11. Λαχανοντολμάδες με μια εσάνς δολοφονίας της ψυχής μου.

Trigger Warning: αναφορά σε βιασμό. Δεν θα το διάβαζα το μισό κεφάλαιο με ελαφρύ πνεύμα.

________________________

11. Λαχανοντολμάδες με μια εσάνς δολοφονίας της ψυχής μου.

Και φτάνει το τέλος το χέρι σου βέλος
μου δείχνει τον δρόμο μια έξοδο απ' τον πόνο.

Στάσου λίγο, Νίκος Μαρτζάνος, χιτ που άκουγες στα ΚΤΕΛ λες και ήσουν πρωταγωνίστρια δραματικής ταινίας και μόλις είχες χωρίσει; Θυμάσαι; Εγώ θυμάμαι, υπάρχει και βίντεο ντοκουμέντο, μου το έστειλε ο φάδερ λίγη ώρα πριν. Οπότε κάτσε καλά, τελειώνουμε σιγά σιγά, περάσαμε τη μέση.

Που λες, εθισμός. Σύμφωνα με τη καθόλου αξιόπιστη πηγή, Βικιπαίδεια, ο εθισμός είναι «μια συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από εξάρτηση σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα αλλά και σε ουσίες» (Βικιπαίδεια, 2027 για να μη μας κόψουν από λογοκλοπή). Κάθε φορά λέω «αν έμαθα κάτι από αυτό το ταξίδι είναι το και το» και τελικά να που έμαθα πολλά. Βλέποντας όλα τα στραβάδια γύρω μου μπορώ με σιγουριά να πω ότι αυτό το πήγαινε έλα και καλά λόγω απώλειας «κάνει κρύο καιρός για τρίο» στυλ εκδρομή φασούλα, δεν έχει να κάνει μόνο με την απώλεια.

Και σίγουρα η αδελφή του Σόριν ήταν εξαρτημένη. Τώρα σε τι...θα τα αραδιάσω να δούμε τι θα καταλάβεις.

Από τότε που η μικρή με τον αδελφό της ήρθαν από την Αμερική πίσω στο πατρικό τους στη Ρουμανία, το κορίτσι πέρασε πολύ χρόνο στη κουζίνα. Οι μάγειρες και οι μαγείρισσες που πέρασαν ανά τα έτη από τα μαρμάρινα πατώματα της έμαθαν να φιλάει την εικόνα μιας ξανθιάς κοπέλας στην πόρτα σαν την Παναγία των Ορθόδοξων Χριστιανών και να λέει ευχαριστώ για τα αγαθά που είχε. Είχε γίνει σαν συνήθεια μα κάθε φορά αυτό το φιλί της έδινε και κάτι που χρειαζόταν απεγνωσμένα χωρίς να το καταλαβαίνει. Σήκωνε τα μανίκια της και την έβαζαν να κάτσει στον πάγκο επιβλέποντας τη μαγειρική του μεσημεριανού σαν μια μικρή σεφ.

Όσο μεγάλωνε, τόσο έμοιαζε η μαγειρική να ήταν η έξοδός της. Ήταν πανέξυπνη σε αυτά τα πράγματα και δίχως κάποιος να το μαθαίνει, έβαζε τη δική της γεύση στα πιάτα. Θα ήταν κάποιο μυρωδικό στη σάλτσα, λίγη παραπάνω ζάχαρη στο κοτόπουλο με τη μουστάρδα ή το αγαπημένο της: λουΐζα στη μαρμελάδα βερίκοκο.

Ο Σόριν φυσικά ήταν ο πρώτος δοκιμαστής των δημιουργιών της. Έλεγχε τα πιάτα σε περίπτωση που η μικρή είχε κάνει πατάτα και θα σκότωνε κάθε ζωντανό ον στον πλανήτη. Σπάνια η συνταγή πήγαινε τόσο λάθος και αν πήγαινε δεν την πείραζε καθόλου. Έπαιρνε το πιάτο και το έκανε ακόμα καλύτερο.

Σύντομα έμεινε μόνη της. Γύρω στα δεκαπέντε της το προσωπικό της κουζίνας είχε απολυθεί και η μικρή ήταν αυτή που φρόντιζε να υπάρχει τροφή για σκέψη και πέψη. Φιλούσε την εικόνα της ξεχωριστής Αγιότητας, σήκωνε τα μανίκια της και ξεκινούσε με την αγαπημένη της ξύλινη κουτάλα.

Κάπου εκεί ξεκίνησε και ο εθισμός. Στην αρχή δεν φαινόταν, της πήρε χρόνια να το καταλάβει. Ήταν μια δράση που έφερνε την αντίδραση που χρειαζόταν για να νιώσει καλά. Το μετά ήταν το ναρκωτικό της.

Δεν πήγαινε σχολείο, είχε δασκάλους στο σπίτι. Πολλές φορές νόμιζε πως ήταν μόνη της, ειδικά τα πρωινά, αλλά έκανε λάθος. Ο Σόριν ήταν ο μόνος που αποκάλυπτε το πρόσωπό του και της μιλούσε, τη ρωτούσε για τη μέρα της, της έλεγε όταν τελειώνει από τη κουζίνα να πηγαίνει αμέσως στο δωμάτιό της και προσπαθούσε να την πηγαίνει βόλτες όταν είχαν επισκέπτες.

Θυμάσαι που σου είπα πως κύριο μέλημά του ήταν να τη κρατάει πάντα προστατευμένη; Ας πούμε πως οι προσπάθειές του δεν ήταν αρκετές.

Σύντομα στα μάτια μερικών σιγανών σκιών από κοριτσάκι έγινε γυναίκα. Δεν έβρισκε λόγο να καλύπτει το σώμα της με ρούχα που την περιόριζαν, αφού, όπως πίστευε, ήταν μόνη της. Οπότε σαν κάθε έφηβη φορούσε αυτά που την έκαναν να νιώθει όμορφα μέσα και έξω, ρούχα που δεν την ενοχλούσαν μέσα στο καυτό καλοκαίρι και στον ψυχρό χειμώνα. Είχε μια λατρεία για τις φούστες και τα φορέματα. Δεν θα πίστευε ποτέ πως θα σταματούσε να τα φοράει.

Στην αρχή ήταν απλώς μάτια σκοτεινά να τη κοιτούν μέσα από τις χαραμάδες της πόρτας. Το μόνο που ένιωθε ήταν ένα αεράκι, σαν κάτι προειδοποιητικό. Η δεσποινίδα στην εικόνα έμενε σοβαρή και σκληρή και της κουνούσε το κεφάλι «Όχι, μην ανοίξεις». Μαγείρευε σαν να ήταν αυτό που ήθελε να κάνει με τη ζωή της και το χαιρόταν. Τίποτα δεν θα τη σταματούσε.

Ούτε καν οι άνδρες που επίσης χαίρονταν να την βλέπουν πίσω από εκείνη την πόρτα.

Ξέρεις, αυτοί που τα βράδια που νόμιζε ότι ήταν μόνη, έβαζαν το χέρι τους μέσα στο παντελόνι τους και αυνανίζονταν με την εικόνα μιας έφηβης που έκανε την απλή κίνηση να ανακτέψει μια σάλτσα ή να ψιλοκόψει την πιπεριά προετοιμάζοντας το κρέας που της ανέθετε ο πατέρας της να μαγειρέψει. Να μωρέ, αυτοί οι τύποι αν η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη από μέσα θα την άνοιγαν και θα την έριχναν κάτω λες και ήταν δικό τους κρέας.

Ναι αυτοί.

Η μικρή δεν ήταν μικρή πλέον. Και με κάθε εποχή που περνούσε, σαν να κρυβόταν λίγο περισσότερο μέσα στα ρούχα της. Τα φορέματα έφταναν στον αστράγαλο, τα μανίκια δεν σηκώνονταν, το ντεκολτέ της ήταν πάντα μέχρι τον λαιμό, πολλές φορές κλεινόταν σε κάτι ζιβάνγκο, ακόμα και τις πιο ζεστές μέρες του χρόνου.

Κάθε μέρα, κάθε βράδυ, μαγείρευε τη λίστα που της έδινε ο πατέρας με κλειδωμένη την πόρτα της κουζίνας. Όταν της έδινε να μαγειρέψει το ιδιαίτερο κρέας του, η κοπέλα είχε στο νου της να έχει πάντα ανοιχτό το παράθυρο μιας και η μυρωδιά ήταν πάντα πιο έντονη από το συνηθισμένο κρέας που ήξερε να μαγειρεύει. Αυτές ήταν και οι φορές που ένιωθε τα περισσότερα βλέμματα πάνω της, λες και οι επισκέπτες του πατέρα πολλαπλασιάζονταν σαν τα ποντίκια και μπορούν να την δουν μέσα από τα τούβλα, τα ξύλα και τις πέτρες. Το προετοίμαζε φορώντας δύο ζευγάρια γάντια και όπως της είχε συμβουλέψει ο Σόριν, δεν δοκίμαζε ποτέ.

Πώς ξέρεις αν κάτι είναι καλό αν δεν το δοκιμάσεις; Η μικρή είχε πάντα αυτή την απορία για το ιδιαίτερο κρέας αλλά είχε μάθει να ακούει τον αδελφό της λες και ήταν το δεύτερο μυαλό της.

Αλλά η περιέργεια. Αχ αυτή η περιέργεια.

Ο Σόριν έλειπε, ήταν σίγουρη για αυτό και ήταν πεπεισμένη πως κανείς δεν ήταν στο σπίτι οπότε έκλεισε την πόρτα αλλά δεν την κλείδωσε. Το κρέας την περίμενε όπως πάντα τυλιγμένο σε σκούρο ύφασμα πάνω στον πάγκο. Η κοπέλα φίλησε την εικόνα της κοπέλας νιώθοντας ένα κύμα θάρρους να την κατακλύει και σήκωσε τα μανίκια της. Πλέον ήταν φοιτήτρια στο μικρό πανεπιστήμιο της πόλης και έπαιρνε εξ αποστάσεως μαθήματα. Άφησε το λάπτοπ της στο τραπέζι με τον ήχο δυνατά για να ακούει τη καθηγήτρια και κλειστό το μικρόφωνο και η κάμερα. Έπλυνε κάτω από ζεστό νερό το μαλακό κρέας προσέχοντας να φύγει όλο το αίμα. Καθάρισε την εξωτερική πλευρά και με ιδιαίτερες κινήσεις αφαίρεσε τα κόκαλα βλέποντας να μη σκίσει το λεπτό στρώμα πέτσας.

Όσο ετοίμαζε το κρέας, τα κόκαλα έβραζαν σε σιγανή φωτιά με νερό, πορτοκάλι και κύμινο στη φωτιά δίπλα της. Χρησιμοποίησε βούτυρο με κόκκινο πιπέρι, αλάτι, ρίγανη και το άπλωσε κάτω από την πέτσα για να γίνει τραγανή και ζουμερή ενώ ταυτόχρονα θα άφηνε το κρέας αφράτο στο τέλος του ψησίματος. Έστυψε το υπόλοιπο πορτοκάλι πάνω από το κρέας και τις πατάτες και το έβαλε στον φούρνο όπου ανά είκοσι λεπτά έριχνε λίγο από τον ζωμό που είχε φτιάξει. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό διάπλατα αφήνοντας τον ήλιο να μπει και τη μυρωδιά της φρέσκιας λουΐζας να τρυπάει τη μύτη της. Μέχρι που χτύπησε το καμπανάκι, το φαγητό ήταν έτοιμο.

Η καθηγήτρια μιλούσε για την ηθική στην ιατρική όταν η αδελφή του Σόριν τοποθέτησε το φαγητό στο τραπέζι. Να'το πάλι, αυτή η δυσφορία στο στομάχι της. Κοίταξε διστακτικά στην πόρτα, η κοπέλα της εικόνας από μακριά φάνταζε να δακρύζει. Η μικρή το νόμιζε αυτό, ειδικά όταν τα πράγματα ήταν άσχημα. Τα πράγματα όμως δεν ήταν άσχημα, τουλάχιστον όχι ακόμα.

Ξεροκατάπιε και αφοσιώθηκε στο να ακούει την καθηγήτριά της. Με προσεκτικές κινήσεις έκοψε σε μερίδες το κρέας. Η γλυκιά μυρωδιά γέμισε το δωμάτιο και η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της. Κάθε φορά ένιωθε περήφανη που μπορούσε να βρει τρόπο να σκεπάσει το πόσο απαίσια μύριζε το κρέας αυτό όταν ήταν ωμό. Έγλειψε τα χείλη της με χαρά βλέποντας την πέτσα ακριβώς όπως την ήθελε, χρυσή, τραγανή και ζουμερή, όλα σε ένα απίθανο πακέτο που δύσκολα μπορούσες να πετύχεις. Το λίπος είχε λιώσει και έκανε το κρέας να λιώνει με την πίεση του μαχαιριού. Σχεδόν χαμογέλασε.

Κοίταξε πάλι την πόρτα. Ο Σόριν δεν ήταν εκεί. Ήλπιζε κανείς άλλος να μην ήταν. Η κοπέλα στην εικόνα ακόμα δάκρυζε.

Σε ένα μικρό πιάτο, η αδελφή του Σόριν έβαλε μια μικρή μερίδα από το εκλεκτό κρέας. Το ξεχώρισε από την πέτσα, την οποία τοποθέτησε λίγο πιο πέρα και πήρε ένα πιρούνι. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα με χίλιους τρόπους και εκείνη αθέτησε την υπόσχεσή της. Έκλεισε τα μάτια της στην ομορφιά που έλιωνε στο στόμα της. Έπιασε με τα ακροδάχτυλά της την πέτσα και δάγκωσε μια μικρή πλευρά της ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα.

Τότε ένιωσε ένα χέρι στη μέση της.

Η πέτσα που τόσο της είχε αρέσει έπεσε κάτω όταν ο άνδρας πίεσε το όργανό του πάνω στη μέση της. Η καρδιά της πέθαινε λίγο προς λίγο και αρνούνταν να κουνηθεί. Είχε παγώσει.

«Όλο.» της είπε. Ήταν ο πατέρας. Ακολούθησε αυτά που της έλεγε. Της σήκωσε το φόρεμα και την άγγιξε σε μέρη που ντρεπόταν να πιάσει η ίδια. «Μπράβο.»

Δεν φώναξε, δεν πάλεψε. Ένιωθε ανίκανη και μουδιασμένη με ένα χάος στο μυαλό της να κυριαρχεί. Η καθηγήτρια ανέθετε τις εργασίες της επόμενης ημέρας όσο τη βίαζε ο πατέρας της και ο φίλος του κοιτούσε. Η αδελφή του Σόριν μπορούσε μόνο να γευτεί τη λουΐζα στο στόμα της και τα δάκρυά της έπεφταν στο πάτωμα σαν τα μαραμένα φύλα του φθινοπώρου. Μα ήταν χειμώνας, λίγο πριν την έναρξη της άνοιξης, την αρχή της ζωής.

Και εκείνη πέθαινε.

Ο Σόριν το βράδυ μπήκε στη κουζίνα τρομαγμένος που βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Την είδε να καθαρίζει με μανία τον εμετό και το αίμα που είχε τρέξει από τα πόδια της όταν τη χτύπησε με δύναμη ο φίλος του πατέρα πριν τη βιάσει και εκείνος. Η κοπέλα δεν είπε τίποτα, μόνο ένα «Τα samales θα είναι έτοιμα σε καμιά ώρα. Άργησε το βραδινό, συγνώμη.»

Κιμάς με ρύζι τυλιγμένος σε λάχανο σερβιρισμένο με μπέικον και ό,τι άλλο τραβάει η ψυχή σου. Αυτό έκανε. Ξέρεις, σαν εθισμός, η μαγειρική στο τέλος της καταστροφής ήταν το ναρκωτικό της.

Ο αδελφός της εξαφανίστηκε για λίγο. Η κοπέλα αύξησε τη μουσική για να χαθούν οι φωνές και τα μαχαιρώματα στο δωμάτιο από πάνω και συνέχισε να καθαρίζει. Από το παράθυρο αργότερα είδε τον Σόριν να σέρνει ένα ένα τα πτώματα πίσω στον κήπο, θάβοντάς τα χωρίς συγκεκριμένη τέχνη, εκείνη ετοίμαζε το βραδινό τους.

Και όταν γύρισε, εκείνος δεν έφαγε. Της είπε ότι θα φύγει στην Αμερική μετά το τέλος του σχολικού έτους. Από τη στιγμή που σκότωσε τον πατέρα τους, τώρα αυτός θα αναλάμβανε την όποια επιχείρηση στο διάολο ήταν. Οπότε η μικρή του αδελφή, το παιδάκι που υποσχέθηκε να κρατήσει μακριά από όλα αυτά που ο ίδιος έζησε, έπρεπε να φύγει.

Απλώς ήταν τόσο αργά πλέον. Η Λουΐζα θα έψαχνε τον επόμενο που θα της θύμιζε να πάρει αυτό το περίεργο ναρκωτικό της. Ή τέλος πάντων, αυτόν που θα την σταματούσε.

Ορίστε, να'το το έγκλημα νούμερο ένα.

Θυμάσαι που σου είπα ότι στο μουσείο Χωρισμένων μπορούσε να γευτεί το κομμάτι δέρματος του πρώην κάποιου;

Πάρε και το δεύτερο έγκλημα.

Όλα είναι τόσο σκατά. Ειδικά αυτό.

Η Αυγή κοιτούσε με απόγνωση την οθόνη του υπολογιστή της όσο οι υπόλοιποι βρίσκονταν στο έβδομο όνειρο. Είχε βάλει ακουστικά, είχε κατέβει στο ισόγειο σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε σχεδόν αξιοπρεπώς με σαλόνι και είχε ξαπλώσει στο πάτωμα για να χαλάσει ξανά η μέση της όπως παλιά. Τουλάχιστον φορούσε τα γυαλιά της, κάτι ήταν και αυτό.

Πληκτρολογούσε μανιωδώς. Airbnb στη Τυνησία, κοντά στον πολιτισμό, όπως της είχε πει η Greta, το μοντέλο για το οποίο εργαζόταν. Είναι δύο μέρες που δεν είχε καταλάβει το κόνσεπτ και είχε κολλήσει τα μάτια της στην οθόνη για να την ευχαριστήσει. Όσο οι υπόλοιποι έκαναν δραστηριότητες ως εθελοντές σε συσσίτιο -λυπάται όσους έφαγαν από τα χεράκια τους- η Αυγή κοιτούσε το κινητό για να μη χάσει τη μείωση τιμής στα αεροπορικά εισιτήρια από τη Ρώμη στη Τύνιδα.

Δύο μέρες χρειάστηκαν για να αποστασιοποιηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από όλους και από όλα. Ο Κάσπαρ της έφερνε φαγητό στο δωμάτιο και εκείνη απαντούσε με μονολεκτικές φράσεις γιατί ένιωθε πως πιεζόταν. Με την ολοκλήρωση αυτού του ταξιδιού θα πληρωνόταν. Και τα λεφτά θα πήγαιναν πίσω στην Ελλάδα. Όπως πάντα.

Η μαμά της εμφάνισε για τρίτη φορά καρκίνο. Αυτή τη φορά στο στήθος. Οι γιατροί δεν είναι τόσο θετικοί. Και η Αυγή έπεσε πίσω στον εθισμό της.

Κανείς δεν της το ζήτησε. Ο μπαμπάς την πήρε τηλέφωνο για να της πει αυτά τα νέα, συμπληρώνοντας στο τέλος κάθε φράσης «αλλά θα τα καταφέρουμε αυτή τη φορά. Κοίτα να γυρίσεις χαρούμενη. Όλα είναι καλά». Η Αυγή πατούσε μανιακά delete σε κάθε αισιόδοξη πρόταση που της πετούσε ο μπαμπάς και ξαφνικά γινόταν πάλι είκοσι ένα και προσπαθούσε να βγάλει εύκολα και γρήγορα λεφτά σε μια δουλειά που δεν τη γέμιζε για να βοηθήσει κάποιον που δεν της ζήτησε βοήθεια.

Αυτός ήταν ο εθισμός της. Η σοκολάτα και η υπερβολική εργασία στα όρια της τρέλας.

Δες την πώς τρέχει πάνω από το πληκτρολόγιο. Ούτε που ξέρει τι πατάει στους χάρτες και στα μέιλ με το Airbnb, το μόνο που ήξερε ήταν ότι είχε διορία μέχρι τις δέκα το πρωί να οργανώσει τα πάντα μαζί με ένα σχέδιο δραστηριοτήτων για τις διακοπές του μοντέλου και τη δική της δουλειά με φωτογραφίσεις και πλασάρισμα προϊόντων στη Τυνησία. Όπως θα έλεγε και η Έρη, οργάνωνε διακοπές για κάποιον άλλον όταν θα έπρεπε να ζει τις δικές της. Έβαζε τον εαυτό της τρίτο. Πρώτος η μαμά. Δεύτερος το μοντέλο. Τρίτος εκείνη και αν.

Κάπου στη μέση της πρότασης στο power point τα δάχτυλά της απομακρύνθηκαν από το πληκτρολόγιο. Έτρεχαν πάνω από τα κουμπιά όσο εκείνη προσπαθούσε να σκεφτεί το πώς στο διάολο θα χωρούσαν τόσα πράγματα στο πρόγραμμα του μοντέλου και ταυτόχρονα το μυαλό της βούιζε με το πόσες διορθώσεις έπρεπε να κάνει. Ο βοηθός που είχε αναλάβει τη θέση της για όσο εκείνη ήταν στο ταξίδι τα είχε κάνει όλα τσίρκο.

Ερασιτέχνες.

Η Αυγή χασμουρίθηκε και συνέχισε να γράφει. Πήγε να πνιγεί στην πορτοκαλάδα της και σκουπίστηκε με την άκρη της ζακέτας της δακρύζοντας από την πολύωρη εργασία μπροστά από την οθόνη. Ήθελε απεγνωσμένα έναν ύπνο. Έναν καλό ύπνο. Ας πούμε από τις τέσσερις μέχρι τη μία το μεσημέρι; Όχι, στη μία το αργότερο η Λουΐζα είχε πει πως θα έπρεπε να είχαν φύγει γιατί θα επέστρεφε ο αδελφός της από το δικό του ταξίδι.

Ο αδελφός της...

Η Αυγή πάγωσε για άλλη μια φορά κοιτώντας σιγά σιγά προς τα πίσω. Έβγαλε μια τσιρίδα και το λάπτοπ έπεσε με έναν δυνατό ήχο στο πάτωμα όταν είδε τον άνδρα να την κοιτάει σκληρά στην είσοδο του δωματίου.

Ήταν τόσο περίεργος. Αυτό που ζούσε ήταν άκρως τρομακτικό. Όλη η οικογένεια χρειαζόταν έναν ψυχολόγο άμεσα.

Ο άνδρας είχε ξανθά μαλλιά, όχι σαν του Κάσπαρ, πιο ανοιχτά. Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του ήταν αφανή, ειδικά για εκείνη που ήταν με το ένα μάτι στο κρεβάτι. Δεν ήταν σαν του Κάσπαρ. Ήταν πιο ψηλός από εκείνον και πιο μυώδης. Δεν χαμογελούσε, μάλιστα, πάνω του δεν είχε ούτε ένα ίχνος πως κάποτε πέρασε έστω και μία όμορφη στιγμή, ήταν λες και πέθανε και απλώς το πνεύμα του χρησιμοποιούσε αυτό το σώμα.

Που θα ήταν ωραία ιδέα για βιβλίο αλλά η σκέψη την τρόμαζε πως μπορεί να ήταν πραγματικότητα.

Τουλάχιστον ο Κάσπαρ έμοιαζε...ζωντανός.

Της είπε κάτι με βαριά προφορά στα Ρουμάνικα. Η Αυγή με το ζόρι ήξερε αγγλικά αλλά και αυτά δεν βοήθησαν ιδιαίτερα, όσο και αν τα μιλούσε συνεχόμενα τον τελευταίο ένα και κάτι μήνα.

«Με ενημέρωσαν πως η Λουΐζα ήταν εδώ με φίλους, αλλά δεν το πίστευα.» επανέλαβε ο άνδρας στα Αγγλικά. Είχε καλύτερη προφορά από εκείνη και η Αυγή είχε πτυχίο Cambridge, όχι αστεία. «Και όχι μόνο είναι με φίλους, αλλά επίσης δεν ξέρω καν ποιοι είστε και από πού πήρατε άδεια για να μείνετε εδώ.»

Οι γονείς της δεν την είχαν μαλώσει ποτέ. Καβγάδιζαν μόνο ολημερίς για τα μαθήματα όταν ήταν στο σχολείο, στις Πανελλήνιες ότι και καλά δεν διάβαζε πολύ -αλήθεια που το έκανε να φαίνεται σαν ψέμα- πως δεν έτρωγε αρκετό μαρούλι και δεν επέστρεφε τα ταπεράκια στη μαμά πριν θυμηθεί πως ήταν στα άπλυτα τέσσερις μέρες. Φυσιολογικά πράγματα.

Τώρα; Τώρα ήταν πάλι στο γραφείο του διευθυντή προσπαθώντας να μη κλάψει γιατί την έπιασαν να κόβει απουσίες για να μην μείνει. Και εκεί είχε βοήθεια, πετούσε ένα «η μαμά μου είναι άρρωστη» και τελείωνε το πράγμα εκεί. Εδώ ήταν με έναν άγνωστο που δεν ήξερε καν το όνομά του και φυσικά δεν πίστευε πως μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ίδια δικαιολογία σε αυτή την περίπτωση.

Και να τη χρησιμοποιούσε τι θα της έλεγε; «Εμένα πέθανε από μια αρρώστια» και η Αυγή θα απαντούσε «Φίλε και μένα σε λίγο» και θα έκλαιγαν τον πόνο τους.

Τι πάει λάθος μαζί της στις τέσσερις το πρωί;

«Λυπάμαι;» ρώτησε σε μορφή απολογίας μιας και δεν ήξερε τι άλλο να κάνει. «Δεν θα ξανασυμβεί.»

Θα μπορούσε να πάει και χειρότερα.

«Τι κάνεις στο πάτωμα;» τη ρώτησε μένοντας στη θέση του, δίπλα από τη βαλίτσα.

Η Αυγή κράτησε ανοιχτό το λάπτοπ, το μόνο φως που τη βοηθούσε να μη κατουρηθεί πάνω της από τον φόβο. «Δουλεύω.»

«Νόμιζα πως σκοπός του ταξιδιού ήταν να μη κάνετε κάτι τέτοιο.»

Τα ήξερε όλα. «Ήξερες ότι η Λουΐζα δεν ήταν στη σχολή;»

Ο αδελφός της έβγαλε το σακάκι του. «Ήξερα που ήταν από τη στιγμή που βγήκε από το σπίτι για να φύγει για τη Γαλλία. Η πρώτη στάση σας, σωστά;»

«Την παρακολουθείς;»

Το γέλιο του γέμισε κρύο ρίγος στην πλάτη της. «Όχι.»

«Μόλις είπες-»

«Λέω ψέματα. Αυτό κάνω για δουλειά.» τη διέκοψε. Καλύτερα να την έκοβε με μαχαίρι, θα πονούσε λιγότερο. «Εσένα η δουλειά σου είναι να συναναστρέφεσαι με αγνώστους, να μπαίνεις σε σπίτια ξένων χωρίς την άδειά τους και να τριγυρνάς με μετά βίας ενήλικα σε όλη την Ευρώπη;»

Και τότε κατάλαβε, ο τύπος ήταν η Αυγή σε αρσενικό. Ήταν ωραίος -κορμί λαμπάδα- αλλά δεν ήθελε να καταλήξει μίζερος σαν αυτόν.

Φυσικά, είχε σχεδόν φτάσει σε εκείνο το σημείο και μετά έφυγε για τη Γαλλία. Όπως είπαμε, θα μπορούσε να ήταν χειρότερα, θα μπορούσε να είχε χάσει το χιούμορ της.

«Η αλήθεια είναι πως όχι, αλλά τουλάχιστον δεν στέλνω την αδελφή μου δεκάδες μίλια μακριά στην πρώτη δυσκολία.»

Ου, χτύπησε φλέβα. Θα έτσουζε περισσότερο αν ήξερε και η ίδια τι γινόταν αλλά αν είναι να κάνει κάτι λάθος, ας το κάνει ολοκληρωτικά σκατά.

«Το λες αυτό με σκέψη το άτομο που έχεις υποσχεθεί να προσέχεις;» τη ρώτησε. «Ή απλά για να μου την μπεις;»

Το δεύτερο όμως δεν χρειαζόταν να το ξέρει.

Η Αυγή δεν απάντησε. Κάθισε για λίγο, παραμέρισε τη μαλακία στον εγκέφαλο και προσπάθησε να γίνει σοβαρός άνθρωπος για μια φορά στη ζωή της. Είχε και εκείνη κάποιον να προσέχει, άθελα και μη. Αυτή η φορά ήταν διαφορετική το ήξερε και αν μπορούσε θα την έστελνε όπου μπορούσε να γίνει καλά, ακόμα και αν ήταν στα πέρατα της γης. Θα έκανε τα πάντα για εκείνη χωρίς να της ζητηθεί.

Η μαμά της ήταν η αιτία του εθισμού της;

«Κατάλαβα.» απάντησε στην ερώτησή του μόνος του. «Ξεκουράσου. Ακούω πως η διαδρομή με το τρένο για την Ουγγαρία είναι μαγευτική, δεν θες να τη χάσεις.»

Και με αυτό γύρισε να φύγει.

Η Αυγή έπεφτε με κάθε πνοή που έπαιρνε, όλα ήταν και πάλι τόσο αληθινά. Προσπαθούσε να τα πιέσει όλα στον πάτο, να τα θάψει όσο πιο βαθιά γινόταν, όπως είχε πει στην Λουΐζα. Και τώρα τη χτυπούσαν κατακέφαλα και χωρίς έλεος. Μπορούσε να συνεχίσει να τα αγνοεί ή να τα βάλει κάτω μια και καλή.

«Είναι ερωτευμένη.» του είπε σιγανά πριν το καταλάβει. «Ό,τι και αν κάνεις, μη της το πάρεις και αυτό.»

Ο αδελφός της Λουΐζας κοίταξε πίσω στην Αυγή. Χμ, ίσως είναι κάτι μικρό, αλλά λες να υπήρχε ακόμα λίγη ανθρωπιά μέσα του;

Μπορεί και να έβλεπε φαντάσματα.

Ποιος σου λέει ότι όλα αυτά όντως συνέβησαν και πως δεν ήταν κάποια ιστοριούλα που επινόησα για να περάσω καλά βλέποντας το τρομαγμένο ύφος σου;

Ποιος σου λέει ότι όλα αυτά που ζεις κάθε μέρα είναι αλήθεια και όχι απλώς η πλοκή ενός σεναρίου επιστημονικής φαντασίας για κάποιο κοινωνικό πείραμα που πήγε λάθος;

Όπως και να έχει, ως ανθρώπινη ηλίθια ύπαρξη, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να το περνάς μόνος. Είμαστε κοινωνικά όντα, όσο αντικοινωνική και αν φαίνομαι, θέλω αυτόν τον κάποιον να μου λέει να μπω σε τάξη γιατί δεν με βλέπει καλά. Μπορεί να είναι ένας απόμακρος αδελφός, μια φίλη, ο πρώτος σου έρωτας, ο τελευταίος, ένας κάκτος, μια γάτα με πράσινα μάτια ή και ο συγγραφέας του πιο καταθλιπτικού βιβλίου. Τον βλέπεις να προσπαθεί και αξιολογείς αν μπορείς και εσύ ή όχι. Αν μπορείς, το κάνεις, τον παίρνεις στην αρχή σαν παράδειγμα και προσπαθείς με τη σειρά σου μέχρι να πάρεις τον δρόμο σου. Αν όχι, καίγεσαι και λιώνεις στη σκιά του κόσμου και ανοίγεις τα χέρια να σε θάψουν ζωντανή νεκρή.

Πολλές φορές δεν έχεις δυνάμεις. Πολλές φορές δεν μπορείς, είναι υπαρξιακά απίθανο να τα καταφέρεις. Πολλές φορές κάποιος σε πιέζει κάτω και δεν σε αφήνει να σηκωθείς, σαν αντίδραση στην δράση σου.

Και άλλες, αυτές οι λίγες, αλλάζεις σελίδα. Ξεκινάς από την αρχή.

Γιατί βλέπεις αυτόν που προσπαθεί αλλά δεν καταλαβαίνεις πως μπορεί να είναι ο λάθος για σένα. Σου δημιουργείται ένας εθισμός, μια δραστηριότητα που πρέπει να κάνεις σίγουρα, με απώτερο σκοπό να τα καταφέρεις. Αλλά στο τέλος απλώς πέφτεις. Και εκεί που σκοπός ήταν να φτάσεις ψηλά, μαθαίνεις να νιώθεις καλά με την παραίτηση. Να τα διαγράφεις, να τα ξεχνάς και όταν τα βλέπεις μπροστά σου να τρέχεις σαν να μην είναι εκεί για να μη σε πιάσουν.

Συνεχίζεις να πέφτεις. Αυτός είναι ο εθισμός σου.

Να κυνηγάς την απώλεια. Ό,τι και αν σημαίνει για σένα. Όποιο πρόσωπο και αν φοράει, όποιο άρωμα και αν μυρίζει, όποια συνταγή και αν ακολουθεί. Ξανά και ξανά από την αρχή λες και είναι το πιο δυνατό ναρκωτικό.

Όταν θα έρθει η στιγμή να ξυπνήσεις να ελπίζεις να μην είναι αργά. Γιατί αυτοί που προσπάθησαν δίπλα σου...ναι, και αυτοί χρειάζονται εσένα. Και μέχρι τότε μπορεί να έχουν χαθεί.

Και να έχεις μείνει μόνη.

Απολύτως μόνη σε ένα κάστρο γεμάτο σκελετούς να σε κοιτούν.

Στα καλά νέα της ημέρας, λέω να δώσω κατατακτήριες. Μήπως να το γυρίσω σε φιλόσοφος να συμμαζέψω τα χάλια μου;

______________________

Α/Ν Δεύτερο κεφάλαιο σε συνδυασμό με το προηγούμενο για να λυθούν κάποιες απορίες. Περιμένω σχόλια αν έχετε κάτι άλλο να μου πείτε. Μετά τη Μεγάλη Παρασκευή θα προσπαθήσω να ανεβάζω πιο συχνά, έχω βάλει στόχο μέχρι τις 8/5 να τελειώσει αλλά δεν με βλέπω.

Επίσης ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ευχαριστώ για τα τικτοκ για το Τσάι με λεμόνι και άλλες ιστορίες σχετικά με αυτό το προφίλ. Δεν ήξερα πού να το πω οπότε πάρτε το εδώ. Ευχαριστώ.

Και αν δεν τα πούμε, καλό Πάσχα!!

DL

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top