6. Λίγο πριν καεί το φιλμ της ζωής μου.
6. Λίγο πριν καεί το φιλμ της ζωής μου.
Σου μίλησα για τους γονείς του Ντάνιελ με τον πιο μακάβριο τρόπο και λυπάμαι για αυτό. Η Νατάλια αργότερα παντρεύτηκε κάποιον άλλον, τον άνθρωπο που ο Ντάνιελ μας γνώρισε και έμαθε ως πατέρα και ας μην είχαν το ίδιο αίμα. Ήταν ωστόσο ένας άνδρας που δεν μπορούσε να συμπληρώσει το κενό και ό,τι έμεινε κρατιόταν με ένα κομμάτι σελοτέιπ. Ο Ντάνιελ είδε στα μάτια της μητέρας του η ταινία να ξεκολλάει χρόνο με τον χρόνο, να θυμώνει με τη ζωή που έχασε και τις επιλογές που έκανε, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να δώσει ένα τέλος. Αυτό το τέλος για κάποιους ήταν το διαζύγιο. Για τον άνδρα που παντρεύτηκε ήταν το τέλος μιας άδικης ζωής. Για την Νατάλια το τέλος της δυστυχίας της. Και για τον Ντάνιελ, ίσως το τέλος της μοναξιάς του.
Χρόνια μοναξιάς που κορυφώθηκαν με την απώλεια ενός πατέρα. Αυτή ήταν η δικαιολογία που έγραψε στην αίτηση για τη συμμετοχή στο πρόγραμμα. Μας χάρισε μια εβδομάδα, όσο μπορούσε και εκείνος, γεμάτη με απολαύσεις της τοπικής κουζίνας και συνταγές από το βιβλίο του βιολογικού του πατέρα. Γνωρίσαμε την ιστορία του εστιατορίου του και τη τελευταία μέρα την περάσαμε στο Πόρτο, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας με φυσική ομορφιά και αρχιτεκτονική που σου προκαλεί ρίγος.
Ο Ντάνιελ μας οδήγησε το βράδυ στο φεστιβάλ ασπρόμαυρου κινηματογράφου στην εξωτερική αυλή της πανεπιστημιούπολης Catolica. Η Λουΐζα έδειξε τον ενθουσιασμό της πιάνοντας θέσεις στις μπροστινές καρέκλες τραβώντας τον Ντάνιελ από πίσω της. Η Μάγια συνοδευόταν από το αχτύπητο δίδυμο, Έμμετ και Αλίσσα, η οποία έκανε χώρο για τον Σεραφείμ που ορισμένες φορές έμενε μόνος χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ο Έμμετ, προς καθόλου έκπληξη όλων, ήταν ο μόνος που του μιλούσε λες και ήταν παλιά φιλαράκια. Νομίζω πως ο ένας χρειαζόταν τον άλλον.
Η ταινία ακολουθούσε δύο αγνώστους μέσα από τις παραμονές Πρωτοχρονιάς για δέκα χρόνια, από το τέλος της εφηβείας τους μέχρι τη στιγμή που η παιδικότητά τους έχει ξεχαστεί από τη ζωή τους. Κάθε παραμονή λοιπόν, αυτοί οι δύο είναι οι μοναδικοί θεατές κάποιας ταινίας στον κινηματογράφο της περιοχής. Δεν γνωρίζονται πραγματικά ποτέ: ο ένας ξέρει την ύπαρξη του άλλου όμως δεν ανταλλάσσουν αναπνοές. Κάθονται σε διαφορετικά σημεία της αίθουσας και για κάποιο λόγο, ακόμα και όταν η κοπέλα αντιλαμβάνεται τον άνδρα μία χρονιά καθώς εκείνος βγαίνει από την αίθουσα, δεν γίνεται ποτέ κίνηση γνωριμίας.
Η ταινία δείχνει τις διαφορετικές ζωές τους που συχνά πυκνά βρίσκουν κοινά σημεία τομής δίχως να το καταλαβαίνουν. Η κοπέλα σπουδάζει στο εξωτερικό, χωρίζει τον αγαπημένο της γιατί την απάτησε, παντρεύεται, αποβάλλει και αφήνει τον σύζυγό της. Ο άνδρας προσπαθεί να συντηρήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του που έχει αναπηρικό πρόβλημα. Παρατάει την απαιτητική δουλειά του για να έχει περισσότερο χρόνο με τον αδελφό του, ο οποίος στο τελευταίο έτος αυτοκτονεί. Κάθε χρονιά, η μέρα τελειώνει με τους δύο τους να βγαίνουν από τον κινηματογράφο, λίγο πριν ο ένας προλάβει να δει τον άλλον.
Με εξαίρεση τη τελευταία χρονιά. Εκεί, η κοπέλα κάθεται στην αίθουσα μόνη της. Δεν παρακολουθεί τη ταινία, είναι χαμένη στις σκέψεις της. Κάποια στιγμή, ο άνδρας μπαίνει στην αίθουσα, σχεδόν στα μισά της ταινίας. Προχωράει σιωπηλός στον διάδρομο, ήταν η κηδεία του αδελφού του εκείνη τη μέρα. Χαμένος και αυτός στις δικές του σκέψεις, επιλέγει νοητά τη σειρά που κάθεται η κοπέλα. Χωρίς να προσέχει ο ένας τον άλλον, κάθονται δίπλα δίπλα. Η ταινία τελειώνει με το ξεκίνημα του μοναδικού διαλόγου στη ταινία.
«Σου άρεσε η ταινία;»
«Μου προκάλεσε μια μελαγχολία.»
«Και μένα.»
Δέκα χρόνια ζωής. Μέσα από κοινές διαδρομές τραμ, καθισμένοι στο ίδιο εστιατόριο με διαφορετικές παρέες, στο νοσοκομείο για άλλους λόγους, αντικριστές στάσεις περιμένοντας την ίδια γραμμή λεωφορείου προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τους πήρε δέκα χρόνια ο ένας να προσέξει τον άνθρωπό του στα μάτια του άλλου.
Ο Κάσπαρ καθόταν δίπλα μου σε παρόμοια στάση. Ήμασταν στη τελευταία σειρά των καρεκλών της αυλής. Γύρω μας φοιτητές και μη, παρακολουθούσαν και συζητούσαν τη ταινία χαμηλόφωνα για να μην ενοχλήσουν τους άλλους. Ο Ντάνιελ είχε περάσει το χέρι του γύρω από τους ώμους της Λουΐζας, ο Έμμετ κρατούσε το χέρι της Αλίσσα και κρατούσαν τα βλέμματά τους ανταλλάζοντας κουβέντες ευγνωμοσύνης που γνωρίστηκαν μέσα στις δυσκολίες τους, η Μάγια ίσως έριξε τα πρώτα της δάκρυα μετά από καιρό και ο Σεραφείμ έκλεισε επιτέλους το κινητό του, αποκομμένος από έναν κόσμο που πλέον δεν χρειαζόταν να σώσει και να είναι μέρος του.
«Σου άρεσε η ταινία;» με ρώτησε χαμηλόφωνα ο Κάσπαρ.
«Μου προκάλεσε μια μελαγχολία.» του απάντησα ειλικρινά.
Το βλέμμα του έκαιγε το πρόσωπό μου. «Και μένα.»
Βλέπεις, κάποιες φορές δεν έχω ιστορίες να σου πω. Κάποιες φορές ξεμένω από λέξεις για να δείξω τι νιώθω και τι σκέφτομαι. Τα γράμματά μου γίνονται όλο και μικρότερα, μα σου βεβαιώνω, πως οι λέξεις μου μόνο πληθαίνουν. Υπάρχουν μέρες για τις οποίες δεν έχω να σου μοιραστώ κάποια εξωπραγματική συζήτηση που μου έμαθε πράγματα, ή ιστορίες με κρυφά νοήματα. Μια μέρα όπως εκείνη η τελευταία στην Πορτογαλία.
Νομίζω πως ήταν μια μέρα ησυχίας και απόλυτης σιωπής. Δεν υπήρξε κανένας τσακωμός και καμία έντονη χαρούμενη στιγμή. Κανείς δεν έπεσε στον δρόμο επειδή δεν είδε τον πορτοκαλί κώνο και κανείς δεν ξέχασε να προσθέτει υγρά στο χοιρινό στη γάστρα κάθε ένα τέταρτο. Μπορώ να σου μιλήσω με όρους επιστημονικούς, όπως τους έμαθα στη σχολή, ή με όρους εμπορικούς και μάρκετινγκ, όπως τους χρησιμοποιώ για την προώθηση του μοντέλου στη δουλειά μου. Μπορώ να σου παρουσιάσω μανάβικα τον τρόπο που η ζωή άρχισε να μοιάζει με ρόλερ κόστερ αλλά μου φαίνεται σχεδόν αδύνατο να μοιραστώ μαζί σου κάποια στιγμή που συνέβη τόσο απότομα που μπορεί και να μην έγινε ποτέ.
Ήταν μια μέρα ήσυχη και σιωπηλή γιατί υπάρχουν και αυτές οι «τίποτα το ιδιαίτερο» στη ζωή. Και πρέπει να μάθουμε να τις εκτιμούμε περισσότερο. Αποτελούν τον πρόλογο πριν τη τρικυμία.
Στον επίλογο της ταινίας, ο σκηνοθέτης τράβηξε τη κάμερα προς τα πίσω και πάνω, δείχνοντας τους δύο αγνώστους να συνεχίζουν να μιλούν ακόμα και όταν τα φώτα της αίθουσας έκλεισαν. Τα σώματά τους έμοιαζαν με δύο μικρά αστέρια μέσα σε έναν νυχτερινό ουρανό από θέσεις ντυμένες σε σκούρη μπλε τσόχα. Η Μαρί και ο Τζον μετακινούνταν πλάι πλάι προς την έξοδο και πήραν το λεωφορείο προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά λάθος γραμμή. Ήταν και αυτή μια περιπέτεια.
Ο Κάσπαρ είχε ένα αχνό χαμόγελο. Θεωρούσε τη ταινία μια υπέροχη εκδοχή του τι μπορεί να συμβαίνει στο μυαλό κάποιου όταν κάνει πράγματα που δεν τον ενθουσιάζουν. Είχα τα πόδια μου στην αγκαλιά μου και εκείνος στήριζε το σώμα του πάνω στο μπράτσο της θέσης του, φέρνοντάς τον απελπιστικά κοντά. Στο τέλος της ταινίας με κοίταξε με αυτό του αχνό χαμόγελο. Ήταν ευχαριστημένος, μου είπε, αν και δεν πίστευα πως εννοούσε τη ταινία.
Σε ένα πετάρισμα των ματιών μου έσκυψε πίσω κοντά μου και τα χείλη του βρήκαν χωρίς προσπάθεια τα δικά μου. Ήμασταν δύο υπάρξεις με ατέλειες σε έναν κόσμο γεμάτο τέλειες...συνταγές.
Άγγιξα απαλά το μάγουλό του και ήρθε κοντά μου, βαθύνοντας το φιλί. Οι τίτλοι τέλους έπεφταν με λευκά και μαύρα γράμματα και οι δύο αυτές υπάρξεις δεν σταμάτησαν να μοιράζονται μια στιγμή χωρίς λέξεις, χωρίς σκέψεις, χωρίς τίποτα. Μόνο ηρεμία και ησυχία μέσα στη βουή του κόσμου.
Εσύ τι θα έκανες αν δοκίμαζες για πρώτη φορά τη καλύτερη συνταγή του κόσμου;
_________________________________________
Α/Ν Ένα -αρκετά- μικρό κεφάλαιο. Ελπίζω να σας μπήκε έτσι γλυκά ο χρόνος!
DL
-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top