4. Όταν ο χειμώνας γνώρισε το καλοκαίρι.

4. Όταν ο χειμώνας γνώρισε το καλοκαίρι.

Ωραία ωραία, ώρα για σοβαρή κουβέντα. Φοράς την αγαπημένη σου φούστα που ήταν η νέα τάση στη Σκωτία το 1800-φεύγα και ζήλεψες τους Κέλτες. Κίτρινη και μπλε, καλοκαιράκι να θυμίζει το άσπρο σου τοπάκι. Από πάνω, γούνινο παλτό γιατί οκ, παγώσαμε κορυφή και νύχια. Παραμονή Χριστουγέννων στο Εδιμβούργο, γιατί ήθελες ντε και καλά μια χρονιά να τα περάσεις εκτός Γαλλίας, να δεις αν θα αλλάξει κάτι. Όχι ότι ξέμεινες εκεί λόγω σπουδών και δεν είχες λεφτά για αεροπορικό πίσω στο Παρίσι. Κάνεις τις ωραίες σου στροφές πάνω στον πάγο, ο μελλοντικός σύζυγος που έβαλες στο μάτι σε κοιτάει σκεπτόμενος πού έβαλες τη δεύτερη μπριζόλα που κατανάλωσες πριν μισή ώρα. Του κλείνεις το μάτι, είναι το πρώτο σας ραντεβού εξάλλου, μην φανείς υπερβολικός.

Επόμενη σκηνή, εσύ στον πάγο, κώλος ψηλά, βρακί με ρίγες έξω -αυτό ήταν το τυχερό σου εσώρουχο- και μια Γαλλίδα να βρίζει σε μία από τις πιο γλυκές γλώσσες της Ευρώπης. Ξέχνα το ραντεβού, ξέχνα τον μελλοντικό σύζυγο, ψάξε πέτρα να κρυφτείς.

Μπορούσες να παρατήσεις τώρα την ερωτική, κοινωνική και οποιαδήποτε άλλη ζωή που νόμιζες πως είχες. Μπάι, ατουταλέρ και άντε μου στο διάο-

«Αι σιχτίρ σαρδέλα, δεν βλέπεις μπροστά σου από τον κωλοέρωτα, στραβάδι.» κατάλαβες κάπου ανάμεσα στο χρωματιστό λεξιλόγιο της Γαλλίδας.

Και πόσο έλλειπες από τη Γαλλία για να προσποίησε πως δεν καταλαβαίνεις; Από τότε που σταμάτησαν να σε στηρίζουν οι γονείς σου γιατί άρχισες να αρωματίζεις τα γράμματά σου; Ή από τότε που είπες «Γάμα το» στην Ιατρική που ήθελε η μαμά και ο παππούς και κατάλαβες πως η Αρχιτεκτονική ήταν περισσότερο του γούστου σου; Μπορεί, δεν το λέω με σιγουριά, να έγινε όταν το Εδιμβούργο άρχισε να φαίνεται το κατάλληλο μέρος για να χτίσεις τη σκηνή σου ένα όμορφο βράδυ σε μια εκδρομή με άλλους οχτώ αγνώστους.

Άρα, μιλούσες ακόμα άπιαστα γαλλικά. Έσπρωξες τη σουπιά από πάνω σου σε άπιαστα γαλλικά. Κατέβασες τη φούστα σου ξανά και την έβρισες σε άπιαστα γαλλικά.

Μεγάλωσες bi στο Παρίσι. Τέτοιες βλαμμένες τις έτρωγες για πρωινό.

Σηκώθηκες από τον πάγο κυρία με τον μπερέ ούτε ένα χιλιοστό πιο κάτω από εκεί που τον είχες στερεώσει με τσιμπιδάκια και κοίταξες υποτιμητικά την κότα. «Και εσύ καλό μου; Ποιος σου έβγαλε δίπλωμα οδήγησης με τον κώλο;»

«Ο ίδιος που σου έδωσε μαθήματα φλερτ.» ήταν η απάντησή της. Κρίμα και σου άρεσε η φωνή της. Αλλά η προσβολή ήταν προσβολή.

Μαθήματα φλερτ έμαθες από βιβλία και την τηλεόραση. Σε παρακαλώ.

Είπες να υποχωρήσεις. Μέρες γιορτής, μη στείλεις όλο σου τον κόπο στα σκουπίδια. Απομακρύνσου από το πρόβλημα πριν σου γίνει στενός κορσές. Όλα καλά, όλα ανθηρά, όλα καλοκαιρινά, σαν την αγαπημένη σου εποχή.

Μπορεί με τη μαμά σου να μην μιλάτε πλέον, όμως σου έμαθε να μην γυρίζεις ποτέ την πλάτη στον εχθρό. Θα σε μαχαιρώσει πισώπλατα και το αίμα δεν φεύγει εύκολα από λευκή γούνα.

Οπότε έκανες πάλι πατινάζ κοντά της. Η κοπέλα είχε πέσει με τα γόνατα και τώρα δυσκολευόταν να σηκωθεί. Κάποιοι την κοιτούσαν και έκαναν βήμα να τη βοηθήσουν, γνωστοί κατάλαβες γιατί τους απευθύνθηκε με τα ονόματά τους. Από αυτούς που αύριο θα ξεχνούσε και στον τάφο θα έπαιρνε.

Αλλά ξέρεις τι; Αγαπάς το καλοκαίρι, είναι ψυχρή σαν τον βαρύ χειμώνα και ο έντονος χαρακτήρας σας δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Όλα τα λιώνει.

«Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου.»

«Δεν σε ρώτησα. Στην πρόσφερα. Από τη καλή μου τη μπουνιά- καρδιά.»

Πρώτη φορά την είδες πρόσωπο με πρόσωπο. Σε κοιτούσε με εκείνον τον θυμό που θα σε έκανε στο δημοτικό να ντραπείς για την ύπαρξή σου, αλλά τώρα σου προκαλούσε περισσότερο θυμό, να καίει μέσα στον λαιμό σαν ζεστή σοκολάτα. Είχε ένα βλέμμα σαν κανένα άλλο, ήθελες να την κοπανίσεις στον πάγο και να την ανοίξεις το κρανίο. Έτσι και αλλιώς, σου κόστισε έναν γκόμενο.

Και μετά από τέτοιο ρεζιλίκι, δεν θα περίμενες ποτέ να τη ξαναδείς σωστά; Σωστά. Αλλά να που κανείς δεν ρώτησε το κάρμα που είναι σκύλα και για όλες τις μαλακίες που έκανες στο παρελθόν τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις.

Με το συμπάθειο, την έβαψες.

Γιατί σε εκείνο το ωραίο χριστουγεννιάτικο πάρτι την επόμενη μέρα, ξέρεις, εκείνο που διοργανώνει η αρχιτεκτονική εταιρία στην οποία κάνεις πρακτική και αναγκάζεσαι να βγάλεις τα ωραία σου πουκάμισα -γιατί κατά τα άλλα, σου αρέσουν τα δύο άκρα- να'τη η βρώμα! Εκεί! Στη μέση μιας παρέας, η σειρά της να φοράει γκλίτερ στα μαλλιά, μέσα στην καταθλιπτική αύρα που βγάζει από μέσα της.

Δεν ήθελε καθόλου να είναι εκεί.

«Και τότε γιατί το γκλίτερ;» τη ρώτησες.

Σε αναγνώρισε στη δεύτερη ματιά όταν την έπιασες μόνη της. Εκεί που βαριόταν, το βράδυ της έγινε ακόμα χειρότερο. Σε είδε, τον μαλάκα που της έκοψε τη φόρα χθες, αν θυμάσαι καλά.

«Ταιριάζει με τη φωτεινή προσωπικότητά μου.» απάντησε, μέλι να τρέχει από το στόμα της.

«Τυφλώθηκα από το φως. Παγωμένο τολμώ να πω.»

«Για τόλμα.»

«Το είπα.» την προκάλεσες με τη σειρά σου.

«Χθες μια χαρά ήξερες να φοράς γκλίτερ.» σχολίασε, το κρασί να είναι αξεσουάρ, όχι απόλαυση. «Το υπόλοιπο αυτοκτόνησε;»

Γέλασες. Τη μισούσες. «Εσύ θα πρέπει να ξέρεις. Νεκρό το μάτι σου. Τουλάχιστον εγώ ξέρω να παρουσιάζομαι σε εταιρικές δεξιώσεις και δεν έρχομαι σαν...του χωριού σου, κατάλαβες.»

Όχι που θα την άφηνες έτσι.

«Αλήθεια, δεν με ένοιαξε μέχρι τώρα, αλλά θέλω να ξέρω. Ποιον θα πετάξω από τον δεύτερο όροφο αυτού του κτιρίου σε λιγότερο από πέντε λεπτά;» ρώτησε.

«Έναν εργατικό μαύρο Γάλλο που κάνει την πρακτική του εδώ και κοντά στο να κλείσει συμβόλαιο ετήσιας εργασίας.» της είπες με περηφάνεια. «Εσένα ποιος σε παράτησε εδώ;»

Χαμογέλασε. Είχε υπέροχο χαμόγελο. Γαμώτο. «Η μελλοντική πελάτισσα που σε έβαλαν να γλείψεις.»

Κάρμα; Θυμάσαι; Δεν μπορείς να αυτοκτονήσεις κοινωνικά δύο φορές αλλά μπορείς να παραιτηθείς από τη ζωή μια φορά. Το σκέφτηκες πολύ σοβαρά εκείνη τη στιγμή.

Έπρεπε να έρθει από τη Γαλλία σε άλλη χώρα για να κλείσει την συμφωνία; Δεν μπορούσε να κάτσει στα αβγά της να ηρεμήσουμε όλοι; Όχι φυσικά, πας καλά; Τη ζωή σου κόλαση ήρθε να κάνει και θα της πεις αντίο;

«Δεν κάνεις καλή δουλειά.» πρόσθεσε ο διάολος.

«Δεν ξεκίνησα ακόμα.» της είπες.

«Για αυτό βαρέθηκα ήδη.»

«Ας ανεβάσουμε τη διάθεση τότε, τι λες; Σε σκοτώνω και σε μαγειρεύω με κρεμμύδι και πατάτες στον φούρνο. Πικρό γεύμα για τα γούστα μου, αλλά κάποιος πρέπει να καταναλώσει τα αποφάγια.»

Αν μπορούσε κανείς να κοκκινήσει από τον θυμό του, το έκανε εκείνη η χειμωνιάτικη Γαλλίδα.

«Αυτό λες στον εαυτό σου πριν κάτσεις σε κάποιον γκόμενό σου; Για αυτό δεν πέτυχε το χθεσινό;»

«Είναι που με απογοήτευσαν οι γκόμενες και κάνω διάλειμμα.»

«Το παίζεις σε διπλό ταμπλό; Οι ικανότητές σου, τουλάχιστον κατώτατες του μετρίου. Πώς τα καταφέρνεις;»

«Κάνω πρακτική με κοπέλες σαν εσένα.» και γέλασες. «Δεν βγάζω ακόμα συμπέρασμα για τη γούνα σου αλλά είσαι σαν όλες τις άλλες.»

«Αλήθεια;»

«Ναι.»

«Πώς ξέρεις αν δεν δοκιμάσεις;»

Ήταν...ήταν αυτό κάποιο υπονοούμενο; Ήθελε όντως να τη σκοτώσεις; Δεν θα είχες πρόβλημα προφανώς.

Θα την έπαιρνες στον δεύτερο όροφο, ήταν κλειδωμένος αλλά ήξερες τους κωδικούς, εκεί δούλευες. Θα την έσπρωχνες και ίσως σε κλωτσούσε, αλλά αισίως και μη, θα φτάνατε στο γραφείο του υπεύθυνου του τμήματός σου. Ήταν κοινό μυστικό πως τα κλειδιά ήταν κρυμμένα στη μολυβοθήκη του γραμματέα του, δεν θα είχες πρόβλημα με αυτό. Μαζί θα μπαίνατε μέσα και εσύ θα κλείδωνες την πόρτα. Κάπως πάνω στην πάλη θα την έριχνες πάνω στο γραφείο. Τα ρούχα παρελθόν, θα τα χρησιμοποιούσες μετά για να καθαρίσεις τα χάλια σου. Αλλά και εκείνη δεν θα έφευγε χωρίς να σου αφήσει σημάδια. Ο λαιμός σου κόκκινος από δαγκωματιές και το νύχι της θα έκανε το αδιανόητο και θα έσκιζε λίγο το μανίκι σου. Χαρτιά και μολύβια παντού στο πάτωμα, οι ήχοι από κάτι να χτυπάει σε σκληρή επιφάνεια δεν θα έφταναν ποτέ στα αυτιά των παρευρισκόμενων.

Το μετά ήταν άλλη ιστορία. Αλλά μέχρι στιγμής ήταν το τέλειο πλάνο.

Και όντως, την πήγες στον δεύτερο όροφο. Ή μάλλον εκείνη σε βρήκε. Και όντως, παλέψατε μέχρι να φτάσετε στο γραφείο του υπεύθυνου. Εσύ τη φιλούσες, εκείνη προσπαθούσε να σε ξεγυμνώσει. Κάπου στο γραφείο της έμεινε μελανιά από τις ωθήσεις. Και ας μη ξεχνάμε, έχεις πολύ καλούς τρόπους στο τραπέζι, αν με πιάνεις. Αστείο μόνο για ενήλικες.

Στο τέλος γέλασε. Πόσο καιρό έχεις να κάνεις σεξ που στο τέλος κάποιος γελάει; Όχι επειδή σε κοροϊδεύει, αλλά επειδή όντως ήταν καλό, όντως το απόλαυσε, όντως δεν το περίμενε και δεν περίμενε ούτε εσένα.

Ποια ήταν η τελευταία που έκανες κάποιον να χαμογελάσει χωρίς να το θέλει; Πότε χαμογέλασες εσύ χωρίς να το θέλεις;

«Ανέτ.» ψιθύρισε στο τέλος. «Χάρηκα για τη συνεργασία.»

Αδύναμος, σήκωσες το χέρι σου. «Έμμετ. Ευελπιστώ σε μελλοντικές συναντήσεις.»

«Το καλό που σου θέλω. Δεν τελείωσα μαζί σου.»

Ξέρω τι σκέφτεσαι Έρη. Θα ήθελες και εσύ να είχες γνωρίσει τον τζουτζούκο που ετοιμάζεσαι να παντρευτείς έτσι. Αλλά μιας και ξέρω πως αυτά τα γράμματα θα τα διαβάσει η μαμά σου, το πόσο ρεζίλι είχες γίνει εσύ όταν γνώρισες το αμόρε ήταν κάτι χειρότερο από ριγέ βρακί στον πάγο και μια θυμωμένη Γαλλίδα.

Ας μείνουμε σε εμένα οκ; ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.

Όχι, γιατί το κέντρο του κόσμου ήταν φράουλες. Μόνο φράουλες. Παντού φράουλες.

Η παρέα καθόταν γύρω από ένα ξύλινο τραπέζι κοιτώντας μελαγχολικά τις κομμένες φράουλες να φωνάζουν από πόνο. Ο πόνος έφτανε στα αυτιά της Αυγής μέσα από τη σιωπή της Αλίσσα. Μια σιωπή που σκότωνε τους πάντες σε ακτίνα δύο μέτρων. Και λίγα λέει.

Ήταν η σημαντικότερη μέρα της Αλίσσα, αυτή του διαγωνισμού για το καλύτερο γλυκό φράουλας στο ετήσιο φεστιβάλ Fere de la Fraise. Η κοπέλα ετοίμαζε μια υπέροχη συνταγή για τάρτα φράουλας με καραμέλα και σιροπιασμένα καρύδια, την είχε τελειοποιήσει. Εχθές είχε μείνει ξύπνια όλο το βράδυ μετά από εκείνο το εξευτελιστικό χορευτικό που έδειξε σε όλους μεθυσμένη στο υπόγειο μπαρ του Παρισιού, για να την φέρει στη ζωή. Κανείς, ούτε ο Έμμετ, γνώριζε τα υλικά και τη διαδικασία. Κανείς πέρα από την Αλίσσα.

Οπότε όταν το γλυκό απέτυχε, μόνο εκείνη θρήνησε. Κανείς δεν ήξερε τι έγινε λάθος και πώς μπορούσε να βοηθήσει. Απλώς κάθονταν μέσα στη σκηνή τους παρέα με όσες φράουλες έμειναν.

Ήταν πολλές. Και η Αυγή τις έτρωγε γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει.

«Όταν πέθανε η αδελφή μου και κάναμε το τραπέζι της κηδείας είχαμε βότκα.»

Η Αυγή άφησε τη φράουλά της και γύρισε το κεφάλι της προς την φωνή. Μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει πολύ τους συνταξιδιώτες της αλλά η γιαγιά της παρέας, η Μάγια από την Ουγγαρία, της έκανε πάντα εντύπωση. Ήταν συνήθως σιωπηλή, απασχολημένη με τα πορνοπεριοδικά της ή το κέντημά της και πότε πότε, θυμόταν να πετάξει κάποια ατάκα σαν την παραπάνω. Ήταν η ψυχή του ταξιδιού, τι να πεις.

«Είναι έντεκα το πρωί.» μίλησε ο Ντάνιελ. Α, και αυτόν τον είχε ξεχάσει. Δεκαοχτώ χρονών τσαπερδόνα από την Πορτογαλία. Τι κάνει εδώ το σχεδόν ανήλικο;

«Μια ώρα πριν τις δώδεκα, τι;» ρώτησε η Μάγια πριν τακτοποιήσει στα χέρια της δύο βελόνες κεντήματος.

Ο Βέλγος Σεραφείμ συμφώνησε νοητά συνεχίζοντας να κοιμάται. Έλεγε πως βλέπει τις φράουλες με κλειστά μάτια.

Ο Έμμετ γύρισε προς την κολλητή του, «Θες βότκα;», η οποία αρνήθηκε, «Δεν θέλει βότκα.»

«Ξέρει τι θέλει;» ρώτησε η Λουΐζα. Η δεκαεννιάχρονη ήταν η συγκάτοικος της Αυγής που ροχάλιζε. Τελικά έχει και άποψη στα θέματα και δεν κάθεται μόνο σε μια γωνιά.

«Εγώ πάντως θέλω ζελεδάκια με γεύση κεράσι. Όλη αυτή η φράουλα μου προκαλεί δυσφορία πλέον.» απάντησε ο Κάσπαρ για τον εαυτό του. Εγωιστής με τα όλα του.

Όλη αυτή η κριτική δεν θα βγει σε καλό δεσποινίς Αυγή. Σιγά το νέο.

Η Αλίσσα έμεινε σιωπηλή. Τη λυπόταν. Όλα αυτά για το τίποτα. Ένα άχρηστο ταξίδι χωρίς λόγο. Όλη η ιδέα της Αλίσσα ήταν για τα σκουπίδια από την αρχή, απλώς μόνο η Αυγή το σκεφτόταν. Αν δεν είχε γίνει το ταξίδι όλοι θα συνέχιζαν κανονικά τις ζωές τους. Η Αυγή θα δούλευε και θα ήταν στον ασφαλή της χώρο, το σπίτι της, μακριά από όλους. Αντί για αυτό, κάθεται με ένα σωρό αγνώστους που δεν ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το αύριο.

Η Αυγή ήξερε. Δούλευε χρόνια για αυτό το λόγο. Το αύριο ήταν γεμάτο επιτυχίες. Μόνο επιτυχίες.

Μέχρι τώρα είχε αποτυχίες σε αυτό το ταξίδι.

«Θες ζελεδάκια με γεύση κεράσι;» ρώτησε ο Έμμετ την Αλίσσα. «Δεν θέλει ζελεδάκια με γεύση κεράσι.»

«Θες ένα εισιτήριο για να πας σπίτι σου;» ρώτησε αυθόρμητα η Αυγή. Έριξε την πλάτη της στη καρέκλα της και έκλεισε τα μάτια της. «Γιατί εγώ το θέλω.» ψιθύρισε.

«Και θα χάσεις τα ωραία πυροτεχνήματα που έχουν ετοιμάσει για το βράδυ;» ρώτησε μεταξύ αστείου και σοβαρού ο Κάσπαρ. «Δεν το νομίζω.»

«Εγώ το νομίζω.» του απάντησε. «Ευχαριστώ για αυτές τις μέρες αλλά κάποιοι έχουν υποχρεώσεις σε αυτή τη ζωή.»

Ένιωθε γενναία. Γενναία και ηλίθια. Ένας κόμπος στον λαιμό την απέτρεψε από το να πει περισσότερα αλλά αγνοώντας τα σοκαρισμένα πρόσωπά τους, σηκώθηκε από την καρέκλα της. Άλλο ένα αόρατο εμπόδιο την έκανε να βηματίζει αργά και βαριά προς τον συννεφιασμένο ουρανό. Θα βρέξει, σύντομα. Ούτε η φύση το θέλει αυτό το άθλιο φεστιβάλ.

«Δειλή.»

Όχι, γενναία.

Γύρισε με θυμό προς τον Κάσπαρ. «Μιλάς εσύ για δειλία; Που, θύμισέ μου, πόσο καιρό έχεις να πας πίσω στους γονείς σου, έστω να τους πεις πως ζεις;»

Σειρά του Κάσπαρ να σηκωθεί από τη καρέκλα του. Η Αυγή είχε μέσα της μια ανεξήγητη οργή που ήταν σίγουρη πως στη συνέχεια θα πλήρωνε, με το παραπάνω. «Ενώ εσύ; Μια φορά βγήκες από το κλουβί σου μετά από μήνες και το μόνο που κάνεις είναι να κρίνεις όσους έχουν μείνει πίσω. Ε λοιπόν, δεν είναι το παν τα λεφτά και η δουλειά.»

«Και τι είναι; Η καλοπέραση; Σε παρακαλώ, μπορείς να πηδάς και τις υπαλλήλους του γραφείου αν θες, αφού μόνο αυτό σκέφτεσαι.» θάρρος ή θράσος, την έκανε να σηκώσει το δάχτυλο στον Ντάνιελ. «Και εσύ. Θα έπρεπε να αποφασίζεις σε ποιο πανεπιστήμιο θα πας και τι θες να κάνεις με το μέλλον σου. Η ζωή δεν θα κάτσει να σε περιμένει. Τι κάνεις εδώ;»

Ο Ντάνιελ κοίταξε τον πιο κοντινό στην ηλικία του, τη Λουΐζα. Αμέσως η Αυγή πήγε σε εκείνη.

«Έχεις αφήσει το εξάμηνό σου στη μέση για ένα ηλίθιο δίμηνο ταξίδι; Πας καλά;» γύρισε στον Σεραφείμ. «Παρατάς μια εξαιρετική ζωή για το ποτό και τον καπνό. Μία εβδομάδα σε βλέπω πιο μίζερο και από εμένα. Η Μάγια είναι με το ένα πόδι στον τάφο και έχει περισσότερη ενέργεια με εσένα. Αντί να κάθεται με τα εγγόνια της είναι εδώ, τι ηλίθιο, Θεέ μου. Και εσύ Έμμετ. Δεν θα έπρεπε να τριγυρνάς στη τέλεια δουλειά σου ως αρχιτέκτονας; Αντίθετα, ξοδεύεις λεφτά και ενέργεια σε κάτι τόσο αποτυχημένο όσο αυτό το ταξίδι. Φαντάζομαι πως όλα τα όνειρά σου βγήκαν πραγματικότητα.»

Ο Κάσπαρ τη κοίταξε αηδιασμένος. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. «Είχαμε μια σκύλα σαν εσένα στο σχολείο. Παντρεύτηκε έναν επιχειρηματία και είναι ό,τι πιο καταθλιπτικό έχω δει στη ζωή μου.»

«Κοιτάξου σε έναν καθρέφτη. Θα δεις κάτι χειρότερο.» η Αυγή προχώρησε στην Αλίσσα. Τη ταρακούνησε από την παγωμένη στάση που είχε πάρει μπροστά από τις φράουλές της. «Ξεκόλλα. Ένα γλυκό ήταν. Έχεις περάσει τόσα πολλά και θυμώνω με το πόσο αδύναμη φέρεσαι. Ξύπνα!»

«Δεν ξέρεις τίποτα για εμάς.» ο Κάσπαρ την τράβηξε από το χέρι προς το μέρος του. Τα γαλανά μάτια του ήταν εφιαλτικά. «Για κανέναν μας. Σκέφτηκες να κρίνεις τον εαυτό σου πριν κρίνεις τους άλλους; Γιατί τέτοια απέχθεια προς οτιδήποτε χαρούμενο; Χθες μόνο χαμόγελα ήσουν.»

Η βροντή ξεκίνησε και τη βροχή. Επιτέλους, κάτι που ταιριάζει στη κατάσταση.

«Χθες ήμουν μια ηλίθια. Σήμερα είμαι ξανά έξυπνη και βλέπω αυτή τη μαλακία για το τι είναι, μια σπατάλη χρόνου. Του δικού μου χρόνου Κάσπαρ! Δεν το ζήτησα ποτέ αυτό!»

«Μπορούσες να μην έρθεις.»

«Πίστεψέ με, προσπάθησα.»

«Και τι σε σταμάτησε.» τη ρώτησε σιγανά, με θυμό.

Η Αυγή απέφυγε την απάντηση. «Είσαι το ίδιο άθλιος με όλους αυτούς.»

«Κοίτα που ταιριάζουμε και σε κάτι!» της φώναξε. «Άθλιοι και θλιβεροί, όλοι μας. Είσαι και εσύ εδώ πέρα Αυγή και για αυτό τον λόγο σε επέλεξε ο Έμμετ και η Αλίσσα για αυτό το πρόγραμμα. Για την αθλιότητά σου. Ευχαριστημένη τώρα;»

«Πάνε στο διάολο.» ψιθύρισε.

«Μαζί σου; Είμαι ήδη.»

«Δεν μας επέλεξαν για αυτό.» τους διέκοψε ο Ντάνιελ.

Η Αυγή τράβηξε το χέρι της από τον Κάσπαρ και περπάτησε μακριά του κοιτώντας τη βροχή. Στάθηκε στην άκρη της σκηνής, νευριασμένη. Με τον Κάσπαρ, με όλους, με τον εαυτό της κυρίως. Ήταν λέξεις που κρατούσε μέσα της από οργή και θυμό,όμως κατά πόσο τις εννοούσε; Όσο τις σκέφτονταν, τόσο περισσότερο λυπόταν τον εαυτό της. Γιατί ήταν αυτό που ήταν όλοι οι άλλοι. Ή όπως είπε και ο Ντάνιελ...

«Μας επέλεξαν γιατί ήμασταν μόνοι και αποφασίσαμε να είμαστε μόνοι.» είπε σιγανά. «Ήταν προϋπόθεση στην αίτηση.»

Έβλεπε τους εθελοντές και τους υποψήφιους για το βραβείο να τρέχουν πάνω κάτω προσπαθώντας να προστατέψουν τους πάγκους τους από τη βροχή. Κάποιοι μάζευαν τα πράγματά τους για να φύγουν, ενώ άλλοι είχαν αποφασίσει να μην τα παρατήσουν. Η Αυγή έβλεπε τους δεύτερους και τους ζήλευε. Φαίνονταν τόσο χαρούμενοι. Και...μαζί. Ο ένας να μιλάει με τον απέναντι. Να συναντιούνται κάτω από ομπρέλες με μια αγκαλιά γλυκά και χυμό. Να μη χάνουν ούτε μία στιγμή της ζωής.

«Βότκα.» ψιθύρισε η Αλίσσα. «Βότκα;»

Ο Έμμετ γύρισε στη Μάγια. «Τελικά θέλει βότκα.»

«Έχεις μαζί σου βότκα;»

Η Μάγια άφησε το πλέξιμο για άλλη μέρα. «Πόση θες;»

«Δεν ξέρω.» της απάντησε η Αλίσσα. «Θέλω αλεύρι. Και αβγά. Και ζάχαρη.»

Η Αυγή τη κοίταξε μπερδεμένη. Η Αλίσσα φάνηκε να μην είχε καταλάβει τίποτα από αυτά που ειπώθηκαν. Όλοι κοιτούσαν τη μικρή Γαλλίδα με ανησυχία. Τουλάχιστον δεν ήταν μόνη της η Αυγή σε αυτό.

«Τι με κοιτάτε;» τους ρώτησε η Αλίσσα. Πήρε αλεύρι, αβγό, νερό, βούτυρο και αλάτι. Σε μια γωνιά ξεκίνησε να τα αναμειγνύει. «Αυγή και Κάσπαρ, πολτοποιήστε τις φράουλες. Μάγια βρες μου βότκα. Ντάνιελ πάρε τη ζάχαρη και κάνε σιρόπι. Η Λουΐζα θα σε βοηθήσει να κάνεις μαρμελάδα, αφού τελειώσουν η Αυγή με τον Κάσπαρ και αφού η Λουΐζα ζητήσει από κάπου παπαρουνόσπορο. Έμμετ θα με βοηθήσεις για τη βάση.»

«Τι...τι κάνουμε;» τόλμησε να ρωτήσει η Αυγή, αν και με δισταγμό.

Η Αλίσσα είχε ήδη πασαλειφτεί με αλεύρι. «Τάρτα φράουλας, τι νομίζεις; Το καλύτερο γλυκό.»

Ο Έμμετ προσέγγισε τη φίλη του. «Όλα αυτά για τη βότκα;»

«Δεν ξέρεις αν δεν δοκιμάσεις Έμμετ.»

Η Αυγή και ο Κάσπαρ κοιτάχτηκαν. Κανείς από τους δύο δεν ήθελε να ακούσει τις οδηγίες της Αλίσσα και να συνεργαστεί με τον άλλον. Συγνώμη; Έπρεπε κάποιος να το πει. Αλλά είχαν και οι δύο άδικο και καθόλου δίκιο και τότε δεν μπορείς να λύσεις τίποτα. Τουλάχιστον όχι μέχρι να αποφασίσουν πως μπορούν να το λύσουν.

Η Λουΐζα ήταν η πρώτη που υπάκουσε. Πέρασε δίπλα από την Αυγή με βλέμμα σκοτεινό και απογοητευμένο. Ο Ντάνιελ στάθηκε δίπλα από την Αλίσσα και της έκανε ερωτήσεις. Η Μάγια είχε ανοίξει τη τσάντα της και έψαχνε ποιο από τα πλαστικά μπουκαλάκια είναι αγιασμός και ποιο είναι βότκα. Ο Σεραφείμ έπιασε την εφημερίδα του. Έσπρωξε τις φράουλες προς τον Κάσπαρ, κάνοντάς του νόημα να αρχίσει.

Και η Αυγή δεν έκανε τίποτα.

Στην αρχή. Με αργό βήμα άφησε τη βροχή και τους χαρούμενους γύρω της και μπήκε στα βαθιά της σκηνής. Ο Κάσπαρ είχε βάλει αρκετές φράουλες σε έναν κουβά και με τις παλάμες του τις πίεζε. Φάνηκε σαν μια δουλειά που είχε προετοιμαστεί για να κάνει μόνος του, χωρίς βοήθεια.

Σήκωσε τα μάτια του σε εκείνη. Θλιμμένα και ταραγμένα τη κοιτούσαν. Με μια νοητή εντολή, της έδωσε την άδεια.

Η Αυγή σήκωσε τα μανίκια της και έβαλε και άλλες φράουλες μέσα στον κουβά. Μαζί με τον Κάσπαρ έβγαλαν την οργή τους στα φρούτα. Μια ματιά και μια εσωτερική κραυγή, τα χέρια τους ήταν σαν γέφυρα που τα ένωναν και πλέκονταν μεταξύ τους σαν από τις βελόνες της Μάγιας.

Ο Σεραφείμ καθόταν με την εφημερίδα του στην άκρη του τραπεζιού. Και έβλεπε κάθε κλεφτή ματιά και κάθε σιωπηλό συγνώμη που ντρεπόταν να ακουστεί.

«Νιώθω πως πνίγομαι και δεν μπορώ να ανασάνω.». «Νιώθω κάθε μέρα λες και μου κλέβεις και κάτι παραπάνω από την ψυχή μου και ξέρεις τι, τα θέλω όλα πίσω.». «Δεν μπορώ να το κάνω άλλο αυτό. Κουράστηκα.». «Ήταν οι ζήλειες; Ήταν τα ξενύχτια; Ήταν εγώ, ή ήταν εσύ;». «Δεν έχουν όλα τα παραμύθια χαρούμενο τέλος. Δυστυχώς το δικό μας τελειώνει εδώ.». «Θέλω χρόνο. Αλλά αυτός ο χρόνος να είναι μακριά σου.»

Έρη, θυμάσαι πόσες φορές χώρισες με τον τζιτζιφιόνγκο σου πριν αποφασίσετε να κρεμάσετε τη κουλούρα; Ήταν γύρω στις τέσσερις, χωρίς να μετράω τα σαββατοκύριακα που αποφασίζατε να βάζετε άνω τελεία γιατί ο ένας δεν άντεχε τον άλλον. Μέχρι τη τελευταία φορά, που εκείνος έφυγε μακριά, εσύ έμεινες εδώ και μετά από ενάμιση χρόνο βρεθήκατε τυχαία. Τι είχατε πει τότε, θυμάσαι;

«Δεν θυμάμαι να ήμουν ποτέ περισσότερο ευτυχισμένη από όταν ήμουν στην αγκαλιά σου το βράδυ μετά από μια μεγάλη μέρα στη δουλειά και στη σχολή. Θέλω να κοιμάμαι πάλι διαγώνια στο κρεβάτι, μαζί σου.»

Ή και κάτι άλλες τέτοιες μπούρδες.

Για τον Έμμετ και την Ανέτ δεν ήταν έτσι. Μετά από τρία χρόνια συντροφιάς, έκατσαν και δεν μπορούσαν πλέον να αγκαλιαστούν στο ίδιο κρεβάτι. Είχαν αλλάξει και οι δύο και κανείς τους δεν το δεχόταν.

«Δεν νιώθω πως με αγαπώ τόσο όσο όταν σε γνώρισα.» είχαν πει και οι δύο. Χαμογέλασαν, είχαν την ίδια σκέψη. Ήταν μόνοι, μαζί, αλλά ήταν καιρός για νέες περιπέτειες. Μόνοι, χώρια.

Έχεις νιώσει ποτέ πραγματικά μόνη; Όχι να είσαι ανάμεσα στον κόσμο αλλά οι σκέψεις σου να είναι η πραγματική συντροφιά. Αλλά να είσαι σε ένα δωμάτιο, σκοτάδι και να μην μπορείς να θυμηθείς τη τελευταία φορά που γέλασες πραγματικά. Όταν είσαι σε ένα δωμάτιο και λες στον εαυτό σου «Χρειάζομαι κάποιον». Κάποιον να σε σηκώσει, για λίγο, για πολύ, για πάντα.

Η Ανέτ όταν έφυγε του άφησε το καλύτερο δώρο. Έναν μελαγχολικό συγκάτοικο που θα έμενε για αρχή για λίγο καιρό στο Παρίσι. Απλώς για να παίρνει τις ορμόνες του και να κάνει χειρουργεία. Τον γνώρισε ως Νοέλ, με μακριά μαλλιά και ένα ντροπαλό χαμόγελο. Παρά τα όσα περνούσε, ο Έμμετ τον θαύμαζε για τα όσα έκανε όσο εκείνος καθόταν στη μιζέρια του. Τη δύναμη που είχε να προχωρήσει στο άγνωστο, μόνος και να βγει νικητής.

Οι δύο πρώην, Ανέτ και Έμμετ, κρατούσαν τα χέρια του Νοέλ πριν μπει στο τελευταίο του χειρουργείο. Ο Νοέλ επέμενε να τον φωνάζουν έτσι μέχρι τη μέρα που θα τελειώσει όλη η μετάβαση, όταν πλέον έφτασε στα είκοσι χρόνια του. Ήταν όλοι μαζί όταν άνοιξε τα μάτια του.

«Γεια σου Αλίσσα.» είχαν πει μαζί.

Η Ανέτ βρήκε χρόνο για τον εαυτό της και τις αδελφές της. Ο Έμμετ ήταν εκεί σε κάθε δυσκολία, από την υιοθέτηση του παιδιού της, του μικρού Αντρέ, μέχρι τον γάμο της μόλις δύο μήνες πριν την αρχή του ταξιδιού με κάποιον που την έκανε χαρούμενη.

Ήταν μόνος για τόσο καιρό. Η Αλίσσα του έδωσε φιλία, αλλά όχι τη χαρά που ήθελε με κάποιον. Είδε την Ανέτ ευτυχισμένη και ζήλεψε. Και ένιωσε ξανά τόσο, τόσο μόνος. Μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, να δακρύζει πως χρειάζεται κάποιον, όταν ο ίδιος δεν ήξερε ποιον.

Και αφού η Αλίσσα και ο Έμμετ ήταν πλέον μόνοι μαζί, αποφάσισαν να είναι μόνοι και με κανέναν άλλον, για το γαμώτο.

Έρη, δεν στο είπα ποτέ, αλλά χρειαζόμουν κάποιον τόσο πολύ μέσα στο σκοτάδι. Δεν μπορούσες πλέον να ανάψεις το φως εσύ. Και φοβόμουν να το κάνω μόνη μου. Συγνώμη που δεν προσπάθησα αρκετά.

Α, κοίτα να δεις, μια πεταλούδα. Τα λέμε ξανά σε λίγο. Θα μου καεί η τάρτα φράουλας με βότκα στη μαρμελάδα, καραμέλα και σιροπιασμένα καρύδια. Σ'αγαπώ όσο θα μπορούσα να με αγαπήσω ποτέ.

_______________________

Α/Ν μετά από καιρό, σοκ. Ήταν να μην ανεβάσω γιατί προσπαθώ να τελειώσω όλη την ιστορία αλλά δεν προχωράει οπότε πάρτε το. Ελπίζω να επανέλθω σύντομα.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top