3. Η ευχή της νύχτας και η πραγματικότητα της μέρας.

3. Η ευχή της νύχτας και η πραγματικότητα της ημέρας.

Η μέρα των γενεθλίων του Νοέλ ήταν σημαντική. Και αυτό όχι επειδή δύο χιλιάδες κάτι χρόνια πριν γεννήθηκε ένα παιδάκι στη Ναζαρέτ. Ήταν μια μέρα ιδιαίτερη γιατί δύο χιλιάδες και κάτι χρόνια αργότερα, ήρθε στον κόσμο ένα παιδάκι στη Γαλλία που το αγαπούσε μόνο ένα άτομο.

Και αυτό δεν ήταν ο εαυτός του. Ήταν η γιαγιά του. Μέχρι εκεί πήγαινε το ωραίο κομμάτι.

Γιατί βλέπεις Έρη, ο κόσμος που έζησες εσύ, ο κόσμος που έζησα εγώ και ο κόσμος που έζησαν όλοι οι υπόλοιποι είναι ο ίδιος και διαφορετικός ο ένας με τον άλλον. Υπάρχουν στιγμές που τρέχεις για να απομακρυνθείς, ή τρέχεις για να προλάβεις κάτι. Η επιλογή αφορά τον κόσμο που γνώρισε ο καθένας, τη μία νύχτα που έμοιαζε με ευχή γραμμένη σε όνειρο και τη μία μέρα που θύμιζε απάτη και ψέμα στις λέξεις της πραγματικότητας.

Πώς τα ξεχωρίζεις; Τι να σου πω; Είναι φορές που έννοιες όπως η δυστυχία, η αγάπη, η χαρά και όλα αυτά που κάνουν την ύπαρξή μας λίγο πιο ωραία και άσχημη αλλάζουν τη σημασία τους από τη μία νύχτα στη μία μέρα. Έχει σημασία να αποφασίζεις τι είναι τι για σένα και σε ποιο όριο θα το επιτρέψεις να σε καταστρέψει (να τρέξεις για να απομακρυνθείς) και να σε σώσει (να τρέξεις για να προλάβεις).

Σε μια τέτοια δύσκολη στιγμή βρέθηκε και ο Νοέλ στα δεκαπέντε του, εκείνη την όμορφη μέρα που θα έπρεπε κανείς να γιορτάζει την ύπαρξή του ανάμεσα σε άλλες υπάρξεις.

Κοιτώντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, γυμνός, με όλα τα σημάδια και τις ατέλειές του, προσπάθησε να θυμηθεί τη στιγμή που ξέχασε πως έπρεπε να σκεφτεί εκείνον. Ήταν όταν πέθανε η γιαγιά Νοέλ, ή κάποια στιγμή αργότερα; Για παράδειγμα μία από τις άπειρες συναντήσεις με τον πατέρα του να του λέει με τόνο και καλά πατρικό «Για να σε προστατέψω το κάνω. Θα πας και...και θα θεραπευτείς».

Μπορεί, πιθανότατα, μάλλον σίγουρα, να ήταν κάποια στιγμή νωρίτερα. Μία από εκείνες τις ατελείωτες νύχτες τα καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς, να τρώει μαρμελάδα φράουλα και εκείνη να μιλάει για τον απαγορευμένο της έρωτα και πώς πίστευε πως γλίτωσε και τον έζησε.

Όμως η γιαγιά Νοέλ ζούσε ένα όνειρο. Ο δικός μας Νοέλ είχε πέσει στην πραγματικότητα. Καταλαβαίνεις τώρα τι θέλω να σου πω;

Ήταν το βράδυ πριν φύγει για κάποια στρατιωτική ακαδημία στην Αμερική. Ο πατέρας του είχε πληρώσει καλά για αυτό οπότε έπρεπε να τιμήσει τα λεφτά του. Πάνω από όλα να μην ντροπιάσει το όνομά του. Στον καθρέφτη έβλεπε ένα παιδί που αν και έπεσε η φωνή του μερικούς τόνους -μαζί με άλλα πράγματα- ήταν πάλι το ίδιο παιδί που ήξερε. Αφελής, δειλός, φοβητσιάρης. Όλα τα σε -ος ή -ης ή οποιαδήποτε άλλη αρσενική κατάληξη που μπορούσε να σκεφτεί ο πατέρας του. Στο μυαλό του ο Νοέλ τα συνδύαζε πάντα με κάτι αρνητικό. Δυνατός δεν σήμαινε αυτός που σηκώνεται και προσπαθεί να υπομείνει όταν οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν να πετύχει αυτή τη γαμημένη ευχή γενεθλίων, αλλά αυτός που είχε ισχύ πάνω στον αδύναμο. Αυτός που έκλεινε το χέρι του γύρω από τον λαιμό σου και κρατούσε τις πνοές σου «για το δικό σου καλό», γιατί φυσικά, ήξερε κάτι παραπάνω από σένα, για σένα.

Έπρεπε να βάλει το κουστούμι που επέλεξε η μητέρα του. Ήταν μια βραδιά σημαντική όπως είπαμε τα γενέθλιά του. Κάτω στο σαλόνι οι φωνές πρόδιδαν το γεγονός ότι γιόρταζαν τα γενέθλια κάποιου άλλου. Το κερασάκι στη τούρτα ήταν η νέα συμφωνία που έκλεισε ο πατέρας του, κάτι τέτοιο προφανώς και έπρεπε να εορταστεί περισσότερο από την ημέρα που γεννήθηκε! Δεν περίμενε ούτε κάτι περισσότερο, ούτε κάτι λιγότερο.

Ωστόσο, δεν έβαλε το κουστούμι. Ήταν γκρίζο με μια κόκκινη γραβάτα, γιορτινό, μέσα στο πνεύμα, απλώς όχι μέσα στο δικό του πνεύμα. Τον αγαπούσαν, όπως μπορούσαν μόνο οι γονείς του να τον αγαπήσουν και το μόνο που άκουσε εκείνη τη μέρα ήταν ένα «το κόκκινο πάει με τα μάτια σου». Ίσως επειδή ήταν μονίμως κόκκινα από το κλάμα και τον εκνευρισμό λόγω των καβγάδων; Πιθανότατα επειδή συνέχιζε να αγαπάει τον εαυτό του όπως τον αγαπούσαν όλοι οι άλλοι:

Τον γιο κάποιου.

Μία από τις αδελφές του μπήκε στο δωμάτιο. Η Ανέτ με τη Ζαν έμοιαζαν τόσο πολύ που κάποιος έξω από την οικογένεια μπορεί να τις μπέρδευε για δίδυμες, παρά τα τρία χρόνια διαφοράς τους. Ο Νοέλ όταν ήταν μικρός είχε το ίδιο θέμα. Έμαθε όμως να τις ξεχωρίζει με ευκολία, η μία τον αγαπούσε, η άλλη τον πρόσεχε.

Η Ζαν ήταν αυτή που τον πρόσεχε. Η Ανέτ δεν είχε χρόνο για αυτό, αλλά του έδινε την αγάπη της. Όποια και αν ήταν αυτή.

«Ανησυχώ απόψε.» ψιθύρισε η αδελφή του. «Κάτι θα γίνει και δεν ξέρω με όλα αυτά που συμβαίνουν ταυτόχρονα αν θα μπορέσουμε να το διαχειριστούμε.»

Κατάλαβες ποια αδελφή είναι;

«Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη βραδιά αυτή χειρότερη.» της απάντησε ο Νοέλ.

«Για εσένα ή για εκείνον;»

«Και για τους δύο.»

«Αυτό είναι που φοβάμαι.»

Ο Νοέλ ξάλυψε διστακτικά το σώμα του με τα ρούχα. «Πρέπει να ντυθώ.»

«Το ξέρω.» του απάντησε. Η Ζαν σέρνοντας μαζί της ένα δικό της ρούχο, μάλλον για να αλλάξει, έκλεισε την πόρτα και τη κλείδωσε. «Για αυτό είμαι εδώ. Ορίστε.»

Τα χέρια της απλώθηκαν μπροστά και ο Νοέλ άγγιξε το κόκκινο ύφασμα μπροστά του. Ήταν ένα από τα φορέματα της Ζαν που δεν φορούσε ποτέ. Ήταν υπερβολικό για κάποιον με τούλινη φούστα και μανίκια, στο μπούστο το ύφασμα ήταν λίγο φουσκωμένο και όταν γυρνούσες από το βάρος αργούσε να γυρίσει και εκείνο. Για τον Νοέλ ήταν το τέλειο φόρεμα, με χρώμα ζωντανό, σαν τις φράουλες της γιαγιάς του που τις κρατούσε στο θερμοκήπιο μέχρι να έρθει εκείνος το καλοκαίρι. Του χαμογελούσε με μία τσαχπινιά που δεν μπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς αλλά ήξερε πως κάποια νύχτα ίσως και να το ονειρεύτηκε.

«Χρόνια πολλά Νοέλ.» ψιθύρισε η αδελφή του πριν τον αγκαλιάσει σφιχτά. Δεν καταλάβαινε τη συμπεριφορά της όμως όταν τα δάκρυά της άγγιξαν το δέρμα του, είχε αρχίσει να το πιάνει. «Άσε με να ανησυχήσω εγώ για τα άλλα.»

Έκανε λάθος. Είχε δύο αδελφές που τον αγαπούσαν. Απλώς όπως είπαμε, ο καθένας μας αλλάζει τη σημασία και άρα και την έκφρασή του από μία νύχτα σε μία μέρα.

Για τον Νοέλ, αυτό που θα ζούσε, θα ήταν μια αντίστροφη αλλαγή. Εκεί που η πραγματικότητα διαλύεται και το όνειρο, σαν μια μικρή ευχή στο σκοτάδι πριν σβήσει το κερί, πραγματοποιείται.

Έτσι νόμιζε. Αυτή ήταν η ιδέα της ελπίδας.

Όμως έχασε την ελπίδα της όταν κάποιος της είπε τα χαρτιά.

Η Αυγή δεν ήξερε πώς βρέθηκε εκεί. Σε ένα απομακρυσμένο στρόγγυλο τραπέζι με έναν άνδρα ντυμένο νοσοκόμα του 18ου αιώνα -δικά του λόγια- και μια τράπουλα μπροστά της.

Ήταν μια από τις συζητήσεις που θα της έμεναν στη μνήμη και να, ας πούμε, πως άξιζε. Απλώς δεν το ήξερε τότε. Τότε νόμιζε πως έχασε κάθε ελπίδα για το οτιδήποτε που μπορεί να της έδινε χαρά.

Για παράδειγμα, σεξ.

«Δύο διάρια, σεξ. Αρκετό σεξ. Το ένα κούπα, το άλλο σπαθί.» της είπε η νοσοκόμα. Η Αυγή τότε πρόσεξε πως τα κόκκινα πούπουλα συμβόλιζαν το αίμα των θυμάτων της αλλά η παρουσία ήταν τόσο grante που δεν έβλεπε τίποτα πέρα από τη καλή μείξη στη σκιά. «Και από πάνω του καρό τριάρι. Δρόμος. Αυτός θα κάνει ταξίδι μακριά σου, ένας χωρισμός. Μαλώσατε πρόσφατα;»

Κάτω από τα κόκκινα και πράσινα λαμπάκια, η Αυγή προσπαθούσε να θυμηθεί για ποιον μιλούσαν. Η νοσοκόμα, ο Άνταμ που τα πρωινά προπονούσε την σχολική ομάδα ποδοσφαίρου της περιοχής, είχε ζητήσει από την Αυγή σε άπιαστα αγγλικά να σκεφτεί ένα άτομο που έχουν επικοινωνία. Ήξερε να λέει μόνο τα ερωτικά χαρτιά. Και η Αυγή το πρώτο άτομο που σκέφτηκε ήταν ο ένας, ο μοναδικός, ο μεγάλος, ο κατά τα λεγόμενά του ακαταμάχητος, αξεπέραστος Κάσπαρ.

Για πλάκα, η Αλίσσα έμεινε δίπλα της. Ύστερα από πολλά ποτά χρειαζόταν κάποιον γνωστό να γελάσει μαζί της στο μικρό της αστείο.

Φυσικά η Αυγή δεν τον έβλεπε έτσι. Αλλά ήταν το μόνο αρσενικό που της κράτησε παρέα κάποιο βράδυ και ήταν ευκαιρία. Τρία ευρώ τα χαρτιά και παίρνεις δώρο ένα δωρεάν gimlet για το ταξίδι ανάμεσα στους παπάδες και τις drag βασίλισσες.

Κοίταξε διακριτικά στο πλάι. Ο Κάσπαρ με τη δική του γκλιτερωτή φούστα πάνω από το παντελόνι του, ζούσε το σόου περισσότερο από τους ίδιους τους καλλιτέχνες.

«Ναι. Να πω πως δεν τα έχουμε, δεν υπάρχει κάτι ρομαντικό ανάμεσα μας, είναι ένα αθώο φλερτ και,» η Αυγή έκανε μια παύση κοιτώντας τα ανοιχτά χαρτιά μπροστά της, «ήθελα να μάθω πώς ρίχνουμε τα χαρτιά.»

Ο Άνταμ πετάρισε τις μεγάλες μαύρες βλεφαρίδες που έβαλε για το δικό του καλλιτεχνικό ρεσιτάλ και κοίταξε την Αυγή με ένα βλέμμα σαν να την έλεγε ηλίθια. Ξόδεψε λεφτά στην είσοδο, στα τρία ποτά που είχε ήδη πιει, στο τέταρτο εδώ, κάτω από τα κόκκινα και πράσινα λαμπάκια, για την εμπειρία με τα χαρτιά;

Λοιπόν, η Αυγή ήθελε να πιει, οπότε θα έπινε και για την εμπειρία στα χαρτιά.

«Ωραία λοιπόν,» της είπε ο Άνταμ. «Θέλω να ρίξεις ένα χαρτί σε αυτά τα δύο.»

Στο λερωμένο από χυμένο τζιν τραπέζι, υπήρχαν τέσσερις ομάδες χαρτιών μπροστά της. Η Αυγή δεν παρακολουθούσε ιδιαίτερα, μιας και εκείνη και η Αλίσσα έπιναν το ένα σφηνάκι μετά το άλλο, αλλά είναι σχεδόν σίγουρη πως αυτές οι τέσσερις μικρές στίβες με τρία και τέσσερα φύλλα η κάθε μία προήλθαν από ένα γρήγορο ανακάτεμα φύλλων που κάτι σήμαιναν σε κάποιον. Πριν τις μικρές ομάδες, η υπόλοιπη τράπουλα ήταν απλωμένη μπροστά της, περιμένοντας την επόμενη κίνηση από την Αυγή.

Η Αλίσσα σήκωσε στα χείλη της το δικό της gimlet, παρακολουθώντας γελαστή το σόου που εξελισσόταν στη σκηνή. Σε κάποιον ταίριαζε πολύ η ξανθιά περούκα και το φόρεμα σε μπορντό χρώμα, τα μπλε πούπουλα γύρω από τον λαιμό και η έντονη σκιά με μια ψεύτικη ελιά πάνω από το φλέβαρο. Αυτό το άτομο ήταν ίσως η καλύτερη drag βασίλισσα της βραδιάς και φυσικά επέλεξε μία άλλη βασίλισσα να ερμηνεύσει, την Dolly Parton με το Jolene.

Σε αντίθεση με τον Άνταμ που επέλεξε να ντυθεί νοσοκόμα πολέμου και να τραγουδήσει το Psycho Killer των Taking Heads. Τουλάχιστον ήταν μέσα στο θέμα, μόνο το αληθινό αίμα έλειπε.

Ήταν ιδέα της Αλίσσα η σημερινή έξοδος. Οι προηγούμενες μέρες ήταν χαοτικές, αλλά σε σχέση με τις επόμενες δύο που τους περίμεναν, η Αλίσσα πρότεινε μια παραδοσιακή βραδιά καλής μουσικής.

Οι drag νύχτες αποτελούσαν το δικό της μικρό μυστικό.

Η Αυγή ακολούθησε τις οδηγίες του Άνταμ και έριξε δύο χαρτιά στα φύλλα που της είπε. Εφτά μπαστούνι πάνω σε όλα όσα βγήκαν αρνητικά μέχρι τώρα και εννιά καρό σε κάτι που νόμιζε πως ήταν θετικό.

Ο Άνταμ έγλειψε τα κόκκινα χείλη του. «Θα έχεις δυσκολίες σε ζητήματα δουλειάς, αλλά γενική οικονομική επιτυχία. Το θέμα της εργασίας θα μπει εμπόδιο στη σχέση σας, για αυτό και ο χωρισμός. Επικεντρώνεσαι πολύ στη δουλειά σου και σε κάνει να χάνεις όλη την υπόλοιπη ζωή. Δεν πίνεις.»

Ήπιε. Μουτρωμένη, παρακολούθησε τον Άνταμ να μαζεύει τα χαρτιά και να τα ανακατώνει ξανά. Δεν πίστευε σε αυτά. Νόμιζε πως όλοι έλεγαν ό,τι ήθελαν οι πελάτες να ακούσουν. Ο Άνταμ έκανε αρκετές ερωτήσεις, αλλά η Αυγή προσπαθούσε να απαντάει όσο το λιγότερο μπορούσε, δεν ήθελε να δώσει πολλές πληροφορίες. Και όμως, ο Άνταμ βρήκε πολλά.

Βρήκε πως για καιρό ήταν μόνη. Εθισμένη σε μια δουλειά που είχε αρχίσει να την κουράζει. Ερωτευμένη με τη μοναξιά της.

Μέχρι και το χρώμα μαλλιών του Κάσπαρ βρήκε. Ξανθός με ανοιχτό μάτι έλεγαν τα χαρτιά. Πού το είδε μωρέ και αυτό; Βέβαια ο Κάσπαρ ήταν καστανόξανθος αλλά μετράει της είπε η Αλίσσα, πιάνει στο ξανθός.

«Πόσο καιρό τον ξέρεις;» ρώτησε ο Άνταμ καθώς ανακάτευε τα χαρτιά του.

Η Αυγή έπεσε πίσω στη καρέκλα της, το ποτήρι με το ποτό της αγκαλιά. «Πέντε μέρες. Και λίγες ώρες.»

Ενθουσιασμός γέμισε τα καστανά μάτια του με τους πράσινους φακούς επαφής. «Τόσο λίγο;»

«Παίζει ρόλο η διάρκεια;»

«Όχι, απλώς στα χαρτιά φαίνεται να έχετε μια διάρκεια. Πριν, τώρα, μετά, ποιος ξέρει; Κάτι σας έφερε κοντά, κάτι θα σας κολλήσει και κάτι θα σας τραβάει πάλι πίσω.» όλα αυτά ο Κάσπαρ; Που δεν ξέρει πότε έχασε το αριστερό του παπούτσι; Όχι. «Πώς γνωριστήκατε;»

Αυτή δεν ήταν ερώτηση για τα χαρτιά. Ήταν καθαρό ενδιαφέρον. «Μέσω ενός προγράμματος για μοναχικούς μαλάκες.»

Ο Άνταμ γέλασε σαν να ήξερε. Γύρισε προς την γελαστή Αλίσσα. «Και φέτος τρέχετε από χώρα σε χώρα με τον Έμμετ;»

«Πέρσι είχε τρομερή επιτυχία και το κάναμε και φέτος.» ενημέρωσε η Αλίσσα με ένα χαμόγελο.

«Πέρσι δεν ήταν που ο ένας μετά την εκστρατεία σου στην Ευρώπη μπήκε σε ψυχιατρείο; Κάτι για υπερβολική κοινωνικοποίηση;» ρώτησε ο Άνταμ. «Ή εθισμό στο αλκοόλ σε σημείο που νόμιζε πως έβλεπε τη νεκρή μάνα του;»

Η Αυγή άφησε το ποτό της κάτω, συνεχίζοντας να παρακολουθεί τη συζήτηση.

«Σου φέρνω πελατεία και μόνο παράπονα μου κάνεις;» υπεροπτικά, η Αλίσσα γύρισε το βλέμμα της. «Μη τολμήσεις να μου ξαναμιλήσεις.»

«Πρέπει να ανέβεις ξανά στη σκηνή, καρδιά μου. Το χρειάζεσαι.» σχολίασε ο Άνταμ.

Η Αλίσσα ήταν drag βασίλισσα; Η Αυγή αναρωτήθηκε από μέσα της ποιο ήταν το ρεπερτόριό της. Θα ήθελε να το δει.

«Δεν μπορώ. Έχασα τα φτερά μου.» και τίναξε τα μαλλιά της.

Ο Άνταμ έσκυψε κοντά στην Αυγή. «Απλώς αποφάσισε με τον κολλητό της κάθε χρόνο να ψάχνει άλλα έξι άτομα να πηγαίνουν διακοπές γιατί τα είχαν σπάσει με όλους τους φίλους τους.»

Πίσω από το ποτήρι της η Αλίσσα χαμογέλασε. «Έχω νέα φίλη. Την Αυγή. Μέσα σε πέντε μέρες προσπάθησε να τηγανίσει, να βράσει, να χτυπήσει ένα αβγό και απέτυχε σε όλα.»

«Δεν ήταν δικό μου φταίξιμο.» μουρμούρισε η μελαχρινή κοπέλα. «Οι παρτενέρ με τους οποίους με βάζεις δεν ήταν καλοί.»

Η Αλίσσα ρούφηξε διαβολικά από το ποτήρι που κρατούσε. «Και ξέρεις τι Άνταμ; Τρεις από τις πέντε φορές που η Αυγή μας συνεργάστηκε με κάποιον που την αποσυντόνισε, ήταν με το αμόρε.»

«Ο Κάσπαρ δεν είναι αμόρε.» πετάχτηκε η Αυγή νευριασμένη.

Όμως η Αλίσσα κοιτούσε μόνο τον Άνταμ. «Δεν θυμάμαι να είπα όνομα.»

«Ας δούμε το υποτιθέμενο ρομάντζο σας που δεν υπάρχει.» είπε ο Άνταμ. Άπλωσε την τράπουλα ξανά μπροστά της και η Αυγή έβλεπε τα γαλάζια χαρτιά διπλάσια από όσο έπρεπε. «Τράβηξε τρία χαρτιά και βάλε άλλα δύο από πάνω τους.»

Η Αυγή διστακτικά διάλεξε και τα τρία από τη μέση. Ρήγας κούπα, δύο σπαθιά, τρία μπαστούνι. Πριν ρίξει τα υπόλοιπα, ο Άνταμ τη σταμάτησε.

«Ποιο είσαι εσύ, ποιο είναι αυτός και ποιο είναι το μέλλον σας;»

Έκλεισε τα μάτια της και στη τύχη έδειξε τα χαρτιά. Μετά έριξε τα υπόλοιπα και με τις οδηγίες του Άνταμ συνέχισε να ρίχνει. Η Αλίσσα της μιλούσε, σαν να μιλούσε και στον Άνταμ.

«Με τον Έμμετ πέντε βράδια τους βγάζαμε έξω μέχρι το πρωί. Ξέρεις τον Έμμετ, μην ακούσει για κλαμπ, βάζει τη καλύτερη μάσκαρα και τρέχει πρώτος. Σήμερα ήθελα να έρθω στα παλιά λημέρια μου. Τους φέραμε από το Saint-Cyprien εδώ και θα πάρουμε το πρώτο τρένο πίσω όταν βγει ο ήλιος.» η πάντα χαρούμενη κοπέλα κοίταξε το υπόγειο μυστικό μαγαζί γύρω της, μνήμες να τρέχουν στα μάτια της σαν ρυάκια ψυχής. «Σαν χθες θυμάμαι την πρώτη φορά που ήρθα εδώ μέσα. Ήμουν δεκαπέντε και νομίζω, μάλλον είμαι σίγουρη, πως ήταν το καλύτερο βράδυ της ζωής μου. Και το τελευταίο βράδυ μου στο Παρίσι.»

Η Αυγή άκουγε με προσοχή την Αλίσσα. Ήταν η πρώτη φορά που έμεναν μόνοι τους. Ο Κάσπαρ είχε όρεξη και σήκωσε τη γιαγιά Μάγια στη σκηνή παρέα με μια Madona και Katy Perry. «Τι σε έκανε να έρθεις;»

«Έδιωξα από τη ζωή μου κάποια άτομα και χρειαζόμουν νέα οικογένεια.» την κοίταξε χωρίς να χάνει τη λάμψη της. «Κάποιες φορές πρέπει να αφήσεις κάποιον πίσω πριν ξεχάσεις να ζεις.»

«Και τι σε έκανε να σταματήσεις;»

«Ο Έμμετ χρειάστηκε να αφήσει και αυτός κάποιον. Οπότε ψάξαμε και βρήκαμε εσάς τους, πώς το είπες, μοναχικούς μαλάκες.»

Την έτρωγε η περιέργεια. «Θα ήθελα να ακούσω αυτή την ιστορία. Αν θες και εσύ.»

Η Αλίσσα της έκλεισε το μάτι. «Όπως έλεγε και η γιαγιά μου, τα σημαντικά πράγματα τα γράφω μόνο σε γράμματα.»

«Και τα υπόλοιπα τα κάνεις συνταγές και τις μοιράζεις σε οχτώ χώρες γιατί δεν έχεις τι να κάνεις.» πετάχτηκε ο Άνταμ κοιτώντας την Αυγή. «Ξαναλέω, δεν πίνεις.»

Το ποτήρι σηκώθηκε και το gimlet καταναλώθηκε μονορούφι. Η γαλλική εκδοχή με τζιν, λάιμ και λικέρ από σαμπούκο, το γλυκό μυστικό των Γάλλων, έκαψε για λίγο τον λαιμό της Αυγής πριν σβήσει με μια ανάλαφρη αίσθηση. Τώρα ήταν συγκεντρωμένη.

«Θα τον παντρευτώ τον μαλάκα ή όχι;»

«Αυτό το χαρτί είσαι εσύ.» ο Άνταμ έδειξε το τρία μπαστούνι κάτω από μερικά φύλλα. «Υπάρχει μια μεγάλη ερωτική έλξη μεταξύ σας. Ο ρομαντισμός αργεί γιατί κυρίως εσύ, αποτελείς το πρόβλημα. Υπάρχουν καβγάδες, μερικές μπιχτές, που κάποια στιγμή θα γίνουν αρκετά σοβαροί που δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα. Και μετά,»

Η Αυγή και η Αλίσσα ακολούθησαν το χέρι του Άνταμ να κάθεται πάνω από τον Ρήγα κούπα.

«Μετά τον καβγά, αυτός θα φύγει. Είναι ένα νεαρό άτομο που σε σκέφτεται και σε βοηθά, αρκεί να τον αφήσεις. Αλλά τον σπρώχνεις μακριά. Και θα φύγει, θα κάνει ένα μεγάλο ταξίδι, θα σας χωρίσουν χιλιόμετρα. Και εσύ θα βάλεις στο κέντρο πάλι τη δουλειά σου. Όμως το μέλλον λέει πολλά που ούτε εγώ μπορώ να καταλάβω, ούτε εσύ αυτή τη στιγμή.»

Μεταφορά πάνω στο δύο σπαθιά.

«Ίσως κάνεις και εσύ ένα ταξίδι. Ίσως αυτό είναι το δικό σας ταξίδι. Με επανένωση, μια γλυκιά νύχτα με μικρά λόγια και μεγάλα νοήματα που θα κάτσεις και θα ακούσεις, θα σκεφτείς και θα πεις.»

Η Αυγή κούνησε το κεφάλι της. «Όλα αυτά ο Κάσπαρ.»

«Το βρίσκεις αστείο τώρα. Αλλά είναι ένα μέλλον κομμένο και ραμμένο στα μέτρα σας. Αυτό λένε οι αριθμοί. Μαζί και χωριστά υπάρχει διαφορά, αλλά μένετε εκεί. Είναι από τα άτομα που αξίζει να περιμένει κανείς. Και εκείνος πιστεύει το ίδιο για σένα.» της είπε ο Άνταμ. Τα λαμπάκια πάνω από το κεφάλι της γύριζαν. «Είναι μερικές λέξεις γραμμένες πάνω σε μερικά χαρτιά. Το θέμα είναι εσύ όπως το ερμηνεύεις.»

Η Αυγή ψιθύρισε τις δικές της λέξεις. «Η ιστορία δείχνει πως το μέλλον που θα ζήσουμε είναι διαφορετικό από το παρόν που επιθυμούσαμε.» γύρισε να τη κοιτάξει. «Μου το είπε ο Άνταμ υπό την επήρεια φούντας.»

«Δεν έχω ιδέα τι μου λες, νιώθω πως κατουριέμαι.» της απάντησε ειλικρινά. «Έχεις και άλλα τέτοια;»

«Ζήσε όπως θες να πεις την ιστορία σου σε κάποιον για να την μεταφέρει σε έναν τρίτο.» μουρμούρισε. «Ξέρεις τι θέλω; Φράουλες.»

Η Αυγή γούρλωσε τα μάτια της. «Την ίδια σκέψη είχα!»

«Συγνώμη που επεμβαίνω στα οικογενειακά σας,» τις ενόχλησε ο Άνταμ, «αλλά πάτε να μεθύσετε σε κάποιο άλλο τραπέζι.»

Η Αλίσσα άρπαξε τη μεθυσμένη Αυγή και έτρεξαν κοντά στους υπόλοιπους. Για πέμπτο συνεχόμενο βράδυ η Αυγή θα γυρνούσε πίσω σε εκείνο το καταθλιπτικό μικρό κάστρο μεθυσμένη και για πέμπτη συνεχόμενη μέρα θα ξυπνούσε με σκέψεις που τη ζάλιζαν περισσότερο από το ποτό. Είχε συνηθίσει να πίνει μόνη, αλλά όχι έτσι. Όχι με παρέα.

Όχι να νιώθει ξανά καλά.

Πέρασαν πέντε μέρες από τη τελευταία φορά που σκέφτηκε πως μισούσε τον εαυτό της. Είχε ξεχάσει και επίσημα τη στιγμή που πάτησε αντίο σε εκείνο τον εαυτό. Πλέον πρόσεχε για να έχει. Έτρεχε, όχι για να απομακρυνθεί.

Αλλά για να προλάβει πριν τα χάσει όλα.

Ο Κάσπαρ, κινούμενη κατάρα γύρω της αυτές τις μέρες, την τράβηξε στη σκηνή. Πιάνοντας αγκαζέ τη γιαγιά Μάγια, ο καστανόξανθος τύλιξε μπλε πούπουλα γύρω από τον λαιμό της πριν πέσει στην αγκαλιά της συγκατοίκου της, Λουΐζας για μια γύρα από χοροπηδήματα. Από κάτω, ο Ντάνιελ κοιτούσε διακριτικά τη δεκαεννιάχρονη από τη Ρουμανία, όταν ο Σεραφείμ απολάμβανε τις δηλητηριώδεις χημικές αποτυχίες του Έμμετ.

Κάπου προς τα πίσω, η Αλίσσα στεκόταν μόνη της. Χαμογελούσε. Να και ένας άνθρωπος που έχασε τα πάντα και τα έσωσε τη τελευταία στιγμή. Η Αυγή θα λάτρευε να πει σε κάποιον αυτή την ιστορία.

Αλλά νιώθω πως δεν μπορώ να σου περιγράψω τόσο ωραία με τις λέξεις. Δεν είμαι συγγραφέας, είμαι μια ατελής ύπαρξη σε έναν κόσμο που πιστεύει πως έχει φτάσει την τελειότητα και φοβάμαι μήπως και σου πω ψέματα. Σου λέω τα πράγματα όπως μου τα αφηγήθηκαν αλλά κάτι μου λέει πως η ιστορία στη συνέχεια θα αλλάξει την αφήγηση της ζωής κάποιου, με βάση το πώς τον βόλευε. Έτσι έγινε με τη γιαγιά Νοέλ και την Αντέλ, έτσι θα γινόταν και στη συνέχεια. Οπότε έχουμε μόνο το παρόν που επιθυμούμε να ζήσουμε.

Ο Νοέλ εκείνο το βράδυ έβαλε το κόκκινο φόρεμα που του έδωσε η αδελφή του, Ζαν. Είχε ανοίξει την αγαπημένη του παλέτα και με μπλε σκιά και γκλίτερ η αδελφή του τον βοήθησε να βαφτεί. Ήθελε να κάνει κάτι τα μαλλιά του, να δώσει ζωή σε εκείνες τις άχαρες τρίχες, αλλά το μόνο που είχαν τα δύο αδέλφια ήταν τσιμπηδάκια της Ανέτ που τώρα έλειπε.

Την ακολούθησε κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια. Άκουγε τα ποτήρια να τσουγκρίζονται και οι συζητήσεις να έρχονται και να φεύγουν. Αυτό που δεν μπορούσε να ακούσει καθαρά ήταν η καρδιά του. Όχι, δεν έλειπε. Απλώς πήγαινε υπερβολικά γρήγορα. Ίδρωνε και φοβόταν. Ίδρωνε και ενθουσιαζόταν. Φοβόταν για το τι θα ακολουθούσε, ενθουσιαζόταν για αυτό που ήθελε.

Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αλλά ήταν η μόνη στιγμή. Ο Νοέλ δεν θα καθόταν άλλη μια χρονιά να γιορτάσει τα γενέθλια κάποιου άλλου. Θα γιόρταζε τα δικά του, όπως ήθελε, με όποιον ήθελε, όπου ήθελε.

Η Ζαν του είχε δώσει ήδη ένα ζευγάρι κλειδιά. Ήταν από το διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης του Παρισιού, εκείνο που η Ανέτ άφησε για να πάει στο ταξίδι με την εταιρία. Δεν ήταν το κρησφύγετο του Νοέλ, αλλά μέχρι να πήγαινε στο δικό του, θα έκανε.

Μερικά χρόνια αργότερα ο Νοέλ θα ξεχάσει πώς ακριβώς ξετυλίχθηκαν τα γεγονότα εκείνης της βραδιάς. Θυμόταν τα κακά, τα άσχημα και τα καλά, αλλά όχι με συγκεκριμένη σειρά. Κάποια τα είχε απορρίψει από τη μνήμη του. Άλλα τα έκανε να μοιάζουν καλύτερα από αυτό που μπορώ εγώ σήμερα να σου γράψω, αλλά Έρη, είναι αυτό που και εκείνος μπορούσε να υπομείνει να θυμάται.

Το χαστούκι του πατέρα του. Την απογοήτευση στα μάτια της μητέρας του. Τους συνεργάτες του πατέρα του να γελάνε με ένα αγόρι ντυμένο σε κοριτσίστικα ρούχα, ή να μην μπορούν καν να αντιδράσουν γιατί δεν περίμεναν πως ο γιος αυτού του άνδρα θα ήταν ένας...ένας...

Ένας τι; Άνθρωπος; Ναι, πρώτη φορά έβλεπαν κάποιον με καρδιά που δεν μπορούσε να σπάσει κανείς, ούτε εκείνοι.

Η Ζαν του έδωσε το παλτό της και ο Νοέλ έφυγε τρέχοντας. Στον δρόμο τα φώτα του έδειχναν μια πορεία που ήξερε και μπορούσε να ακολουθήσει με κλειστά μάτια. Οι περαστικοί κοιτούσαν περίεργα και εκείνος, Χριστούγεννα, ένιωθε μόνος. Γινόταν μια αλλαγή μέσα του, μια φωτιά πήρε την καρδιά του και κανείς δεν μπορούσε να το καταλάβει.

Αντίο στον πατέρα που δεν τον αγκάλιασε ποτέ.

Αντίο στην μητέρα που δεν τον προστάτεψε ποτέ.

Στις αδελφές που τον βοήθησαν να φύγουν. Κάποια μέρα θα κοιμόντουσαν ξανά και οι τρεις στο ίδιο κρεβάτι. Ή και σε διαφορετικά γιατί η ζωή έτσι πάει. Είμαστε μόνο αριθμοί, μόνο μερικές μεμονωμένες λέξεις και ξεχνάμε ποια σημασία δώσαμε χθες και ποια σήμερα.

Έτρεεχε. Τα πόδια του σχεδόν γυμνά μέσα στο χιόνι, αλλά εκείνος είχε την δύναμη να τρέξει. Να προλάβει, το τελευταίο λεωφορείο, να περάσει το φανάρι, να μη τον δει η αστυνομία, να μη τον σχολιάσει κάποιος πριν προλάβει να σκεφτεί.

Ώσπου βρήκε τελικά την πόρτα, εκείνη με τα κόκκινα και τα πράσινα λαμπάκια να τρεμοπαίζουν μέσα στο κρύο.

«Γλυκέ μου, πού πας τέτοια ώρα;» τον ρώτησε ένας άνδρας με κόκκινη περούκα και μπλε κραγιόν. «Είναι αργά.»

«Είναι νωρίς ακόμα.» του απάντησε. «Πρέπει να μπω.»

«Τέτοιες μέρες η οικογένεια θα θέλει-»

«Ψάχνω για νέα οικογένεια.» τον διέκοψε κοιτώντας τον στα μάτια. «Είμαι...μόνος. Μοναχικός. Τα πάντα.»

Ο άνδρας τον κοίταξε για λίγο, διστακτικός στις αποφάσεις του. Ο Νοέλ είχε περάσει απέξω αρκετά βράδια και ποτέ δεν τόλμησε να μπει μέσα. Δεν άφηναν τους πάντες να μπουν, ειδικά κάποιον που μπορεί να προκαλούσε προβλήματα. Και ο Νοέλ εκείνη τη στιγμή ήταν ένα πρόβλημα.

«Πέρνα μέσα.» του είπε. «Όλοι είμαστε μόνοι, μοναχικοί, τα πάντα σήμερα.»

Ανακούφιση τον τύλιξε και η καρδιά του άρχισε να ηρεμεί. «Ευχαριστώ. Πολύ.»

«Το όνομά σου γλυκέ μου;» τον ρώτησε.

«Νοέλ.» του είπε.

«Θες μια μέρα να ανέβεις στη σκηνή;»

«Φυσικά. Είναι...κάτι σαν όνειρο για μένα.»

«Έχεις σκεφτεί κάποιο όνομα;»

«Ναι.» χαμογέλασε, ευχόμενος και ευχόμενη να μη σταματήσει ποτέ. «Αλίσσα.»

Μια άλλη, όπως ευχόταν κάθε χρόνο. Με τη νύχτα να γίνεται μια νέα μέρα, το όνειρο μια καινούρια πραγματικότητα. 

Καληνύχτα Έρη. Όχι, τελικά δεν έμαθα ποτέ να ρίχνω τα χαρτιά.

___________________________

Α/Ν Ζητώ συγνώμη για την αργοπορία. 

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top