13. Για τις μέρες που θα σε (ξε)χάσω.
13. Για τις μέρες που θα σε (ξε)χάσω.
Ξέρεις τι είναι αστείο; Το πόσο εύκολα μας απατά η μνήμη μας.
Το μυαλό δουλεύει με έναν περίπλοκο τρόπο. Στη σχολή μάθαμε για τις διάφορες χημικές αντιδράσεις που μας κάνουν αυτό που είμαστε ως ανθρώπινα πλάσματα αλλά το γιατί, το επειδή και το εσωτερικό πώς δεν μπορεί καμία επιστήμη να το λύσει. Προσπάθησε να θυμηθείς μια ανάμνηση πριν από τα τέσσερα χρόνια σου. Γράφοντας αυτό το γράμμα, το μόνο που μου ήρθε ήταν μια μικρή ανάμνηση φιλμ, το κεφάλι μου να πονάει επειδή το χτύπησα στο καλοριφέρ στο σπίτι του παππού, η μαμά να λέει στον μπαμπά πως πλέον μας έμαθαν στο νοσοκομείο με τέτοιο ανισόρροπο παιδί που της έκανε (άσχετα αν το πήρα από το σόι της), το πρόσωπο του παππού να χαμογελάει προσπαθώντας να με κάνει να ηρεμήσω και το άρωμα της μαμάς που με είχε στην αγκαλιά της μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο. Κάτι γλυκό, σαν μέλι και πάπρικα. Μου πήρε καιρό να μάθω πως ήταν κάππαρη. Έχω λοιπόν ένα άγγιγμα, έναν ήχο, μια εικόνα και μια μυρωδιά. Θα έλεγε κανείς πως αυτά είναι τα συστατικά που χρειάζεται κανείς για μια τέλεια συνταγή ανάμνησης.
Πριν από αυτό; Με τρελαίνει η ιδέα πως η πρώιμη ανάμνηση που έχω από τη ζωή μου δεν είναι κάποιο ουράνιο τόξο, κάποιος χορός, κάποιο παγωτό, κάτι που με έκανε να νιώσω καλά, αλλά είναι η αίσθηση της καρδιάς μου να χτυπάει στα αυτιά μου και τη δυσκολία μου να αναπνεύσω γιατί το κεφάλι μου πονούσε σαν να με είχε βαρέσει σφυρί και το αίμα να με πνίγει. Κάτι βάναυσο που με σκοτώνει. Ώρες ώρες οι φωτογραφίες που βλέπω από μένα παιδί είναι άγνωστες. Το τραγούδι που βγαίνει από μέσα τους, ξένο.
Η τελευταία ανάμνηση που έχεις, ποια είναι;
Κοίτα να δεις τώρα το αστείο που σου έλεγα. Δεν ξέρω για τους άλλους, όμως αυτό είναι για μένα. Και το έχω τεστάρει πολλές φορές. Τη τελευταία φορά που έκανα αυτό το τεστ ήταν εβδομάδες πολλές πριν, πριν τελειώσει το ταξίδι. Ήμουν εγώ, στη μέση ενός δωματίου και ο Κάσπαρ μπροστά μου. Θυμόμουν τι λέγαμε, κάποιο δάκρυ που έπεφτε, ένα άγγιγμα που με έκαιγε και τη πικρή γεύση που άφηναν οι λέξεις στο στόμα μου. Κάτι αρνητικό θα μου πεις πάλι; Όχι, όχι, γιατί μπορεί να φαίνεται έτσι αλλά πώς σου φαίνεται αν σου έλεγα πως η ανάμνηση που είχα δεν ήταν τόσο η σκηνή εκείνη αλλά το τι σκεφτόμουν το δευτερόλεπτο που ένιωθα όλα αυτά; Και δεν ήταν κάτι κακό. Ήταν κάτι που ξεκινούσε από Σ, τελείωνε σε Ω και είχε εφτά γράμματα.
Όσο και αν το μισούσα, ήταν κάτι ωραίο ρε γαμώτο.
Γίνεται λοιπόν το πρώτο πράγμα που θυμάσαι να είναι κάτι άσχημο και το τελευταίο κάτι όμορφο; Σκέψου το καλά πριν μου απαντήσεις, χωρίς γρήγορες λέξεις, θέλω την προσοχή σου σε αυτό Έρη. Υπάρχει μια αρχή και ένα τέλος και για μένα το τέλος φαντάζει γλυκό σαν το μετά μιας καλοκαιρινής καταιγίδας.
Η Σοφία θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια αυτή την ανάμνηση. Ήταν λίγο πολύ τριάντα, το τι γράφει στην ταυτότητα δεν είχε σημασία και ήταν στα καλύτερά της. Πολλά από τα όνειρα που είχε γράψει με την Μάγια στο βιβλίο των συνταγών τους είχαν ζωγραφισμένο ένα τικ και είχαν εκπληρωθεί με κάθε δυνατή προσπάθεια. Η Μάγια ακόμα σπούδαζε όπως ήθελε και η Σοφία ταξίδευε από χώρα σε χώρα ψάχνοντας την άκρη του κόσμου. Τα είχε όλα, όσα τουλάχιστον ήταν εφικτό να αποκτήσει. Είχε το πιο όμορφο χαμόγελο τις μέρες που έμοιαζαν σκοτεινές και προσπαθούσε για τα πάντα που δεν είχε μικρή να τα έχει η αδελφή της.
Οι μπότες της χτυπούσαν τις πέτρες όπως η βροχή τα δέντρα όταν έτρεχε να περάσει τον δρόμο με τη χρωματιστή ομπρέλα της. Μπήκε στην μπυραρία και έβγαλε το παλτό της ελέγχοντας τον χώρο. Ήταν ένα μέρος που γνώριζε καλά και είχε περάσει βράδια σχεδόν αξημέρωτα με τους φίλους της, τα ωραία της Ουγγαρίας του 1970. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα με φοιτητές και όσους νέους είχαν καταφέρει να πιάσουν δουλειά στο Υπουργείο ή στο Πανεπιστήμιο, όπως ήταν εκείνη. Άφησε την ομπρέλα της στην πόρτα και συνεχίζοντας να σκανάρει τον χώρο περπάτησε ανάμεσα από τις παρέες ψάχνοντάς τον.
Δεν είχε έρθει ακόμα. Η Σοφία κοίταξε το ρολόι της, εκείνη είχε αργήσει δέκα λεπτά. Το είχε αυτό το κουσούρι, πίστευε πως ο χρόνος ήταν με το μέρος της, αλλά μπορεί να έφταιγε που μια ζωή είχε χαλασμένο ρολόι. Αν άργησε εκείνη, αυτός θα έπρεπε να ήταν στην ώρα του. Κάθισε στην μπάρα και περίμενε τον μπάρμαν να έρθει προς το μέρος της χωρίς να αφήνει το βλέμμα της από την πόρτα.
«Τι θα πάρεις;»
«Μια Dreher.» πρόφερε με ευκολία την αναμενόμενη απάντησή της. Ο νεαρός μπάρμαν άφησε το γυάλινο μπουκάλι μπροστά της, σαν να την είχε συνηθίσει, χωρίς ποτήρι όπως ήξερε την πελάτισσά του.
Η Σοφία κοίταξε ξανά την πόρτα. Αυτό ήταν το τρίτο τυφλό ραντεβού που είχαν στήσει οι φίλες της. Ίσως και το τρίτο αποτυχημένο. Τα είχε όλα αλλά μια υγιή ή έστω μια οποιαδήποτε σχέση που να κρατούσε πάνω από τέσσερις μήνες δεν μπορούσε να πει πως είχε ποτέ. Ώρες ώρες ζήλευε την Μάγια, αυτό το κορίτσι είχε την τύχη απλωμένη μπροστά της, σκεφτόταν. Στη σχολή η Μάγια κατάφερε και γνώρισε από την αρχή τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό της κυνηγημένο φοιτητή που είχαν συναντήσει τότε στο δάσος. Αν και τώρα δεν ήταν ούτε κυνηγημένος πλέον, ούτε κυκλοφορούσε με το ίδιο όνομα -αλλιώς θα τον κυνηγούσαν ακόμα- και ήταν πολύ πιο καθαρός από όταν τον γνώρισαν, ήταν καθηγητής Φυσικής σε ένα πανεπιστήμιο από άλλη πόλη. Ήρθε μια μέρα ως επισκέπτης στο Πανεπιστήμιο της Μάγια και τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Μερικές ερωτικές ματιές, κάτι κοκκινίσματα ντροπής από μεριά της Μάγια που την είχε δει δέκα χρονών να κατουριέται πάνω της και όλα πήραν τον δρόμο τους προς έναν ωραίο αρραβώνα.
Όχι ότι δεν χαιρόταν για αυτήν, χαιρόταν. Αλλά όπως είπαμε, τη ζήλευε. Η Μάγια βρήκε τον ένα τον έρωτα σχεδόν αμέσως μόλις βγήκε από το καβούκι της και η Σοφία ακόμα περιπλανιόταν. Η μαμά αν ζούσε ακόμα θα έλεγε «Έχασες την ευκαιρία σου με τον Εβραίο» αλλά η Σοφία δεν ήταν πλέον Εβραία και δεν ήθελε να γίνει ξανά. Ούτε η Μάγια ήταν και έχουν περάσει πολλά χρόνια για να νοιαστεί κάποια από τις δυο τους να το πει στον κυνηγημένο φοιτητή. Η Σοφία είχε τελειώσει με την περιπλάνηση, ακόμα και αν αυτή ταξίδευε ψάχνοντας κάτι. Πάλευε πολύ να βρει αυτό που θα τη γειώσει και θα την κρατήσει κάπου. Αν δεν το έβρισκε αυτό στα μάτια του αποψινού ραντεβού, αποφάσισε να μη το βρει ποτέ.
Κοίταξε γύρω της και φούσκωσε το μυαλό της με τις συζητήσεις των γύρω της. Ένα ζευγάρι είχε βγει το τρίτο τους ραντεβού και η κοπέλα του έλεγε σχεδόν πως τον αγαπάει. Δεν ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοια; Δεν ξέρεις αν κοιμάται το βράδυ με τις κάλτσες ή όχι. Ο άνδρας απλώς της χαμογέλασε χωρίς να απαντάει και η κοπέλα το πήρε απλώς σαν να ένιωθε το ίδιο. Τη λυπόταν, για λίγο. Θα πήγαιναν σπίτι, θα το έκαναν και το επόμενο πρωί θα ξυπνούσε μόνη. Από κάπου η μουσική δυνάμωσε και ο κόσμος έγινε πιο δυνατός από τη μελωδία. Χέρια ενώθηκαν σε ζεστές αγκαλιές και κάπου οι πνοή του ενός σκέπαζε την πνοή του άλλου. Οι συζητήσεις μίκρυναν κάτω από τις φωνές και τα τραγούδια. Ήταν μια καθημερινή Παρασκευή.
Ο διπλανός της δεν φαινόταν να το ήξερε αυτό. Διακριτικά, η Σοφία τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της και άκουσε την δική του συζήτηση. Ήταν μαζί με άλλον έναν άνδρα και μπροστά τους υπήρχε απλωμένη μια στοίβα χαρτιά. Ναι, και η Σοφία έφερνε τη δουλειά στην μπυραρία γιατί ήταν κοντά στο γραφείο αλλά δεν καθόταν στη μέση ενός πάρτι να ξεχνιέται και να χάνεται. Εντάξει, εκείνη ήταν χειρότερη γιατί καθόταν μόνη, σαν στημένη λεμονόκουπα, μα και αυτός δεν πήγαινε πάσο.
«Μια υπογραφή και τέλος;» ρώτησε τον φίλο του. Είχε μια προφορά, σαν να μην ήταν από τη χώρα αλλά ήξερε καλά τη γλώσσα. Έπινε μπύρα χαμηλής ποιότητας αλλά το στυλό του έδειχνε φινέτσα και κλάση. Το πουκάμισό του ήταν ξεκούμπωτο από την κούραση και τα μανίκια είχαν σηκωθεί ψηλά. Είχε περάσει μια μεγάλη μέρα μα το άρωμά του της χτυπούσε τη μύτη, ακόμα και μέσα σε τόσο κόσμο. «Και μετά;»
Ο φίλος του ήταν ντυμένος παρόμοια, τελείως εκτός τόπου και χρόνου του μέρους. Έμοιαζαν σαν τους μπαμπάδες του μαγαζιού, ξέρεις αυτούς που είναι εκεί για να κρατήσουν τη τάξη αλλά αν τους φαγούριζες λίγο το μυαλό θα έπεφταν από το συννεφάκι τους και θα ήταν σαν τους υπόλοιπους κοινούς θνητούς. «Μετά θα τα ταχυδρομήσω στην πολιτεία και όλο αυτό θα μείνει πίσω σου. Θα είσαι ελεύθερος άνδρας.»
Ο ελεύθερος άνδρας γέλασε κουρασμένα. «Τράβηξε πολύ καιρό αυτή η ιστορία Νταβίντ. Πάνε να ξεκουραστείς.»
Η Σοφία σχεδόν τελείωσε την μπύρα της αλλά συνέχισε να ακούει. Ήταν το μόνο ενδιαφέρον που μπορούσε να κάνει περιμένοντας. Ο φίλος του άνδρα κούνησε το κεφάλι του. «Και εσύ; Θα μείνεις...εδώ;»
Αυτή την απαξίωση να μην είχε και όλα καλά θα ήταν.
«Τι πάρτι έχει εδώ;»
Η Σοφία παραλίγο να πνιγεί όταν κατάλαβε ότι ο τύπος ρωτούσε εκείνη. Σκούπισε τον ξεραμένο αγρό από τα χείλη της και κατάπιε όσο πιο σεμνά μπορούσε την γουλιά που είχε πάρει. Γύρισε και του χαμογέλασε ευγενικά. Είχε τα πιο μαύρα μάτια που είχε δει ποτέ της. Μπορεί να ήταν το αλκοοόλ, μπορεί να ήταν ο φωτισμός, αλλά ήταν άκρως γοητευμένη.
«Τίποτα. Έτσι είναι πάντα.» απάντησε ανακαλώντας στη μνήμη της εικόνες από βράδια με χαμηλό φως και πολύ αλκοόλ, εκείνες οι στιγμές που ξεκίνησαν οι μέρες της ελευθερίας στη χώρα.
«Είδες; Τίποτα το ανησυχητικό. Εδώ θα μείνω.» είπε ο άνδρας στον φίλο του. Εκείνος μάζεψε τα χαρτιά σε έναν δερμάτινο φάκελο και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Ο άνδρας τον χτύπησε απαλά στον ώμο. «Πρέπει να βγαίνεις πιο συχνά από το γραφείο. Δεν είναι όλο δίκες η ζωή και διαζύγια.»
Ο φίλος του ετοιμάστηκε να φύγει. Η Σοφία γύρισε μακριά το κεφάλι της αλλά συνέχισε να ακούει. «Όχι, είναι και οικονομικά σκάνδαλα. Θα σε πάρω αύριο τηλέφωνο, Ρόμπερτ.»
«Θα σου κάνω μήνυση αν δεν με πάρεις.»
«Και ποιος θα την πληρώσει;» τον ρώτησε και οι δύο φίλοι γέλασαν. «Καλό βράδυ.»
Η Σοφία κοίταξε το ρολόι της. Ξεφύσησε και σήκωσε το βλέμμα της προς την πόρτα. Το ραντεβού της το είχε δει μόνο από μια φωτογραφία στο σπίτι της φίλης που τους έμπλεξε και ήξερε πως ήταν αρχιτέκτονας. Ήταν τόσο σοβαρός, της είχε πει και με δυσκολία δέχτηκε το ραντεβού, ήξερε. Η Σοφία το μόνο που έβλεπε ήταν πως το είχε μετανιώσει. Η πόρτα δεν άνοιγε για το γνωστό πρόσωπο και εκείνη γινόταν τριάντα, δεν θα περίμενε για πάντα.
Όταν χαμήλωσε το βλέμμα της από την πόρτα ήρθε σε επαφή με την αινιγματική ματιά του άνδρα από πριν. Ο μπάρμαν του άφησε άλλη μια χαμηλής ποιότητας μπύρα μπροστά του και εκείνος γέμισε το ποτήρι του με το περισσότερο να γίνεται αφρός και να καταστρέφει τη γεύση.
«Ραντεβού;» τη ρώτησε.
Δεν θα ήταν κακό μια μικρή συζήτηση μέχρι να αποφασίσει να ξεκουμπιστεί από εκεί μέσα. «Αποτυχημένο. Το πρώτο μας και κάτι μου λέει το τελευταίο μας.»
«Αχ,» μονολόγησε σηκώνοντας το ποτήρι του τραβώντας μακριά τα μάτια του, «νεανικός έρωτας, γεμάτος απογοητεύσεις.»
Η Σοφία γέλασε. «Είσαι στην ηλικία μου και μιλάς σαν να τα έχεις παρατήσει.» καλά, ούτε εκείνη πήγαινε πίσω.
«Νομίζω πως σήμερα τα παράτησα.» είχε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Διαζύγιο. Επιτέλους ελεύθερος.»
Σήκωσε το ποτήρι του για να το τσουγκρίσει μαζί της. Η Σοφία με ένα παγωμένο χαμόγελο χωρίς να πιστεύει αυτά που της λέει, τραβήχτηκε. «Λυπάμαι πολύ. Ήταν άσχημα; Θεέ μου, τι αδιακρισία, συγνώμη!»
Ο Ρόμπερτ μείωσε την ντροπή από μέσα της με το κρύο χιούμορ του. «Όχι τόσο άσχημα όπως τότε που μου πήρε όλα τα λεφτά και έφυγε με τον εραστή της στο εξωτερικό. Το διαζύγιο φαίνεται σαν νίκη.»
Η Σοφία δεν έβλεπε το διαζύγιο σαν νίκη αλλά δεν είχε δει όλες τις πλευρές που θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια κατάσταση. Είχε δει μόνο τα άσχημα μέσα από ταινίες και βιβλία και ποτέ κάτι καλό ή χαρούμενο. Και όσο τραγικό και αν ακούγεται το δικό του διαζύγιο, ο Ρόμπερτ το έβλεπε ως την ύψιστη γιορτή, το δικό του Πάσχα.
«Για αυτό είσαι εδώ;» ρώτησε η Σοφία και έφερε τα χέρια της στην μπάρα να κρατήσουν το κεφάλι της όσο τον κοιτούσε. «Για να το γιορτάσεις;»
Ο Ρόμπερτ έκλεισε τα μάτια του στην κακή μπύρα που έπινε. «Όλη μέρα ήμουν κλεισμένος σε ένα γραφείο και σήμερα κατάλαβα πόσο μονότονη ήταν η ζωή μου. Οπότε ναι καιρός για κακή μπύρα, χάλια μουσική και κόσμο που χαίρεται χωρίς την χαρά σου.»
Η Σοφία τσούγκρισε σε αυτό. «Και τώρα τι θα κάνεις;»
Τους χώριζε ένα σκαμπό αλλά ήταν πιο κοντά από ποτέ. Την κοίταξε με μάτια γεμάτα απόφαση, σαν τα δικά της. Αλλά κάπου υπήρχε ένα κενό. «Τέλος οι σχέσεις. Τέλος ο έρωτας. Τέλος η αγάπη. Τέλος το ρομάντζο. Υπάρχουν και άλλα χρώματα να δοκιμάσω. Ίσως πάω εκτεταμένες διακοπές και δεν γυρίσω πίσω. Ίσως χαθώ. Ίσως γυρίσω στην Αγγλία.»
«Χωρίς σχέδιο.» σχολίασε εκείνη. Η πόρτα πάλι δεν άνοιξε για εκείνη. Η όρεξη της είχε φύγει. «Μάλλον θα τα παρατήσω και εγώ.»
Ο Ρόμπερτ τη κοίταξε με περιέργεια. «Και τι θα κάνεις;» επανέλαβε την ίδια ερώτηση που του είχε κάνει εκείνη.
Η Σοφία, σε αντίθεση με εκείνον, είχε ένα σχέδιο. Όρθωσε το κορμί της με περηφάνεια και απάντησε. «Θα πάρω μια γάτα και θα την ονομάσω Θάνατο. Θα είναι η καλύτερη αγορά που θα κάνω ποτέ. Και φυσικά, θα γίνω η καλύτερη θεία στα παιδιά της αδελφής μου. Αν και λέει πως αυτό αργεί ακόμα.»
Ήταν η σειρά του να μείνει άφωνος. «Θάνατο;»
Του χαμογέλασε ερωτευμένη με την ιδέα. «Θάνατο. Δεν είναι τέλειο;»
Καλά, μπορεί και όχι. Την κοίταξε ανήσυχος. «Γιατί;»
«Γιατί ο θάνατος είναι μια καινούρια αρχή και κάνω μια αρχή χωρίς άνδρες.» αιτιολογήθηκε προσεκτικά, χωρίς να χάνει το χαμόγελό της. Η φωνή της χανόταν πάνω από τη μουσική αλλά μπορούσε να ακούσει το γέλιο που βγήκε από μέσα του μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, πέφτοντας στο ίδιο κρύο αστείο της ζωής που είχε φτιάξει για τον εαυτό της. «Πώς το είχες πει; Θάνατος στις σχέσεις, θάνατος στον έρωτα, θάνατος στην αγάπη, θάνατος στο ρομάντζο.»
Ο Ρόμπερτ την έσυρε σε έναν χορό αστείου που κατέληξε στο τέλος της μπύρας του και της δικιάς της. Η Σοφία κοίταξε για τελευταία φορά την πόρτα, επιτέλους η ελπίδα να φεύγει από μέσα της. Ήταν οι μόνοι που κάθονταν και μιλούσαν και η Σοφία ήθελε να πιστεύει πως ήταν οι μόνοι που τα είχαν παρατήσει τόσο εύκολα γιατί ήταν ηλίθιο να αποφεύγεις τον έρωτα. Έρχεται και σε χτυπάει ανάμεσα στα μάτια, σε κρατάει όμηρο παρά τη θέλησή σου και σου ρουφάει όση ψυχή έχεις να δώσεις πριν σε ρίξει σαν σκουπίδι στο χώμα. Όσοι βρίσκονταν εκεί μέσα απόψε κοιτούσαν ψηλά ή χαμηλά στις παρέες και στους παρτενέρ τους αφήνοντας τη κάθε μορφή έρωτα να τους σκοτώσει αργά και βασανιστικά. Στα πρόσωπά τους έβλεπε το πρόσωπο της Μάγια και του κυνηγημένου όπως τον έλεγε, αναρωτώμενη εκείνη γιατί το είχε χάσει. Ήθελε κάποιος να έρθει να της ρουφήξει την ψυχή, το όπλο στον κρόταφο και την αγκαλιά στο απέραντο σκοτάδι. Θάνατος λοιπόν, γιατί δεν θα τον είχε πραγματικά ποτέ όπως τον ήθελε.
«Λυπάμαι που δεν ήρθε.» της είπε ο Ρόμπερτ.
Η Σοφία σταμάτησε να παίζει λυπημένη με το άδειο μπουκάλι. «Δεν θα ερχόταν ποτέ και δεν θα έρθει ποτέ. Δεν πειράζει.»
«Το ραντεβού που περιμένεις ή κάτι άλλο;» τη ρώτησε σαν να καταλαβαίνει.
Η Σοφία γέλασε σιγανά μελαγχολικά. «Το κάτι άλλο.»
Πάνω από το άδειο σκαμπό ανάμεσά τους τσούγκρισαν το άδειο ποτήρι του και το άδειο μπουκάλι της. Ο Ρόμπερτ άλλαξε θέση και η Σοφία ζήτησε άλλες δύο μπύρες, καλύτερης ποιότητας αυτή τη φορά. Τον μύησε στη σωστή μπύρα, έπρεπε αν αυτό ήταν το τέλος τους. Της είπε για το Μάντσεστερ που μεγάλωσε. Του είπε για το δάσος και όλες τις τρομακτικές ιστορίες που είχε φτιάξει στο μυαλό της για να φοβερίσει την αδελφή της. Για λίγο, δεν ένιωσε μόνη μέσα στον κόσμο.
Νόμιζε πως είχε αργήσει. Αλλά ήταν στην ώρα της. Όπως και ο Ρόμπερτ. Ήταν για πρώτη φορά στην ώρα της και ο χρόνος τότε σταμάτησε να γυρνάει για εκείνη.
Αυτή ήταν η τελευταία ανάμνηση που μπορούσε να φέρει η Σοφία στο μυαλό της. Τα πάντα κατέληγαν σε αυτή.
Κάτι τόσο αβάσταχτα ευχάριστο. Με πιάνεις τώρα;
«Μου αρέσει το όνομα Θάνατος.» της είχε πει εκείνο το βράδυ. «Νομίζω θα ήθελα μια γάτα.»
«Τι;» τον ρώτησε. «Κάσπαρ, τι λες;»
«Α, το άκουσες.» έκανε κοιτώντας τα κομμένα νύχια του στη γωνιά του στην πολυθρόνα. «Είπα ότι θέλω μια γάτα. Τι έχεις να πεις για αυτό;»
Η Αυγή δεν είχε χρόνο για αυτά. «Λέω ότι έχω δουλειά. Και μου αποσπάς την προσοχή. Εσύ και οι άλλοι.»
«Οι άλλοι δεν είναι καν εδώ.» της είπε.
Η κοπέλα έσμιξε τα φρύδια της και τον κοίταξε μέσα από τα γυαλιά της. «Ορίστε;»
Ο Κάσπαρ έπλεξε τα δάχτυλά του και γέλασε με την αθλιότητά της. Έτσι ένιωθε και εκείνη. Άθλια. «Έχουν φύγει εδώ και κανένα μισάωρο. Η Μάγια μαθαίνει έναν ρομαντικό χορό και το ζευγάρι που ατύχησε ήταν ο Σεραφείμ και ο Έμμετ. Οπότε οι υπόλοιποι πήγαν να δουν την κρυφή ερωτική εξομολόγηση. Εσύ τι κάνεις Αυγή, πώς είσαι; Έχω καιρό να σε δω.»
«Δεν είσαι αστείος Κάσπαρ.» μουρμούρισε η Αυγή και κοίταξε πάλι την οθόνη της. Τα μέιλ απαντήθηκαν αλλά πάντα κάτι ξεχνούσε. Έπρεπε να κάνει το πρόγραμμα της επόμενης εβδομάδας. Πού θα ήταν την επόμενη εβδομάδα; Θα ήταν ακόμα στην Εσθονία ή θα είχαν φύγει για το Βέλγιο; Έτρεξε να δει τα εισιτήρια που είχαν κλείσει με το αεροπλάνο.
«Δεν προσπάθησα.» της είπε, η φωνή του μακρινή. «Αυτή που βλέπω είναι μια Αυγή που νόμιζα πως άφησα στην Γαλλία, πάνω από έναν μήνα πριν.»
«Συνήθισέ την λοιπόν.» του είπε εμφανώς νευριασμένη. Τελευταία ήταν μονίμως στα όρια να πετάξει μια καρέκλα προς κάθε θόρυβο που δεν αφορούσε τη δουλειά. «Έτσι είμαι και αν σ'αρέσει.»
Ο Κάσπαρ άλλαξε τη στάση του. Ο τόνος του έγινε πιο χαμηλός, ανήσυχος. «Πώς είναι η μητέρα σου;»
«Δουλειά σου.»
Στην ερώτηση η Αυγή άρχισε να πληκτρολογεί γρήγορα. Πώς είναι η μητέρα σου; Καλά, έτσι της έλεγε ο μπαμπάς της στα μέιλ που έστελνε για αυτόν η Έρη αλλά δεν πίστευε κανέναν. Χθες ο τραπεζικός της λογαριασμός έδειξε τα χρήματα της πληρωμής της από τη δουλειά. Αμέσως τα πέρασε στον λογαριασμό του μπαμπά της, όπως έκαναν όταν η μαμά είχε για δεύτερη φορά καρκίνο αλλά σήμερα το πρωί της επιστράφηκαν με αιτιολογία «Ξόδεψέ τα εκεί που αξίζει». Χωρίς τηλεφώνημα, χωρίς μέιλ, χωρίς ενημέρωση.
Η σκέψη της πέρασε από το μυαλό. Η μαμά πέθανε και δεν θα το μάθαινε ποτέ. Αλλά δεν νομίζει πως είναι τόσο σκληροί όλοι τους. Η Αυγή ήθελε αυτό το ταξίδι να τελειώσει αμέσως και η μόνη αιτία που δεν φεύγει είναι ότι δεν βρίσκει ποτέ κάποια πτήση που να τη βολεύει. Τις ψάχνει, κρυφά τα βράδια. Κάποιες φτάνει κοντά στο να τις κλείσει. Δεν το κάνει όμως. Κάτι τη σταματάει. Πες το αμφιβολία για τις κινήσεις της, ονόμασέ το δειλία γιατί θέλει να μείνει όσο πιο μακριά μπορεί από μια σχεδόν νεκρή για τρίτη φορά μάνα, πες το ό,τι θες. Η Αυγή θρήνησε ήδη δυο φορές. Η μαμά της ήταν στο νοσοκομείο με κάτι τόσο επιθετικό που της έτρωγε χρόνο. Η Αυγή δεν θα θρηνούσε για τρίτη φορά δίπλα της. Φτάνει.
Έχει δει την αναπνοή της να κόβεται και να μην επανέρχεται. Να προσπαθεί να πάρει ανάσα με ένα αόρατο σχοινί γύρω από τον λαιμό της. Έχει δει τη μητέρα της στο πάτωμα, μελανιασμένο το πρόσωπό της από την ασφυξία από τον κλειστό λαιμό της. Ήταν μικρή τότε, ένα παιδί που μεγάλωσε νωρίς. Δεν μπορούσε να το ξαναδεί αυτό.
Το λάπτοπ της έκλεισε απότομα και δύο γερά χέρια την τράβηξαν από τον καναπέ που καθόταν. Η Αυγή παραπονέθηκε στο ελάχιστο, αυτή ήταν άλλη μία από τις προσπάθειες του Κάσπαρ να της τραβήξει την προσοχή, νιώθοντας όλος ο κόσμος να είναι γύρω του. Ήξερε πως θα τελείωνε σύντομα, θα βαριόταν και θα την άφηνε. Έτσι δεν έκαναν όλοι; Άντε, αργούσε.
Κοιτούσε το λάπτοπ της όσο την έσερνε από τους ώμους στο παράθυρο. Ο Κάσπαρ τράβηξε τις κουρτίνες και είδε την μικρή αυλή της πολυκατοικίας στην οποία έμενε η Μάγια. Ο Σεραφείμ και ο Έμμετ κοιτούσαν ο ένας τον άλλον χωρίς να πιάνουν χέρια και η Αλίσσα τους τραβούσε βίντεο-
«Εδώ.» είπε σκληρά ο Κάσπαρ γυρνώντας με δύναμη το πιγούνι της από το πεταμένο λάπτοπ στον καναπέ πίσω στην αυλή. «Κοίτα κάτω. Τέρμα η οθόνη.»
Η Αυγή υπάκουσε χωρίς να φωνάξει όπως ήθελε. Η Αλίσσα λοιπόν τους τραβούσε βίντεο όσο τους φώναζε η Μάγια για να συνεργαστούν. Η Λουΐζα και ο Ντάνιελ μιλούσαν σε μια γωνιά και μετά από μέρες η Λουΐζα χαμογελούσε από άκρη σε άκρη ξανά. Δύο εβδομάδες έμειναν, θα τελείωνε το βάσανο.
«Χορεύουν. Να γυρίσω πίσω στη δουλειά μου τώρα;» ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο Κάσπαρ στεκόταν από πίσω της και με τα χέρια του δεν την άφηνε να φύγει. «Είσαι πολύ ενοχλητικός όταν θες.»
«Το ξέρω. Για σένα τελευταία είμαι πάντα ενοχλητικός. Ειδικά όταν προσπαθώ να σου μιλήσω.» της είπε κρατώντας τη στην αγκαλιά του. Το άρωμά του μέχρι και αυτό ήταν επιθετικό. «Στους εθισμένους λένε δύσκολα αλλάζεις το μυαλό.»
«Στον δικό σου εθισμό ποιος σου άλλαξε μυαλό και τον παράτησες; Κανείς, σωστά.» του είπε. «Οπότε όταν το κάνεις, έλα βρες με ξανά. Μέχρι τότε, άσε με στον εθισμό μου Κάσπαρ.»
«Δεν θα σε σώσει.» της είπε. Με το δάχτυλό του έδειξε τα παιδιά κάτω. «Εκείνοι είναι ακόμα ζωντανοί. Ο μπαμπάς σου είναι ακόμα ζωντανός. Η μαμά σου είναι ακόμα ζωντανή. Εσύ γιατί πεθαίνεις;»
Η Αυγή δάγκωσε τη γλώσσα της για να μην κλάψει. «Πόσο με ξέρεις.»
«Τώρα θα πετάξεις την μαλακία με το ότι δεν σε καταλαβαίνω, ε;»
Πόσο καλά την ήξερε, όντως. «Δεν ξέρεις πώς είναι. Οπότε φτάνει με τα ηρωικά και άσε με στην ησυχία μου επιτέλους.»
«Ξέρω πώς είναι. Εσύ είσαι αυτή που δεν καταλαβαίνει, αυτή που δεν ακούει.» της είπε και η Αυγή προσπάθησε να ξεφύγει. Ο Κάσπαρ την κράτησε εκεί. «Τώρα πονάει, αλλά έτσι πρέπει. Μετά θα φύγει η πίκρα. Μην κάνεις σαν να πέθανε Αυγή.»
«Σταμάτα!» του φώναξε. «Θα πεθάνει, ας πεθάνει, να τελειώνουμε! Δεν ξέρεις τι μου συμβαίνει, σταμάτα να κάνεις πως τα ξέρεις όλα! Πέθανε μόνο μια γάτα σου λες, ένα λιοντάρι που δεν έχεις δει καν ποτέ από κοντά! Είσαι-φύγε!»
Ο Κάσπαρ την άφησε επιτέλους. Η Αυγή χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα από τα νεύρα και το στήθος της ανεβοκατέβαινε από τις γρήγορες ανάσες που κούραζαν το σώμα της. Την έφτασε στα όριά του και μετά θα το μετάνιωνε και αυτός και εκείνη. Έτσι ήθελε να πιστεύει, πως ήταν ένα λάθος δικό του, εκείνη είχε δίκιο, είχε πάντα δίκιο. Μα δεν ήξερε τίποτα για αυτόν, ήξερε μόνο τις ιστορίες που της έλεγε, για ανθρώπους που μπορεί και μπορεί να μην υπάρχουν. Σε όλες αυτές κρύβονταν ο Κάσπαρ της αλλά δεν τον έβλεπε.
«Έτσι ήμουν και εγώ όταν αυτοκτόνησε η μαμά μου.» της είπε λίγα βήματα μακριά της. Η Αυγή με δάκρυα στα μάτια γύρισε να τον κοιτάξει. Μιλούσε με τόση ηρεμία λες και όλη η γη ήταν στην παλάμη του και είχε την υπομονή όλη της ανθρωπότητας. «Εθισμένος σε μια ιδέα. Είναι καλύτερο να το βγάζεις από μέσα σου όσο είναι νωρίς Αυγή, πριν τους χάσεις για πάντα όλους.»
Τον παρακολουθούσε χωρίς να μπορεί να μιλήσει για λόγους άγνωστους για εκείνη. Βούιζαν τα αυτιά της και το μυαλό της ήταν μόνο στα χείλη του, το πόσο άθραυστα φαίνονταν όταν τα δικά της έτρεμαν, το πόσο εντάξει φαινόταν όταν εκείνη λύγιζε. Πώς μπορούσε να στέκεται έτσι μπροστά της, δίχως ίχνος ότι τα έχανε όλα; Πώς το άντεχε; Πώς είχε φτάσει να είναι τόσο αδύναμη τη μια μέρα, σκληρή και χαρούμενη την άλλη;
«Νομίζω πως σ'αγαπώ.» της ψιθύρισε, έτσι από μακριά, κοιτώντας τη στα μάτια. Κανένα από τα γνωστά του χαμόγελα, τον ερωτισμό και τον ρομαντισμό του.
«Τη λέξη αγάπη σαν πολύ εύκολα δεν τη σκορπάς;»
«Έχω μάθει να επιλέγω τους ανθρώπους στους οποίους θα τη δώσω. Ανθρώπους που εκτιμώ και ξέρω που με αξίζουν και τους αξίζω. Μέχρι στιγμής μόνο λάθος φαίνεται να έχω κάνει με εσένα. Και όμως, δεν σταματάω ποτέ.» του φαινόταν περίεργο. «Αναρωτιέμαι γιατί.»
Η Αυγή ήθελε να γελάσει. «Μπόρεσες να αγαπήσεις μια άγνωστη σε ενάμιση μήνα.»
«Απίθανο ε; Στους γονείς μου τους πήρε χρόνια να το παραδεχτούν. Ξέρω φίλους που τους πήρε μήνες. Ιστορίες που μιλάνε μόλις για μερικές εβδομάδες.» της είπε. «Αλλά να' μαστε. Κάτι να σκεφτείς την επόμενη φορά που θα νιώσεις την ανάγκη να κολλήσεις σε κάτι που δεν αγαπάς. Στη μοναξιά, ξεχνάς. Κάποιοι σκορπάμε την αγάπη ελπίζοντας, χωρίς να περιμένουμε κάτι πίσω. Απλώς το άλλο άτομο να είναι καλά. Καληνύχτα Αυγή. Αύριο φεύγουμε για τη χώρα μου. Εκεί κάνει κρύο και δεν ξέρω αν θα αντέξεις.»
Μια γάτα νιαούρισε δυνατά απέξω. Η βροχή ξεκίνησε και τα παιδιά μπήκαν μέσα με την Αλίσσα να παραπονιέται για τα μαλλιά της πριν τη φιλήσει στο μάγουλο η Λουΐζα για να την πειράξει με τα υγρά που δεν θέλει η κοπέλα. Ο Σεραφείμ έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Έμμετ σαν υπόκλιση. Του έπιασε το χέρι όπως προσπαθούσε τόση ώρα η Μάγια να τους δείξει και τον οδήγησε στον χορό. Η Αυγή του κοιτούσε για ώρες από το παράθυρο. Ένιωθε μόνη.
Ξέρεις πόσο ρευστό είναι το μυαλό σου; Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Πολύ. Το μυαλό της Σοφίας από μια ηλικία και μετά ήταν ακόμα περισσότερο. Η πληροφορία έμπαινε και ένας άνεμος την έκανε ρέμα και έρρεε μακριά πριν γίνει ανάμνηση. Δεν με πιστεύεις; Δεν πειράζει, ούτε εγώ θα το πίστευα, αλλά έτσι όπως μου τα είπαν στα γράφω και εγώ. Κατά μία έννοια όμως, δεν νομίζεις πως βγάζει νόημα;
Ο Ρόμπερτ πού και πού ήταν αυτό το νεράκι που έτρεχε γοργά όπως το ποτάμι στο δάσος για τη Σοφία. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ, τουλάχιστον όχι με την παραδοσιακή έννοια. Έγιναν εραστές, φιλικοί της καρδιάς, από αυτούς που ενώνονται στη ψυχή χάνονται και πάντα ξαναβρίσκονται. Η Σοφία δεν πήρε ποτέ γάτα και ο Ρόμπερτ ήταν εκεί να τη συνοδέψει στον γάμο της αδελφής της με τον κυνηγημένο φοιτητή, Νίκολαζ, τον συνήθισε με το όνομά του για χάρη του Ρόμπερτ. Ο Ρόμπερτ της κρατούσε το χέρι όταν ο Νίκολαζ πέθανε ξαφνικά ένα βράδυ και η Μάγια έκλαιγε στην κηδεία του. Ήταν εκεί να βοηθήσει εκείνη και την αδελφή της σε αυτόν τον χαμό. Η Σοφία ταξίδεψε μέχρι την Αγγλία για χάρη του, ένα βράδυ πάθους μετά από μήνες τηλεφωνημάτων, το έκανε επιτέλους και μετά γύρισε πίσω, σε αυτόν που όντως παντρεύτηκε πριν τον χωρίσει.
Ήταν αυτός που θυμόταν. Όταν η Σοφία άρχισε να ξεχνάει τα κλειδιά, τη λίστα του σούπερ μάρκετ, το ίδιο το σούπερ μάρκετ, ο Ρόμπερτ ήταν που είπε στη Μάγια ότι κάτι πάει λάθος. Όταν η Σοφία άρχισε να φεύγει από το σπίτι κατουρημένη στις πιτζάμες της η Μάγια καλούσε τον Ρόμπερτ να τη βρουν να κλαίει σαν μωρό σε ένα πάρκο.
«Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει.» έκλαιγε στην αγκαλιά του.
Η Μάγια τους έβλεπε από μακριά. Όταν ο Ρόμπερτ έπρεπε να επιστρέψει στην Αγγλία, η Μάγια έβγαζε γράμματα και φωτογραφίες τους και τις έδειχνε στη Σοφία να θυμηθεί μια ζωή που άρχισε να ξεχνάει. Της έβγαζε το βιβλίο με τις συνταγές που έγραφαν και έβλεπαν μαζί τα όνειρά τους. Η Σοφία γελούσε μόλις έβλεπε τόσα πολλά τσεκ δίπλα από τους αριθμούς και στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να κάνει τα υπόλοιπα πραγματικότητα. Ταξίδι στο Παρίσι. Παρέα με αγνώστους χωρίς λόγο. Τόσα και άλλα πολλά, σκέψεις ξέχωρες χωρίς λογική. Η Σοφία τη ρωτούσε συχνά τι έγινε με τον ερωτιάρη της. Η Μάγια της έλεγε πως ήταν στο πανεπιστήμιο και θα ερχόταν μετά για φαγητό. Η Σοφία χαμογελούσε και πέθανε πιστεύοντας πως η αδελφή της ήταν χαρούμενη στον έρωτά της. Η τελευταία της ανάμνηση ήταν η πρώτη της συνάντηση με τον μοναδικό άνδρα που αγάπησε ποτέ. Αυτόν που αναζητούσε για χρόνια, αυτόν που ξεχνούσε.
Ο Ρόμπερτ πέθανε λίγο αργότερα. Η Μάγια αποφάσισε να πραγματοποιήσει τα υπόλοιπα όνειρα της Σοφίας από το βιβλίο. Και φτάνουμε στο σήμερα.
Τι σε χωρίζει από το να είσαι χαμένη να γίνεις ξεχασμένη. Ένα ποταμάκι. Αν το περάσεις τελείωσε. Μα το ποτάμι προχωράει και τρέχει και εκεί που θα φτάσεις στο τέλος μια μέρα θα γυρίσεις πίσω.
Όταν αρχίσω να ξεχνάω, δεν ξέρω αν θα είσαι εκεί να με θυμάσαι. Σε θέλω κοντά μου, αδελφούλα. Ίσως είναι νωρίς για τέτοιες κουβέντες, αλλά ξέρεις τι; Θέλω να είναι και ο Κάσπαρ εκεί. Μπορεί να μην γίνει ο άνδρας που θα αγαπώ μια ζωή. Μπορεί αύριο μεθαύριο να σταματήσω να τον σκέφτομαι.
Αλλά όταν τον κοιτάω, χαμένη, βρίσκω τον εαυτό μου στα γαλανά του μάτια.
Πάρε το αυτό σαν ερωτική εξομολόγηση. Σκούπισε τα σάλια σου, στάζεις στο πάτωμα. Τι θα πει ο σύζυγος;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top