5. Το χταπόδι που κολυμπούσε και το χαρτί υγείας που έδωσε ευεξία.
5. Το χταπόδι που κολυμπούσε και το χαρτί υγείας που έδωσε ευεξία.
Φαντάσου αυτό: οι μυρωδιές από τις φυλλωσιές και μπαχαρικά να σου γεμίζουν τα πνευμόνια. Ο ήλιος να μπαίνει ντροπαλά μέσα από τα μωβ και λιλά άνθη του δέντρου Jacaranda με έναν ζεστό καφέ να αχνίζει μπροστά σου. Pasteis de nata, πάστα με γλυκιά γέμιση, και μηλόπιτα με κρέμα βανίλιας από πάνω, τι να πρωτοδιαλέξεις; Σπίτια που κοιτούν τη θάλασσα σου δίνουν τα χιλιάδες χρώματα που μπορείς να γευτείς τη ζωή και η όρεξη για χταπόδι το μεσημέρι ζωντανεύει το στομάχι σου. Ένα αεράκι να σου χαϊδεύει τον λαιμό και...
Να πώς φεύγει η χαρτοπετσέτα με την πάστα από το χέρι! Η κοπέλα, ανάσα, αέρας, ιδέα, γυναίκα, μορφή και ψυχή μπορούσε να τα γευτεί όλα αυτά με μια μπουκιά. Καθόταν μόνη στο παγκάκι της πολυσύχναστης πλατείας περιμένοντας κάτι να τη βρει γιατί φοβόταν να ψάξει. Και περίμενε και περίμενε.
Απέναντι ένα εστιατόριο άνοιγε για τρίτο μήνα ύπαρξης. «Του Ντάνιελ» και από ότι έμαθε ήταν προς τιμή του πατέρα του αφεντικού. Η κοπέλα σήκωσε την πάστα της από τον δρόμο και δάγκωσε το ακόμα καθαρό γλυκό της. Ο τύπος με τα κλειδιά στην πόρτα την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα, πριν αφήσει το βλέμμα του να πλανηθεί αλλού. Την ίδια στιγμή η κοπέλα κοίταξε αλλού, απογοητευμένη με τα πάντα, δίχως να είχε προσέξει τον τύπο απέναντι.
Συνέχισε να κάθεται στο παγκάκι περιμένοντας κάτι που δεν θα την περίμενε μια ζωή να το βρει.
Κάτι τέτοιο έγραφε μια νύχτα και ένας σε κάτι. Πολύ στο «φλου»; Ας το κάνουμε λίγο πιο συγκεκριμένο. Πορτογαλία λοιπόν, ένας άνδρας, αν θες γυναίκα, αν θες παιδί, γατί, σκυλί, παπί σε ατμόσφαιρα χταποδί, από το καλύτερο πιάτο που έφτιαξε ποτέ. Είναι τέλος πάντων αυτό το πλασματάκι και κάθεται μια νύχτα του Μάη σε μια κουζίνα στην Πορτογαλία. Ας πούμε κιόλας πως είναι σεφ, πως ξέρει από τούτα, μη γίνουμε και ρεζίλι σε ξένους ανθρώπους. Είναι λοιπόν ο σεφ μας, στεκόμενος πάνω από τον πάγκο στη κουζίνα του, κουρασμένος, στα χέρια χαρτί και στυλό, σημειώνοντας τα όσα τον κούρασαν να σκέφτεται.
Μία κουταλιά σταγόνες δυσαρέσκειας.
Δύο κούπες ζάχαρη της ξεγνοιασιάς.
Ένα κουταλάκι του γλυκού μουσική που σου κόβει την ανάσα.
Ένα καραμελωμένο χάδι στον λαιμό σαν ανοιξιάτικο αεράκι.
Τα υλικά για μια ζωή στο «περίμενε» γιατί το νιώθεις, απλώς φοβάσαι να το πιάσεις.
Σαν τη νύχτα με τη μέρα, αυτή η διακριτική συνάντησή τους είχε ξεκινήσει μήνες πριν και θα συνεχιζόταν για πάντα. Ποτέ ο ένας δεν πρόσεξε τον άλλον, ήταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι που ήθελαν κάτι αλλά ποτέ δεν τολμούσαν να το αποκτήσουν. Η κοπέλα συνέχιζε να φαντάζεται την ημέρα το χταπόδι που ήθελε μια μέρα να δοκιμάσει αλλά δεν είχε τα λεφτά να αγοράσει, ο άνδρας συνέχιζε να κάθεται τη νύχτα να γράφει τα υλικά που είχαν σημασία για αυτόν και κάθε φορά να προσθέτει κάτι νέο, να αφαιρεί κάτι παλιό, μέχρι να το πετύχει.
Αλλά η μοίρα έχει τη κακή συνήθεια, ως γνωστή Ρουβίτσα φαν των ανθρώπινων ψυχών, να προσπαθεί να τις ενώσει με τον πιο απρόσμενο τρόπο.
Για την περίπτωση της Νατάλια και του Μπρούνο, αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα χταπόδι που κολυμπούσε στο ψυγείο.
«Μου είπαν να σε φωνάξω.» ψιθύρισε η Αυγή στην πόρτα. «Φεύγουμε.»
Ο Κάσπαρ έβαζε κάλτσες με αβοκάντο στα πόδια του πριν φορέσει τα καφέ «σοβαρά» παπούτσια, όπως τα αποκαλούσε. «Κατεβαίνω.»
Η παρέα είχε φτάσει στην Πορτογαλία λίγες ώρες πριν. Το ταξίδι από το Παρίσι προς τη Λισαβόνα ήταν τεράστιο και έχασαν δύο μέρες ήδη στη διαδρομή, μειώνοντας τη διαμονή τους στη χώρα από τις εφτά μέρες, στις τέσσερις γιατί η τρίτη ήδη έφτανε στο τέλος της. Αυτή τη φορά δεν έμεναν σε κάποιο μικρό κάστρο όπως αυτό της γιαγιάς της Αλίσσα στη Γαλλία, αλλά σε ένα μικρό κίτρινο σπιτάκι με θέα τη θάλασσα. Ήταν το πατρικό της μητέρας του Ντάνιελ, ένας κρυφός θησαυρός στα στενά πριν τα Δικαστήρια και το σπίτι όπου ο Ντάνιελ κρυβόταν τα καλοκαίρια μακριά από τους τσακωμούς των γονιών του.
Η Αυγή και ο Κάσπαρ έμεναν σε διαφορετικά δωμάτια, εκείνη με τη γιαγιά Μάγια και αυτός με τον Έμμετ. Ακόμα υπήρχε μεταξύ τους μια άβολη ατμόσφαιρα λες και κάτι θα εκραγεί σε λίγα λεπτά από την ώρα που θα μιλήσει ένας από τους δύο.
«Άρα...είμαστε εντάξει;» τον ρώτησε για εκατοστή χιλιοστή φορά.
«Είχαμε κάτι να χωρίσουμε και δεν είμαστε;» τη ρώτησε. «Εσύ δεν συμπαθείς ούτε ένα ανθρώπινο πλάσμα στον κόσμο, εγώ στο περίπου πάω τους πάντες. Δεν χρειάζεται όλοι να ταιριάζουμε με τους πάντες.»
Ναι αλλά, η Αυγή, να, χμ, ήθελε να, ξέρεις τι...ήθελε να ταιριάζει με τον Κάσπαρ.
Όσο κουλό και αν ακούγεται, η ξανθόψειρα ήταν το πρώτο άτομο που γνώρισε, μόνη της και αυτό μπαίνει με έμφαση, μετά από καιρό και ήταν περήφανη για αυτό. Μία εβδομάδα φιλίας μη πάει τζάμπα.
«Είστε τακτοποιημένοι; Φεύγουμε;» εμφανίστηκε στην πόρτα ο Ντάνιελ.
Το δεκαοχτάχρονο νιάτο κρατούσε μια σακούλα με χαρτί υγείας μέσα. Η Αυγή έμαθε να μη κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις οπότε άλλαξε θέμα. «Και οι γονείς σου σίγουρα δεν θα έχουν θέμα με εμάς εδώ;»
Το παιδί -ένα κεφάλι πιο ψηλός από την Αυγή- τη διαβεβαίωσε πως όλα είχαν κανονιστεί. «Η μαμά είπε ναι οπότε μην αγχώνεστε. Τώρα ασχολούνται περισσότερο με το διαζύγιο παρά με εμένα.»
Ναι, κάτι είχε ακούσει από τη Λουΐζα. Η Λουΐζα που για κάποιο λόγο τα ήξερε όλα για τον Ντάνιελ και δεν έκλεινε το στόμα της για αυτόν.
«Ο Σεραφείμ τι λέει για την έλλειψη αλκοόλ;» ρώτησε ο Κάσπαρ μεταξύ αστείου και σοβαρού.
Ο Ντάνιελ έξυσε τον λαιμό του. «Διάφορα πράγματα στα Ολλανδικά που δεν καταλαβαίνω. Νομίζω χρειάζεται μια αγκαλιά.»
«Ή ένταξη σε κέντρο αποτοξίνωσης.» σχολίασε ο Κάσπαρ.
Η Αυγή το άφησε να περάσει και πριν φύγει ο Ντάνιελ, τον έπιασε από το χέρι. «Υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε; Με το διαζύγιο.»
Ο Ντάνιελ της χαμογέλασε εγκάρδια, καταλαβαίνοντας πως είχε μόνο καλό σκοπό, άσχετα αν τον έφερε ή όχι σε άβολη θέση. «Μη καταστρέψετε το σπίτι. Δεν ξέρω αν είναι μέσα στις ακίνητες περιουσίες που θα μοιραστούν.»
Ήξερε πως το είπε για αστείο αλλά τελευταία, η Αυγή δυσκολευόταν να γελάσει. Γύρισε απότομα στον Κάσπαρ πριν αφήσει τις αρνητικές σκέψεις να την επηρεάσουν περισσότερο από όσο πρέπει. «Όταν είσαι έτοιμος κατέβα.»
Δεν είχε προσέξει πως στεκόταν ακριβώς από πίσω της. Τρομαγμένη στην ιδέα πως τα γαλάζια μάτια του μπορούσαν να εισβάλουν με το έτσι θέλω στη ψυχή της, έκανε ένα βήμα πίσω, μα ο Κάσπαρ στάθηκε εκεί, σοβαρός, μπροστά της, πιάνοντάς την απροετοίμαστη με την επόμενη ερώτηση.
«Μας μισείς όλους τόσο πολύ;» τη ρώτησε σιγανά. «Αλήθεια δεν σου αρέσει εδώ;»
«Νόμιζα πως το είχαμε λύσει αυτό.» απάντησε στον ίδιο τόνο πιάνοντας την πλέον κλειστή πόρτα από πίσω της.
«Είχαμε λύσει το γεγονός πως δεν σου κρατάω κακία για όσα είπες αν και το άξιζες. Όλοι σε συγχώρεσαν, έμμεσα ή άμεσα.» της είπε. «Εσύ;»
Η Αυγή ήθελε να φύγει από εκεί. Και αν έπρεπε να πει όλα όσα σκεφτόταν θα τα έλεγε. «Όχι, αλήθεια. Απλώς...δεν έχω συνηθίσει να περνάω καλά.»
Ο Κάσπαρ ήρθε κοντά της και άνοιξε την πόρτα. Αμίλητος στην αρχή, την πήρε από το χέρι και άρχισαν να περπατούν στον διάδρομο, σταματώντας στο δωμάτιο της Αυγής για να πάρει τα πράγματά της. «Άρα περνάς καλά; Αυτό σε φοβίζει;»
Η Αυγή έβαλε τα παπούτσια της, ένα ζευγάρι χαλασμένα αθλητικά που μάτωναν τα πόδια της από πίσω στα πρώτα βήματα και έψαξε τη τσάντα της. «Ναι και όχι. Μιλάμε ειλικρινά;»
«Μιλάμε ειλικρινά.»
«Τέλεια γιατί καιρό έχω να κάνω μια τέτοια συζήτηση και εσύ το βγάζεις από μέσα μου.» κάθισε μπροστά στο κρεβάτι προσπαθώντας να ψαρέψει τα υπάρχοντά της. Βρήκε το βαζάκι με τα κρυμμένα λεφτά της Μάγια πίσω από τον φορτιστή του κινητού της που νόμιζε πως είχε χάσει. «Δεν είναι ότι με φοβίζει το γεγονός ότι περνάω εγώ καλά. Αλλά το ότι οι άλλοι μπορεί να μην περάσουν καλά μαζί μου.»
Ο Κάσπαρ την περίμενε στην είσοδο λες και δεν ήταν κάτω έξι άτομα μετρώντας την ώρα για την εμφάνισή τους. «Είμαι αλλεργικός στα μπλε μύρτιλα και όλη η τάξη στο νηπιαγωγείο ήθελε μονίμως τέτοια τούρτα. Στο τέλος ήμουν μόνος με το αρκουδάκι λιοντάρι μου. Καταλαβαίνω.»
«Δεν ξέρω αν μπορείς να συγκρίνεις τις φοβίες μου με τα παιδικά σου τραύματα.»
«Νομίζω πως όλα ξεκινούν από τα παιδικά τραύματα.» της είπε και την πήρε αγκαζέ κατεβαίνοντας αργά τις σκάλες. Φωτογραφίες με τον μικρό Ντάνιελ στα χέρια μιας γυναίκας με όμορφα καστανά μάτια ήταν παντού στον τοίχο γύρω από το απόκομμα μιας εφημερίδας σχετικά με ένα εστιατόριο. Η Αυγή συνέχισε να ακούει τις θεωρίες του Κάσπαρ. «Τα παιδιά είναι τα πιο ελεύθερα πλάσματα του κόσμου μέχρι να τους έρθει κατακέφαλα κάποιος ενήλικας. Τότε έρχονται όλα τα τραύματα των σφαιρών. Πολλές φορές δεν υπάρχει τραύμα εξόδου και μεγαλώνουμε με αυτό. Η σφαίρα προσπαθεί να βγει συνέχεια, μιας και είναι ένα ξένο αντικείμενο στον οργανισμό μας, αλλά άπαξ και το βγάλουμε, αφού έχουμε μάθει να ζούμε με αυτό, θα σταματήσουμε να υπάρχουμε όπως τώρα εγώ και εσύ και όλα θα αλλάξουν. Και σε αντίθεση με τα παιδιά, δεν τα πάμε καθόλου καλά με τις αλλαγές. Οπότε καταλαβαίνω τους φόβους σου.»
Η Αυγή πρόσεξε πως αντί να χαιρετήσουν τους υπόλοιπους και να περπατήσουν μαζί τους, ο Κάσπαρ συνέχισε να περπατάει προς την έξοδο του σπιτιού μόνος μαζί της. Η παρέα βοηθούσε τη Μάγια να περπατήσει γρήγορα, της είχε κάτσει βαρύ το μεσημεριανό και αναγκάστηκε να βγάλει μπαστούνι.
«Κάποιες μέρες φοβάμαι πως δεν έζησα ποτέ σαν παιδί, όπως το περιγράφεις.» του εξομολογήθηκε. «Από μικρή είχα μια από τις σφαίρες που λες να κουβαλάω.»
Ο Κάσπαρ της άνοιξε την πόρτα της αυλής, κρατώντας ακόμα αγκαζέ το χέρι της και βγήκαν έξω στη νύχτα. «Ποια είναι η τελευταία φορά που ένιωσες παιδί;» τη ρώτησε.
Μαζί, πέρασαν κάτω από τη μωβ φυλλωσιά με τα μικρά άνθη να χάνονται κάτω από το φως της κίτρινης λάμπας του δρόμου. Το τραμ τους πέρασε γρήγορα και εκείνοι πέρασαν απέναντι χωρίς να περιμένουν τους υπόλοιπους. Η Αλίσσα μπορεί να το κάνει θέμα μετά, αλλά όλοι είχαν συνηθίσει τους δυο τους να φεύγουν μόνοι στη Γαλλία. Ένα ξέσπασμα της Αυγής δεν θα το άλλαζε αυτό.
«Δυσκολεύτηκα να σκεφτώ κάποια ανάμνηση.» του απάντησε, απογοητευμένη ξάφνου με το πόσο γρήγορα πέρασαν εκείνα τα χρόνια. «Εσύ;»
Αργός ο βηματισμός τους, ακολουθούσαν μια άλλη νεανική παρέα που κατευθυνόταν μάλλον προς την ίδια κατεύθυνση με εκείνους. Η Αυγή άφησε τον εαυτό της ελεύθερο και να μην πανικοβληθεί, εξάλλου ό,τι κακό μπορούσε να της συμβεί, θα συμβεί σε όλους. Γελούσε από μέσα της στην ιδέα πως μπορεί να την έσωζε από κάτι τέτοιο ο Κάσπαρ. Και ποιος θα έσωζε το μαλλί του;
«Ήμουν αρκετά μικρός, ίσως στο νηπιαγωγείο. Είχα μείνει με τη γιαγιά μου ένα καλοκαίρι γιατί οι γονείς μου ήταν για δουλειά στην Αφρική. Είναι γιατροί βλέπεις. Στο τέλος του καλοκαιριού μου έφεραν ένα λούτρινο ζωάκι. Το μικρό μου λιονταράκι. Το ονόμασα Σίμπα, για τους προφανείς λόγους.» η ανάμνηση του Κάσπαρ τον έκανε να χαμογελάσει όσο η Αυγή τον κοιτούσε. «Ήταν ουσιαστικά μια απόδειξη σε εισαγωγικά για να δείξεις πως υιοθέτησες ένα ζωάκι. Οι γονείς μου μου πήραν ένα λιοντάρι.»
Η Αυγή σταμάτησε αμέσως και τον κοίταξε αυστηρά. «Αυτή είναι η γάτα σου που πέθανε;»
«Ο Σίμπα ήταν ο καλύτερός μου φίλος, οκ;» της είπε. Η Αυγή ξέσπασε σε γέλια, γέλια που δεν μπορούσε να συγκρατήσει και οι γύρω της τη κοιτούσαν περίεργα. Μάλλον επειδή ακουγόταν σαν γουρούνι. Ο Κάσπαρ δεν γέλασε. «Του έγραφα γράμματα κάθε μήνα και μου είπαν πως κάποιος του τα διάβαζε. Μεγάλωσε μαζί μου. Μη γελάς!»
«Είχες για κατοικίδιο ένα λιοντάρι λες και ήταν όντως γάτα!» φώναξε στα γέλια και συνέχισαν να περπατάνε. «Οκ, συγνώμη, συγνώμη. Συλλυπητήρια.»
«Ευχαριστώ.» μουρμούρισε κατσούφης. «Τέλος πάντων, αυτή ήταν η τελευταία μου παιδική ανάμνηση. Μετά ξεκίνησαν οι υποχρεώσεις, τα σχολεία, δραστηριότητες, το άγχος των εξετάσεων για σχολή, η ίδια η σχολή ήταν ένα σκανδαλώδες αριστούργημα βγαλμένο από εφιάλτη του Tim Burton. Όλα τυλιγμένα με μια κορδέλα συνεχόμενης δυστυχίας.»
Η Αυγή έσφιξε το χέρι του και πέρασε το δικό της γύρω από τον αγκώνα του ξανά. «Γιατί;»
Ο Κάσπαρ είχε άλλη μια θεωρία, φιλοσοφία και γενικώς ένα μπέρδεμα στο κεφάλι του. «Έχεις σκεφτεί ποτέ για ποιο λόγο συνεχίζεις; Άκυρο, είσαι σαφές παράδειγμα του τι θέλω να αποδείξω. Είσαι εθισμένη με τη δουλειά σου. Για ποιον λόγο;»
«Καθόλου ευγενικό και είμαι εθισμένη γιατί...δεν ξέρω, αυτό έμαθα να κάνω καλά και είναι το μόνο που με κρατάει σε λογικό επίπεδο επιβίωσης.»
«Είπες όλες τις λέξεις που κάνουν κακό στο ανθρώπινο είδος. Είσαι παιδί και είσαι το πιο ελεύθερο ανθρωπάκι στον πλανήτη και είκοσι χρόνια αργότερα μιλάς για κάτι που αναγκάζεσαι να κάνεις για να συνεχίσεις τον κύκλο της ζωής, τελείως διαφορετικό από τον τρόπο που μεγάλωσες τότε.»
Η Αυγή τον τράβηξε πίσω όταν πήγε να περάσει τον δρόμο μέσα από τη κίνηση. «Νόμιζα πως δεν υπάρχει κάτι κακό στο να ξεκινάς κάπως και να τελειώνεις αλλιώς. Κάτι τέτοιο είχες αναφέρει τις προάλλες.»
«Ναι αλλά-» αυτή τη φορά τη τράβηξε και πέρασαν τρέχοντας το δρόμο. Λαχανιασμένη του έκανε νόημα να σταματήσουν και ο Κάσπαρ πήρε την ευκαιρία να συνεχίσει. «Όπως έλεγα, το θέμα είναι να επιλέξεις εσύ την πορεία σου.»
«Νομίζω εγώ επέλεξα να μη συνεχίσω κάτι πάνω στις σπουδές μου. Βέβαια δεν έβρισκα και κάτι πάνω στις σπουδές μου χωρίς προϋπηρεσία δέκα ετών.»
«Άρα κάποιος σου έβαλε ένα εμπόδιο και επέλεξες κάτι άλλο.» της είπε. «Και τι ήταν το άλλο; Κάτι περί επιβίωσης; Από πότε πρέπει να επιβιώσουμε; Το θέμα είναι απλώς να ζήσουμε. Κάποια στιγμή θα πεθάνουμε, πάπαλα, έτσι είναι ο κύκλος μας. Το να προσπαθούμε κάθε τρεις και λίγο να κάνουμε τα πράγματα έτσι ώστε να αποφύγουμε τον θάνατο είναι ένα από τα λάθη του ανθρώπινου είδους. Έτσι αναγκάζεται να ακολουθεί το παράδειγμα όσων την έχουν βρει εύκολη τη ζωούλα και να δουλεύουν, να προσπαθούν για πράγματα που στο τέλος δεν έχουν σημασία, μόνο και μόνο για να επιβιώσουν πέντε, δέκα χρόνια παραπάνω. Σε αυτά τα πέντε χρόνια που κέρδισαν τι έκαναν;»
Ο Κάσπαρ στεκόταν σαν να περίμενε κάτι. Η Αυγή κατάλαβε πως περίμενε εκείνη. «Τι έκαναν;»
«Τίποτα απολύτως. Λίγοι είναι οι έξυπνοι σε αυτόν τον κόσμο που χαίρονται τη ζωή. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να την μεγαλώσουν γιατί νομίζουν πως έχουν αυτό το δικαίωμα. Μέχρι και ένα δέντρο πολλών αιώνων κάποια στιγμή πεθαίνει. Και οι χαζοί, μαζεύουν σιγά σιγά όλες αυτές τις σφαίρες μέχρι να γίνουν μια ωρολογιακή βόμβα και να σκάσουν προς κάθε κατεύθυνση.»
Τώρα η Αλίσσα με τον Έμμετ σχεδόν τους έφταναν. Τα δυο τους μιλούσαν συνωμοτικά για μελλοντικά σχέδια του ταξιδιού, όταν την ίδια στιγμή ο Σεραφείμ κρατούσε τη Μάγια από το χέρι και της έλεγε για οικονομικά σκάνδαλα της Ευρώπης. Η Λουΐζα με τον Ντάνιελ ακολουθούσαν τελευταίοι, λίγο πιο μακριά από όλους, συζητούσαν χαμηλόφωνα. Η Αυγή πίστευε πως βρίσκονταν και επίσημα σε ραντεβού, βλέποντας τα κόκκινα μάγουλα του Ντάνιελ.
Μπροστά τους, απλώνονταν μια μικρή πλατεία. Τα φωτάκια στα ψηλά δέντρα δημιουργούσαν την τέλεια ατμόσφαιρα μαζί με τη γρήγορη μουσική βιολιού, πιάνου και κιθάρας. Η Αυγή με τον Κάσπαρ δεν προσέγγισαν αμέσως τον κόσμο, έμειναν μακριά, λίγο πιο πίσω πλέον από τη Λουΐζα και τον Ντάνιελ.
«Γιατί είμαστε χαζοί;» τον ρώτησε σιγανά.
Ο Κάσπαρ άφησε το χέρι της και κοίταξε το πλήθος. «Γιατί φοβόμαστε τι έρχεται όταν δεν μπορούμε να ανοίξουμε τα μάτια μας. Όταν κάτι αλλάξει.»
«Και δεν το αποδεχόμαστε αυτό; Οι ενήλικες, όπως λες.»
«Όχι.» της απάντησε, παρουσιάζοντας το τελευταίο κομμάτι της θεωρίας του. «Νομίζω για αυτό δεν θέλω να κάνω παιδιά. Ίσως και εγώ φοβάμαι κάτι, φοβάμαι μη μεγαλώσουν και σταματήσουν κάποια στιγμή να θυμούνται τη τελευταία τους στιγμή που ήταν πραγματικά ελεύθεροι.»
«Εγώ θέλω να κάνω παιδιά.» παραδέχτηκε σιγανά η Αυγή. Κοντά του, τα μυστικά των φόβων της να τα ακούει μόνο εκείνος όσο τους προσπερνούσαν νέοι, παιδιά, μεσήλικες και ηλικιωμένοι. «Νομίζω για να καταπολεμήσω τον εθισμό μου, βαθιά στη σκέψη.»
«Και αν δεν τα καταφέρεις;»
«Τουλάχιστον θα μου θυμίζουν γιατί δεν πρέπει να φοβάμαι.»
Ο Κάσπαρ της χαμογέλασε. «Θες να γίνουμε παιδιά απόψε;»
Η Αυγή είδε την Αλίσσα να την πιάνει μια γιαγιά και να ξεκινάνε να χορεύουν. Ο Ντάνιελ μοίραζε χαρτί υγείας και είχε φορέσει το χάρτινο καπέλο που του έφτιαξε η Λουΐζα στον δρόμο. Αυτή ήταν η τοπική βραδιά του Μάη που τους είχε πει ο Ντάνιελ; Μάλλον ναι. Μια βραδιά που μικροί και μεγάλοι ενώνονταν και γίνονταν ξανά αυτό που της περιέγραφε ο Κάσπαρ τόση ώρα και εκείνη είχε σχεδόν ξεχάσει. Ελεύθεροι.
«Η αλήθεια είναι πως δεν θέλω.» του είπε. «Αλλά κάτι μου λέει πως θα με σύρεις ό,τι και να πω.»
Ο Κάσπαρ της βρήκε ήδη ταίρι. «Αμέ.»
Όλη η ζωή ήταν ακριβώς μπροστά τους. Και χόρευε τον πιο γευστικό χορό.
Η Αυγή φόρεσε το χάρτινο κολιέ που της έδωσε ο Ντάνιελ πριν τον αρπάξει η Λουΐζα και έπεσε στα χέρια του Φερνάντο στο ομώνυμο τραγούδι των ABBA. Ο εβδομηντάχρονος μανάβης είχε περισσότερη ενέργεια από εκείνη. Η Αυγή αντάλλαζε ματιές αισιοδοξίας με τον Κάσπαρ προσπαθώντας να την πείσει να τη σώσει, αλλά οι στροφές του Φερνάντο της έκοβαν το μήνυμα στη μέση.
Κάποια στιγμή άλλαξε παρτνέρ με μια κίνηση που δεν πρόλαβε να καταλάβει. Άκουγε τη Μάγια να δίνει ρεσιτάλ χορού στα χέρια ενός δεκαπεντάχρονου που την παρακολουθούσε μαγεμένος. Στην επόμενη στροφή της, η Αυγή βρέθηκε αγκαζέ με μια γυναίκα που κρατούσε αγκαλιά το νεογέννητό της και της έδειξε πώς να κουνά τους γοφούς της και να μη μοιάζει με πάπια έτοιμη για σφαγή. Ο ρυθμός της μουσικής την έκανε να συνεχίζει να αλλάζει χέρια από άτομο σε άτομο. Η σκέψη της δεν πήγε ούτε μια φορά στο να σταματήσει και να απομακρυνθεί. Ήταν όπως τότε στο μπαρ που τους πήγε η Αλίσσα. Ήταν καλά και ήταν καλά με τον εαυτό της.
Το μυαλό της γυρνούσε μαζί με το εφτάχρονο Αντόνιο που τη βοηθούσε να μάθει τον χορό που τους έδειξε η δασκάλα του στο σχολείο. Η φωνούλα του την έκανε να γελάσει όσο της παρουσίαζε τις δυσκολίες της ζωής του με τη κοπέλα του Μαγδαλένα, όταν την ίδια στιγμή τη φλέρταρε ασύστολα. Η Αυγή αφέθηκε στο τρέξιμό του γύρω γύρω και ήταν ο καλύτερος παρτενέρ εκείνο το βράδυ.
Κάτι που δεν πρόσεξε ήταν το πόσο περισσότερο χαμογελούσε απόψε. Ήταν χωρίς να το σκέφτεται η ίδια, δίχως να το προκαλεί, δίχως να είναι αναγκαστικό από ευγένεια. Ήταν κάτι απλό, μια κίνηση που γινόταν για να γίνει γιατί κάτι στον μικρό της εγκέφαλο της έλεγε να ακούσει τη μεγάλη της καρδιά. Της πήγαινε, την φώτιζε, την έκανε να φαίνεται πως γιόρταζε τη κάθε στιγμή γύρω της.
Ή τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στα μάτια του Κάσπαρ από μακριά.
Οπότε άλλαξε την όμορφη κοπέλα με την οποία χόρευε για τον παππού που είχε σαγηνεύσει τη Μάγια, για το κοριτσάκι που ήταν ο Σεραφείμ σε μικροσκοπική έκδοση, με σκοπό να φτάσει στην Αυγή. Ήταν και αυτή άλλη μια ασυναίσθητη κίνηση όπως το χαμόγελό της; Το μυαλό του έλεγε όχι, γιατί αν ήταν έτσι, τότε δεν θα είχε μετρήσει βήματα και χρόνο για να ταιριάξει με τη στιγμή που η Αυγή θα άλλαζε χέρια για επόμενο χορό. Αν δεν ήταν προμελετημένο, τώρα ο Κάσπαρ δεν θα τη τραβούσε στη δική του αγκαλιά.
Την έπιασε από τα χέρια και την οδήγησε σε πολλές στροφές πριν την αφήσει να χαλαρώσει. Η Αυγή και εκείνος δεν αντάλλαξαν κουβέντες. Τον είχε ρωτήσει αν ήταν εντάξει μεταξύ τους. Το θέμα ήταν πως το ήθελε πολύ, να είναι εντάξει. Αλλά οι δικές του σκέψεις τον μπέρδευαν πολλοί. Του άρεσε η ζωή σαν μια μελωδία για γιορτή και γιορτή. Και η Αυγή ήταν το παιδάκι που τώρα μάθαινε τι πήγαινε να πει αυτό. Ο Κάσπαρ δεν το είχε συνηθίσει, ήταν κάτι διαφορετικό για αυτόν, κάτι που τον μπέρδευε για το τι έπρεπε να πει, αν έπρεπε να την προσεγγίσει όντως, ή αν έπρεπε να κάτσει στα αβγά του.
Ήταν απλώς ένα ταξίδι εξάλλου. Πόσο θα κρατούσαν επαφή μετά από αυτό;
Βέβαια η Αυγή ήταν απρόβλεπτη. Ο Κάσπαρ τους αγαπούσε αυτούς τους ανθρώπους πολύ. Και έτσι, όταν η Αυγή τον αγκάλιασε σφιχτά, εκείνος την άφησε να ρίξει μερικά δάκρυα που είχε στα μάτια της, χαμηλώνοντας τον ρυθμό τους. Ο Κάσπαρ έκλεισε τα μάτια του, νιώθοντας μια έντονη ανάγκη να την αγκαλιάσει και να την αφήσει να το βγάλει από μέσα της. Κάποια στιγμή σταμάτησαν να κινούνται τελείως. Η μουσική και ο χορός συνεχίζονταν κανονικά γύρω τους. Η Αυγή έκλαιγε σιωπηλά, για αυτά που φοβόταν, του είχε πει. Και εκείνος, με τους δικούς του φόβους, βρήκε επιτέλους έναν άνθρωπο που μπορούσε να τον κάνει να σταματήσει να τρέχει.
Η ζωή δεν ήταν μόνο γιορτή. Ήταν και κηδεία και κλάματα σε ένα κλειδωμένο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν και γέλια παρέα με ένα παγωτό. Ήταν μια τέλεια αλατισμένη καραμέλα, η ισορροπία της ζάχαρης και του αλατιού, δύο δυνάμεις ίσες και αντίθετες. Η ζωή είναι όσα φοβόμαστε να φανταστούμε και αφήνουμε μόνο στα όνειρα. Μια ρωγμή στον χρόνο που τους έκανε προσωρινά αθάνατους.
Η Αλίσσα, ο Έμμετ, η Λουΐζα, ο Ντάνιελ, η Μάγια, ο Σεραφείμ, πιάνονταν χέρι χέρι και μπουκάλι με μπουκάλι, λέξη με λέξη, συζήτηση με συζήτηση μέσα στη σκέψη δημιουργώντας έναν κύκλο που δεν σταματούσε να γυρνάει. Σαν έναν μικρό τυφώνα που δεν θα σταματούσε με καμία φυσική παρέμβαση.
Και στη μέση αυτού, ο Κάσπαρ με την Αυγή. Εκεί που ίσως ανήκαν πραγματικά, ο ένας στα χέρια του άλλου.
Η Νατάλια είχε μείνει χωρίς δουλειά εδώ και δύο εβδομάδες. Η συγκάτοικός της την είχε βαρεθεί όλη μέρα στο σπίτι. Ξάπλωνε στον καναπέ και έβλεπε παιδικά τρώγοντας σοκολατένια δημητριακά (χωρίς γάλα, ποια νομίζετε πως είναι;) και το περιοδικό μαγειρικής είχε γίνει το μαξιλάρι της. Δεν το άνοιγε βέβαια ποτέ γιατί της ήταν άχρηστο: έκαιγε το τοστ. Το τοστ. Σοβαρά μιλάω.
Μια συνήθεια έμεινε ίδια. Κακή συνήθεια το έλεγε, και Έρη εσύ ξέρεις από κακές συνήθειες (αμφιβάλλω αν έκοψες το τσιγάρο όσο λείπω). Συνέχισε να ανεβαίνει μια φορά την εβδομάδα στο τραίνο από Λισαβόνα για Πόρτο, να κάθεται και να διαβάζει περιοδικά μαγειρικής και τις πέντε ώρες διαδρομής, ακόμα και όταν άλλοι κοιμόντουσαν του καλού καιρού αφού ήταν αυγή όταν έφευγαν.
Εκείνη ήταν κουκουβάγια τι να κάνεις.
Τη τελευταία φορά που το έκανε όμως, έχασε το τραίνο. Και αναγκάστηκε να πάρει κάποιο που θα ξεκινούσε από τη Λισαβόνα στο μεσημέρι και θα έφτανε στο Πόρτο το βράδυ. Η Νατάλια δεν πρόλαβε ανοιχτό το αρτοποιείο με την ωραία μηλόπιτα και τα μωβ άνθη δεν φαίνονταν καθαρά στα δέντρα το βράδυ. Η πλατεία ήταν άδεια και εκείνη ήταν το ίδιο. Άδεια.
Στο παγκάκι που καθόταν είχε πεσμένη μια χαρτοπετσέτα από το αρτοποιείο που λάτρευε. Έσκυψε να το σηκώσει, λυπημένη και με τη μόνη δόση της ίδιας συνήθειας που ακολουθούσε, θυμούμενη τις στιγμές που έριχνε κάτω το δικό της γλυκό. Μέσα στη σιωπή της νύχτας, απέναντι το εστιατόριο με το καλύτερο χταπόδι της περιοχής έκλεινε για βράδυ και ο Μπρούνο κλείδωνε την πόρτα. Ήταν αργά και εκείνος αδημονούσε να πάει σπίτι στη λίστα του.
Είχαν αλλάξει πολλά στη κακιά συνήθεια της Νατάλια με κυριότερο το γεγονός ότι επιτέλους πρόσεξε τον Μπρούνο.
Εκείνος βέβαια στροφάρει λίγο αργά και δεν έριξε τη ματιά του πάνω της παρά μόνο όταν τον πλησίασε τρομακτικά κοντά με αποτέλεσμα να τον κολλήσει στον τοίχο.
«Δουλεύεις εδώ;» τον ρώτησε.
Ο Μπρούνο σήκωσε τα χέρια ψηλά, κλειδιά να πέφτουν. «Αν πω όχι τι κερδίζω;»
«Είσαι ο σεφ εδώ έτσι; Νομίζω σε έχω δει ξανά.»
Και εκείνος την είχε δει. Ήταν αδέξια και της έπεφτε το φαγητό. Και τώρα ήταν σε απόσταση αναπνοής από τις κύριες δομές άντλησης αίματος στον οργανισμό του, δεν την εμπιστευόταν τόσο πολύ.
«Τώρα με βλέπεις και από κοντά, μπορείς να με αφήσεις.»
Η Νατάλια έκλεισε τα μάτια της και μύρισε τον αέρα. «Ονειρεύομαι κάτι πολύ τελευταία και το θέλω όσο τίποτε άλλο. Νομίζω πως μπορείς να μου το δώσεις.»
«Μου αρέσει η ζωή μου, θα ήθελα να τη κρατήσω.»
«Οι απαντήσεις σου μου προκαλούν έντονα συναισθήματα δυσαρέσκειας.» μουρμούρισε εκείνη. «Ακούω κάτι ξέγνοιαστο; Μουσική που κόβει την ανάσα;»
Ο Μπρούνο αν δεν είχε ανησυχεί με αυτά, τώρα ήταν έτοιμος να καλέσει την αστυνομία και τον Άγιο Πέτρο να την πάρει από πάνω του. «Εμ...ναι;» σήκωσε τα ακουστικά του. «Είναι το podcast μαγειρικής που ακούω.»
Η κοπέλα έκανε ένα βήμα πίσω και τραγούδησε τους τίτλους αρχής του podcast. «Με ένα καραμελωμένο χάδι σε φιλώ, στο λαιμό, ορίστε η συνταγή της δυστυχίας μου μωρό μου.»
«Πολύ ενδιαφέρον.» της είπε και σήκωσε τα κλειδιά από το δρόμο. «Καληνύχτα.»
«Μισό, περίμενε!» τον φώναξε. «Θέλω μια χάρη. Χωρίς να το πεις στο αφεντικό σου.»
Ξεφυσώντας, την άκουσε. Τα ήθελε ο κώλος του. «Τι θες;»
«Θέλω να δοκιμάσω από το χταπόδι.»
Οκ, ώρα για τεστ. «Τι το ιδιαίτερο έχει αυτή η χάρη;»
Η κοπέλα δεν απάντησε αμέσως. «Γιατί έδωσα τα τελευταία μου λεφτά σε ένα τραίνο για να έρθω εδώ και να μην τολμήσω να κάνω επιτέλους κάτι για μένα. Τελικά αποφάσισα να μη ζω για τους άλλους και να δοκιμάσω το πανάκριβο χταπόδι. Επίσης, δεν ξέρω να μαγειρεύω οπότε αν μου δείξεις και αυτό στην πορεία θα είσαι καλός φίλος.»
Να και μια απάντηση που δεν περίμενε. Ο Μπρούνο είχε μεγαλώσει στο να περιμένει τα χειρότερα από τους πάντες και τον εαυτό του. Όταν άρχισε να δουλεύει σε αυτό το εστιατόριο, ήταν λες και η επιτυχία του ξεπλήρωνε τα χρέη της δυστυχίας του τόσα χρόνια και επιτέλους είχε έσοδα, Δεν το μετρούσε χρηματικά αλλά πνευματικά και ψυχικά. Κάποτε ήταν στη θέση της κοπέλας μπροστά του με τα κουρασμένα καστανά μάτια. Τώρα, αρχίζει να κάνει ό,τι κάνει για εκείνον. Και μέσα από τη λίστα του να βρει τα ελατώματά του και να γίνει καλύτερος. Όσο μπορεί.
Οπότε...
«Θα κάνεις ησυχία.» της είπε. «Δεν θέλω να μας ακούσει κανείς από τη γειτονιά. Και ξέρεις, να το πει στο αφεντικό.»
Της έδειξε πώς βράζει για αρχή το χταπόδι όσο η Νατάλια κοιτούσε το μαγνητάκι στο ψυγείο με ένα μωβ θαλάσσιο τέρας να κολυμπάει. Της δύο ώρες που ψηνόταν στον φούρνο, η Νατάλια του έλεγε για τη ζωή της όσο καθάριζε ο Μπρούνο τις πατάτες. Δεν θα την άφηνε να κρατήσει μαχαίρι. Της πρόσφερε κρασί και αυτό πολύ ήταν. Μιλούσαν σαν παλιοί φίλοι που βρίσκονταν στο ίδιο μέρος για πρώτη φορά μετά από καιρό. Όταν ήρθε η ώρα για να μπει το χταπόδι στα κάρβουνα, η Νατάλια τον ευχαρίστησε για το γεγονός ότι μπήκε σε τόσο κόπο για χάρη της, απλώς και μόνο για ένα γεύμα. Ήταν εκεί γύρω στις πέντε ώρες, όσες θα της έπαιρνε για να επιστρέψει πίσω στη Λισαβόνα. Είχε χάσει το τραίνο του γυρισμού γιατί αποφάσισε, για πρώτη φορά μόνη της, να μείνει εκεί.
Ήταν το καλύτερο ευχαριστώ που του έδωσε κανείς.
Στην πρώτη μπουκιά, η Νατάλια έκλεισε τα μάτια της. Ο Μπρούνο φάνηκε να τα ανοίγει για πρώτη φορά στη ζωή του.
Στη δεύτερη επίσκεψη μετά από δύο εβδομάδες συνομιλίας, η Νατάλια του έκανε δώρο καμένο τοστ. Ο Μπρούνο της έδειξε πώς να φτιάχνει το δικό της περιποιημένο σάντουιτς Francesinha με μπριζόλα, λιωμένο τυρί και σως ντομάτας και μπύρας.
Στο τρίτο μήνα της σχέσης τους, η Νατάλια έμαθε πως ήταν ηλίθια και δεν κατάλαβε ποτέ πως ο Μπρούνο ήταν όντως ο σεφ της αλλά επίσης και το αφεντικό που νόμιζε πως δεν ήξερε για τη κρυφή τους πρώτη συνάντηση. Ο Μπρούνο της το είπε μέσα από μια τούρτα για τα γενέθλιά της.
Στο τέταρτο χρόνο της σχέσης τους, η Νατάλια ακολούθησε κατά γράμμα μια συνταγή προσθέτοντας τα δικά της υλικά. Τα κατάφερε, πρώτη φορά. Ο Μπρούνο δεν μαγείρεψε από τότε για τους δυο τους.
Στην πέμπτη επέτειο, η Νατάλια πήρε ένα χαρτάκι και άρχισε να γράφει με κωμικό τρόπο υλικά για μία συνταγή. Την ημέρα που ο Μπρούνο βραβεύτηκε για το εστιατόριό του, διάβασε αυτά τα υλικά και ανακάλυψε πως θα γίνει πατέρας.
Στον έκτο μήνα εγκυμοσύνης της, η Νατάλια είχε λιγούρες για χταποδάκι με πατάτες, όπως της το έκανε ο αγαπημένος της την πρώτη φορά. Το ήθελε τόσο πολύ, που παραλίγο να σηκωθεί στις δέκα το βράδυ να πάει μόνη της να το φτιάξει. Ο Μπρούνο ανέβηκε στη μηχανή του και της υποσχέθηκε πως θα επέστρεφε το πρωί με το καλύτερο δώρο που μπορούσε να της πάρει. Το ίδιο βράδυ η Νατάλια μπήκε σε πρόωρη γέννα. Λίγες ώρες αργότερα, ένα μικρό πλασματάκι ήρθε στη ζωή που χρειαζόταν όλη τη φροντίδα του κόσμου για να σωθεί.
Η Νατάλια περίμενε. Και περίμενε και περίμενε. Κάτι που δεν θέλει να την βρει.
Ο Μπρούνο δεν επέστρεψε ποτέ. Ένα φορτηγό τον παρέσυρε στην άκρη του δρόμου όσο εκείνος έτρεχε προς την γυναίκα του και το νεογέννητό τους. Το φορτηγό μετέφερε πετρέλαιο και πήρε φωτιά.
Έχεις μυρίσει ποτέ καμένη σάρκα Έρη; Κάποιος μου το περιέγραψε κάποτε κάποια στιγμή. Πολύ γενικό; Σύντομα θα δεις πώς θα γίνει αρκετά συγκεκριμένο.
Η Νατάλια ονόμασε το παιδί της Ντάνιελ που γεννήθηκε με ένα μικρό πρόβλημα στη καρδιά και όμως, έχει τη μεγαλύτερη καρδιά από όλους όσους γνωρίζω.
Μου λείπεις. Όσο θα μπορούσε να λείπει στη Νατάλια ο Μπρούνο. Μέσα στο ταξίδι μου έλειπες περισσότερο, Ήμουν τόσο μόνη που δεν μπορούσα να συνηθίσω στην ιδέα να μη σε έχω να σκούζεις στο αυτί μου κάθε πρωί που θα με έβρισκες στο κρεβάτι κοιμισμένη μόλις τρεις ώρες. Εκείνη τη μέρα ήθελα να με βρεις στο κρεβάτι.
Γιατί ήθελα επιτέλους να ξυπνήσω. Μου πήρε αρκετό καιρό να καταλάβω πόσο πολύ μισούσα τον εαυτό μου. Είχα αρχίσει να με ξεχνάω. Και ήθελα να είσαι εκεί να σου πω πως με θυμήθηκα και μου λείπεις.
Αυτά από μένα. Σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες είναι ο γάμος από τη στιγμή που διαδραματίζει αυτό το γράμμα. Είσαι έτοιμη να τα αποθανατίσω όλα στο χαρτί ή μπορώ να σταματήσω να γράφω αυτές τις γελοιότητες;
-Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ (να το δει ο σύζυξ να ζηλέψει)
______________________________
Α/Ν ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ. Σε αυτό το έτος που τελειώνει και το επόμενο που θα μας μεγαλώνει, θέλω να σας ευχαριστήσω όλους που είστε εδώ. Με τιμάει ιδιαίτερα. Δεν έχω κάποια ξεχωριστή ευχή να σας δώσω, παρά μόνο μακάρι, από τα βάθη της καρδιάς μου, να μείνετε παιδιά στην ψυχή.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top