12. Το δάσος της επιστροφής.
12. Το δάσος της επιστροφής.
Ήθελες να δεις τη μαγεία της Ουγγαρίας. Μωρέ πριτς, κάτσε να τη διαβάσεις.
Αυτή τη φορά η ιστορία μας ξεκινάει στο Gyöngyös, μια πόλη περίπου ογδόντα χιλιόμετρα από την Βουδαπέστη. Έχει γίνει μέρος αγαπημένο, λόγω της μεγάλης παραγωγής κρασιού, με στρέμματα οινοποιείων να απλώνονται σαν καλοκαιρινά σεντόνια στην περιοχή. Φυσικά, αν με ρωτάς, επίσης είναι ο απόλυτος προορισμός αν θες να γευτείς καθαρά τοπικά προϊόντα, σαν το γλυκό γάλα που πίναμε τα πρωινά μας εκεί ή τα παραδοσιακά λουκάνικα που μάθαμε να φτιάχνουμε από την αρχή με τα άθλια χεράκια μας.
Φυσικά, κάθε παράδεισος έχει και μια κόλαση.
Η πόλη ήταν γεμάτη Εβραίους από τότε που μπορούσε να θυμηθεί η Μάγια. Η μαμά της ήταν από εκεί και στις ιστορίες που της έλεγε και εκείνη μας τις πέρασε, παρουσιαζόταν η πόλη ως μια μικρή οικογένεια με υπέρμετρο πολιτισμικό πλούτο. Τη δέκατη Πέμπτη μέρα του Εβραϊκού μήνα Nisan, ο πρώτος μήνας της άνοιξης, ξεκινάει το Εβραϊκό Πάσχα. Γιορτάζει την απελευθέρωση των Εβραίων από τον Αιγυπτιακό ζυγό τόσους αιώνες πριν και διαρκεί για μία εβδομάδα, μέχρι ο νυχτερινός ουρανός να φωτιστεί με τρία λαμπερά αστέρια. Στην ίδια περίοδο, οι Καθολικοί Χριστιανοί υπολόγισαν την έναρξη του δικού τους Πάσχα στην πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία (ναι, ήθελαν ίδιες μέρες με το Εβραϊκό Πάσχα αλλά διαφορετική δικαιολογία, θα σου κάνω ανάλυση από κοντά) με τις προσευχές να ακολουθούν των ρυθμό της καμπάνας σε μια απόκοσμη γιορτή.
Έστηναν τα τραπέζια τους αντικριστά στις αυλές και γέμιζαν πιατέλες και μπωλ με τα ομορφότερα και γευστικότερα πράγματα που θα μπορούσες να φανταστείς μετά από την πολυήμερη νηστεία. Η μητέρα της Μάγια μαγείρευε πάντα με ανοιχτό το παράθυρο ανταλλάζοντας τα κουτσομπολιά της ημέρας με τη γειτόνισσά της, την Καθολική οικογένεια την οποία ένιωθε σαν συγγενείς περισσότερο από τους θείους στο Ισραήλ. Η Μάγια έκοβε δενδρολίβανο από τον κήπο της κυρίας Άνια για να πάει στη μαμά της και η Νάντια, η καλύτερή της φίλη από απέναντι έκλεβε κλαριά από λεμονοθίμαρο από την δική τους αυλή.
Ή τουλάχιστον αυτό θα μπορούσε να κάνει, αν συνέχισαν να μένουν εκεί για τις δεκαετίες που ήρθαν, αλλά δεν έγινε έτσι. Η Μάγια ήταν από τους τυχερούς που δεν είχε ζήσει την επιθετική απειλή του κράτους προς τους Εβραίους χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από νόμους λίγο πριν την έκρηξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η μητέρα της και ο πατέρας της σε μία νύχτα δίχως φως, σε ένα Πάσχα δίχως φωνή, αποχαιρέτησαν αυτούς με τους οποίους μεγάλωσαν πριν προλάβουν να γίνουν εχθροί και μαζί με άλλους Εβραίους, απομακρύνθηκαν προς άλλα μέρη, με ίσως κάποια μικρή φλόγα ελπίδας.
Στην άκρη του Gyöngyös, πριν μπεις στο δάσος ékes, η Μάγια γεννήθηκε δίχως κλάμα υπό την πίεση των βομβαρδισμών του πολέμου. Η μητέρα της, κρυμμένη σε ένα υπόγειο με την Σοφία, την μεγαλύτερη κατά τέσσερα χρόνια αδελφή της, γέννησε το κοριτσάκι σε μια πισίνα αίματος και πόνου. Μέχρι τότε ο πατέρας της είχε πεθάνει. Τον είχαν βρει οι Γερμανοί στην προσπάθειά του να περάσει τα σύνορα της χώρας ψάχνοντας νέα κρυψώνα και τον έστειλαν να καεί με τον γιο του στο Άουσβιτς. Ήταν καλοκαίρι, κάποιο σάπιο καλοκαίρι.
Η αδελφή της τη μεγάλωσε μέσα στις μικρές τους περιπέτειες. Η Μάγια δεν γνώρισε ποτέ τον πόλεμο όπως τον ήξερε η αδελφή της και ζούσε σε έναν κόσμο γεμάτο παιδικό κυνήγι και τη βασίλισσα της σιωπής όταν άκουγαν μακρινό θόρυβο. Το σπίτι τους βρίσκονταν μέσα στην οροσειρά Mátra, στα σύνορα των Gyöngyös και Pétervására. Ήταν κάτι μικρό που με τα χρόνια και τη βοήθεια άλλων Εβραίων που έψαξαν καταφύγιο στην περιοχή, δημιούργησαν έναν μικρό παράδεισο. Τα κεριά εξέπεμπαν μαγεία που η Μάγια έμαθε να διαχειρίζεται με δύο κομμάτια ξύλου, στα μάτια της και από τις ιστορίες της αδελφής της η μαγεία αυτή μπορούσε να κάνει το κρύο να τρέξει μακριά φοβισμένο, τη ζέστη να κουκουλώσει το φαγητό και να το κάνει γευστικό και το φως του να φέρει στη ζωή τα παραμύθια που της έλεγε μια γλυκιά γυναικεία φωνή τα βράδια.
Η Μάγια από νωρίς κατάλαβε πως δεν ήταν άνθρωπος της περιπέτειας. Είχε αλλεργία στον ήλιο, όχι πραγματική, αλλά μόλις έβγαινε από το σπίτι φτερνίζονταν σαν να τη γαργαλούσε στη μύτη. Εντάξει, στην αρχή ήταν ωραίο, αλλά μετά, μέσα στο δάσος με τη γύρη να πετάει από το κεφάλι της αδελφής της στο δικό της, τα πράγματα έγιναν ενοχλητικά. Η μητέρα της την έβαζε να τρίβει στα χέρια της φύλλα από ευκάλυπτο και μετά να σκύβει το πρόσωπό της στις μικρές της χούφτες γιατί και καλά αυτό θα την βοηθούσε να ξεπεράσει το φτέρνισμα και να το συνηθίσει. Για τη Μάγια, απλώς συνήθιζε το βασανιστήριο. Για την Σοφία, ήταν το επόμενο ξεκαρδιστικό σόου που θα έβλεπε ζωντανά όταν μερικά εκατοντάδες μέτρα μακριά κάποιος θα γελούσε με ψεύτικες εικόνες από τη τηλεόραση.
Ήταν δέκα χρονών και άλλη μια συνηθισμένη μέρα για τη Μάγια. Η Σοφία μόλις είχε γίνει περδίκι από ένα τρομερό κρύωμα που την ταλαιπωρούσε από την αρχή του μήνα. Ο πυρετός της έγινε η μαγική δύναμη της ζέστης που βοηθούσε τη Μάγια να κοιμηθεί τα βράδια όσο η μητέρα τους έψαχνε λύσεις για το πώς θα τα έβγαζαν άκρη με άλλον έναν παγωμένο χειμώνα. Η Μάγια παρακολουθούσε τις συζητήσεις της μαμάς και της Σοφίας και ζούσε από εκεί τις περιπέτειες που δεν μπορούσε να ζήσει έξω με την αδελφή της. Σοσιαλισμός, κουμμουνισμός, δημοκρατία και άλλες μεγάλες λέξεις βαμμένες κόκκινες και μπλε σαν αντικρουόμενες δυνάμεις προκαλούσαν πονοκέφαλο στη Μάγια. Η Σοφία προσπαθούσε να της εξηγήσει για αυτά τα τερατάκια που απειλούσαν τον τρόπο ζωής τους, το ένα καταστρέφοντας το άλλο για αιτίες ανύπαρκτες, αλλά η Μάγια ήξερε: πλέον ήταν όλα αληθινά και όχι κάποιο παραμύθι.
Η Σοφία την πήρε από το χέρι με το μικρό τους σακίδιο εκείνη τη μέρα. Η Μάγια κρατούσε τη μύτη της και ένιωθε περήφανη όταν περνούσε πάνω από βράχος ντυμένους με πράσινη βρύα και λευκά χνούδια από νεκρά λουλούδια και δεν φτερνιζόταν. Ακολούθησαν την οροσειρά μέσα από το δάσος Kékes, προσεκτικά περπατώντας πάνω από τις γλιστερές πέτρες δίπλα από τον ποταμό Vár-patak. Είχαν περάσει για τα καλά τα σύνορα στην περιοχή Pétervására, μάλιστα κατά πολύ, όταν η Μάγια είδε τη κλίση του ποταμού προς τα κάτω. Είχε θέα το απέραντο πορτοκαλί κάτω από γκρίζα σύννεφα που προμήνυαν μια μέρα ίσως θανατηφόρα. Έβλεπε κάτω και φανταζόταν τα πόδια της να υποκύπτουν και το βάρος της να τη ρίχνει στον γκρεμό, μέσα από τα ισχυρά νερά και έξω από κάθε ελπίδα σωτηρίας.
«Η μαμά είπε να μην φεύγουμε τόσο μακριά.» υπενθύμισε με σιγανή φωνή στην αδελφή της.
Η Σοφία είχε σκύψει στο ποτάμι με ιδιαίτερη προσοχή για να γεμίσει με νερό το κεραμικό δοχείο που είχαν για να πίνουν σε αυτές τις περιπέτειες. Τα καφέ μάτια καθρέφτιζαν το άτακτο μυαλό που πατούσε γερά τα όρια παίρνοντας το ρίσκο. «Λίγο ακόμα, δεν έχουμε φτάσει ακόμα στο σημείο που πάμε συνήθως. Είχες συμφωνήσει να προχωρήσουμε παρακάτω.»
«Θα βρέξει.» παραπονέθηκε. Ο κρύος ιδρώτας γαργαλούσε το φρύδι της με ανησυχία και προσπάθησε να μη το δείξει.
«Φοβάσαι;» τη ρώτησε σχεδόν χαμογελώντας. «Νόμιζα είχες μεγαλώσει για τέτοιες παιδικότητες.»
Η Μάγια κοίταξε πάλι κάτω. Είδε τον εαυτό της να πέφτει στον γκρεμό και ο φόβος έγινε αληθινός. Πάτησε προς τα πίσω και κρατήθηκε να μη φτερνιστεί όταν τη βρήκε η μοναδική αχτίδα του ήλιου. «Λίγο ακόμα.»
Το λίγο ακόμα πήγαινε χέρι-χέρι με το γέλιο της Σοφίας όταν έβλεπε το πρόσωπο της δεκάχρονης αδελφής της να χάνει το χρώμα του από τον τρόμο. Της έδειχνε τον κόκκινο βράχο που ένας Γερμανός στρατιώτης έχασε το κεφάλι του με το τέλος αυτού που η Μάγια γνώριζε ως τη γέννα της, μιας και τη χρονιά που γεννήθηκε ήταν και η χρονιά που οι Κόκκινοι μπήκαν στη χώρα και τους έσωσαν. Λίγο πιο πέρα, υπήρχε ένα δέντρο που οι ρίζες του αγκάλιαζαν δύο βράχους δεξιά και αριστερά. Τα κλαδιά του υψώνονταν μέχρι εκεί που η μικρή Μάγια δεν έβλεπε, αλλά μπορεί να εντοπίσει με ευκολία το κομμένο σχοινί, βρεγμένο από το κεφάλι του τρελού που αυτοκτόνησε μετά από τον θάνατο της γυναίκας του. Ήταν αυτές οι μικρές ιστορίες που την έκαναν περισσότερο να φτερνίζεται.
Σαν να ήταν αλλεργική στον θάνατο.
Που κατά έναν τρόπο, ήταν. Η Σοφία ήταν άνθρωπος της παρατήρησης και της πράξης και συχνά καθόταν κάτω στο χώμα φτιάχνοντας έναν μικρό τάφο για τα νεκρά πουλιά που έβρισκαν στο δάσος. Ήταν ένας τρόπος να τα τιμάς, τη ζωή τους και όλα όσα σου έδωσαν, κάτι περί τροφικής αλυσίδας. «Όλα είναι κύκλος, Μάγια. Αύριο η μαμά θα μας το κάνει για να επιβιώσουμε και μεθαύριο κάποιος θα μας ανοίξει στη μέση για να επιβιώσει». Μετά από κάτι τέτοιες προτάσεις, η Μάγια έβλεπε την αδελφή της να σπάσει με μαγική τέχνη τα πόδια και τα φτερά του πουλιού ώστε να είναι μετά πιο εύκολο για τη μαμά να το καθαρίσει και να το μαγειρέψει. Της έλεγαν πως ήταν δύσκολη η ζωή σε ένα δάσος με τρεις γυναίκες, μα η Μάγια έβλεπε μία, τη μητέρα της, μία κυνηγό καλύτερη από τα άλλα αγόρια που είχε γνωρίσει κατά καιρούς, την αδελφή της, και ένα μωρό που δεν μπορούσε να καταλάβει πως η φωτιά δεν ήταν δώρο θεών αλλά το σκοτάδι που τρέφει τον άνθρωπο.
Η σκιές των δέντρων σκέπασαν το ιδρωμένο πρόσωπο της Μάγια όσο ακολουθούσε με κάποια δυσκολία τη Σοφία ανάμεσα στις σπασμένες πέτρες και στο ανώμαλο ύψωμα του δάσους. Τα βουνά Mátra αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο το μέρος που η Σοφία έμενε ασφαλής και η Μάγια είχε πάντα περιέργεια να μάθει το γιατί. Αναρωτιόταν, μικρή ως ήταν, αν σε αυτό το μέρος έβρισκε τον πραγματικό της εαυτό, απομονωμένο από την γκρίνια της Μάγιας και τις πιέσεις της μητέρας της για γάμο με τον γιο του κυρίου που έμενε στην άλλη πλευρά του δάσους και δεν ήξερε πως ήταν Εβραίοι. Η Σοφία έτρεχε συνέχεια μακριά και αν μπορούσε να εξαφανιστεί θα το έκανε, όλα υπό την ονομασία της περιπέτειας. Η Μάγια ήξερε πως μια μέρα θα έχανε την αδελφή της. Το άτομο που ουσιαστικά τη μεγάλωσε και ας ήταν με αδέξιο και καθόλου μητρικό τρόπο όπως το χρειαζόταν. Όταν θα την έχανε όμως, ο πόνος θα ήταν τόσο δυνατός γιατί δεν έχανε μόνο μια αδελφή, αλλά και μια μάνα.
Μάλλον για αυτό φοβόταν τα δάση. Τα ύψη. Το φως. Τις απότομες στροφές του ποταμιού. Τις πεζοπορίες σε διαδρομές χωρίς καθαρό δρομάκι να δείχνει το τέλος. Τις γλιστερές πέτρες πάνω στο ανώμαλο χώμα μετά τη βροχή. Το κρύο κάτω από τον φθινοπωρινό ήλιο πριν έρθει η καταιγίδα και το πρώτο χιονόνερο. Όλα αυτά που μπορούσαν να προκαλέσουν την αλλεργία της, τον θάνατο.
Ανέβαιναν ένα γνώριμο ύψωμα όταν η Μάγια ένιωσε τη κοιλιά της να γουργουρίζει. Περπατούσαν ήδη μία ώρα με ταχύ βήμα πάνω στις παλιές φωλιές των ζώων που έτρεξαν να βρουν ένα πιο σταθερό καταφύγιο. Η Μάγια κοιτούσε μόνο κάτω, εκεί που πατούσε, δίνοντας βάρος στο πέλμα της όπως της έμαθε η Σοφία και ήξερε πως αν έστρεφε το βλέμμα της στα δεξιά θα έβλεπε πάλι έναν από τους φόβους της. Το ποτάμι Ilona έρρεε με τέτοια δύναμη που έσπασε την ερασιτεχνική ξύλινη γέφυρα που είχαν φτιάξει κρυφά επαναστάτες κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα, τα ξύλα που τους είχαν μεταφέρει από τη βόρεια Ουγγαρία στα νότια είχαν γίνει τίποτε άλλο παρά μόνο τρίμματα τα οποία μάζευαν η Σοφία και η Μάγια για να ανάψουν φωτιά στο σπίτι να κάψουν το κρύο από τους τοίχους.
Ήταν φορές που νόμιζε πως τους άκουγε. Όσους έπεφταν καταλάθος στο ποτάμι σε μια προσπάθεια να βρουν την αιώνια σωτηρία τους. Οι αδελφές δεν προχωρούσαν συνήθως περισσότερο από αυτό το σημείο εξαιτίας των φαντασμάτων. Η Μάγια τους έβλεπε να τρέχουν μέσα στα χώματα και στις λευκές πεταλούδες γεμίζοντάς τες με αίμα όταν η μυστική αστυνομία τους έβρισκε σχεδόν στον αέρα. Η μικρή δεν ήξερε πολλά για το τι συνέβαινε. Η Σοφία της έλεγε πως το μικρό τερατάκι, ο Κόκκινος, αυτός που τους έσωσε, δεν ήταν και τόσο ο σωτήρας που περίμεναν. Η Μάγια ακολουθούσε τα βήματα της αδελφής της, παρά τις προσπάθειες της μάνας τους να μείνει στην παράδοση, έκρυβε το αστέρι του Δαυίδ κάτω από το μαξιλάρι της και δεν το έπαιρνε ποτέ έξω από το σπίτι. Το δάσος ήταν ένα σκοτεινό μέρος καθόσουν να το ακούσεις.
Αν και δεν θα έφταναν για κανένα μισάωρο ακόμα, μπορούσε να το ακούσει. Ήταν βαρύ, όπως φανταζόταν να ακούγεται κάποιο πυροβολικό του στρατού. Η Σοφία σταμάτησε μαζί της και οι αδελφές στάθηκαν ακίνητες με το ποτάμι να τους προσκαλεί σε μια πονηρή γιορτή γεμάτη αίμα. Η Μάγια ήξερε πως αυτό που ακουγόταν ήταν απλώς ο καταρράκτης του Ilona λίγο πιο ψηλά από εκεί που βρίσκονταν. Ένιωθε να μυρίζει τα λουλούδια που είχαν αρχίσει να μαδούν και η μύτη της χόρευε σε επικίνδυνους ρυθμούς. Δεν θα φτερνιζόταν, ακόμα και αν ο ήλιος την χτυπούσε κατακέφαλα πριν το αεράκι τον κρύψει με ένα άσχημο σύννεφο. Το χαστούκι του κρύου θα την βοηθούσε σύντομα, στην προσπάθεια της επιστροφής. Ονειρευόταν από τώρα την ηρεμία του κρεβατιού της, την ησυχία που θα είχε από τη Σοφία και τη τρέλα της για τις πεζοπορίες, το ζεστό προχθεσινό φαγητό που ήταν μια μπουκιά ξερό ψωμί. Ήταν η ασφάλειά της, το κάτι σίγουρο απέναντι στους ήχους που δεν ήξερε ότι άκουγε στη μέση του βουνού.
Τα βλέμματα των κοριτσιών γύρισαν απότομα στα πάνω. Το ύψωμα γεμάτο νεκρά σαλιγκάρια έκρυβε την πηγή του ήχου αλλά η Μάγια μπορούσε να το ακούσει καθαρά, χωρίς να το πει η Σοφία. Ακούστηκε ξανά, κάτι μεταλλικό να χτυπάει με ένα άλλο και να σπάει. Και μετά ένα σύρσιμο μέσα στα σάπια φύλλα και στο χώμα. Η Σοφία τη τράβηξε πριν προλάβει η Μάγια να σκεφτεί τι μπορεί να ήταν και την σήκωσε με ευκολία πάνω από το πεσμένο δέντρο και πίσω από τον κόκκινο βράχο που είχαν σημειώσει για να ξέρουν πού βρίσκονται. Εκεί στα δεξιά τους υπήρχε ένα άνοιγμα, καλυμμένο με ένα ύφασμα από πεσμένα κλαδιά που τα κορίτσια χρησιμοποιούσαν ως κάλυψη σε περίπτωση βροχής. Η Μάγια έπεσε στο χώμα μόλις ακούστηκε ο τρίτος μεταλλικός ήχος και κράτησε την πνοή της από φόβο.
Τα αυτιά της βούιζαν έντονα και είδε τα πουλιά να πετάνε μακριά από τον πυροβολισμό. Η Σοφία δεν είχε κρυφτεί το ίδιο καλά με εκείνη, πλέον δεν χωρούσε στην κρυψώνα τους αλλά το πράσινο σκουφί που φορούσε κάπως την έκανε λιγότερη εμφανή. Αυτό και η τύχη τους που φρόντισε να έχουν το σκούρο σύννεφο από πάνω τους απλώνοντας ένα μελαγχολικό γκρι στην ατμόσφαιρα. Όλοι οι φόβοι της Μάγια έμοιαζαν να εμφανίζονται ένας ένας με τη ταχύτητα της καρδιάς της, ανησυχούσε μήπως μπορούσε να τους ακούσει και αυτός που καραδοκούσε ή αν όλα ήταν στο μυαλό της.
«Κάνε ήσυχα.» της ψιθύρισε έντονα η Σοφία χωρίς να τη κοιτάει.
Η Μάγια κατάλαβε πως εννοούσε για το στομάχι της. Το δάσος ήταν πιο θορυβώδες στην ησυχία του. Εκεί που νόμιζες πως υπήρχε το απόλυτο κενό ο αέρας θα σου έφερνε τους μακρινούς ήχους κοντά και θα διατάραζε την ηρεμία σου. Το γουργούρισμα της κοιλιάς της καλυπτόταν μόνο από τον βηματισμό γεμάτο υπεροχή του αγνώστου. Η Μάγια δεν το ήξερε, αλλά αυτό το τέρας πλησίαζε περισσότερο τη κρυψώνα τους παρά κάποιο άλλο ανοιχτό μέρος που θα τον οδηγούσε μετά από ώρα στην πόλη. Κρατιόταν από τις αντιδράσεις της αδελφής της, την ήρεμη κατάσταση με την οποία η Σοφία αντιμετώπιζε τα γεγονότα χωρίς να δείχνει τον φόβο της. Η Μάγια δεν ήταν έτσι, όταν φοβόταν έτρεμε και έκλαιγε ή ακόμα χειρότερα, φτερνίζονταν.
Τα βήματα ήρθαν πιο κοντά με ένα απαλό σύρσιμο. Ήταν σαν η μία πλευρά του ανθρώπου να ήταν καλά και η άλλη να κρατιόταν με νύχια και με δόντια στη ζωή. Έκλεισε τα μάτια της και όταν ένιωσε τη μύτη της να κλείνει προσπάθησε να πάρει ήρεμες ανάσες. Ένα φτέρνισμα δυνατό σαν το δικό της ήταν αρκετό για να τις βρουν και μέσα από βομβαρδισμούς, έτσι έλεγε η μάνα της. Αν ηρεμούσε τον εαυτό της από κάθε φόβο ήξερε πως το φτέρνισμα θα έφευγε. Σου είπα, είχε αλλεργία στον θάνατο.
Και ήξερε πως ερχόταν.
Το σύρσιμο και ο βηματισμός σταμάτησε. Η Σοφία κουνούσε τα χείλη της σαν να μετράει κάτι, μπορεί και να μιλούσε σιγανά στον εαυτό της για να καταστρώσει ένα σχέδιο να τις βγάλει από εκεί πριν τις έβρισκε ο άνθρωπος. Ακόμα και τα χείλη της σταμάτησαν όταν ο βηματισμός έπαψε να ακούγεται. Η Σοφία μπορούσε να τον δει και η Μάγια κρατιόταν να μη κάνει θόρυβο. Τα μάτια της αδελφής της έλαμψαν καθαρά σε αυτό που κοιτούσε. Οι χειρότερες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της Μάγια: Τις είχε βρει.
Φτερνίστηκε. Δυνατά.
Η Σοφία στράφηκε απότομα σε εκείνη και έπεσε πάνω της κλείνοντας το στόμα της αδελφής της με το χέρι της. Η Μάγια φτερνίστηκε ξανά μέσα στο χέρι της, λιγότερο δυνατά αυτή τη φορά και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της ακούγοντας το σύρσιμο να ξεκινάει και να ακολουθεί τους δικούς τους προηγούμενους βηματισμούς. «Σκάσε» της έλεγε η Σοφία, «κράτησέ το» και η φωνή της έτρεμε όσο πιο σιγανή μπορούσε δείχνοντας για πρώτη φορά τον φόβο που η Μάγια δεν μπορούσε να εντοπίσει πάνω της. Το στήθος της σφίχτηκε από τα αναφιλητά και το σώμα της υπέκυψε φτερνίζοντας άλλη μια φορά μέσα στο χέρι της Σοφίας. Μια σκιά απλώθηκε από πάνω τους και η Μάγια ήξερε πως δεν ήταν κανένα σύννεφο που θα τους έσωζε στο σκοτάδι. Η σκιά μεγάλωσε και μίκρυνε και έγινε ανθρωπόμορφη πάνω στα ξερά φύλλα μπροστά τους, μέχρι και ο ήλιος τις είχε προδώσει.
Οι αδελφές κοιτούσαν εκείνο το σημείο σαν να περίμεναν κάτι να συμβεί. Η Σοφία είχε ακόμα το χέρι της πάνω στο στόμα της Μάγια κρατώντας όσο μπορούσε τη μύτη κλειστή αλλά το χέρι της δεν είχε τόση δύναμη πλέον, είχε ξεχαστεί. Η Μάγια ανοιγόκλεινε τα μάτια της έντονα σε μια προσπάθεια να σταματήσει τα δάκρυα και να διώξει τη γύρη που είχε συσσωρευτεί όλους τους μήνες του καλοκαιριού στη μικρή κρυψώνα τους. Λένε πως όταν ερχόταν η ώρα σου να πεθάνεις, η ζωή σου περνούσε μπροστά από τα μάτια σου σαν ταινία. Μικρά στιγμιότυπα από τις καλύτερες στιγμές σου για να σε πάνε στον άλλο κόσμιο με ευχαρίστηση. Ένα κάρο μπούρδες.
Η Μάγια σκεφτόταν μόνο το κελάηδισμα των πουλιών όταν ο άνδρας έπεσε μπροστά τους. Ήταν ο πιο απόσκομος ήχος που είχε ακούσει ποτέ. Και ήταν Κόκκινος.
Κόκκινη ήταν και η γλυκιά σούπα που τους ετοίμαζε η Μάγια στην κουζίνα του σπιτιού της στο κέντρο της Βουδαπέστης. Το σπίτι βρίσκονταν σε ένα από τα πέτρινα στενά στην παλιά πόλη της πρωτεύουσας και από το μπαλκόνι μπορούσες να αγγίξεις την γέφυρα της Αυτοκράτειρας Σίσσυ να πλημμυρίζεται από φώτα και αυτοκίνητα. Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά της Αυγής στην Βουδαπέστη, είχε ξαναεπισκεφτεί την πόλη άλλες δύο φορές και μία τρίτη την είχε κάνει να μείνει για δύο ώρες στο αεροδρόμιο ως παράκαμψη για την πτήση της στην Μπρατισλάβα. Θυμόταν που είχε αγοράσει για τη μαμά ένα μαγνητάκι, πολύ πιο ακριβό από όσο άξιζε που έδειχνε σκαλισμένη με πηλό την λευκή γέφυρα της δολοφονημένης Βασίλισσας μέσα στη νύχτα. Έσπασε στο ταξίδι της επιστροφής.
Η Αυγή κοίταξε διακριτικά το κινητό της. Μηδενικές κλήσεις από τη μαμά ή τον μπαμπά. Η Έρη είχε στείλει μόνο ένα μήνυμα να κάτσει στον κώλο της και αν συνέβαινε κάτι θα της το έλεγε αλλά η Αυγή σιγά μη την άκουγε. Είχε αυτή την ανάγκη, να κάνει πράγματα για να ξεχνάει ή να κάνει πιο έντονη την άσχημη πραγματικότητα: ό,τι και να έκανε η μαμά της θα πέθαινε.
Και εκείνη ήταν στην Ουγγαρία βλέποντας μια γιαγιά να φτιάχνει παγωμένη σούπα κεράσι.
«Το μυστικό είναι και ίσως αυτό που κάνουν πολλοί λάθος, πρέπει να χρησιμοποιήσεις ξινά κεράσια. Δεν θες τα γλυκά, αυτά που λιώνουν στο στόμα σαν καραμέλα. Θες αυτά που μισείς.» έλεγε στην Αλίσσα. Η ξανθιά κοπέλα χρησιμοποιούσε ένα πιρούνι για να βγάλει το κουκούτσι από το δέρμα του φρούτου και ίσως, μια δυο φορές, να χτύπησε τον εαυτό της στην προσπάθεια. Η Μάγια την έβλεπε με χέρια σταυρωμένα περιμένοντας τη στιγμή που θα έπρεπε να σώσει τη κατάσταση. «Καλοκαίρι χωρίς ξυνίλα είναι Πάσχα χωρίς αρνί. Δεν πάει.»
Ο Κάσπαρ έσκυψε κοντά της και της ψιθύρισε, «Όλο γλύκα φέρνουν στο πιάτο τα ζευγαράκια.»
Η Αυγή δεν νοιαζόταν τόσο για τους έρωτες του ταξιδιού αλλά όντας κουτσομπόλα, τα μάτια της στράφηκαν αμέσως δίπλα τους, εκεί που ο Έμμετ κρατούσε μια διακριτική απόσταση από τον Σεραφείμ όμως η έντασή τους ήταν φανερή σε όλους στη κουζίνα. Έμοιαζε με κάτι επιθετικό, σαν αυτούς τους έρωτες που φοβάσαι να αγγίξεις και το έβλεπες από τις ματιές που δεν αντάλλαζαν αλλά πού και πού προσπαθούσαν να πιάσουν ο ένας τον άλλον στην πράξη.Η Αυγή είχε χάσει αυτή την ένωση ψυχών, αν είχε γίνει τέλος πάντων, καθώς είχε ρίξει κεφάλι και λαιμό στη δουλειά σαν να εξαπτόταν από αυτήν. Είχε αρχίσει να χάνει τον κόσμο ξανά και χρειαζόταν μια αναβάθμιση το λογισμικό στο μυαλό της.
Χαζή θα την έλεγε ο Κάσπαρ αν τον άφηνε να εκφραστεί με αγένεια όπως κάνει συνήθως. Αλλά το φλερτ της δεν επέτρεπε στον εαυτό του να φανεί άκαρδος μπροστά σε μια δύσκολη στιγμή της κοπέλας που...ξέρετε τέλος πάντων. Υπήρχαν ώρες που δεν του μιλούσε γιατί δεν άντεχε στην ιδέα ότι ήταν ο μόνος που ήξερε πως η μαμά της είχε πάλι καρκίνο και έπεσε πίσω στον εθισμό της τόσο εύκολα με την πρώτη χαζή δικαιολογία. Όταν ξάπλωνε με τη λάμπα ανοιχτή το βράδυ στη γωνιά που τους είχε στρώσει η Μάγια στο πάτωμα, η Αλίσσα έβαζε τη μάσκα ύπνου της για να μη την ενοχλεί το φως και ο Κάσπαρ φρόντιζε το μαξιλάρι της να μην πέφτει και η μέση της να μην καμπουριάζει.
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τη τρόμαζε που ο Κάσπαρ ήξερε. Και σιγά το μυστικό. Είχε ξεκινήσει πάλι τη δουλειά γιατί ήταν αυτό το πράγμα που τη βοηθούσε να ξεπεράσει τον θάνατο. Ήταν εξαρτημένη από αυτό και είχε ξεκινήσει απότομα, σαν ένα κακόγουστο αστείο. Ο Κάσπαρ καταλάβαινε, αλλά ίσως επειδή αυτός -και ο Σεραφείμ- δεν είχαν ανοίξει ακόμα τα χαρτιά τους για την απώλεια. Η Αυγή του το φόρτωσε γιατί πίστευε πως οι άλλοι δεν θα μπορούσαν να το κουβαλήσουν με τον ίδιο τρόπο.
Θα τη ρωτούσαν αν είναι καλά, αν θέλει να γυρίσει πίσω, αν θέλει το οτιδήποτε. Θα μιλούσαν αδιάκοπα με ένα «λυπάμαι πολύ, ελπίζω να περάσει γρήγορα» χωρίς να καταλαβαίνουν πως τα σημάδια μένουν και απλώς οι πληγές ανοίγουν μεγαλύτερες.
Η Αυγή είχε αυτή την εντύπωση. Πόσο λίγο τους ήξερε, ή μάλλον, πόσο λίγο προσπαθούσε να τους μάθει.
Κοιτώντας τη Λουΐζα από την άλλη πλευρά, ένιωθε λίγο πιο κοντά και μαζί της, σαν ένα δεύτερο άτομο. Από τότε που έφυγαν από τη Ρουμανία τέσσερις μέρες πριν, η δεκαεννιάχρονη έμοιαζε μονίμως θλιμμένη μα ο Ντάνιελ ήταν αυτός που με μια κίνηση της έβγαζε το πιο λαμπερό χαμόγελο. Η Αυγή πίστευε πως η μικρή μετρούσε τις μέρες, σαν να γνώριζε πως με το τέλος του ταξιδιού σε δύο εβδομάδες πέρα αυτής, θα ανέβαινε σε ένα αεροπλάνο για τη Βοστώνη δίχως επιστροφή. Ο Ντάνιελ θα ήταν πολύ μακριά να τη κάνει παρέα όσο ξεπερνάει τους δαίμονές της. Και κανένας δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει.
Η Αυγή ανησυχούσε. Αλλά φοβόταν να μιλήσει, φοβόταν να μάθει. «Λυπάμαι, ελπίζω να περάσει σύντομα» φαινόταν να της λέει. Μια φράση δίχως συναίσθημα που κάποιες φορές η σκέψη και μόνο σε αγκάλιαζε σφιχτά για να ηρεμήσεις.
Η Αλίσσα ίσως ήταν η μόνη που περνούσε καλά σε αυτό το ταξίδι, ακούγοντας τις ιστορίες της Μάγια για τη ζωή της στην Ουγγαρία πριν ξεκινήσει και η ίδια τα ταξίδια.
«Τώρα βάλε τα κεράσια στο νερό.» έδειξε μια κατσαρόλα. Η Αλίσσα έριξε με το μάτι και τη καρδιά της ζάχαρη και πρόσθεσε τα δύο ξυλάκια κανέλας που της έδωσε η Μάγια. Το νερό άρχισε να ζεσταίνεται και σύντομα η έντονη μυρωδιά γέμισε τα ρουθούνια τους. Η Μάγια έκλεισε για λίγο τα μάτια και χαμογέλασε. «Μου θυμίζει το δάσος. Εσάς;»
Η Αλίσσα με ένα τεράστιο χαμόγελο απάντησε. «Εμένα τη γιαγιά μου. Τώρα;»
«Τώρα το αφήνεις να κοχλάσει το νερό. Πριν πάρει βράση θα χαμηλώσεις τη φωτιά για λίγο.» της είπε. Έκανε νόημα στους υπόλοιπους να σηκωθούν. Η Λουΐζα κρατούσε το βιβλίο με τις συνταγές που της είχε δώσει η Μάγια. «Διάβασέ μου τα υλικά για τη κρέμα σε παρακαλώ.»
Η Λουΐζα άπλωσε το βιβλίο στον πάγκο και έσκυψε να διαβάσει. Η Αυγή πρώτη φορά έβλεπε τις σελίδες από κοντά, συνήθως το βιβλίο βρίσκονταν μπροστά από τη μύτη της Αλίσσα που το καταβρόχθιζε σαν ερωτευμένη. Ήταν ένα βιβλίο γεμάτο ορνιθοσκαλίσματα και γρήγορες μουτζούρες και διορθώσεις της Μάγια, με τη βοήθεια της αδελφής της, όπως τους είχε πει. Μπορούσε να διακρίνει μικρές παιδικές ζωγραφιές που είχαν ξεθωριάσει από τον χρόνο, δάκρυα που είχαν στεγνώσει, ή σιρόπι και ήταν σίγουρη πως αν πλησίαζε, θα μπορούσε να μυρίσει τη ξεραμένη σοκολάτα σαν να την είχε πάνω στη γλώσσα της.
«Κρέμα, αλεύρι και τη σούπα κεράσι.» διάβασε η Λουΐζα και κοίταξε τη κατσαρόλα. «Μπορούμε να βάλουμε και φλούδες πορτοκαλιού;»
Η Μάγια τη κοίταξε έκπληκτη, σαν να την είχε προσβάλει. Ο Κάσπαρ κρατήθηκε για να μη γελάσει και πήρε το πορτοκάλι πριν τον σταματήσει η Αυγή ή η Μάγια. Ο Έμμετ του έδωσε το κοφτερό μαχαίρι και πήγαν πάνω από τη κατσαρόλα αγνοώντας πως αυτό πραγματικά ήταν το αριστούργημα της Αλίσσα και όχι δικό τους. Ήταν το δικό της πιάτο που θα δοκίμαζε να φτιάξει εντελώς μόνη ύστερα από μια εβδομάδα εργαστηρίων στο εστιατόριο κοντά στο σπίτι. Η Αυγή είχε ξεγράψει όλες αυτές τις εμπειρίες από το μυαλό της νιώθοντας πως δεν τις έζησε ποτέ πραγματικά. Εκείνη και ο Σεραφείμ έμειναν πίσω κοιτώντας το βιβλίο ενώ η Αλίσσα, θυμωμένη, χτύπησε τα αγόρια με τη κουτάλα όταν έριξαν τις φλούδες του πορτοκαλιού μπροστά στο πονηρό μυαλό της Λουΐζας και το ερευνητικό μάτι της Μάγια.
«Κάθε συνταγή έχει δίπλα και έναν αριθμό, ένα έτος.» πρόσεξε ο Σεραφείμ τραβώντας την προσοχή της Μάγια. Η γιαγιά επέστρεψε μπροστά τους αφήνοντας τα «παιδιά» να παίξουν -οι φωνές τις Αλίσσα δεν άργησαν να καλύψουν τα γέλια του Έμμετ- και ξεκίνησε να ανακατεύει τη κρέμα με το αλεύρι σιγά σιγά. Ο Σεραφείμ έκανε την ερώτηση που είχε η Αυγή στο μυαλό της. «Γιατί;»
Η Αυγή παρακολούθησε την Μάγια να μιλάει σαν να ήταν η δική της γιαγιά. «Κάθε συνταγή είναι αφιερωμένη και σε ένα έτος. Μεγαλώνοντας δεν είχαμε άνεση στο φαγητό, τρώγαμε κυριολεκτικά ό,τι βρίσκαμε ή μας έδιναν. Η αδελφή μου με βοήθησε να αρχίσουμε να μαζεύουμε μερικά υλικά που τότε ήταν ακριβά και στις γιορτές κάναμε ένα πολύπλοκο φαγητό.» γέλασε μόνη της σε κάποια ανάμνηση. «Δεν είναι τόσο πολύπλοκα τώρα που τα σκέφτομαι αλλά τότε όλα ήταν δύσκολα για εμάς. Είχαμε όνειρα τα οποία ήταν άπιαστα. Και κάποιες φορές, ακόμα και αυτή η απλή σούπα φάνταζε μακρινή.»
Ο Σεραφείμ γύρισε τις σελίδες προσεκτικά, αγγίζοντας ένα ευαίσθητο πολύτιμο έργο. «Τι άλλαξε;»
«Η ζωή άρχισε να προχωράει.» είπε αινιγματικά. «Καιρός ήταν να προχωρήσουμε και εμείς.»
Η Αυγή πήρε το βιβλίο μπροστά της. Ήταν η μόνη ώρα σήμερα που καθόταν χωρίς λάπτοπ στα πόδια της, χωρίς πονοκέφαλο, χωρίς έγνοιες να τη ζαλίζουν. Τα ακροδάχτυλά της πάτησαν με σεβασμό πάνω στις παιδικές μουτζούρες και στα γράμματα μιας έφηβης Μάγια και της αδελφής της. «Αυτό τι σημαίνει;»
Η Μάγια διάβασε αυτό που έδειχνε η μελαχρινή με το δάχτυλό της. Έναν αριθμό και από δίπλα μια φράση στα Ουγγρικά. Με νέο μελάνι είχε προστεθεί ένα τικ. «#35 Ταξίδι στο Παρίσι. Ένα από τα όνειρά μας στη λίστα. Να που πραγματοποιήθηκε.»
«Έμμετ, Κάσπαρ, φτάνει με το ανακάτεμα, με ζαλίσατε!» φώναξε η Αλίσσα πάνω από το χαχανητό της Λουΐζας. Ο Ντάνιελ ήταν ήσυχος πλάι της αλλά όταν δεν έβλεπε βοηθούσε στις σκανταλιές των παιδιών. «Να το σβήσω;»
Η Μάγια πήρε το μπολ και μετακινήθηκε πάνω από το ανοιχτό μάτι. Η Αυγή στάθηκε δίπλα στον Σεραφείμ γιατί ο Κάσπαρ της έκοβε τη θέα και πρόσεξε τον Έμμετ να αφήνει τη κουτάλα του στον πάγκο δίπλα από τον Σεραφείμ, τραβώντας σχεδόν απότομα το χέρι του όταν παραλίγο να αγγιχτούν. Ο Σεραφείμ έφερε στη μέση του τα χέρια του προσποιούμενος πως δεν είχε συμβεί τίποτα, αλλά είχε προσέξει την δυνατή ματιά της Αυγής.
Απλώς επέλεξε να μη τίποτα.
Είχαμε όλοι κάτι να φοβόμαστε λοιπόν.
Η Μάγια έριξε λίγη από τη σούπα στο μείγμα της κρέμας με το αλεύρι και χωρίς να χάνει χρόνο ανακάτεψε καλά. Το πλέον ροζ αποτέλεσμα περάστηκε από την Αλίσσα μέσα από ένα δίχτυ και πίσω μέσα στη σούπα στην κατσαρόλα και ο Ντάνιελ ανέλαβε να ανακατεύει ταυτόχρονα για να γνωριστούν όλα τα υλικά καλά μεταξύ τους. Η κουζίνα άρχισε να μυρίζει τέλος άνοιξης με τη μαμά της Αυγής να φτιάχνει μαρμελάδα κεράσι και φράουλα για να φάνε με το παγωτό και κάτι στον αέρα έφερνε τα μέσα του Ιούνη σαν άγγιγμα στον λαιμό της. Ήταν ένα απαλό, διακριτικό φιλί του Κάσπαρ σε εκείνο το σημείο. Κράτησε τόσο όσο ένα τσίμπημα πίσω στην πραγματικότητα, μακριά από τα όνειρα και άφησε την Αυγή κατακόκκινη. Μόνο ο Σεραφείμ το πρόσεξε με την σοβαρή έκφρασή του να σπάει για λίγο υψώνοντας τη μία άκρη των χειλιών του.
«Το λεμόνι ταιριάζει υπέροχα με το κεράσι, κάνει πιο έντονη την οξύτητα του γλυκού.» μουρμούρισε η Μάγια. Στράφηκε με απειλητικό τρόπο στη Λουΐζα λόγω της ιδέας της με το πορτοκάλι. «Το πορτοκάλι φέρνει μια γλύκα, σε βγάζει εκτός ισορροπίας και σε ένα τέτοιο γλυκό πρέπει να προσέχεις τις εντάσεις. Δεν είναι του ρίσκου.»
Η Λουΐζα, όντας άτομο της μοντέρνας μαγειρικής σε αντίθεση με την Μάγια, γέλασε πονηρά. «Μαγειρική χωρίς ρίσκο, ζωή χωρίς ψυχή μου έλεγαν.»
Η Αλίσσα τη φίλησε στο μάγουλο σε συμφωνία με τη νεαρή μαγείρισσα προσθέτοντας μερικές σταγόνες από το κομμένο λεμόνι. «Σημασία έχει να ξέρεις τα όριά σου και τις δυνάμεις σου. Δεν είναι όλες οι οξύτητες κακές και ούτε όλες οι ισορροπίες καλές. Εγώ μπορεί να πετούσα και λίγη μέντα μέσα.»
Η Μάγια ήταν έτοιμη να πει ένα «Εσύ να πάρεις τον εαυτό σου και να πάτε στον διάολο» αλλά μπορεί αυτό να ήταν και στο μυαλό της Αυγής. Το κινητό της χτύπησε μέσα στην τσέπη του παντελονιού της και χωρίς να το σκεφτεί πολύ, σηκώθηκε από την θέση της. Το λαμπερό βλέμμα του Κάσπαρ την ακολούθησε έξω από το δωμάτιο, μια ανησυχία να δημιουργείται ανάμεσα από τα καστανόξανθα φρύδια του. Ο Σεραφείμ μοιράστηκε αυτή τη σκέψη του και τον τράβηξε από τον ώμο πριν προσπαθήσει να φύγει πίσω από την Αυγή. Τους παρατηρούσε τις τελευταίες μέρες διακριτικά.
«Θα ξαναέρθει. Δώσε χρόνο.» του ψιθύρισε για να μην ακούσει κανείς.
Ο Κάσπαρ όμως ήξερε πως έκανε λάθος. Η Αυγή δεν ήταν άνθρωπος που επέστρεφε. Έκλεισε τις κουρτίνες της από τον υπόλοιπο κόσμο και κρύφτηκε πίσω στη συντροφιά του υπολογιστή της. Η μοναξιά είχε γίνει ο κολλητός της.
Και ο Κάσπαρ δεν θα την ακολουθούσε ως εκεί.
Η Μάγια θα ακολουθούσε την αδελφή της ως τα πέρατα του κόσμου. Η γη ήταν σαν πατάτα και δεν είχε αρχή ή τέλος. Οπότε αιώνια θα ήταν η διαδρομή τους, ένας κύκλος που δεν έπαυε ποτέ να υπάρχει. Το είχαν σημειώσει και αυτό, #1 Ταξίδι στην άκρη της γης. Ήταν δίπλα από τη συνταγή της μαμάς τους για σούπα με πάπρικα και λουκάνικα στην πιο πικάντικη μορφή της. Με ένα όνειρο ξεκίνησε η λίστα των επιθυμιών τους. Η Σοφία έβαζε πράγματα όπως #5 Να σπουδάσω στη Βουδαπέστη, πράγματα πρακτικά που ίσως μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μια μέρα, ενώ η Μάγια είχε σκέψεις σαν #6 Να ανέβω σε ένα αερόστατο γνωρίζοντας πως δεν θα ξεπερνούσε ποτέ τον φόβο της για τα ύψη, όμως η Σοφία της γέμισε το μυαλό με τόση φαντασία που πίστευε πως μπορούσε. Και θα πήγαινε ψηλά, ψηλά, ψηλά, εκεί που δεν την αγγίζει κανείς, στο πραγματικό τέλος, στην αληθινή αρχή πριν ξεκινήσει η πτώση.
Θα την ακολουθούσε παντού γιατί τα όνειρά τους ήταν κοινά στο βιβλίο των συνταγών που έγραφαν υπό το φως του κρύου κεριού. Αλλά χεζόταν πάνω της στην σκέψη να την ακολουθήσει και σε αυτό.
Κυριολεκτικά, η Μάγια κατούρησε το παντελόνι της όταν ο πεσμένος άνδρας άνοιξε τα πάντα του μπροστά τους. Ο φόβος που την κατέκλυσε σκέπασε όλους όσους μπορεί να είχε εκείνη τη στιγμή και ένα φτέρνισμα την οδήγησε σε αυτό το ατύχημα. Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα και ήταν έτοιμη να κλάψει για άλλη μια φορά.
Η προσοχή της Σοφίας ήταν αλλού. Σηκώθηκε στα πόδια της και τράβηξε ένα κλαδί βαρύ σαν εκείνη και προσέγγισε με δισταγμό τον πεσμένο άνδρα. «Ποιος είσαι;»
«Με κυνήγησαν.» της είπε σιγανά. Η φωνή του ήταν απαλή, σαν κοιμισμένη και κρυβόταν κάτω από τις στρώσεις από χώμα που είχαν ξεραθεί στο πρόσωπό του.
Η Μάγια σκέφτηκε πως ίσως ήταν σαν εκείνες, έμενε σε ένα μικρό παλατάκι που η βροχή συχνά κατέστρεφε στη μέση του βουνού. Ίσως ήταν περιπλανώμενος και το δάσος ήταν το σπίτι του. Το νερό του ποταμού Ilona δεν ήταν πάντα το καλύτερο αλλά αν κράτησε στη ζωή τη Μάγια και την οικογένειά της τόσα χρόνια, σίγουρα θα κρατούσε και αυτόν.
Η Σοφία έφτασε σχεδόν από πάνω του. Το κλαδί είχε γίνει κοντάρι και τρύπωνε στη γη απειλητικά, ως ένδειξη του τι θα γινόταν αν έκανε κάποια απότομη κίνηση ο άνδρας. «Ποιος σε κυνηγούσε;»
Μια δόση γέλιου ακούστηκε. Η Μάγια δεν ένιωθε την ανάγκη να γελάσει όσο έβλεπε την αδελφή της να είναι τόσο κοντά σε κάποιον που μέχρι πριν λίγο πυροβολούσε στον αέρα. Η Σοφία περίμενε υπομονετικά την απάντησή του και ο άνδρας έβηξε πριν μιλήσει. «Εβραίοι.»
Εβραίοι. Γιατί να τον κυνηγήσουν κάποιοι σαν εκείνες;
«Δεν σε πιστεύω.» είπε η Σοφία και κοίταξε την πληγή στο πόδι του άνδρα. «Για αυτό τον σκότωσες;»
«Τον σκότωσα γιατί θα με σκότωνε.» είπε με έναν βρυχηθμό πόνου. «Ήταν της μυστικής αστυνομίας.»
Η Μάγια δεν ήξερε τότε τι σήμαινε για τη Σοφία αυτή η φράση που την έκανε να παρατήσει αμέσως το κοντάρι και να πέσει στα γόνατα δίπλα στον άνδρα. Θα περάσουν μόνο λίγες ώρες, μέχρι να πάνε σπίτι να της εξηγήσει η αδελφή της πως ορισμένοι Εβραίοι, στο όνομα μόνο και όχι στην πράξη, πληρώνονταν με χρυσό από τη Σοβιετική Ένωση για να κρατάει σε μια ευθεία, αυστηρή σειρά τη χώρα. Η Μάγια θα ένιωθε τότε την προδοσία και την κατανόηση της αδελφής της για τους λόγους που δεν φορούσε το αστέρι του Δαυίδ δημόσια πλέον: δεν ήξερες ακόμα ποιον να εμπιστευτείς γιατί μπορεί οι Ναζί να έφυγαν, αλλά άφησαν έναν κόσμο κρύο, χωρίς συμπόνια. Έναν κόσμο που ακόμα μπορούσε να σε σκοτώσει για τα πιστεύω σου. Έναν κόσμο που θα σε κάλυπτε μόνο αν ακολουθούσες τα πιστεύω του.
Οπότε η Σοφία κρατούσε το μυστικό της ό,τι ήταν, κρυφό. Οι Εβραίοι είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα στη χώρα τους και εκείνη τη στιγμή, η δεκαπεντάχρονη Σοφία δεν ήθελε να καταταχτεί σε κανένα. Άφηνε στη φαντασία του καθενός να νομίζει ό,τι θέλει. Ήξερε πως αν δεν έδινε δικαίωμα, θα ήταν ασφαλής.
Η Μάγια κράτησε την απόστασή της ακόμα και όταν η Σοφία ζήτησε τη ζακέτα της. Η αδελφή της την κοίταξε αυστηρά, ο προηγούμενος τρόμος που είχε δει στα μάτια της είχε εξαφανιστεί μα η Μάγια είχε ακόμα τους ενδοιασμούς της. Πρόσεξε να μη φανεί στην αδελφή της το σημείο που το παντελόνι της κολλούσε στο δέρμα της εκεί που το είχε κατουρήσει και έβγαλε τη λεπτή ζακέτα της και της την έδωσε. Η Σοφία το τύλιξε γύρω από τα χέρια της μερικές φορές και ο άνδρας το πήρε στο στόμα του. Η Μάγια παρατηρούσε τη κατάσταση και κατάλαβε σχεδόν αμέσως γιατί. Η Σοφία άνοιξε το πήλινο μπουκάλι που είχαν για να πίνουν και έριξε νερό πάνω στο πόδι του άνδρα κάνοντάς τον να τσιρίξει από πόνο. Ο ήχος έκανε τη Μάγια να κοιτάξει γύρω της, προς το μέρος του άνδρα που σκότωσε ο πληγωμένος με τον φόβο μήπως σηκωθεί και επιτεθεί. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και η Σοφία έριξε και άλλο νερό με προσοχή στην πληγή. Κόκκινο υγρό άρχισε να τρέχει στα ξερά φύλλα πριν τυλιχθεί η πληγή στο σκισμένο μανίκι της μάλλινης μπλούζας της αδελφής της.
Ο ήλιος είχε γίνει θαρρείς πιο φωτεινός κοιτώντας τον. Ήταν πιο νέος από όσο αρχικά νόμιζε και υπέθεσε πως ήταν λίγο μεγαλύτερος από τη Σοφία. Η αδελφή της σκούπισε το πρόσωπο του αγνώστου και το καθάρισε από τα χώματα που είχαν μείνει στο δέρμα του. Τα πράσινα μάτια του γυάλιζαν με ξερασμένα δάκρυα να το κοσμούν και το χέρι της αδελφής της έμεινε για λίγο εκεί. Η Μάγια είδε την Σοφία να ξεροκαταπίνει και να κατεβάζει το χέρι της στο στήθος του, εκεί που το χέρι του νεαρού αγκάλιασε το δικό της σκληρά και απότομα.
Η Σοφία και εκείνος κοιτάχτηκαν. Απομάκρυνε το χέρι της αλλά εκείνος όχι το δικό του. Κοίταξε το σημείο που τον άγγιξε και η Μάγια τότε άκουσε αυτό που είχε ακούσει η Σοφία. Ένας ήχος σαν ψιθύρισμα και κάτι να το κλείνει. Ο άνδρας έβαλε το χέρι του μέσα στο μπουφάν του και η Μάγια γούρλωσε τα μάτια της στην όψη του μεταλλικού αντικειμένου. Είχε δύο μαύρα σημάδια και τα βαθουλώματα κατέστρεψαν το εξωτερικό του με τρόπο άσχημο. Ίσως και σωτήριο, της είπε αργότερα η Σοφία, μιας και οι δύο σφαίρες που είχε πυροβολήσει ο αστυνόμος βρήκαν το ασημένιο κουτί και έσωσαν τη ζωή του πεσμένου μπροστά τους.
Η Μάγια δεν άντεξε και σύρθηκε πιο κοντά. Πήρε το κουτί που ψιθύριζε στα χέρια της και το σκούπισε από κάτι μαύρο που έμενε στα δάχτυλά της. Μέσα από τα βαθουλώματα μπορούσε να δει κάτι γκρίζο και μπλε, δύο γραμμές που μπλέκονταν σαν καλώδια που είχαν βρει σε έναν δρόμο μια φορά σε κάποια πεζοπορία τους. Η Μάγια άγγιξε κάτι σιδερένιο στη κορυφή και το τράβηξε προς τα επάνω εμφανίζοντας τη μικρή κεραία.
«Ραδιόφωνο.» της είπε η Σοφία. Η Μάγια το είχε δει μόνο σε ζωγραφιές και δεν πίστευε ποτέ πως θα κρατούσε κάτι τέτοιο στα χέρια της. «Αλλά δεν νομίζω να μπορείς να ακούσεις κάποιον σταθμό εδώ πέρα.»
«Μέχρι πριν λίγα μέτρα μπορούσα.» είπε ο άνδρας. «Έτσι με βρήκε. Με κυνηγούσε από χθες το βράδυ.»
Η Μάγια πείραξε τον στρόγγυλο διακόπτη ακούγοντας ψιθύρους να έρχονται και να χάνονται. Η Σοφία ήταν περισσότερο συγκεντρωμένη στον πληγωμένο άνδρα. «Γιατί σε κυνηγούσε;» Γιατί ήθελε να σε σκοτώσει;
«Σους!» έκανε η Μάγια και έβαλε το αυτί της κοντά σε αυτό που νόμιζε πως ήταν ένα ηχείο.
Ήταν περίεργο, να ακούς κάποιον που βρίσκεται τόσο μακριά και να είναι στην άκρη του αυτιού της με τη βοήθεια κάτι περίεργα μικρού. Η Μάγια είχε ξεχάσει φτερνίσματα και άλλες φοβίες και ήταν συγκεντρωμένη σε αυτό που είχε στα χέρια της, κάτι που της έδειχνε πως θα μπορούσε να έχει ένα μέλλον γεμάτο όνειρα. #8 Να έχω το δικό μου ραδιόφωνο. Ήταν εκεί, δίπλα στη συνταγή για το κρέας με τη κόκκινη σάλτσα που η μαμά έφτιαχνε τους χειμώνες. Τώρα είχε γίνει πραγματικότητα.
«Το Πανεπιστήμιο του Szeged έχει πατήσει το κουμπί έναρξης στην ένωση Ούγγρων Πανεπιστημιακών και Ακαδημαϊκών σπουδαστών, μια δημοκρατική παράταξη που μέχρι τώρα ήταν πολιτικά ανενεργή υπό την κυβέρνηση Rákosi.» έλεγε μια φωνή. «Η Σταλινιστική κυβέρνηση έχει απαντήσει απαιτώντας να μιλήσει με τους υπεύθυνους.»
Η Μάγια έμαθε από το ίδιο ραδιόφωνο μέρες αργότερα πως δώδεκα φοιτητές με τη βοήθεια ενός καθηγητή τους ξεκίνησαν προσπάθειες για δίκαιη μεταχείριση των πολιτών υπό την κυριαρχία μιας πολιτικής που εφάρμοζε κυρίως η Σοβιετική Ένωση και δεν είχε χώρο για αυτόν τον λαό. Άλλα τρία πανεπιστήμια θα ξεκινούσαν κάτι παρόμοιο και μέσα σε μήνες, ο στρατός της κυβέρνησης και οι πολίτες ένωσαν τις δυνάμεις τους απέναντι στο Κόκκινο πρόσωπο που δημιουργούσε μόνο πόνο στους πολίτες. Οι Ναζί είχαν φύγει αλλά ο εχθρός από τον Βορρά πρόλαβε να πάρει στα χέρια του τη ταυτότητα τόσων ανθρώπων. Η Μάγια άκουγε με προσοχή την παθιασμένη Σοφία να της λέει ότι τώρα είναι μέρος της ιστορίας.
«Αυτό ορκιζόμαστε, αυτό ορκιζόμαστε, ότι δεν θα είμαστε πλέον σκλάβοι!» φώναζε μέσα από το ραδιόφωνο η φωνή, το απόφθεγμα που είχε απαγορεύσει η κυβέρνηση.
Ο νέος χαμογέλασε στο έντρομο πρόσωπο της Μάγια και στο γεμάτο περιέργεια της Σοφίας.
«Ξεκίνησα μια επανάσταση.» τους είπε.
Κλείνω αυτό το γράμμα εδώ, μα κρατήσου, έχουμε λίγη ακόμα συνέχεια.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top