2. Τον έλεγαν Νοέλ και του άρεσε πολύ η κρεμ μπρουλέ και η μαρμελάδα φράουλα.

2. Τον έλεγαν Νοέλ και του άρεσε πολύ η κρεμ μπρουλέ και η μαρμελάδα φράουλα.

Γαλλία, σου αρέσει η Γαλλία έτσι; Θυμάμαι είχαμε πάει με το σχολείο στη Τρίτη λυκείου πολυήμερη. Όλα τα άλλα σχολεία Βουδαπέστες, Βουκουρέστες και ενίοτε Κέρκυρες. Εμείς όχι, Παριζιάνες θέλαμε να το περάσουμε και με λίγη κλάψα στη καθηγήτρια της γυμναστικής για να μας συνοδέψει, τα καταφέραμε. Παρίσι και μια μέρα σε ένα μικρό χωριό να γνωρίσουμε τις τοπικές απολαύσεις της ποδοσφαιρικής του ομάδας, με κάθε έννοια της πρότασης γιατί έχουμε και ανήλικα εδώ, προσέχουμε για να έχουμε.

Σε ένα τέτοιο μικρό χωριό γεννήθηκε και ο Νοέλ. Ο μικρότερος μια οικογένειας των πέντε, οι δύο μεγαλύτερες αδελφές του, Ανέτ και Ζαν, τον είχαν κάτω από την φτερούγα τους από μωρό. Το αγόρι της οικογένειας, έτσι έλεγαν, πρέπει να προστατεύεται. Ο πατέρας πάντα φρόντιζε να υπενθυμίζει πως κάποια μέρα αυτός θα είναι ο άνδρας του σπιτιού και θα πρέπει να κρατάει τις γυναίκες του δυνατές και υγιείς. Είχε τα πάντα που θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς, ένα μεγάλο σπίτι, το καλύτερο δωμάτιο, παιχνίδια που μπορούσε να χάσει και να μη τον νοιάζει και την προσοχή όλων.

Γεννήθηκε την ημέρα των Χριστουγέννων, εξ ου και το μικρό του γιορτινό όνομα. Ο πατέρας ήθελε κάτι για τον γιο του που θα τραβούσε την προσοχή, θα την κρατούσε και με δυσκολία θα την άφηνε να του φύγει. Δεν ήταν και το πιο αρρενωπό για τα γούστα του αλλά η μητέρα είχε ζεστή καρδιά και δεν ήθελε κάτι σκληρό στη γλώσσα, όπως Νικολά που ήθελε ο πατέρας, να μειώσει τη θαλπωρή της.

Περιτριγυρισμένος από δώρα που γέμιζαν το δέντρο μόνο με το όνομά του, ανθρώπους που τον αγαπούσαν για αυτό που πίστευαν πως θα γίνει και χαμόγελα που πάγωναν την ατμόσφαιρα, ο Νοέλ ήταν μόνος. Μόνος σε αυτό το απέραντο σύμπαν με τα αμέτρητα αστέρια, μόνος σε αυτό τον κόσμο που θα μπορούσε να αποκαλεί δικό του αλλά ανήκε σε αυτόν που το άξιζε, μόνος σε έναν μικρό πλανητάκι χωρίς νόημα που θεωρούσε ότι ήταν υπέρτατος όλων.

Και κάθε χρόνο, κάποιος έλειπε από τα γενέθλιά του. Ο Νοέλ όμως ήξερε πως το άτομο που έλειπε έκανε την ίδια ευχή με εκείνον. Έκλεινε τα μάτια του, έπαιρνε ανάσα δυνατή και φυσούσε, ελπίζοντας τα όνειρά του να έβγαιναν ζωντανά σε μια πραγματικότητα που θα μπορούσε, ίσως, μάλλον, πιθανότατα, να είναι...Τι πρώτα;

«Μια άλλη, μια άλλη, μια άλλη...»

Ο πατέρας λάμβανε το μήνυμα κάπως διαφορετικά από αυτό που ήθελε ο Νοέλ. Άλλη μία κούρσα με αυτοκινητάκια, άλλη μία γαλανή πιτζάμα με το μονόγραμμά του, λες και ήταν κανένα πλουσιόπαιδο που θα περίμενε κανείς να αναλάβει τα ηνία της τράπεζας του μπαμπά. Άλλη μία μέρα γεμάτη γκρίζο, λευκό και μαύρο γιατί η ζωή ήταν μονότονη και ο μόνος στόχος ήταν το πράσινο τον χρημάτων. Άλλη μία ευχή για υγεία, ίσως καλή γυναίκα και νοικοκυρά, άλλη μία ευχή για το αύριο του «πρέπει» και όχι του «θέλω».

Δεν ήταν ποτέ «άλλη μία κούκλα για την Ανέτ να μπορώ να παίζω και εγώ». «Άλλη μία ροζ μπλούζα με λουλούδια να φοράω στα κρυφά». «Άλλη μία φούστα που με κάνει να νιώθω άνετα με το σώμα μου και τον εαυτό μου.»

Ήταν πάντα «Μια άλλη ζωή. Μια άλλη μέρα. Μια άλλη πραγματικότητα.»

Τα καλοκαίρια ήταν τα αγαπημένα του παρά τον χειμερινό του χαρακτήρα. Πλάι στην Ανέτ και τη Ζαν, ο Νοέλ ταξίδευε με τρένο από το κέντρο του Παρισιού σε ένα χωριό ξεχασμένο από τότε που γεννήθηκε. Άφησε την αστική ζωή που τόσο αγαπούσαν οι γονείς του και ταξίδευε σε ένα άλλο παραμύθι, μια περιοχή που ο Μεσαίωνας έμοιαζε βγαλμένος από μαγεία και η χαρά ήταν κάτι επιτρεπτό.

Η γιαγιά του είχε μείνει σε ένα μεγάλο παλιό σπίτι και αρνούνταν να το πουλήσει ή να μετακομίσει με τον πατέρα στην πόλη. Ένα χρόνο έμενε μόνη μέχρι τον Αύγουστο που ο μικρός Νοέλ, με τα χρόνια χωρίς την Ανέτ και τη Ζαν, χτυπούσε την πέτρινη πόρτα του σπιτιού της, η δερμάτινη βαλίτσα του βαριά στα μικροσκοπικά χεράκια του. Ήταν μια γυναίκα μεγάλη αλλά ποτέ μεγαλύτερη από χθες και ποτέ μικρότερη από αύριο. Τον υποδεχόταν με μια ποδιά γεμάτη χαμόγελα και αγκαλιές, μια σοκολάτα και φυσικά, το αγαπημένο του γλυκό.

Το κάστρο, όπως το αποκαλούσε με δυσαρέσκεια ο πατέρας, τον τρόμαζε. Γιατί; Δεν ήξερε. Είχε ψηλά ταβάνια με πολυέλαιους και σκάλες που έφταναν ψηλά και ποτέ στο τέλος. Είχε δωμάτια που δεν ήξερε πως πέρσι υπήρχαν και διαδρόμους που πολλές φορές έμεναν σκοτεινοί, παρά τα μεγάλα παράθυρα που τους φώτιζαν. Στους τοίχους κρέμονταν πίνακες με ανθρώπους που κοιτούσαν σοβαρά και μελαγχολικά τον ζωγράφο, από μια άλλη εποχή και μια άλλη ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν κάποτε η οικογένειά του, βγαλμένοι και αυτοί από το παραμύθι με τις μάγισσες και τους θνητούς γενναίους ιππότες που ήθελαν να προστατέψουν την πριγκίπισσα. Του άρεσε ιδιαίτερα η πριγκίπισσα Ζοζεφίν, τέταρτη ξαδέφλη του παππού της θείας της συζύγου....καταλαβαίνεις.

Η πριγκίπισσα Ζοζεφίν ήταν η μητέρα της γιαγιάς. Και για αυτό ήταν σημαντική για τον Νοέλ.

Παντού υπήρχαν άνθρωποι γύρω του. Κάποιος να καθαρίζει τους πολυέλαιους, άλλος να στρώνει τα κρεβάτια, ένας τρίτος να επιβλέπει τις λεμονιές, κάποιος τέταρτος στη βιβλιοθήκη να ταιριάζει αλφαβητικά τους τίτλους. Ο Νοέλ δεν κατάλαβε ποτέ γιατί ο πατέρας του δεν ήξερε τα ονόματά τους και έλεγε πως η γιαγιά ήταν μόνη. Ήταν ο Ζακ, η Ελέν, ο Γκασπάρ, η Σουζάνα και όλοι τους ήταν η οικογένεια της γιαγιάς. Ήταν η παρέα του Νοέλ τα καλοκαίρια, η μόνη παρέα που ήθελε.

Μέσα στο κάστρο με τα επιβλητικά πορτρέτα φαντασμάτων, ο Νοέλ έμαθε να αγαπά όπως δεν του έμαθαν ποτέ οι γονείς του. Εκεί ήταν μόνος κατά τα λόγια του πατέρα, αλλά ήταν ευτυχισμένος κατά τον χτύπο της καρδιάς του. Έμαθε πως το γκρι, το λευκό και το μαύρο ταίριαζαν ιδιαίτερα με το μπλε, το πράσινο, το κίτρινο. Το κόκκινο των ρόδων που ζωγράφιζε, το μωβ του φορέματος που ήθελε και το ροζ των λουλουδιών που ήθελε να μυρίζει κάθε μέρα. Σε εκείνο το κάστρο έμαθε πως οι απόψεις του πατέρα δεν είχαν καμία αξία. Ο φόβος του μήπως η μπλε πιτζάμα με το μονόγραμμα γίνει βυσινί ήταν κάθε άλλο παρά κάτι που έπρεπε να φοβάται και ο ίδιος ο Νοέλ. Οι παλιές κούκλες της Ανέτ έπαιρναν νέα ρούχα δίπλα στη καινούρια φίλη τους και οι μαρκαδόροι της Ζαν, χρώματα γεμάτα αγάπη, πάθος και στοργή, ήταν αυτά που ήθελε να ακολουθήσει στο δικό του, μικρό όνειρο. Στη δική του ευχή.

Η κουζίνα ήταν το μέρος που ξυπνούσε και κοιμόταν. Η γιαγιά είχε χηρέψει από τον παππού πριν γεννηθεί ο Νοέλ και η Ζαν. Αλλά έχασε την αληθινή της αγάπη όταν ήταν μόλις δεκαπέντε και τότε ήταν που ξεκίνησε το δικό της ταξίδι στην μαρμάρινη κουζίνα. Μυρωδιές και γεύσεις που θύμιζαν τα μακριά μαύρα μαλλιά της Αντέλ, χρώματα στα πιάτα και στις γαρνιτούρες που έλαμπαν σαν τα γαλανά μάτια της Αντέλ και μουσική με ρυθμό που οδηγούσε τη γιαγιά του Νοέλ να νομίζει πως χόρευε ξανά με την Αντέλ. Η Αντέλ που η τέταρτη ξαδέλφη του παππού του συζύγου της θείας, ο Ζοζεφίν τέλος πάντων, άφηνε να μπει στο σπίτι αργά το βράδυ πριν το μάθει ο μπαμπάς της γιαγιάς.

Η Αντέλ που ένα βράδυ πήγε να φύγει από το παράθυρο και μόλις μπήκε ο πατέρας της γιαγιάς στο δωμάτιο, η μελαχρινή κοπέλα έπεσε στον τελειωμό της.

Θλιβερή ιστορία με χαρούμενο τέλος. Οι απώλειες είναι αυτές που μας κάνουν γενναίους, ή αδύναμους, μου είπε ο Νοέλ μια μέρα. Η γιαγιά του επέλεξε να μείνει δυνατή, ακόμη και αν παντρεύτηκε έναν άνδρα που δεν αγάπησε ποτέ της, έκανε έναν γιο που δεν την αγάπησε ποτέ της και έζησε χρόνια πολλά σε ένα κάστρο με κλειστές τις πόρτες του γιατί φοβόταν μη τη φοβίσει κανείς. Μέχρι που ο άνδρας της πέθανε, ο γιος της έφυγε και το δώρο της Αντέλ, ένας μικρός Νοέλ, ήρθε από την πρώτη Δευτέρα του Αυγούστου μέχρι την δεύτερη Παρασκευή και η δική του χαρά στη καρδιά του έκανε τη δική της να ζει ξανά.

Οι πόρτες άνοιξαν ξανά, οι τοίχοι γέμισαν με φως και η γιαγιά Νοέλ μπήκε στη κουζίνα.

Το μήλο δεν έπεσε πολύ μακριά από τη μηλιά και την αγάπη της για την μαγειρική την πέρασε στο νιάνιαρο Νοέλ. Οι συνονόματοι μέρα βράδυ κάθονταν στις ξύλινες καρέκλες και κάτι φάνταζε το μυαλό τους και το έφτιαχναν. Ο Νοέλ ζωγράφιζε ό,τι έβλεπε, η Νοέλ το μαγείρευε. Ο μικρός έσπαγε τα αβγά και προσεκτικά μαζί με τη γιαγιά του ανακάτευε την άχνη ζάχαρη με μια δόση αλάτι μέσα στο μεγάλο μπολ. Με το μάτι, γιατί η γλύκα με την πίκρα δεν ήταν μετρήσιμες. Στη συνέχεια η γιαγιά έβαζε την κρέμα γάλακτος σε ένα κατσαρολάκι πάνω στη φωτιά, μια ματιά βανίλιας και με κινήσεις απαλές πήγαινε γύρω γύρω το κουτάλι. Ήθελε υπομονή και προσοχή, όπως πρέπει να έχουμε στη καρδιά μας κάθε άνθρωπο που μας αξίζει.

Και εδώ ήταν το μυστικό. Κάτι που έκανε η μητέρα του Νοέλ λάθος μαζί με άλλους ζαχαροπλάστες που έμαθαν τη συνταγή από ένα περιοδικό. Ήταν όμως μια ιστορία που περνούσε από στόμα σε στόμα, στομάχι σε στομάχι και ψυχή σε ψυχή. Η κρέμα έπρεπε να αφαιρεθεί από τη φωτιά πριν πάρει την βράση της και ο μικρός Νοέλ ήξερε πως αυτό δεν το καταλάβαινες από τη μέτρηση με το ηλεκτρονικό θερμόμετρο, ή το αν θα σου το πει το ρομποτάκι που είχες για μετρητή της ώρας. Αυτό θα σου το έλεγε μια ιστορία, μερικές λέξεις, προσοχή, ένα χάδι και μια ανάσα καυτή πάνω από το κουτάλι.

Όταν άρχισε να το καταλαβαίνει μόνος του είχε μεγαλώσει πλέον. Η γιαγιά τον εμπιστεύονταν να βάζει τη κρέμα λίγη λίγη μαζί με τα αβγά για να μην ψηθούν. Του είχε πλήρη εμπιστοσύνη στο πώς έπρεπε να ανακατέψει το μείγμα και στο πότε να σταματήσει. Από τα λάθη μας μαθαίνουμε και δεν τα επαναλαμβάνουμε, οπότε τις ψυχές μας δεν τις παίζουμε, τις αγαπάμε. Και ο Νοέλ ανακάτευε μέχρι εκεί που ένιωθε πως άντεχε, πως η αγάπη του έφτανε στα όρια και εκεί που μπορούσε να φανταστεί αυτό το «Μία άλλη, μία άλλη, μία άλλη...» να έρχεται μπροστά στα μάτια του.

Το μείγμα έμπαινε σε κεραμικά μπολάκια ανεξαρτήτου χρώματος. Ήθελε να τα δοκιμάσει όλα και όποιο του κάτσει, αυτό θα έτρωγε. Ένα ένα τα μπολάκια έμπαιναν στο βαθύ ταψί πριν προστεθεί γύρω του βραστό νερό και μέσα στον φούρνο. Περνούσε μπροστά από τον μεγάλο φούρνο κάθε λίγο και λιγάκι, σκυμμένος δίπλα από τη γιαγιά του που αναρωτιόταν αν θυμήθηκε να κλαδέψει τις λεμονιές. Τότε θα έμπαινε στη κουζίνα ο Ζακ, η Ελέν, ο Γκασπάρ ή η Σουζάνα και θα της υπενθύμιζαν ποια ήταν, πού ήταν και τι έκανε. Και όλα θα ήταν μια χαρά.

Η γιαγιά χρησιμοποιούσε κρυσταλλική λευκή ζάχαρη στο τέλος, αν και κάποιες φορές έβαζε και λίγη καστανή για να ικανοποιηθεί η ανάγκη της για πειράματα. Νοέλ και Νοέλ έβλεπαν τη καραμέλα να αρχίζει να δημιουργείται μέσα από μικρές χρυσαφένιες φούσκες κάτω από τη φωτιά. Έβγαιναν έξω, στην πίσω σκεπαστή αυλή. Εκεί που το άρωμα των λεμονιών θύμιζαν τα βράδια που σκαρφάλωνε η Αντέλ στο παράθυρο της γιαγιάς και εκεί που ο Ζακ και η Ελέν θα μπορούσαν να προσέχουν τη γυναίκα που νόμιζε πως ήταν πάλι δεκαπέντε και τον μικρό που είχε ήδη αποφασίσει τι ήθελε να γίνει στο μέλλον και αυτό δεν ήταν «άνδρας» με την έννοια του πατέρα του.

«Φα'το όσο είναι ζεστό.» του είπε ένα καλοκαίρι η γιαγιά. «Πριν μας δει η Αντέλ και ζηλέψει.»

Ο Νοέλ και η γιαγιά του έσπασαν τη καραμέλα με τα κουτάλια τους. Η μαγική στιγμή ήταν αυτή, η κρέμα με τη ζάχαρη γίνονταν ένα και σε κάθε κουταλιά ένιωθες έναν χτύπο να χάνεται. Ήταν πάλι Χριστούγεννα, παρακολουθώντας τον Καρυοθραύστη από κάποιο μπαλέτο της Γαλλίας. Η μουσική που ο Καρυοθραύστης με τη Κλάρα χορεύουν έπαιζε στο μυαλό του. Τη στιγμή που τη σηκώνει ψηλά η καραμέλα έλιωνε στο στόμα του και η κρέμα του ζέσταινε πνεύμα και ψυχή.

«Κάποια στιγμή θα σε ξεχάσω. Το πώς μοιάζεις, το πώς μιλάς, το πώς ντύνεσαι και το πώς περπατάς.» του έλεγε μετά η γιαγιά, λίγο πριν τη τελευταία της κουταλιά. «Αλλά ακόμη και όταν φύγεις θα έχω κάτι να σε θυμίζει. Το πώς το γέλιο σου με κάνει να νιώθω, το τρέμουλο στο χέρι όταν με ακουμπάς και η ανάσα σου στα χείλη πριν με φιλήσεις. Αυτές οι μικρές στιγμές που περνούν απαρατήρητες όταν τα λόγια χάνονται και μένει μόνο η αίσθηση. Αυτό θα το θυμάμαι για πάντα Αντέλ.»

Ο Νοέλ έτρωγε το αγαπημένο του γλυκό ήρεμα. Η γιαγιά του κοιτούσε μακριά, χαμένη. Ήταν το αγαπημένο του γλυκό γιατί έκανε τη γιαγιά του χαρούμενη. Η αίσθηση όπως έλεγε. Ο σύντομος χορός γύρω από τον πάγκο που ήταν ο ίδιος που είχε μοιραστεί με την Αντέλ. Το περπάτημα μπροστά από τον φούρνο που είχε κάνει μαζί με τη Ζοζεφίν όσο ετοίμαζαν τη λιχουδιά για την κρυφή της αγάπη. Το χαμόγελο όταν η καραμέλα έσπαζε και οι μνήμες γίνονταν αισθήσεις και χάνονταν στο άγγιγμα του αέρα.

«Ποιος είσαι εσύ;» ύστερα τον ρωτούσε. «Να σου πω μια ιστορία;»

Η γιαγιά του έλεγε την ίδια κάθε φορά που η μνήμη της την απατούσε. Αυτό ήταν το καλοκαίρι του. Κάθε πρώτη Δευτέρα του Αυγούστου ξεκινούσε από την αρχή πριν φτάσει στο τέλος την δεύτερη Παρασκευή. Και ύστερα ερχόταν ο Σεπτέμβρης, ο Δεκέμβρης, ο Απρίλης και ο Ιούλιος και πάλι από την αρχή.

Κάποιο καλοκαίρι η πρώτη Δευτέρα ήρθε. Αλλά η κρεμ μπρουλέ δεν μαγειρεύτηκε και η δεύτερη Παρασκευή με το τέλος της Αντέλ δεν ξημέρωσε ποτέ για τη γιαγιά με το όνομα ίδιο με τον πόνο τον δικό του.

Νοέλ. Το άτομο που γεννιέται τα Χριστούγεννα. Στη δική μας ιστορία, το άτομο που δεν άντεξε το γκρίζο, λευκό και μαύρο του χειμώνα και μεγάλωσε για τη ζωή με κόκκινο, μωβ και ροζ σε ένα καλοκαίρι.

«Πώς τα κατάφερες πάντως και με έπιασες πάλι σε συζήτηση μαζί σου, δεν θα καταλάβω ποτέ.» του είπε σιωπηλά πίσω από το κρασί της. «Δεν είναι να μένω μόνη δίπλα σου.»

Ο Κάσπαρ δεν έχασε ευκαιρία για να της πετάξει ένα χαμόγελο. Πάντα το εννοούσε. «Φοβάσαι;»

Η Αυγή έπλεξε τα χέρια της. «Νιώθω πως ξέρω μόνο εσένα εδώ μέσα και πέρασα ένα ολόκληρο βράδυ με τη συγκάτοικό μου.»

«Ώστε δεν ξέρεις κανέναν;»

Κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε κάτω με ενοχές. «Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι τίποτα από την πρωινή συνάντηση με τους άλλους. Μόνο το μετά. Η καλύτερή μου φίλη δεν θα χαρεί που της μεταφέρω μισές εμπειρίες.»

Ο Κάσπαρ χαλάρωσε στη θέση του απέναντι. «Γιατί γίνεται αυτό;»

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν είμαι καλή με τις λέξεις. Μπορώ να λέω ιστορίες και εμπειρίες άλλων αλλά για μένα δεν βγαίνει τίποτα. Πάντα αλλάζω το θέμα.»

«Ωραία ας κάνουμε πρόβα πριν με διώξεις σαν κανέναν πρώην για να την πάρεις τηλέφωνο και να της πεις το κακό σεξ που έκανα. Ενημέρωση, δεν κάνω κακό σεξ.» παραλίγο να της βγάλει ένα κύμα γέλιου, κάτι που ο Κάσπαρ περίμενε, αλλά δέχτηκε το κλειστό χαμόγελο με τον βήχα πριν πνιγεί. Ο Κάσπαρ το παρατήρησε και συνέχισε, δεχόμενος αυτή τη νέα αντίδραση από εκείνη. «Ξέρεις εμείς πήραμε μία από τις κουκέτες. Σήμερα ξύπνησα με το πόδι του πιωμένου να πέφτει στο πρόσωπό μου. Όταν μπήκα για μπάνιο με τις τρίχες κάποιας μελαχρινής μπορούσα να κάνω πλεξούδα και η μασέλα της γιαγιάς με κοιτούσε περίεργα. Εσύ;»

Η Αυγή απλώς δάγκωσε τα χείλη της για να μη γελάσει από ντροπή. «Δεν θυμάμαι κανενός το όνομα.»

«Έλα αγάπη, πριν λίγες ώρες μάθαινες να κάνεις μαρμελάδα φράουλα μαζί τους!» γέλασε ο Κάσπαρ πίνοντας το κρασί του. Κόκκινο, σαν τα μάγουλά του το μεσημέρι στον ήλιο μετά από πολύ γέλιο.

Κάτι τέτοια να μην πρόσεχε και θα ήταν καλά.

«Οκ εντάξει, λοιπόν. Έρη,» του είπε προσποιούμενη πως μιλάει στη κολλητή της. Ο Κάσπαρ πέταξε τα υποθετικά μαλλιά του πίσω και σήκωσε το χέρι του κάνοντας πως μιλάει στο τηλέφωνο. Η Αυγή ακολούθησε τη κίνησή του. «Σήμερα το πρωί ξύπνησα με μια δεκαεννιάχρονη να ροχαλίζει γυμνή στο κρεβάτι από δίπλα μου. Σε έναν διάδρομο είδα έναν πίνακα από το 1800, η κυρία σου έμοιαζε πολύ εξωτερικά, ελπίζω να μην είναι τόσο επίμονη όσο εσύ. Παροντικός χρόνος, γιατί όπως και η οικογένειά της φαίνεται να μένει σαν ανάμνηση σε αυτό το μικρό κάστρο. Και μετά πρωινό. Εκεί ήταν που ξεκίνησε να μπερδεύεται η μνήμη μου.»

Προσπέρασε μια σημαντική λεπτομέρεια στη μέρα της, που αργότερα δεν θα πρόσθετε στην πραγματική της συζήτηση με την Έρη. Αφότου η δεκαεννιάχρονη ξύπνησε, πέταξε κάτι πάνω της και βγήκε από το δωμάτιο, η Αυγή σηκώθηκε έτοιμη για δράση. Τακτοποίησε όλα τα ρούχα της, ακόμη και εκείνα τα δαντελένια εσώρουχα και κομπινεζόν που της έβαλε η Έρη στη βαλίτσα και η Αυγή δεν ήξερε πως υπήρχαν. Και μετά έβγαλε τον χρυσό σταυρό που της χάρισε η μαμά της. Τον τύλιξε προσεκτικά πριν τον βάλει στο υφασμάτινο σακουλάκι και μέσα στη θήκη της βαλίτσας. Κοντοστάθηκε στο μαξιλάρι της για λίγο.

Πάντα είχε άστατους ύπνους. Κουραζόταν λίγο σωματικά, πολύ πνευματικά, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό να τη χαλαρώσει ψυχικά. Τους τελευταίους μήνες πίστευε πως δεν κοιμόταν καθόλου. Η Έρη την έβρισκε να ξαπλώνει στις πέντε το πρωί και να μη ξυπνάει μέχρι να γίνει μεσημέρι. Κάποιες φορές δεν την έβλεπε καθόλου. Αυτός, πίστευε ήταν και ένας από τους λόγους που την έστειλε εκεί. Να αλλάξει παραστάσεις, να αλλάξει καθημερινότητα, να αλλάξει όνειρα και μικρούς εφιάλτες.

Αυτό που δεν ήξερε η Έρη, ήταν πως τους πήρε όλους εκείνους τους σκοτεινούς φίλους της μαζί στο ταξίδι.

Από τη μαξιλαροθήκη έβγαλε ένα πλέον φθαρμένο κομμάτι ξύλου. Ζωγραφισμένο πάνω του ήταν μια μωβ πεταλούδα. Πράσινα μάτια και πορτοκαλί σώμα, της χαμογελούσε μέσα από μια κόκκινη γραμμή. Κάθισε για λίγο στο κρεβάτι της κοιτώντας το ξύλο. Δεν είχε κάτι γραμμένο πάνω του αλλά ο κάτοχός του της τραγουδούσε τα βράδια στα κρυφά και δεν μπορούσε να ξεφύγει. Η Αυγή κοιτούσε και κοιτούσε προσπαθώντας να θυμηθεί. Πότε τους έδιωξε όλους; Ήταν τόσα χρόνια πριν όπως έλεγε, ή ήταν απλώς έξι μήνες; Πότε τους έχασε όλους και ξέχασε τον εαυτό της;

Και σε εκείνη τη μια στιγμή αμφιβολίας αν θα μάθαινε ποτέ τον χρόνο και τον τόπο που έχασε και πεθύμησε, σήκωσε το κεφάλι της. Εκεί, στην πόρτα στεκόταν ο Κάσπαρ, σοβαρός για πρώτη φορά τις λίγες ώρες που τον ήξερε. Δεν της μίλησε για μια, δυο στιγμές, λες και περίμενε να του φωνάξει και να τον διώξει. Και η ίδια πίστευε πως αυτή ήταν η αναμενόμενη αντίδρασή της πλέον. Εξάλλου, είχε τη συνήθεια να τους διώχνει όλους.

Δεν του είπε κάτι. Ο ένας περίμενε τον άλλον να κάνει την πρώτη ερώτηση. Να δώσει την πρώτη απάντηση.

«Μας περιμένουν κάτω για πρωινό.» της είπε μόνο σιγανά πριν φύγει.

Ίσως ήταν και η μόνη στιγμή που δεν της χαμογέλασε από τότε που τον είδε για πρώτη φορά.

Η Αυγή έβαλε το ξύλο στη θήκη της βαλίτσας δίπλα από τον σταυρό. Εκεί και τα δύο φυλαχτά της να της θυμίζουν πως ήταν εκεί ακόμα για κάτι που την περιμένει. Κλείδωσε τη βαλίτσα πριν τη βάλει κάτω από το κρεβάτι, πάνω στην ώρα που γύρισε η δεκαεννιάχρονη συγκάτοικός της και κατέβηκε για το πρωινό.

Εκεί τους γνώρισε όλους. Στο περίπου.

«Θέλω να μάθω τα πάντα κολλητή! Είσαι στο ταξίδι των ονείρων σου!» την κορόιδεψε ο Κάσπαρ στο ψεύτικο τηλεφώνημα.

Η Αυγή δεν επέτρεψε στον εαυτό της να παραδεχτεί πως όντως κάτι τέτοιο θα έλεγε η Έρη. Ξεκίνησε να περιγράφει τις οντότητες που γνώρισε μία προς μία. «Όταν κατέβηκα για τη κουζίνα κάπου χάθηκα. Κάστρο βλέπεις με τα όλα του και ας λένε πως είναι ένα απλό μικρό σπιτάκι. Σε μια τραπεζαρία με βρήκε ένας μεθυσμένος γύρω στα τριάντα. Από το Βέλγιο, ο Σεραφείμ που για πρωινό είχε στο χέρι του ένα μπράντι και μια εφημερίδα. Οικονομολόγος που έκανε οικονομία και στον γάμο του και έτρεξε μακριά. Μετά...βοήθα με!»

«Μετά ήρθες στη κουζίνα και κανείς δεν σε περίμενε για να ξεκινήσουν το γεύμα τους. Οι διοργανωτές πίστεψαν πως θα ήταν καλή ιδέα να γνωριστούμε με τον λόγο που ήρθαμε εδώ, κάτι κρυφό για τον καθένα σε μία πρόταση. Επιτέλους ήρθες πρόσωπο με πρόσωπο με τη συγκάτοικό σου και δεν ήταν στο όνειρό της.» συνέχισε σιγανά γελώντας ο Κάσπαρ. «Δεκαεννιά χρονών από τη Ρουμανία; Η Λουΐζα. Αχ Λουΐζα.»

Η Αυγή σήκωσε το ποτήρι της. «Στην υγειά της για το κουράγιο της να φύγει για μια περιπέτεια μόνη της για πρώτη φορά μακριά από το σπίτι! Και στην υγειά του Ντάνιελ από την Πορτογαλία, δεκαοχτώ χρονών σκατό ερωτευμένος με τη γλυκιά Λουΐζα του.»

«Ερωτευμένος; Τώρα γνωρίστηκαν.» της είπε ο Κάσπαρ.

Μισο-μεθυσμένη, ήταν και στο τέταρτο ποτήρι της, η Αυγή σήκωσε το κρασί του Κάσπαρ για να συναντήσει το δικό της. «Θες να μου πεις πως εσύ δεν το κατάλαβες; Δεν το πιστεύω αυτό.»

Ο Κάσπαρ το καλοσκέφτηκε. «Τη γλυκοκοιτάζει ε; Εμείς ήρθαμε και μια μέρα αργότερα, πρόλαβαν να...γνωριστούν.»

«Στον Ντάνιελ λοιπόν.» τσούγκρισαν τα ποτήρια τους. «Και επισήμως παιδί διαζευγμένων γονιών.»

«Και δεν μου λες κολλητή μου, ποιον άλλον γνώρισες;» τη ρώτησε ο Κάσπαρ, σηκώνοντας ξανά το ψεύτικο τηλέφωνό του.

Η κοπέλα κράτησε τη γραμμή ζωντανή. Παίρνοντας την ίδια έκφραση με το επόμενο άτομο ηια το οποίο θα μιλήσει, προσπάθησε να κάνει τη φωνή της βαριά και σκληρή. «Μάγια. Προσοχή! Το γλυκό της όνομα και το χαμόγελό της δεν είναι τίποτα στον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιήσει της βελόνες για το ράψιμο εναντίον σου. Μη τη βλέπεις γιαγιά, τρέμει το μάτι της.»

Ο Κάσπαρ ακολούθησε το παράδειγμά της παίρνοντας Ουγγρική προφορά στις λέξεις του. «Ήταν να πάει για ορειβασία αλλά λένε πως ακυρώθηκε επειδή έμαθαν πως ήθελε να συμμετέχει εκείνη. Μπορεί να σε καταραστεί,»

«και μετά να σε φάει ζωντανό πάνω στο πορνοπεριοδικό που διαβάζει!» συμπλήρωσε η Αυγή και γέλασαν. Το χέρι της έμεινε ανοιχτό σαν τηλέφωνο και σήκωσε το πόδι της μιμούμενη τον Έμμετ. «Ο Γάλλος που φοράει μπερέ βρέξει χιονίσει. Αυτός και αν με φοβίζει Έρη. Πώς γίνεται να είναι ένας άνθρωπος τόσο σοβαρός και να σου λέει πως στο πρόγραμμα που έχεις έρθει, αυτός έχει κανονίσει να πάτε σε ρέϊβ και να κλαίτε με σφηνάκια;»

Ο Κάσπαρ ζωγράφισε ένα δάκρυ κάτω από τα μάτια του βουτώντας τον δείκτη του στο κρασί. Σαν μικρό παιδί. «Είναι που χώρισε το παιδί, τι να κάνουμε; Ευτυχώς είχε την Αλίσσα, το άλλο του μισό και εντελώς αντίθετο.»

«Η οποία μέσα σε όλα αυτά, τώρα πρέπει να βρει και νέα δουλειά.» στο άκουσμα της λέξης η Αυγή κατσούφιασε. «Και μετά είμαι εγώ, που το μόνο που έχω είναι αυτή η μία δουλειά.»

Ο Κάσπαρ δεν της έδωσε την ευκαιρία να λυπηθεί παραπάνω. Ούτε οι σκέψεις της πρόλαβαν τα λόγια του, κοριτσίστικα στον ήχο, εγωιστικά στο νόημα. «Γνώρισες και κανένα γκομενάκι, αγάπη;»

Η Έρη δεν θα την έλεγε «αγάπη». Και θα ήξερε πως δεν θα γνώριζε γκομενάκι. Ο Κάσπαρ απλώς ήθελε να ακούσει για εκείνον, μόνο για εκείνον.

Η Αυγή έριξε το βάρος της στο τραπέζι, τηλέφωνο το χέρι από τη μία πλευρά, σταθερότητα το άλλο και τα κρασιά ανάμεσά τους. Το τραπέζι δεν ήταν αυτό που τους χώριζε αλλά μία απόσταση χιλιομέτρων που είχε την μορφή μερικών εκατοστών.

«Είναι γλυκός σαν μέλι και πάει τέλεια με την αλμύρα του τυριού. Τον λένε Κάσπαρ και είναι από την Εσθονία. Εραστής της ζωής και του τώρα, το μέλλον τον περιμένει σαν ζωγραφιά έτοιμη να ζωγραφιστεί.» η Αυγή τον κοίταξε στα μάτια. «Ο μόνος που ήρθε εδώ γιατί πέθανε η γάτα του.»

Ο Κάσπαρ έσπρωξε απαλά τα κρασιά στο πλάι. Τώρα μπορούσε να τη δει καθαρά. «Ήταν μια ωραία γάτα.»

«Μπορώ να το φανταστώ. Για αυτό κάνεις μόνο ταξίδια και δεν κάθεσαι πουθενά μόνιμα;» τον ρώτησε.

Εκείνος έφερε το σώμα του κοντά της, πλέον οι δυο τους να κάθονται δίπλα δίπλα, να ξαπλώνουν σχεδόν πάνω στο τραπέζι. «Και εσύ; Για αυτό μένεις μόνη και μόνιμη σε ένα σημείο; Τι έχασες;»

Η Αυγή έχασε την πλάκα της μέθης μέσα στα μελί μάτια του. Συνηθισμένα θα έλεγε κανείς αλλά η Αυγή είχε συνηθίσει να βλέπει τις σιωπηλές λεπτομέρειες. Να τις ξεχωρίζει και να τους δίνει νόημα, για κάποιον άλλον φυσικά πέρα για εκείνη. Δεν ήταν τόσο τολμηρή.

«Έχω τα πάντα.»

«Κανείς ποτέ δεν αποκτά τα πάντα. Για αυτό είμαστε όλοι ατελείς, αγάπη.» της είπε, η φωνή του να ρέει σαν το κρασί που κατανάλωσαν από ένα μπουκάλι ο καθένας. «Όλοι είμαστε εδώ για μία απώλεια, ακόμη να το καταλάβεις;»

Εκείνη απλώς άκουγε, χωρίς να έχει τη δύναμη να μιλήσει. Ευάλωτη, μπροστά στα πιστεύω του και στα θέλω της. Σε εκείνα τα θέλω που δεν τολμάει να σκεφτεί, μόνο να βλέπει να τα κατακτά κάποιος άλλος.

«Όλα όσα είπαν αυτοί οι άγνωστοι σήμερα δεν είναι οι άνθρωποι που πραγματικά κάθονταν στο ίδιο τραπέζι το πρωί. Τα κρυφά μυστικά που ζήτησαν ο Έμμετ και η Αλίσσα δεν είναι παρά οι σκελετοί στις ντουλάπες τους. Ο Σεραφείμ πίνει, η Λουΐζα έφυγε μακριά από όλα, ο Ντάνιελ γνωρίζει τον κόσμο μόνος του ανάμεσα σε δύο, η Μάγια προσπαθεί αλλά κάτι κάνει λάθος γιατί κάτι λείπει από τη ματιά της, ο Έμμετ χαίρεται στη χαρά της Αλίσσα, εκείνη σκέφτεται μόνο ουράνια τόξα γιατί κάποιος τη χτύπησε με την πέτρα της πραγματικότητας.»

«Και εγώ;»

«Εσύ, δεν ξέρω για εσένα Αυγή.» ψιθύρισε, δύο ανάσες κοντά της και νότες μέσα στον αέρα να τους θυμίζουν πως αυτό δεν είναι άλλο ένα καταραμένο όνειρο. «Ξέρεις εσύ για εσένα;»

Κούνησε το κεφάλι της. «Κάποια στιγμή θα με μάθω. Και ίσως βρω κάτι και για σένα.»

«Το κρασί σε κάνει να θες πράγματα, αναρωτιέμαι αν θα με φτάσεις ποτέ.» γέλασε. «Θα πάρεις τηλέφωνο τη κολλητή σου και θα της πεις για την μαρμελάδα φράουλα. Νομίζω θα της αρέσει.»

«Λατρεύει κάτι τέτοια.» του είπε. Σήκωσε το σώμα της, έτοιμη να φύγει. Ο Κάσπαρ έμεινε στη θέση του, με εκείνη να τον κοιτάζει από ψηλά. «Και πως θα σε βρω;» τον ρώτησε, συνεχίζοντας τη συζήτησή τους.

«Θεέ μου, ελπίζω να μη με ψάξεις πολύ.»

«Έχω μυωπία.»

«Η ψυχή Αυγή δεν χρειάζεται γυαλιά. Φοράει λογική, κάποιες μέρες.»

Κούνησε το κεφάλι της παραιτούμενη από τη φιλοσοφία του. «Μπορώ να συνηθίσω αυτές τις συζητήσεις μας τελικά.»

«Μόνο τέτοιες θα έχεις από εμένα.» της απάντησε. Τα μάτια του έκλειναν από τη κούραση. «Αύριο και κάθε αύριο.»

Η Αυγή άρχισε να απομακρύνεται και οι λέξεις βγήκαν μόνες τους από το στόμα της. «Ραντεβού εδώ αύριο;»

Ο Κάσπαρ της έκλεισε το μάτι. «Θα σε περιμένω.»

Ο Νοέλ περίμενε. Καλοκαίρι μετά από καλοκαίρι, Δεκέμβρης να φέρνει Ιανουάριο και ζέστη μετά και πάλι από την αρχή. Έκανε την ίδια ευχή ξανά και ξανά αλλά ποτέ δεν βγήκε αληθινή, τουλάχιστον όχι όταν την ήθελε. Το πρώτο καλοκαίρι καθάρισαν το σπίτι. Η Αντέλ άφησε πίσω της όλα τα πράγματα που της πήρε μια ζωή να μαζέψει. Τίποτα δεν πήγε στον γιο της. Η διαθήκη είχε μόνο ένα όνομα, αυτό του Νοέλ.

Ως ανήλικος δεν είχε και ιδιαίτερο λόγο στα πράγματα, ενώ ο πατέρας του κρίθηκε αυτός που θα διαχειριστεί τα πράγματα για εκείνον. Έκανε αλλαγές με τις οποίες ο Νοέλ δεν συμφωνούσε αλλά σε ένα μόνο πράγμα τόλμησε να μιλήσει και να σηκώσει τη φωνή του.

Το σπίτι δεν θα πουλιόταν ποτέ.

Ο Νοέλ πέρασε κάποιο από τα καλοκαίρια του μαζεύοντας πράγματα. Εκεί σε μια κούτα βρήκε και κάποια γράμματα. Δεμένα με φθαρμένο σχοινί και βρεγμένα με δάκρυα που είχαν στεγνώσει σε μουτζούρες το μελάνι. Ο Νοέλ τα πήρε όλα μαζί του πριν φύγει για πάντα, όπως πίστευε.

Άφησε πίσω το μικρό του παλατάκι. Το κάστρο που η γιαγιά Νοέλ έζησε εφιάλτες και ξέχασε όνειρα. Τη γη που κάποια μέρα ο εγγονός Νοέλ θα επέστρεφε.

Διάβαζε ένα γράμμα τη φορά και το μάθαινε απέξω. Έκανε τις δικές του σημειώσεις πάνω τους.

«Σε είδα σήμερα στο παζάρι. Φορούσες ένα κίτρινο φόρεμα και γελούσες φωνάζοντας για πελατεία. Με τη μητέρα σταθήκαμε μπροστά στον πάγκο σας. Μου διάλεξες τις καλύτερες φράουλες από την σοδιά σας και συγνώμη, αλλά δεν μπορούσα παρά να αγγίξω το χέρι σου ξανά όταν μου τις έδωσες. Ελπίζω ο πατέρας σου να μην είδε το χαμόγελό μου.

«Η κουζίνα ήταν ένα χάος. Κάποιος χορός σε τρεις μέρες που ήθελε για κάποια γιορτή η μητέρα. Ο πατέρας έξαλλος με τα έξοδα αλλά δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα όταν το σκέφτηκε ξανά. Θα είναι εκεί και ο αρραβωνιαστικός με την οικογένειά του. Μη θυμώσεις, ούτε εγώ τον θέλω, ούτε αυτός εμένα. Λίγο ακόμα και θα φύγουμε, στο υπόσχομαι.

«Δεν θα το καταλάβει κανείς, αλλά θα σε έχω δίπλα μου όλο το βράδυ. Ήδη το έχω τακτοποιήσει αυτό. Φράουλες, ζάχαρη και λεμόνι, τι καλύτερο από μαρμελάδα φράουλα; Όλα με το μάτι, με ξέρεις δεν μπορώ αλλιώς. Η μητέρα με σταμάτησε στη ζάχαρη, λέγοντας πως είμαι υπερβολική. Εγώ έβαλα παραπάνω. Ήθελα να πετύχω τη γλυκάδα σου, με μια δόση από την έντονη αντίδρασή σου σε όλες τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα μου και το κόκκινο στα μάγουλά σου να συνδυάζονται για τη τέλεια συνταγή.

«Αύριο, τη δεύτερη μέρα, θα βάλω το μείγμα σε μία κατσαρόλα μέχρι πριν πιάσει βράση, πριν το βάλω σε ένα κεραμικό σκεύος και πάλι στο ψυγείο. Θέλει υπομονή και ξέρω πως εσύ την έχεις. Από εσένα την έμαθα και σου ζητώ τώρα να έχεις και εσύ μαζί μου. Μαθαίνω αργά, τολμάω αργά, αλλά μη με αφήσεις, εντάξει; Προσπαθώ.

«Τη Τρίτη μέρα το πρωί θα περάσω τις φράουλες μέσα από τη σίτα. Ο χυμός τους θα μοιάζει με τον χυμό της φράουλας που έσταξε από το στόμα σου και εγώ έκλεψα τη σταγόνα του. Σε μια κατσαρόλα θα γίνει σιρόπι και με προσοχή να μην καεί, θα βάλω τις φράουλες που έμειναν έξω. Θα αφαιρέσω τον αφρό σιγά σιγά και με ηρεμία, χωρίς να τρέχω τα πράγματα. Αργά, όπως την ώρα που συναντιόμαστε. Θα το αξίζει, οι τρεις μέρες θα ήταν άξιες του αποτελέσματος. Στο υπόσχομαι, με ακούς;

«Κάποιος βοηθός θα έχει περάσει με καυτό νερό τα βαζάκια πριν ρίξω τη μαρμελάδα μέσα για αποθήκευση. Μπορώ να φανταστώ το βράδυ οι καλεσμένοι να κολλάνε τα δάχτυλά τους στις ακριβές δαντέλες από τη μαρμελάδα και θα γελάω. Ο πατέρας μου θα γεύεται τις φράουλες της κοπέλας που αντιπαθεί περισσότερο και κανείς δεν θα τον έχει ενημερώσει για αυτό. Ενώ εγώ, θα γεύομαι εσένα. Μαρμελάδα φράουλα, γλυκιά και ονειρική.

«Κόκκινα σημάδια στο κίτρινο φόρεμά σου. Θα σε περιμένω, στον κήπο από πίσω, στο κιόσκι. Θα δοκιμάσεις μέσα από τα χείλη μου και θα μου πεις, άραγε άξιζε η αναμονή ή όχι; Θα έρθεις γιατί με αγαπάς. Και θα σε περιμένω, είτε θα έχει παγωνιά, είτε θα έχει βροχή, θα σε περιμένω. Οι νότες από το πιάνο που θα παίζει ο αδελφός μου θα μπουν ανάμεσά μας και πίστεψέ με, θα σε κάνω να χορέψεις για μένα. Η μαμά θα μας δει και θα κλάψει.

«Στο ορκίζομαι Αντέλ, θα φύγουμε. Εγώ, εσύ, το κίτρινο φόρεμά σου και η μαρμελάδα φράουλα. Ή κάτι πιο απλό, μια κρεμ μπρουλέ. Ξέρω πόσο τις αγαπάς, τις λατρεύω όπως λατρεύω εσένα. Ονειρέψου με και αυτό το βράδυ. Και θα έρθω να σε πάρω. Λίγο ακόμα. Κράτα λίγο ακόμα.»

Εκείνη την πρώτη μέρα έμαθα να κάνω μαρμελάδα φράουλα. Βλέπαμε την Αλίσσα με τον Έμμετ να μαλώνουν, ποιος θα δείξει τι και κάπου κάπου άκουγες το γέλιο της Λουΐζας και το φτέρνισμα του Ντάνιελ δίπλα από τα λουλούδια που φορούσε στα μαλλιά της. Ο Σεραφείμ, ακόμη και αυτός παρακολουθούσε με προσοχή. Η Αλίσσα του επέτρεψε να ρίξει μερικές σταγόνες από το μπράντι που λάτρευε να πίνει, πριν το κλέψει ο Έμμετ και εκείνον. Κανείς δεν το είδε από τότε, ακόμη και αν η γιαγιά Μάγια το ζήτησε για να «κατεβούν πιο εύκολα τα χάπια».

Ο Κάσπαφ σαν μικρό παιδί πείραζε τα πάντα. Ανακάτευε όταν δεν του έλεγε κανείς, πρόσθετε ζάχαρη όταν δεν τον έβλεπε κανείς, πείραζε τα λουλούδια της Λουΐζας προκαλώντας ένα νέο κύμα φτερνίσματος στον Ντάνιελ. Μαζί με τη Μάγια, με φώναξε να κοιτάξω αυτό που έραβε η γυναίκα παρέα με το πορνοπεριοδικό της και ο Σεραφείμ ήταν αυτός που στο τέλος μας έκανε να ηρεμήσουμε. Και όλα αυτά από την πρώτη μέρα. Ο Κάσπαρ κατάφερε να τους ενώσει από εκείνη τη στιγμή, στην πρώτη κουζίνα, να πάρει τις αμήχανες στιγμές από τις αποκαλύψεις του πρωινού και να τις πετάξει μακριά.

Και εγώ; Εγώ απλώς παρακολουθούσα. Θέλεις να γράψω τις εμπειρίες μου μας δεν έχω κάτι μέχρι τώρα. Θα διαβάζεις τις εμπειρίες άλλων, τις ζωές άλλων και ελπίζω εσύ και εγώ να βρούμε κάπου εκεί μέσα και τις δικές μου.

Εκείνη την πρώτη μέρα φοβόμουν Έρη. Σε πήρα τηλέφωνο περπατώντας προς τις σκάλες όταν το κάθε μου βήμα ακουγόταν σαν χτύπημα ντράμς στο μυαλό μου. Δεν είπα πολλά, μόνο ότι είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με κάποιον. Μέχρι τη τελευταία στιγμή σε αυτό το ταξίδι μόνο αυτό είχα.

Συζητήσεις με έναν άγνωστο. Ευχές προς το τίποτα, σαν εκείνες που έκανε μικρός ο Νοέλ. Σου υπόσχομαι, βγήκαν πραγματικότητα.

Καληνύχτα από το όμορφο μπαλκόνι μου. 

_____________________________________________________

Α/Ν Αργοπορημένο κεφάλαιο. Συγνώμη ξανά και ξανά και ελπίζω να είστε καλά.

Μπαίνουμε σιγά σιγά στην ιστορία. Έτσι θα είναι η δομή της, ελπίζω να σας αρέσουν οι συζητήσεις της Αυγής και τα γράμματά της. Όσο τη διαβάζω εγώ, μπορώ να πω πως η κοπέλα είναι το όνειρο κάθε Κάσπαρ.

Ελπίζω να σας αρέσει! Θα χαρώ να ακούσω τη γνώμη σας!

Επίσης, ανέβηκε μια νέα ιστορία στο προφίλ μου με τον τίτλο Kidnapped. Θα είναι ερωτικού περιεχομένου με αρκετά αργές ανανεώσεις. Κάτι καινούριο για εμένα, ανυπομονώ να σας δω και εκεί.

Καλό βράδυ και τα λέμε σύντομα.

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top