με απόλυτη ανωριμότητα, της μετέφερα τα κουτσομπολιά της τάξης της. Για το Ηβάκι που το κορόιδευαν όλοι αλλά η Αννούλα και η Δώρα τους έβαζαν στη θέση τους. Η Εβελίνα ήθελε πολύ να ήταν φίλη της Ήβης αλλά φοβόταν κάποιες φορές να την προσεγγίσει. Είχε καταλάβει πως δεν θα έμενε...εδώ...για πολύ.» συνέχισε η Αυγή. Ο Κάσπαρ έπιασε ένα πνιχτό γέλιο να βγαίνει από μέσα της. «Ήταν η μικρή μου αδελφή κατά κάποιον τρόπο.»
Ο Κάσπαρ ζήλεψε την τελευταία πρόταση. Και τι δεν θα έδινε για ένα μικρό αδελφάκι. «Αυτή σας έφερε κοντά με τον Γιάννη;»
«Πάνω κάτω ναι.» του είπε. «Πριν το καταλάβω ο Γιάννης ήταν το διάλειμμά μου από τη δουλειά. Και μετά απλώς δεν είχα αρκετά διαλείμματα. Υπήρξε κάποια στιγμή σε αυτή τη σχέση που νόμιζα ότι μπορεί και να ήταν ο ένας.»
«Τι άλλαξε;»
«Μεγάλες λύπες που δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω και νύχτες που έκλαιγα χωρίς να ξέρω ποιον να κατηγορήσω. Απλώς όλοι γύρω μου ξαφνικά έγιναν χαρούμενοι και με τραβούσαν μαζί τους. Ενώ εγώ...εγώ ήθελα να περπατήσω μόνη.» η Αυγή πήρε μια μπουκωμένη ανάσα και έβηξε δυνατά. Αν ο στόχος της ήταν να γίνει ρεζίλι, τον είχε πετύχει. «Ο Γιάννης ήταν αυτός που τα κουβαλούσε όλα. Όταν πέθανε η Εβελίνα το ποτήρι ξεχείλισε.»
«Θες να περπατήσεις μόνη τώρα;»
«Για λίγο.» του είπε σιγανά. «Θα έρθω να σε βρω.»
Του υποσχέθηκε λες και το εννοούσε για πάντα.
Η μικρή πριγκίπισσα είχε ως φίλη μια νεράιδα. Δεν το ήξερε κανείς παρά μόνο εκείνες, ο Πρίγκιπας και φυσικά η μωβ πεταλούδα της. Η νεράιδα ήρθε ξαφνικά στη ζωή της και σαν το πρώτο φως του ήλιου, έφερε λάμψη στο πρόσωπο του Πρίγκιπα οπότε η μικρή πριγκίπισσα ήθελε να τη μάθει περισσότερο. Αν και η νεράιδα πολλές φορές ένιωθε άβολα, μάλλον από το πόσο τρομερή είναι η πριγκίπισσα και σίγουρα όχι από το πόσο όμορφος είναι ο Πρίγκιπας, η μωβ πεταλούδα ωθούσε τις δυο τους σε έναν δυνατό δεσμό.
Η πριγκίπισσα την έβαζε να της διαβάζει ιστορίες από άλλους παραμυθένιους τόπους και να την πηγαίνει βόλτες με τη χρυσή άμαξα μέσα στους δρόμους του βασιλείου. Η πριγκίπισσα γνώρισε και τη μαμά της νεράιδας, μια γυναίκα που το φως της την θάμπωνε και την έκανε να γελά. Η νεράιδα και η πριγκίπισσα έτρωγαν μαζί το μεσημεριανό τους, το βραδινό τους, πριν έρθει ο Πρίγκιπας να την πάρει μακριά. «Πρέπει να πολεμήσει τους δράκους στο βασίλειό της» της έλεγε και η πριγκίπισσα το πίστευε.
Η νεράιδα μπορεί να έλειπε για μέρες, ίσως και εβδομάδες. Προς το τέλος, έλειπε όλο και περισσότερο. Η μωβ πεταλούδα πετούσε μακριά για να την ψάξει αλλά δεν την έβρισκε. Ο Πρίγκιπας έλεγε πως η νεράιδα θα ερχόταν, του το είχε υποσχεθεί αλλά όταν η μέρα έφτανε στο τέλος, η μικρή πριγκίπισσα ένιωθε μόνη. Αυτή η μοναξιά, την έκανε να τρώει περισσότερα γλυκά, να πίνει περισσότερο χυμό, να κόβει λίγο παραπάνω το μαλλάκι της.
Η νύχτα μύριζε το τέλος της άνοιξης όταν η νεράιδα γύρισε πίσω. Η μωβ πεταλούδα την εμφάνισε στην μικρή πριγκίπισσα μέσα από τα μαγικά φτερά της. Η νεράιδα έκατσε δίπλα της στο πελώριο κρεβάτι φτιαγμένο από νεραϊδόσκονη και γλειφιτζούρια και της χάιδευε τα μαλλιά. Η νεράιδα της εκμυστηρεύτηκε πως όσο ήταν μακριά της ένιωθε και εκείνη μόνη. Η δουλειά της στο δικό της μαγικό βασίλειο ήταν αρκετά δύσκολη και η μαμά της την χρειαζόταν για να μη σταματήσει να λάμπει το φως της. Η πριγκίπισσα, στεναχωρημένη, της είπε πως όταν θα έφευγε εκείνο το βράδυ, η νεράιδα θα έπρεπε να πάρει μαζί της τη γλυκιά μωβ πεταλούδα, ώστε όταν νιώθει μόνη να θυμάται την μικρή πριγκίπισσα και να γυρνάει πίσω σε εκείνη.
Η μαγική φωνή της νεράιδας σαν να έβγαζε γκλίτερ και λαμπερό φως από μέσα της. Τα μάτια της πριγκίπισσας έκλειναν όλο και περισσότερο όσο η νεράιδα της διάβαζε μια γλυκιά ιστορία. Ήταν η πρώτη φορά που δεν χρειαζόταν το τραγούδι του αδελφού της, του Πρίγκιπα για να κοιμηθεί. Η μικρή πριγκίπισσα απλώς χαιρόταν που η φίλη της ήταν εκεί και που από την επόμενη μέρα δεν θα ήταν ποτέ ξανά μόνη.
Το λέμε η νύχτα που μύριζε το τέλος της άνοιξης γιατί τότε ξεκινούν να μαραίνονται τα λουλούδια. Τότε αρχίζει να χάνεται η μαγεία. Η μεγάλη ξηρασία παίρνει τη θέση και μοιράζει μικρές απώλειες εδώ και εκεί.
Τα γλυκά ήταν οι βιταμίνες που χρειαζόταν, ο χυμός η χημειοθεραπεία και της έκοβαν τα μαλλιά από περούκες για να μην αναστατωθεί όταν δει πως σιγά σιγά θα έχανε όλα της τα μαλλιά. Η Εβελίνα εκείνο το βράδυ μου έδωσε ένα μικρό κομμάτι ξύλου με μια μωβ πεταλούδα που είχε ζωγραφίζει μαζί με τον Γιάννη. Πίστευε στα παραμύθια, στη μαγεία, στη χαρά που φέρνουν τα ουράνια τόξα και στην καλή πλευρά των ανθρώπων.
Το βράδυ του γάμου σου, Έρη, άφησα τον Κάσπαρ να με περιμένει να βρούμε τα παιδιά. Εγώ, έτρεξα μέσα στο ξενοδοχείο και κλείστηκα στο μπάνιο. Άλλη μια νύχτα που έκλαιγα χωρίς αιτία και χωρίς κάποιον να κατηγορήσω...εκτός από μένα. Αφού αυτή ήταν η μοναδική στιγμή που ήμουν μόνη μετά από καιρό, ήθελα να την εκμεταλλευτώ. Ήθελα να ξεσπάσω, να πιω λίγο, να γυρίσω στα παλιά. Να μπερδευτώ με τις σκοτεινές σκέψεις που μύριζαν φόβο και τρόμο αν άλλη μια σχέση, ή οτιδήποτε ήταν, κατέληγε σε μια άσχημη απώλεια που θα πονούσε και πάλι βαθιά.
Ερχόταν η νύχτα με το τέλος της άνοιξης και όσο να πεις, η ξηρασία άνοιγε παλιές πληγές.
Ο Γιάννης ήταν αυτός που με βρήκε στο πάτωμα να τρώω τα νύχια μου. Κλαμένη, αλλά πλέον ήρεμη, είχα σωριαστεί κάτω και περίμενα κάποιο φάντασμα να με σηκώσει. Εντάξει, ίσως είχα πιει και λίγο παραπάνω και δεν μπορούσα να ισορροπήσω. Έσκυψε κάτω και έκατσε δίπλα μου με την πλάτη του στον τοίχο λίγα χιλιοστά μακριά μου.
Είχα ξεχάσει πόσο όμορφο ήταν το χαμόγελό του. Ήθελα να το δω. Αλλά μου είπε πως δεν το άξιζα πλέον, το είχε κάποια άλλη. Άλλη μια μικρή απώλεια λοιπόν; Παντρευόταν, κάποια στιγμή, μου είπε. Ήταν από την Αθήνα αλλά δούλευε στη Θεσσαλονίκη εδώ και λίγο καιρό και γνωρίστηκαν μέσω κοινής παρέας. Ήταν καλή με τους γονείς του, την συμπαθούσε ο παππούς του και ήταν όμορφη, έλεγε. Πολύ όμορφη.
Δεν ζήλεψα από αυτό. Ζήλεψα που τον είχε κάποια άλλη. Που προχώρησε πριν προχωρήσω. Που όλοι τους μπορούσαν απλώς να ξεπεράσουν τις απώλειές τους με έναν χτύπο της καρδιάς και να σηκωθούν να χορέψουν ξανά. Ζήλεψα που δεν χρειάστηκε να κλειστούν σε ένα διαμέρισμα 30 τετραγωνικών με στραβό στρώμα και χαλασμένη κουζίνα που δεν άναβε το φως. Ζήλεψα που το μαξιλάρι τους δεν μύριζε ιδρώτα και κάπνα μετά από μέρες που ξάπλωναν πάνω του.
Ζήλεψα που είχαν ό,τι δεν είχα. Αυτός, εσύ, η μαμά.
Μετά θυμήθηκα κάτι που δεν είχε κανένας σας. Μια παρέα οχτώ αγνώστων ενωμένοι σε ένα ταξίδι γεμάτο γεύσεις, πλημμυρισμένο από τις ατομικές απώλειες του καθενός. Είχα μια γιορτή. Και ήταν το μόνο που χρειαζόμουν. Κάποιον που είχε χαθεί, κάποιος να έρθει να με βρει.
Η μωβ πεταλούδα μου προκαλούσε εφιάλτες κάτω από το παλιό μαξιλάρι. Η Εβελίνα είχε πεθάνει στην αγκαλιά μου, αλλά αυτή ήταν μια ανάμνηση που θα μπορούσα να ζήσω μαζί της. Ο Πρίγκιπάς της όμως; Αυτός δεν πρόλαβε να πει αντίο. Είχε πει μόνο ένα «Έχεις την Αυγή για παρέα, θα γυρίσω σε λίγο».
Να πω την αλήθεια, δεν χρειαζόμουν άλλο αυτούς τους εφιάλτες. Ο Γιάννης μπορούσε να πάρει τα όνειρά μου. Του έδωσα τη μωβ πεταλούδα που με ακολούθησε σε αυτό το ταξίδι. Είχε προχωρήσει. Αλλά δεν θα έφτανε ποτέ στον προορισμό του χωρίς να μπει ένα τέλος. Αυτός με βρήκε στις τουαλέτες, αυτός με έψαξε.
Μία μία οι πόρτες έπρεπε να κλείνουν. Δεν κάνει καλό στην ψυχή να έχει πολλές τρύπες. Χάνει το πνεύμα της, χάνει τον εαυτό της.
Μόλις έκλεισα τα εισιτήρια για την επιστροφή στην Ελλάδα. Θα είναι σε λίγες μέρες, με λίγη τύχη θα προλάβω να σου στείλω όλα τα γράμματα. Δεν έμειναν πολλά, είναι μικρή αυτή μας η ιστορία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top