15. Είθε ο τελευταίος σου χορός να έχει τη γεύση της Βέλγικης σοκολάτας.

15. Είθε ο τελευταίος σου χορός να έχει τη γεύση της Βέλγικης σοκολάτας (απλός, χωρίς χάος και αταξία).

Δώσε προσοχή καθώς αυτή είναι η τελευταία ιστορία μας: το τελευταίο γράμμα που σου γράφω. Είναι μια ιστορία που η απώλεια έχει τη δύναμη να λιώνει και όποιος τη βάλει δεν χάνει. Είναι η παντελής έλλειψη του εαυτού, από την αρχή μέχρι τη μέση και μετά μπρος στο τέλος με τέρμα τη ταχύτητα χωρίς κόψιμο στις απότομες στροφές. Είναι γλυκιά, σαν καραμέλα ζεστή ανάμεσα σε δύο μπάρες σοκολάτας που σε κάνει να λιώνεις και να κυλάς αργά και χάνοντας το βήμα σου. Είναι ένα τίποτα, κάτι χωρίς υπερβολές, κάτι δυνατό που δεν περιμένεις, κάτι ωμό, σαν μια πικρή αλήθεια.

Είναι από αυτές τις ιστορίες που δεν προκαλούν ενδιαφέρον. Αλλά χωρίς αυτές, πού είναι το χρώμα στη ζωή;

Ήταν νέος, χαζός και ανήσυχος για το μέλλον του. Δούλευε σε μια εταιρία μάρκετινγκ ως σύμβουλος οικονομικών τη τελευταία πενταετία, αλλά δεν του έφτανε αυτό, βαρέθηκε όπως βαριόταν κανείς τη καθημερινότητά του. Παραιτήθηκε μια μέρα και χωρίς προειδοποίηση άνοιξε την πόρτα και έφυγε, από μια ασήμαντη πόλη του Βελγίου στη καρδιά της πανεπιστημιακής και μη ζωής, Βρυξέλλες. Είχε μια ιδέα στο μυαλό του που του ήρθε μετά από ένα μπουκάλι ουίσκι, καθαρό απόσταγμα του είπαν αλλά μαζί με τη σκόνη που σνίφαρε έμοιαζε με κάτι άλλο. Από αυτό που θα τον σκότωνε.

Πήρε την ιδέα του και πήγε σε μια πόλη γεμάτη νέους και φαντασία. Φυσικά δεν ήξερε τίποτα από τις επιχειρήσεις εκεί αλλά ήξερε πολλά από έρευνα και έκανε αυτό που πίστευε πως θα ήταν το πιο σωστό, έφτιαξε ένα ερωτηματολόγιο, κάλεσε φοιτητές στο μικρό γραφείο που είχε φτιάξει σε ένα εγκαταλελειμμένο κτήριο και τους ρώτησε τι πιστεύουν για την ιδέα αυτή. Δεν ήθελε κάτι στάνταρ που θα του έλεγε ναι κάνε το είναι τέλειο σούπερ ουάου, ήθελε την ειλικρίνεια ωμή και βαρβάτη να τον βάλει στη θέση του και να τον πείσει πως τον έχει χτυπήσει η μαλακία στον εγκέφαλο.

«Είναι απαίσια ιδέα.» του είπε μια φοιτήτρια. Σήκωσε τα γυαλιά της απογοητευμένη και άφησε στο γραφείο το ενημερωτικό φυλλάδιο που είχε φτιάξει. «Τα σεξ-κλαμπ στις Βρυξέλλες δεν πουλάνε πολύ για την ηλικία μας. Αλλά σίγουρα θα σηκώσεις κάποιους...της δικιάς σου.»

Το έλεγε σαν να το πίστευε. Επιτέλους άρχισε να προσέχει τι του μουρμούριζε με θάρρος και τα καστανά μάτια της έλαμπαν με αυτό. Αλλά τι ήξερε; Ήταν φοιτήτρια μάρκετινγκ και εκείνος ένας απλός οικονομολόγος που περνούσε κρίση μέσης ηλικίας στα τριάντα του. Αλλά δεν μάσησε τα λόγια της και του είπε την αλήθεια για την οποία τόσο πεινούσε.

«Νομίζεις δεν θα δουλέψει, καθόλου;» τη ρώτησε μια τελευταία φορά. «Κοίταξες τα στατιστικά...»

«Αυτά είναι για πόλεις καθαρά φοιτητικές.» τον διέκοψε εξηγώντας του. Η κοπέλα του έκανε μάθημα και εκείνος την άκουγε σαν να ήταν ο πιο χαζός μαθητής, ακόμη και αν την περνούσε καμιά δέκα χρόνια. «Εδώ έχεις μια ακμάζουσα επιχειρηματική ζωή συν τη φοιτητική. Τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εγώ ας πούμε, δεν πάω σε κλαμπ αλλά ούτε στη βιβλιοθήκη.»

«Γιατί αυτό;»

«Γιατί η βιβλιοθήκη είναι γεμάτη τρελούς σαν εσένα με ηλίθιες ιδέες που ψάχνουν να βρουν στοιχεία πως η μαλακία τους θα στεριώσει.» απάντησε χωρίς να χάνει τον ρυθμό της.

Εκείνος παραλίγο να χαθεί. «Γιατί δεν πας σε κλαμπ;»

Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους της και έβγαλε τα γυαλιά της για να τα σκουπίσει στην μπλούζα της. «Για αρχή, τα ποτά δεν αξίζουν αυτά που δίνουμε. Μετά είναι ο κόσμος, δεν μου αρέσει ο εμετός στα ρούχα μου. Και φυσικά η μουσική, δεν ταιριάζει το ίδιο είδος στην παρέα οπότε δεν πηγαίνουμε κάπου συχνά γιατί δεν υπάρχει κάποιο κλαμπ να καλύπτει όλες τις ανάγκες μας.»

Έσκυψε μπροστά στο γραφείο γεμάτος περιέργεια και μια μικρή αγανάκτηση. «Και πώς μπορώ να κάνω κάτι που είναι για όλους; Ακόμα και για εσάς;»

Η κοπέλα σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. «Δεν το κάνεις. Απλά, λιτά και απέριτα. Βρίσκεις άλλη πατάτα να ασχοληθείς.»

«Αν σου δώσω τον αριθμό μου θα βγεις μαζί μου;»

Ξεδιάντροπε.

«Με πληρώνεις για αυτή την έρευνα οπότε φαίνεται σαν να είμαι πόρνη.» απάντησε αμέσως.

«Αν δεν σε πληρώσω;»

«Δεν ήρθα εδώ πέρα δωρεάν.»

«Άρα;» ρώτησε ανυπόμονος.

Η φοιτήτρια έβαλε τα γυαλιά της και σηκώθηκε. « Βρε δεν μας παρατάς και εσύ και οι μπούρδες σου;»

Δεν την παράτησαν. Βασικά, ήταν δική της κίνηση να τον πάρει τελικά τηλέφωνο να βγούνε. Ήταν τυχαίο, στο περίπου, μια μέρα τον είδε στο δρόμο σε αντικριστά πεζοδρόμια, τη χαιρέτησε διστακτικά λες και θυμόταν μέχρι και το ζώδιό της και εκείνη ξύνισε τα μούτρα της. Την ίδια στιγμή άνοιξε το κινητό της και τον πήρε τηλέφωνο. Βρέθηκαν να πίνουν μπύρες σαν ζευγάρι που σιωπηλά πονάει σε μια γωνία εκείνο μόλις το βράδυ.

Η σχέση τους χωρίστηκε σε τρεις φάσεις, αν θες να το πεις έτσι. Το πριν, το κατά τη διάρκεια και το μετά. Όλα στο διαμέρισμά του.

Στο πριν, η Μαρτίν μόλις είχε βγει από το ντουζ του. Ήταν από τις λίγες φορές που είχε βρεθεί εκεί πριν οριακά μετακομίσει κάτω από τα σεντόνια του. Είχαν κανονίσει να συναντηθούν για να βγουν για φαγητό αλλά όπως ερχόταν η βροχή την κατέστρεψε. Εκείνος κλείστηκε στο μπάνιο δίνοντάς της χώρο για να ντυθεί ελεύθερα. Τυχαίως είχε αφήσει ένα καλό αέρινο φόρεμα και ένα ζευγάρι εσώρουχα στο σπίτι του για παν ενδεχόμενο. Το έκανε σε κάθε σχέση, φιλική, ερωτική, ρομαντική και μη που πίστευε πως θα κρατούσε. Όμως δεν την είχε δει ακόμα τελείως γυμνή. Δεν χρειαζόταν, κάτι της ψιθύριζε ντροπαλά στο αυτί πως δεν χρειαζόταν να τη δει έτσι για να κρατήσει η σχέση τους. Όποια και αν ήταν σε εκείνη τη φάση.

Η Μαρτίν στέγνωσε γρήγορα τα μαλλιά της και φόρεσε τα εσώρουχά της πριν σηκώσει το φόρεμα στους γοφούς της για να απλωθεί στο κορμί της. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη του σαλονιού όταν αυτός βγήκε από το μπάνιο πιστεύοντας πως είχε ντυθεί. Το φερμουάρ στην πλάτη της δεν έλεγε να σηκωθεί και μέσα από την αντανάκλαση του ζήτησε να το κουμπώσει. Τα ακροδάχτυλά του άγγιξαν το δέρμα στην πλάτη της προσπαθώντας να το κουμπώσει. Η Μαρτίν τον κοιτούσε που ήταν αφοσιωμένος στο να μη κοιτάξει το σχεδόν γυμνό της στήθος μέχρι να καταφέρει να ταιριαχτεί εκείνη και της άρεσε αυτό. Είχε σεβασμό προς το σώμα της και αν του το ζητούσε, θα άφηνε κάθε λουρί ελεύθερο να την σπάσει με τον πιο όμορφο τρόπο.

Γύρισε το σώμα της μόλις τελείωσε. Τα μάτια του έμειναν στα καστανά δικά της, στη μύτη με τις φακίδες, στα ροζ χείλη της, στην ελιά στο μάγουλό της, στον ιδρώτα στο κόκκινο φρύδι της που είχε αρχίσει να σχηματίζεται από τη ζέστη μέσα της. Ένα ένα τα μικρά δάχτυλά της ξεκούμπωσαν το μπλε πουκάμισο που είχε διαλέξει για την έξοδό τους. Τα λευκά κουμπιά ήταν ο μόνος ήχος που άκουγες στο δωμάτιο μαζί με την επιθυμία της να ελευθερωθεί. Το ηλιοκαμένο δέρμα του παλλόταν κάτω από τα δάχτυλά της και όταν το γλυκό φιλί των χειλιών της έφτασε στο στήθος του, μόνο τότε αφέθηκε και αυτός. Η διαφορά ηλικίας τους τον κρατούσε σφιχτά να μη κάνει κάτι που η απειρία της θα έβρισκε άσχημο αλλά τώρα έλεγε ναι και εκείνος δεν θα απαντούσε ποτέ όχι.

Τα γόνατά της χτύπησαν το ξύλο όταν ξεκούμπωσε το παντελόνι του και το στόμα της γέμισε αμέσως με εκείνον. Αργότερα την έστησε στον τοίχο και σήκωσε το φόρεμά της μέχρι τη μέση με τα δάχτυλά του βαθιά μέσα της. Στο κρεβάτι εκείνη είχε πάλι το πάνω χέρι και τον γέμισε με σημάδια στην κορύφωση του οργασμού της. Δαγκώματα στο στήθος χάλασαν το σουτιέν της και μια κραυγή ηδονής ήταν το αποτέλεσμα μιας πράξης που είχε ως μόνη απόδειξη σημάδια δοντιών στο εσωτερικό των μοιρών της και μια φωτιά στη καρδιά της.

Στο κατά τη διάρκεια, η ιδέα του είχε φαλιρίσει. Δεν πήρε ποτέ μπρος και η προσωρινή δουλειά, όπως έλεγε, που βρήκε στην τράπεζα φαινόταν περισσότερο ως μόνιμη από όσο ήθελε. Όταν ξύπνησε το φως της κουζίνας ήταν ακόμα ανοιχτό και η μουσική από τα ακουστικά συνδεδεμένα στο λάπτοπ ακουγόταν στο τέρμα σαν ηχηροί ψίθυροι κάποιας κατάρας. Εκείνος, σηκώθηκε μισοντυμένος όπως ήταν και κοίταξε το ρολόι. Ήταν πέντε, σε δύο ώρες θα ξυπνούσε. Τι τον ξύπνησε; Η Μαρτίν δεν ήταν στο πλευρό του.

Περπατώντας ανήσυχος, είδε την αιτία της διάσπασης του ύπνου του. Το ποτήρι δεν είχε σπάσει όταν έπεσε στο πάτωμα και ακόμα και ο ήχος του δεν ήταν αρκετός για να ξυπνήσει την Μαρτίν από το ξύλινο τραπέζι που είχε απλωθεί. Τα βιβλία και οι σημειώσεις που ήταν άχρηστες ή είχε μάθει απέξω ήταν πεταμένα στο πάτωμα, τα υπόλοιπα που προσπαθούσε να μάθει ήταν ανοιχτά στο τραπέζι γεμάτα σάλια από τον ύπνο της, καφέ που έσταξε από την κούπα και ίχνος σοκολάτας, πικρής και χωρίς γεύση που έλιωνε στη γλώσσα της. Ήταν ξύπνια από το προηγούμενο βράδυ για την πτυχιακή της. Τελείωνε τη σχολή της και αυτός...αυτός ήθελε πολλά που εκείνη δεν θα του έδινε αυτή τη στιγμή.

Έβγαλε τα γυαλιά από το πρόσωπό της και έκλεισε το λάπτοπ. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τα χέρια της αυτομάτως κλείστηκαν γύρω από τον λαιμό του για ασφάλεια. Της άλλαξε τα ρούχα στις άνετες πιτζάμες της και κοιμήθηκε ήρεμα μέσα στη ζέστη του στήθους του. Η ώρα έφτασε εφτά και εκείνος το είχε αποφασίσει: ερχόταν μια δίνη που δεν θα έσωζε και τους δύο. Θα κρατούσε όσο η διαφορά του 32 με το 21 σε έτη και όταν θα ερχόταν η ηρεμία θα έμενε μόνο ένας από τους δυο τους.

Στο μετά, είχαν αρραβωνιαστεί. Ένας συνάδελφός του τον έβρισκε γοητευτικό και του την έπεφτε έμμεσα, αλλά όταν το είπε στην Μαρτίν και εκείνη αστειεύτηκε πως είναι πολύ αργά για να γυρίσει το ταμπλό γιατί θα την παντρευτεί, αυτός απλώς γέλασε χωρίς να το εννοεί. Η σκέψη του συναδέλφου του και η κίνησή του θα έπρεπε να τον βρίσκει αδιάφορο μα κάτι τον γαργαλούσε στην ιδέα. Ένας άνδρας τον ήθελε. Τι χαζό.

Μέχρι εκείνο το σημείο οι υποχρεώσεις του στην τράπεζα μαζεύονταν το δίχως άλλο και η εργασία στη δουλειά μετά τα μεσάνυχτα ήταν συνηθισμένη. Η Μαρτίν θα γυρνούσε από τη δεύτερη σχολή που ξεκίνησε, θα άλλαζε, θα τον φιλούσε και ας μη τη φιλούσε πίσω και θα έβγαινε με τους φίλους της. Εκείνος ήταν πάντα πολύ απασχολημένος με τις «πραγματικές υποχρεώσεις» που η Μαρτίν «δεν νοιαζόταν για το πώς πρέπει να συντηρηθεί ένα σπίτι» και «έκανε σαν καμιά εικοσάχρονη που νόμιζε πως είχε όλη τη ζωή μπροστά της». Ήταν πάντα πολύ κουρασμένος ενώ εκείνη πολύ ζωντανή. Και οι δυο τους πέθαιναν.

Η Μαρτίν είχε γυρίσει νωρίτερα από την έξοδό της ένα βράδυ. Νόμιζε πως θα πήγαινε σε κάποιο κλαμπ αλλά η Μαρτίν του είχε πει κάτι άλλο που αυτός ξέχασε τελείως. Του μίλησε για έναν γιατρό, για το ότι τον ήθελε εκεί αλλά ήταν μόνη και στο τέλος ψιθύρισε αυτό που μετά από τόσο καιρό σχέσης τον έκοψε σαν μαχαίρι.

«Το έριξα.»

Ήθελε παιδιά. Όταν του είπε πως ήταν έγκυος εκείνος ήταν πιο χαρούμενος από την Μαρτίν. Ήθελε γάμο, αλλά η Μαρτίν του είπε να το ξανασκεφτεί όταν δεν θα είναι πιωμένος με ένα λαστιχένιο δαχτυλίδι στα χέρια του. Ήθελε ένα σπίτι με κήπο, ίσως ένα σκύλο και παιδικές φωνές όταν γυρνάει από τη δουλειά. Άκουγε μόνο αυτές τις σκέψεις. Οι σκέψεις της Μαρτίν ήταν βουβές, παθητικά ναι και «θα δούμε», «μια μέρα μπορεί», «θα το συζητήσουμε μετά» γιατί ήξερε πως αν του μιλούσε για τα θέλω της θα τον έχανε.

Τον έχασε. Σχεδόν.

«Δεν το συζητήσαμε.» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει.

«Δεν με άκουγες.» του απάντησε.

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Το ξέρεις ότι το ήθελα. Μαρτίν. Μεγαλώνω.»

«Και εγώ δεν γίνομαι μικρότερη.»

Ήθελε την ωμή αλήθεια. Την ψυχρή ειλικρίνεια.

Βγήκαν για ποτά με τον συνάδελφο. Ήταν η πρώτη φορά που τον άγγιζε άνδρας. Ήταν περίεργα. Ήταν εντάξει. Στην αρχή ήταν άβολο αλλά ήταν η σκέψη της απόλαυσης που τον έκανε να δακρύζει. Ξαναέγινε άλλο βράδυ, πριν παντρευτεί την Μαρτίν. Αυτή τη φορά ήταν καλύτερα, δοκίμασε και αυτός. Μετά λαχανιασμένοι στο κρεβάτι μιλούσαν με τον Μάρκο, τον συνάδελφο. Του είπε πως υπήρχαν πολλοί σαν εκείνον, που τους άρεσαν και οι γυναίκες και οι άνδρες. Υπήρχαν και αυτοί που ήταν γκέι και δεν το αποδέχονταν μέχρι τον θάνατό τους. Του φάνηκε πολύ μελαγχολική η ιδέα αυτή και πίστευε πως δεν σήμαινε κάτι στην περίπτωσή του. Όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερη σημασία είχε τελικά.

«Ήταν διαφορετικά.» είπε στην Μαρτίν τη νύχτα του γάμου τους. «Δεν ήταν καλύτερα, αλλά δεν έπαυε να ήταν ωραία.»

Παρά το τι έγινε, η Μαρτίν ήταν το μόνο άτομο στο οποίο μπορούσε να μιλήσει για αυτό. Άρχισε να νιώθει πως χάνει τον εαυτό του τη στιγμή που της υποσχέθηκε αιώνια -ή όσο άντεχαν- αφοσίωση ο ένας στον άλλον γιατί εκείνος είχε μάθει μια ζωή πως όλα ήταν ή μαύρα ή άσπρα. Η Μαρτίν έλεγε πως ήταν ο πιο απαισιόδοξος άνδρας που είχε γνωρίσει ποτέ του και αυτό τον έκανε τον δεύτερο πιο απαισιόδοξο άνθρωπο μετά από εκείνη.

«Με αγαπάς ακόμα;» τον ρώτησε. «Γιατί για μένα αυτό μετράει. Να με αγαπάς όσο σε αγαπώ.»

Το νυφικό της ήταν πεταμένο στο πάτωμα και οι δυο τους ξάπλωναν γυμνοί στο κρεβάτι. Τα φλογερά μαλλιά της ήταν απλωμένα στο λευκό μαξιλάρι και έμοιαζαν με αίμα. Την αγκάλιαζε από πίσω μα ήξερε πως η ματιά της θα τον στεναχωρούσε.

«Κάπου εκεί έξω υπάρχει κάποιο άτομο που σε αγαπάει περισσότερο από μένα.» της είπε. «Τι θα γίνει αν το βρεις;»

Η Μαρτίν γέλασε. Αλλά μίλησε με τις σκέψεις της χωρίς φίλτρο. «Θα σε παρατήσω. Θα τρέξω μακριά σου.»

«Θα είσαι ευτυχισμένη;»

«Το καλό που μου θέλω.» έτριψε το πρόσωπό της στο χέρι του. «Δεν αντέχω στην ιδέα να σε αφήσω για κάτι χειρότερο.»

«Και μετά;»

«Δεν θα σε σκεφτώ ποτέ ξανά. Το όνομά σου θα είναι ξεχασμένο. Δεν θα είσαι τίποτε άλλο παρά μόνο μια μακρινή ανάμνηση. Μια μέρα θα συναντηθούμε σε αντικριστά πεζοδρόμια, όπως την πρώτη φορά, θυμάσαι; Μέχρι τότε μπορεί να έχεις βρει και εσύ το άτομο που θα σε αγαπάει περισσότερο από μένα.» του είπε και γύρισε να τον κοιτάξει. Το στήθος της άγγιξε το δικό του. Τα μάτια της ήταν πραγματικά λυπημένα. «Να τρέξεις, να τρέξεις μακριά.»

Το άτομο είπε. Όχι τη γυναίκα, όχι τον άνδρα. Για εκείνη όλα είχαν μια γκρίζα μορφή από μια στιγμή της ζωής της και μετά.

Έγλειψε τα χείλη του με ενοχές. Αν δεν ήταν η Μαρτίν αυτή που θα τον αγαπούσε περισσότερο από όσο αγαπούσε τον εαυτό του ο ίδιος, τότε ποιος ήταν; «Ωραία πράγματα να συζητάς τη νύχτα του γάμου σου.»

Η Μαρτίν χάιδεψε το μάγουλό του. «Αυτό λέγεται αγάπη Σεραφείμ. Πραγματική, ανιδιοτελής αγάπη στην πιο σκληρή της μορφή. Απλή. Χωρίς εμπόδια.»

Του πήρε πολύ καιρό να τη καταλάβει.

Η Αυγή επαναλάμβανε την ιστορία του Σεραφείμ στο μυαλό της ως την αγαπημένη της. Ο Σεραφείμ ήταν ο πρώτος που της είχε μιλήσει για το πώς κατέληξε να παίρνει μέρος στο ταξίδι από τον πρώτο του προορισμό, τη Γαλλία. Τους θυμόταν να κάθονται στο σκοτάδι στο παλιό σπίτι που μεγάλωσε η Αλίσσα με τη γιαγιά της, λίγο μετά από την πρώτη της συζήτηση με τον Κάσπαρ. Η Αυγή έψαχνε απεγνωσμένα τρόπο όντως να πάρει τηλέφωνο την Έρη και να μη μείνει στις προσποιήσεις που έκαναν με τον Κάσπαρ και ο Σεραφείμ έπινε. Της είπε πως ήταν ένα χούι που απέκτησε λίγο καιρό πριν και η Αυγή πήρε το μπουκάλι από τα χέρια του γιατί πίστευε πως παραμιλούσε. Λόγια αμέτρητα και χωρίς σταματημό, τα άκουγε όλα όσα έβγαιναν από το στόμα του, σχεδόν σπαρακτικά της έκαιγαν τη καρδιά.

«Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε έχασα τον εαυτό μου.» αυτή ήταν η πρώτη φράση που χρησιμοποίησε για να ξεκινήσει την αφήγησή του. Καθόλου τυχαίο, η Αυγή τη σκεφτόταν πολύ μετά από αυτό. Την έκανε κτήμα της.

Στο τώρα, η κουζίνα ήταν ένα χάλι. Η Αυγή είχε καθαρίσει το μικρό, καταθλιπτικό της διαμέρισμα από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι. Της πήρε τρεις μέρες και αρκετή ώρα να κρέμεται από τη σκάλα προσπαθώντας να καθαρίσει τα τζάμια από κουτσουλιές και ξεραμένο βρώμικο νερό της βροχής. Σκότωσε την κατσαρίδα που είχε για φίλη και τάιζε και το πτώμα θάφτηκε στον κάδο κάτω από τα παλιά κουτιά πίτσας που είχε ξεχασμένα. Στο ψυγείο τα τάπερ γεμάτα φαγητά της μαμάς πετάχτηκαν χωρίς σκέψη έχοντας περάσει ένα τρίμηνο ήδη στον πάγο. Κατέβασε χαρτάκια από τον τοίχο και σημειώσεις από το γραφείο, ημερολόγια και κόκκινους μαρκαδόρους για να κυκλώνει τα σημαντικά και αφού καθάρισε το ξύλινο έπιπλο, το γέμισε με μαρμελάδες που αγόρασε από το παντοπωλείο. Φρέσκα φρούτα αντικατέστησαν τις ανοιχτές σακούλες με πατατάκια και αφού για καλό και για κακό έκρυψε ένα από τα σακουλάκια στο ντουλάπι πίσω από τα μακαρόνια, προσπάθησε να βρει άδεια βαζάκια για τις σάλτσες που είχε κατά νου. Στο κρεβάτι της ξάπλωναν σακουλάκια με αρωματικά, δάφνη, βασιλικό, δυόσμο, ακτινίδια, πορτοκάλια και πατάτες σε δίχτυ, σκόρδο σε σακούλα δίπλα από τα κρεμμύδια, ήταν ο μόνος ελεύθερος χώρος.

Οι μπάρες λευκής σοκολάτας και κουβερτούρας έλιωναν αργά από τη ζέστη δίπλα από τις φράουλες και τα μύρτιλα. Είχε μεταφέρει όλα τα σκεύη της μαμάς στο σπίτι της, πράγματα που ο μπαμπάς δεν χρειαζόταν. Μετά τη κηδεία πήγε στο παντοπωλείο κάτω από το σπίτι της και κάθισε ώρες διαλέγοντας ξηρούς καρπούς και ξερά φρούτα όπως της είχε δείξει η Μάγια στο βιβλίο της. Ο μπαμπάς καθόταν στο κρεβάτι της δίπλα από τα σκόρδα και την άκουγε να μιλάει και να του αφηγείται διάφορες ιστορίες για ανθρώπους που κανείς δεν φανταζόταν να γνώριζε ποτέ, από μέρη που θα πήγαινε στα πιο τρελά του όνειρα.

Η Αυγή άνοιξε το παράθυρο και ακουγόταν η ταινία που έπαιζε στο θερινό σινεμά ένα στενό πιο πέρα. Μύρισε τσίκνα από το διπλανό μπαλκόνι και άκουγε τους υποψηφίους των Πανελληνίων να συζητούν τα σημερινά θέματα. Η ίδια είχε φέρει τα βιβλία της και τις σημειώσεις του φροντιστηρίου από την αποθήκη του πατρικού της, εκεί που η μαμά τα είχε αποθηκεύσει σε ένα χάρτινο κουτί όλο δικό της δίπλα από τα Χριστουγεννιάτικα. Όταν ανακοίνωσε στον μπαμπά πως θα ξαναέδινε Πανελλήνιες την κοίταξε σαν να έβλεπε τρελή, αυτή δεν ήταν η κόρη του. Αλλά το κοριτσάκι ήταν και πάλι παιδί. Και στα παιδιά επιτρέπονται όλα τα όνειρα.

«Με τα χρόνια, ο Σεραφείμ απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την Μαρτίν. Η Μαρτίν σπούδασε, τελείωσε και ήταν τυχερή να βρει μια δουλειά που της επέτρεπε να είναι στο σπίτι.» συνέχισε την ιστορία ανοίγοντας ένα φακελάκι βανίλιας πάνω από την άχνη ζάχαρη στο μπωλ της μαμάς. «Προσπαθούσε να κάνει τα πάντα για να μείνουν κοντά. Αν δεν ήταν εκείνη, πιθανότατα να μην έβγαιναν ούτε εκείνο το ένα ραντεβού τον μήνα να θυμηθούν τα παλιά.»

«Τι έγινε;» τη ρώτησε ο μπαμπάς. «Όλα ήταν καλά.»

Η Αυγή, με το μάτι, πρόσθεσε τριμμένο πικραμύγδαλο και ανακάτεψε το μείγμα με ένα κουτάλι και κατέβασε ένα δεύτερο μπωλ μπροστά της. Κρέμα τυριού και κρέμα γάλακτος γνωρίστηκαν με τη βοήθεια του μίξερ. Με δυνατή φωνή, η Αυγή απάντησε. «Τίποτα δεν έγινε. Ή και τα πάντα. Από μεριά της Μαρτίν, έδινε πολλά, ο Σεραφείμ της έτρωγε πολλά. Η ιδέα πως όλη του η ζωή ήταν μια βλακεία, πως είχε μάθει πως υπάρχει μόνο ένα είδος ερωτικής και μη σχέσης τον οδηγούσε όλο και περισσότερο στη δουλειά. Έγινε εθισμένος σε αυτήν, σαν εμένα.»

Ο μπαμπάς της σηκώθηκε μόλις η μαρμελάδα στη κατσαρόλα άρχισε να βγάζει αφρούς. Η Αυγή του είπε να αφήσει στο χαμηλό τη φωτιά και να ρίξει μια πρέζα αλάτι. Αυτό ήταν καινούριο για εκείνον, του απάντησε πως έτσι έμαθε, έτσι την έφτιαχνε. «Και η Μαρτίν;»

«Η Μαρτίν τα παράτησε. Δεν μπορείς να βοηθήσεις κάποιον που δεν θέλει βοήθεια.» απάντησε και έλεγξε τη κρέμα της. Πρόσθεσε το μείγμα του πρώτου μπωλ και σε χαμηλή ταχύτητα τα ανακάτεψε με το μίξερ. Το πικραμύγδαλο έγινε σκόνη, όπως το ήθελε. «Ο Σεραφείμ κοιμόταν στη δουλειά τα βράδια. Και άλλες φορές, κοιμόταν με τον Μάρκο, τον συνάδελφο. Κάθε φορά ένιωθε ενοχές, όχι ότι απατούσε την Μαρτίν, αλλά περισσότερο ότι απατούσε τον εαυτό του. Τον ξεχνούσε. Γινόταν ένα τέρας μέσα του.»

«Άλλαξε όλη του η κοσμοθεωρία και δεν ήξερε τι να πιστέψει.» αποκρίθηκε ο μπαμπάς της, σαν να καταλάβαινε. Ανακάτευε αργά τη μαρμελάδα όπως του έδειξε, μικρή η επαφή του με τη κουζίνα, αλλά το χαιρόταν. «Η Μαρτίν το έμαθε ποτέ;»

Η Αυγή έκλεισε το μίξερ και μετακινήθηκε στο τραπέζι. Εκεί σε μια φόρμα είχε πιέσει σε όλη την επιφάνεια τριμμένο μπισκότο, κανέλα και ό,τι είχε μείνει στο σακουλάκι από το πικραμύγδαλο. Έριξε τη κρέμα που έφτιαξε με ευλάβεια και προσοχή γεμίζοντάς το σκεύος σχεδόν μέχρι πάνω. Το έβαλε στο ψυγείο για μία ώρα, ή τουλάχιστον μέχρι να είναι έτοιμη η μαρμελάδα και σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της.

Κάθισε στο τραπέζι και άρχισε να γλείφει το μπωλ με το κουτάλι. Ήταν η χειρότερη μαγείρισσα του κόσμου και αυτό την έκανε να χαμογελάει.

«Ο Σεραφείμ πιστεύει πως πάντα το ήξερε. Το μύριζε στα πουκάμισά του, το σκεφτόταν όταν δεν γυρνούσε στο κρεβάτι της. Αυτό το μέρος δεν μου το είπε, αλλά τον πρώτο καιρό, η Μαρτίν πιστεύω πως ήταν εντάξει με αυτό. Το έβλεπε σαν τη βοήθεια που εκείνη δεν μπορούσε να προσφέρει και ας ερχόταν από έναν τρίτο.» του είπε προσπαθώντας να πιάσει όση κρέμα μπορούσε αφήνοντας το κουτάλι και ξεκινώντας να λερώνει τα δάχτυλά της. «Η ίδια από ότι κατάλαβα κάπου εκεί σκέφτηκε μήπως το παιδί που τόσο ήθελε ο Σεραφείμ να ήταν η λύση. Αλλά δεν μπορούσε να βάλει τον εαυτό της να πειστεί σε αυτή την ιδέα και το απέκλεισε με την πρώτη σκέψη.»

«Ένα παιδί δεν θα έπρεπε ποτέ να είναι η λύση για κάποιο πρόβλημα.» σχολίασε ο μπαμπάς της. Η μαρμελάδα ήταν σχεδόν έτοιμη και η Αυγή τον κοιτούσε όσο την περνούσε από ένα δίχτυ. Χαιρόταν που ακολουθούσε κάποιος τις οδηγίες της.

«Οπότε η Μαρτίν αποφάσισε να κοιτάξει τον εαυτό της. Ερωτεύτηκε έναν άνδρα που δεν μπορούσε να έχει. Δεν ξέρω το όνομά του, αλλά ξέρω πως, σε αντίθεση με τον Σεραφείμ, μπόρεσε να κρατήσει κρυφά τα αισθήματά της για τον άλλον άνδρα.» η Αυγή ένιωθε σαν τον Κάσπαρ όταν της έλεγε την ιστορία της Αλίκης. Προσπάθησε να μην αφήσει την αίσθηση ότι της έλειπε να την κατακλύσει αλλά τα λόγια της βγήκαν γλυκά, ρομαντικά, ψίθυροι μιας ιστορίας που λίγοι έπρεπε να ξέρουν. «Ήταν στην αρχή φίλοι, αυτός διαζευγμένος και εκείνη σύμβουλος στη νέα του επιχείρηση. Τα βράδια το σπίτι έμενε άδειο γιατί η Μαρτίν προτιμούσε να ξαπλώνει στον καναπέ του γραφείου του αφεντικού της τρώγοντας πίτσα, παρά να είναι μόνη στο σκοτάδι. Ακόμα και όταν αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί, η Μαρτίν δεν το συνέχισε. Οι φίλοι δεν φιλιούνται, ήξερε, και αυτό την οδήγησε μια μέρα να γυρίσει σπίτι νωρίτερα από το προκαθορισμένο. Εκεί, ήταν και ο Σεραφείμ.»

Ο μπαμπάς της τη κοίταξε ανήσυχος. «Ήρθε η καταστροφή;»

«Κατά κάποιο τρόπο, ναι.» απάντησε. «Η Μαρτίν βρήκε έναν άγνωστο άνδρα στο κρεβάτι της όσο ο Σεραφείμ ήταν στο μπάνιο. Δεν τον έδιωξε, δεν του μίλησε. Απλώς μπήκε στο μπάνιο και είπε με σιγανή φωνή να μη φέρνει τις πουτάνες του στο σπίτι της. Μετά έφυγε. Ο Σεραφείμ δεν ξέρει τι έκανε η Μαρτίν όλο το βράδυ, αλλά γύρισε το πρωί στα ίδια ρούχα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Εκείνος δεν είχε κοιμηθεί καθόλου προσπαθώντας να τη βρει στο τηλέφωνο και σε μέρη που ήξερε πως συχνάζει. Η Μαρτίν άλλαξε ρούχα και πήγε στη δουλειά σαν μια καθημερινή μέρα.»

«Δεν έκανε τίποτα άλλο;» ρώτησε έκπληκτος ο μπαμπάς της. «Αν έβρισκα τη μαμά σου με κάποιον στο κρεβάτι θα τον σκότωνα.»

Η Αυγή γέλασε. «Και τη μαμά;»

«Δεν είναι σωστό να μιλάμε άσχημα για τους νεκρούς Αυγή.» της είπε προειδοποιητικά. Η κόρη του έραψε το στόμα της. «Μετά;»

«Μετά...μετά έκαναν κάτι που πολλά ζευγάρια δεν κάνουν. Οι ίδιοι το είχαν σταματήσει.» του είπε. «Μίλησαν. Μετά από χρόνια, ξαναγνωρίστηκαν.»

Ο μπαμπάς της χαμογέλασε αχνά. «Επικοινωνία. Εσύ έχεις κάτι τέτοιο με το παιδί, πώς τον είπες, Κάσπερ;»

«Κάσπαρ.» τον διόρθωσε κατακόκκινη. «Και δεν κάνει να μιλάμε έτσι ούτε για τους ζωντανούς μπαμπά.»

«Εντάξει, μη βαράς.» της είπε γελώντας. «Συνέχισε.»

Η Αυγή έπιασε το κουτάλι με τη μαρμελάδα που της έδωσε και το δοκίμασε. Ήταν όπως της Αλίσσα, λιγότερο γλυκιά αλλά το ίδιο μαγική. «Η Μαρτίν θα τον παρατούσε, το ήξερε. Του το είχε πει τότε, τη νύχτα του γάμου τους, αν έβρισε αυτόν που θα αγαπούσε περισσότερο θα τον άφηνε και θα έτρεχε μακριά του. Αλλά ο Σεραφείμ είναι εγωιστής, ακόμα είναι. Έφυγε, πριν προλάβει να τον αφήσει. Πήγε σε ένα ταξίδι, για ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν την απώλεια. Παραιτήθηκε από τον εθισμό του, τη δουλειά και πήρε το πρώτο αεροπλάνο για τη Γαλλία.»

Ο μπαμπάς της την ακολούθησε με τα μάτια του να προσθέτει λεμόνι στη κοκκινωπή μαρμελάδα. «Ναι αλλά δεν ήταν αυτή η συμφωνία τους. Υποτίθεται πως θα έφευγαν όταν θα έβρισκαν κάποιον άλλον. Ο Σεραφείμ ήταν μόνος, σωστά;»

Η Αυγή χαμογέλασε. «Νομίζω πως δεν είναι μόνος τώρα.»

Σαν να καταλάβαινε τι εννοούσε, ο μπαμπάς της χαμογέλασε. Ήξερε για τον Έμμετ, ήταν η Τρίτη ιστορία που του είπε και του αφηγήθηκε κάθε πτυχή του ειδυλλίου που μπορούσε. Αλλά ο μπαμπάς της έμεινε με το παράπονο.

«Σε ρώτησα πώς είσαι.» της υπενθύμισε. «Όχι να μου πεις τις ιστορίες αγνώστων.»

Η Αυγή αποφάσισε να αγνοήσει την αρχική του ερώτηση και επί μία ώρα και κάτι του διηγούνταν όλα όσα είχε δει και είχε γίνει μάρτυρας στο ταξίδι. Όλα, εκτός από το πώς ένιωθε τη μέρα μετά τη κηδεία της μητέρας της, τι την οδήγησε να κάνει ολόκληρο το σπίτι της να λάμπει και να πάρει αποφάσεις για νέο κύκλο σπουδών στα είκοσι πέντε της όταν δύο μήνες πριν δεν μπορούσε ούτε σαν ιδέα να σκεφτεί να βγει από το σπίτι της. Ο μπαμπάς της ήταν ένας υπομονετικός άνθρωπος, αλλά μόνο όσο μπορούσε.

«Χθες δεν μίλησες καθόλου σε κανέναν. Ούτε καν στην αδελφή σου.» της είπε. Η Έρη δεν ήταν αδελφή εξ αίματος, αλλά όταν περνούσε περισσότερο χρόνο στο σπίτι της Αυγής από την ίδια την Αυγή, κάτι σήμαινε αυτό. «Και μετά αρχίζεις να τα αλλάζεις όλα. Ανησυχώ για σένα Αυγή.»

Η κόρη του σκέπασε με μια μεμβράνη στην μαρμελάδα και την άφησε στο παράθυρο να κρυώσει και να ξεκουραστεί μέχρι να έρθει η ώρα να τοποθετηθεί στο γλυκό. «Είμαι εντάξει μπαμπά, αλήθεια.»

«Έχω να σε δω από τον γάμο και τότε δεν επισκέφτηκες ούτε μια φορά το σπίτι και τη μαμά σου. Απομακρύνεσαι και καταλαβαίνω πως είσαι ακόμα θυμωμένη για τον τρόπο που σε σπρώξαμε έξω από το σπίτι για να ξεκολλήσεις. Θέλω να καταλάβεις κάτι-» της είπε πίσω από την πλάτη της, σταματώντας στη μέση της πρότασης. Όταν είχαν γυρίσει στην Ελλάδα ως στάση του ταξιδιού τους, είχε βγει μόνο για καφέ μαζί του. Δεν πέρασε ποτέ από το σπίτι. Στον γάμο δεν ήταν η μαμά της. Η Έρη δεν της είχε πει πως από τότε ήταν πολύ άρρωστη η μαμά της. Της το έκρυψαν γιατί την είδαν, να, ξέρεις, χαρούμενη. «Ξέρεις, η ιδέα να πας σε αυτό το ταξίδι δεν ήταν της Έρης.»

«Αλήθεια, δεν με ενοχλεί πλέον αυτό. Θα πάρω την εκδίκησή μου από την Έρη, της το χρωστάω σαν γαμήλιο δώρο.» μουρμούρισε και έκανε μια νοητή σημείωση. «Να θυμηθούμε να κλείσουμε τα αεροπορικά για το ταξίδι της με τον Γιώργο. Είναι ελεύθεροι για τον Αύγουστο μου είπε.»

«Ορίστε!» σχεδόν φώναξε ο μπαμπάς της. «Μιλάς περισσότερο με τον γαμπρό σου παρά με την καλύτερή σου φίλη. Μη της κρατάς μούτρα αγάπη μου.»

Η Αυγή σταύρωσε τα χέρια της. «Δεν της κρατάω μούτρα. Αν θες να ξέρεις απλώς το κρατάμε μυστικό από εκείνη, σαν έκπληξη.»

«Τέτοια έκπληξη που όταν πήγε να σε πλησιάσει χθες, κρύφτηκες στην τουαλέτα;» τη ρώτησε.

«Καλά ίσως της κρατάω μούτρα.» είπε ρίχνοντας το κεφάλι της. Τα χέρια της ήταν πολύ ενδιαφέρον ξαφνικά. «Αλλά με το δίκιο μου, σωστά; Όχι ότι μετανιώνω το ταξίδι, αλλά με νευρίασε που το κανόνισε πίσω από την πλάτη μου.»

Ο μπαμπάς την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της. «Δεν το έκανε εκείνη. Η μαμά σου το έκανε.»

Η Αυγή σήκωσε απότομα τα μάτια της. «Ναι καλά. Η μαμά δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Με το ζόρι μου έστελνε φαγητό.»

Τα δάχτυλά του πέρασαν μέσα στα μαύρα μαλλιά της. Έμοιαζε τόσο στο Νεφελάκι όσο μεγάλωνε. «Έπεσες με τα μούτρα στη δουλειά μετά τον θάνατο της Εβελίνας. Ο Γιάννης μετά από λίγο σε άφησε και πίστευες πως η εγχείρηση της μαμάς είχε κάνει θαύματα.»

«Έκανε θαύματα. Ήταν καλά.» μουρμούρισε και έκρυψε το πρόσωπό της.

«Δεν ήταν μωρό μου. Ποτέ δεν καλυτέρεψε όπως νόμιζες.» της είπε στρέφοντας το βλέμμα της σε εκείνον. Συγκρατούσε δάκρυα που δεν ήξερε πως είχε. «Σε ήθελε όσο πιο μακριά γινόταν. Δεν θα σε έβαζε για τρίτη φορά να το περάσεις.»

Υπέκυψε στον πόνο μέσα της. Η βροχή έβγαινε από τα μάτια της σαν μια μεγάλη καταιγίδα και δεν μπορούσε να σταματήσει για να αναπνεύσει, δεν μπορούσε να αναπνεύσει για να σταματήσει. Όσα χρόνια πέρασαν, τόσο η Αυγή έκλαιγε για τη μαμά που δεν είχε και τώρα της έφυγε. Έπεσε στο κρεβάτι και ο μπαμπάς την έκλεισε στην αγκαλιά του βλέποντας τη κόρη του να ξεσπάει επιτέλους. Ήταν κουρασμένη, από όλους και από όλα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα που παλιά της έφερνε χαρά και το σκεφτόταν και αυτό, κάνοντάς την χειρότερα. Τα είχε χάσει όλα, μουρμούριζε μέσα από τα αναφιλητά της. Ήθελε να πατήσει παύση στο βίντεο και να το πάει πίσω, πολύ πίσω, εκεί που ήταν κοριτσάκι και να αφήσει τη ταινία να κυλήσει από την αρχή. Αυτή τη φορά θα την έβλεπε πιο προσεκτικά. Δεν θα έχανε τη Νεφέλη από τα μάτια της.

Όταν ηρέμησε ο μπαμπάς τη σήκωσε και της σκούπισε τη μύτη, λες και ήταν μικρό παιδί με τον γονέα του. Έβγαλαν το γλυκό από το ψυγείο και ο μπαμπάς της διάβαζε τις σημειώσεις της δυνατά. Άπλωσε ένα παχύ στρώμα μαρμελάδας πάνω από την κρύα κρέμα και το πικραμύγδαλο ήρθε να γνωρίσει τη φράουλα και τα μύρτιλα. Από πάνω, έριξε λίγο από τη βάση που είχε κάνει με το μπισκότο και το πικραμύγδαλο για περισσότερη τραγανή υφή. Το τελικό στρώμα ήταν καφέ γραμμές ζεστής κρέμας καραμέλας απλωμένες άχαρα με το πιρούνι και το χέρι του μπαμπά που έτρεμε ασταθές.

«Στο τέλος του ταξιδιού πρέπει να φτιάξουμε ένα δικό μας πιάτο. Τα παιδιά σε λίγες μέρες θα είναι στις Βρυξέλλες, στον σταθμό του Σεραφείμ και θα το κάνουν. Εγώ θα είμαι ακόμα εδώ και πειραματίζομαι για να το κάνω τέλειο.» του εξήγησε. «Πώς είναι;»

Ο μπαμπάς έκλεισε τα μάτια του και έκανε μεγάλη προσπάθεια να προφέρει τη λέξη «Καλό».

Η Αυγή έριξε αμέσως τα μούτρα της. «Δεν σου αρέσει;»

«Είναι γλυκό στην αρχή.» της είπε την αλήθεια. «Αλλά σου αφήνει μια έντονη πίκρα στο τέλος. Είσαι σίγουρη πως την έκανες σωστά;»

«Η συνταγή έλεγε να χρησιμοποιήσω όλα τα υλικά με μέτρο τη καρδιά. Ξέρεις πως είμαι του αλατιού.» του είπε γελώντας με τον πόνο του. «Επίσης λέει για μαρμελάδα φράουλα, οπότε ίσως φταίει αυτό.»

«Γιατί έβαλες μύρτιλο;» τη ρώτησε πίνοντας νερό περιμένοντας να τον σώσει.

«Γιατί αυτός που έγραψε τη συνταγή είναι αλλεργικός στα μύρτιλα.» του είπε με ένα κρυφό χαμόγελο. «Και εμένα μου αρέσουν πολύ.»

Ο μπαμπάς τσίμπησε λίγη από την κρέμα. Το καλύτερο μέρος του γλυκού. «Νόμιζα πως ήταν δική σου συνταγή.»

«Την τελειοποιώ. Και ξέρεις πώς την λέμε;» γύρισε να τον κοιτάξει με ένα χαμόγελο. «Η συνταγή της δυστυχίας.»

«Το βλέπω.» είπε αμέσως ο μπαμπάς. «Δεν μου αρέσει το χιούμορ της νέας γενιάς.»

Μερικές μέρες αργότερα επιτέλους βρεθήκαμε. Στην αρχή ήταν άβολα, πιο άβολα από όταν μιλήσαμε στον γάμο σου γιατί τώρα υπήρχε και ένας θάνατος. Το Νεφελάκι ήταν σαν δεύτερη μαμά για σένα, όπως η μαμά σου, η Ελένη, είναι σαν δεύτερη μητέρα για μένα. Είχε πεθάνει ένας κοντινός μας και αυτό ήταν πάλι το πρώτο πράγμα που μας ένωσε. Σου έδωσα τα εισιτήρια για τον μήνα του μέλιτος με τον Γιάννη και με χτύπησες που στο έκρυψα, που έδωσα τόσα λεφτά για κάτι τόσο ασήμαντο. Σου είπα πως κράτησα κάτι και για εμένα, εξάλλου η βαλίτσα μου ήταν έτοιμη και σύντομα θα έφευγα και εγώ πάλι. Μου είπες να σου γράφω όσα έζησα και όσα έμαθα στο ταξίδι με τους οχτώ αγνώστους. Σου υποσχέθηκα πως θα βάλω τον καλύτερό μου εαυτό να κάνω καλά γράμματα και το δέχτηκες όπως ήταν.

Την ίδια στιγμή, αρκετά μίλια μακριά, στις Βρυξέλλες, το αεράκι της νύχτας αγκάλιασε τον Σεραφείμ. Ο πρώην τραπεζίτης καθόταν στην βεράντα του σπιτιού της Μαρτίν, πίνοντας το καλύτερο κρασί που είχε να τους προσφέρει ο νέος της σύντροφος. Ήταν μόνοι και αληθινοί, ειλικρινείς μεταξύ τους, μετά από πολύ καιρό. Όπως έκανα και εγώ με εσένα και τον μπαμπά, ο Σεραφείμ της διηγήθηκε τις περιπέτειες που έζησε και τα μέρη που είδε στο δίμηνο ταξίδι του. Από το μυστικό μπαρ που εμφανιζόταν με την παλιά drag αμφίεσή της η Αλίσσα, στον ψεύτικο γάμο που εκτέλεσε τα χρέη παρανύφου στην Ιταλία, πάνω σε ένα χωριό της Ρουμανίας ακούγοντας τρομακτικές ιστορίες για παλιές παραδόσεις από τη Λουΐζα και τη Μάγια. Της είπε για τον Έμμετ, έναν άνδρα που τώρα μάθαινε να ερωτεύεται και παραδόξως, ένιωθε πιο ευτυχισμένος μαζί του από όταν ήταν με την Μαρτίν. Όσο επέτρεπε τον εαυτό του να μην αγγίξει τον φόβο. Η Μαρτίν του είπε να το απολαύσει τώρα που προλαβαίνει. Ίσως κάποια στιγμή να χρειαζόταν να προσέχει το παιδί της τις μέρες που εκείνη και ο σύντροφός της ήθελαν ένα διάλειμμα, ένα παιδί με το οποίο πίστευε πως θα ήταν καλά να έχει. Ο Σεραφείμ γέλασε δυνατά που θα γινόταν νονός και έκανε ήδη σχέδια.

Αργότερα, γύρισε στο παλιό του διαμέρισμα. Το άφησε άδειο στην αρχή του ταξιδιού, το βρήκε γεμάτο στο τέλος του. Η Λουΐζα παραπονιόταν πως η Μάγια είχε προσθέσει κάτι στην συνταγή της και είχε αλλάξει τη γεύση και η Μάγια έλεγε πως το είχε κάνει η Αλίσσα. Ο Κάσπαρ μάθαινε στον Ντάνιελ μαγικά κόλπα και πώς να μιλάει με χωριάτικη αμερικανική προφορά όταν θα επισκέπτεται τη Λουΐζα στην Αμερική. Ο Έμμετ βιντεοσκοπούσε κάθε βρισιά που έβγαινε από τα στόματα της πολυπολιτισμικής παρέας για να βλέπει τα χείλη και να ξέρει πώς να τις προφέρει σε αγνώστους τυχαία. Κάποιος του έκλεψε τον μπερέ του σε μια πλατεία στις Βρυξέλλες και είχε σχέδια για αυτό. Ο Σεραφείμ του χαμογέλασε και έκατσε δίπλα του να του γράψει κάθε βρισιά που ήξερε μικρός να λέει. Τα γράμματά του ήταν απαίσια.

Είδα αυτό το βίντεο αργότερα. Στην αρχή δεν με είδα πουθενά. Είδα εφτά αγνώστους που μισούσα και έμαθα να τους ερωτεύομαι με κάθε χιλιοστό της καρδιάς μου. Ήταν παιδιά, μισούσα τα παιδιά, παιδιά που γελούσαν, φώναζαν, έτρεχαν το ένα πίσω από το άλλο και τσίριζαν όταν έπεφταν με δύναμη στο πάτωμα από τα γέλια. Παιδιά που έπαιζαν με το φαγητό τους και κατέστρεφαν το γλυκό που έπρεπε να μείνει παραπάνω στο ψυγείο γιατί ήταν ανυπόμονα. Στο τέλος ο Κάσπαρ πήρε τη κάμερα και θαρρείς της χαμογελούσε λέγοντας πως η απαισιόδοξη Αυγή, το κερασάκι στη τούρτα, του έλειπε. Αγάπη, τη φώναζε με βρετανική προφορά που δεν μπορούσε να κρατήσει για πάνω από μία λέξη. Να' τη τελικά, η όγδοη άγνωστη.

Οχτώ άγνωστοι. Οχτώ υλικά μιας υπέροχης συνταγής. Όπως κάθε συνταγή, έτσι και αυτή χρειάζεται υπομονή για να τελειοποιηθεί. Υπομονή και προσπάθεια. Αν αποτύχει, ξανά από την αρχή. Κάποια στιγμή θα καταφέρουν να την εκτελέσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους. Έχει γεύση πικραμύγδαλο και σοκολάτα. Σου καίει τη γλώσσα και φέρνει την πιο γλυκιά αίσθηση να σε φιλήσει, να σου κλέψει τις πνοές και τα δάκρυα.

Καλή όρεξη. 

______________________
Α/Ν Ακολουθεί σε κάποια ώρα ο επίλογος. Θα τα πούμε εκεί!

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top