1. Κάτι σαν αρχή και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.
1. Κάτι σαν αρχή και η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.
Για αρχή, θα σου πω μια ιστορία.
Η Αλίκη ήταν πέντε χρονών όταν από την Καμπούλ του Αφγανιστάν, με άλλο όνομα, ήρθε στην Ελλάδα. Από μικρή, οι γονείς της έκοβαν τα μαλλιά της για να μοιάζει με αγοράκι όταν έβγαινε έξω για να πουλήσει τα φρούτα της ημέρας. Τα ρούχα του αδελφού τής έπεφταν μεγάλα και έπρεπε να σηκώνει συνέχεια το παντελόνι της. Πάνω στη μπλούζα είχε μια τρύπα και γύρω της αίμα από τον πυροβολισμό που σκότωσε τον αδελφό της πριν λίγα χρόνια. Δεν είχε παπούτσια, το τελευταίο ζευγάρι που της αγόρασε ο πατέρας της χάθηκε, της είπαν. Στην πραγματικότητα το έκλεψαν υπό την απειλή όπλου τρεις Ταλιμπάν. Δεν μπορούσε να τρέξει μακριά, μήπως χαθεί από τη ματιά της μαμάς της, δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά γιατί φοβόταν μη καταλάβουν πως είναι κορίτσι, δεν γελούσε δυνατά γιατί δεν είχε τη φωνή να το κάνει και το κουράγιο να δοκιμάσει. Ήταν αγόρι, σε κάθε επίσημη πιστοποίηση του κράτους.
Είχε λίγα δικαιώματα. Περισσότερα από το αν ήταν κορίτσι.
Τα βράδια που το ρεύμα κοβόταν και το νερό δεν έφτανε για να πλύνει το σώμα της, η Αλίκη διάβαζε παιδικά βιβλία παρέα με ένα κεράκι που άναβε η μαμά της για την προσευχή. Ήταν μόνο πέντε και ήξερε να γράφει καλύτερα από την μητέρα της που κάποια ένδοξη εποχή είχε πτυχίο στη Φιλολογία από το Πανεπιστήμιο της Καμπούλ. Το έκαψε μόλις οι Ταλιμπάν μπήκαν στη γειτονιά της. Η Αλίκη όμως βαρέθηκε τα παιδικά. Ήθελε να μεγαλώσει. Να διαβάσει κάτι που καλούσε η ωριμότητά της.
«Δεν θα είσαι ποτέ ξανά παιδί.» της έλεγε ο πατέρας της.
Μια μέρα η Αλίκη έπιασε ένα άλλο παιδί να κλέβει πορτοκάλια από τον μπάγκο της στην αγορά. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να φύγει οπότε η Αλίκη, όπως έκανε ο Jabri στο βιβλίο της Gaia Cornwall που είχε πάρει από τον αδελφό της, σήκωσε το παντελόνι της και άδραξε την ευκαιρία για να πετύχει τον μεγάλο στόχο της. Να τρέξει γρήγορα, δυνατά, μακριά. Να μη φοβηθεί αν πέσει. Να σώσει το κλεμμένο πορτοκάλι!
Έτρεξε μέσα στον κόσμο της αγοράς. Τα μπαχάρια την έκαναν να φτερνιστεί και μετά από λίγο η μυρωδιά του κρέατος την αναγούλιασε. Πίσω από το βομβαρδισμένο εργοστάσιο στην άκρη της πόλης, η Αλίκη ακολούθησε το παιδί, του έπεφταν ένα ένα τα πορτοκάλια από τις τσέπες και η Αλίκη να μάζευε στις δικές της. Είχε απομακρυνθεί πολύ από τους γονείς της και ούτε που κατάλαβε πως δεν αναγνώριζε πλέον τον δρόμο που τα πόδια της πατούσαν. Όμως ο Jabri ήταν γενναίος. Έτσι θα ήταν και εκείνη.
Σταμάτησε απότομα όταν έπεσε πάνω στο παιδάκι. Του πήρε τα πορτοκάλια προσέχοντας τους γύρω της. Ήταν σε έναν απομακρυσμένο δρόμο κάπου κοντά στα σύνορα. Το συρματόπλεγμα ήταν κομμένο και ο αμμώδης δρόμος ήταν καθαρός μπροστά της. Δεν είχε έρθει ποτέ σε αυτή την πλευρά της πόλης γιατί την φρουρούσαν οι «κακοί». Τι ήθελε το παιδάκι εκεί;
Η Αλίκη είδε τον μικρό κλέφτη να σηκώνεται και να τρέχει μόλις μερικά βήματα μακριά της. Χώθηκε στην αγκαλιά μιας γυναίκας που κρατούσε ένα μωρό. Η μπούργκα δεν βοηθούσε την Αλίκη να δει το πρόσωπο της γυναίκας αλλά το βλέμμα της την άφησε παγωμένη στη θέση της. Λες και μπορούσε να διαβάσει το μυαλό της, λες και ήξερε ότι ήταν κορίτσι και πως το όνειρό της ήταν να ξεπεράσει εκείνα τα όρια.
«Πρέπει να φύγουμε. Τώρα.» είπε ένας άνδρας μέσα από το αυτοκίνητο. Ο πατέρας του μικρού κλέφτη και σύζυγος της γυναίκας με τα όμορφα μάτια. «Θα γυρίσουν σύντομα.»
Ήταν μάρτυρας ενός μικρού μυστικού. Ντρεπόταν να κοιτάξει μπροστά, ένιωθε σαν να κρυφάκουγε. Ο πατέρας της τώρα θα την είχε χτυπήσει, ήταν λάθος να ακούει τέτοιες συζητήσεις. Από την άλλη, έπρεπε να τους καταδώσει. Ήταν έτοιμοι να φύγουν από την χώρα. Ήταν ενάντια του νόμου. Κανείς δεν φεύγει, ποτέ. Έτσι της έμαθαν.
Η Αλίκη προχώρησε μερικά βήματα προς τη γυναίκα. Σήκωσε το χέρι της και της πρόσφερε ένα από τα πορτοκάλια. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τα γυρίσει στον πατέρα της. Θα έτρεχε μακριά και δεν θα αποκάλυπτε ποτέ το μυστικό. Δεν είδε τίποτα, δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Αλλάχ θα τη συγχωρέσει.
Με αυτή τη σκέψη, η γυναίκα πήρε το πορτοκάλι. Της άνοιξε τον δρόμο και η μικρή τότε Αλίκη μπήκε στο αυτοκίνητο, δίπλα από τον μικρό κλέφτη και το μωρό. Η μηχανή ξεκίνησε, πέρασαν το συρματόπλεγμα και οδήγησαν μακριά. Οι πυροβολισμοί ήταν πολύ μακριά για να τους σταματήσουν.
Μέχρι που κάποια στιγμή σταμάτησαν.
«Ας ξεκινήσουμε με ένα χαμόγελο, εντάξει;» τη ρώτησε.
«Γιατί;»
«Μπορείς να μη μου πας κόντρα;» η υπομονή του έφτανε στα όρια. Εκείνη το έβλεπε στα μάτια του, είχε ήδη σχέδιο για το πώς θα τη σκότωνε. «Απλώς, κοίτα να δεις-»
Κράτησε το γέλιο της για τον εαυτό της και τον προκάλεσε περισσότερο. «Δεν βλέπω καλά στα πέντε μέτρα. Ειδικά μετά από τις τρεις μπύρες που έφερες παράνομα στο τρένο.»
Εκνευρισμένος που τον διέκοπτε συνέχεια, αναστέναξε. «Δεν σου είπα να τις πιείς.»
«Και ξέρεις τι είναι αστείο;» τον αγνόησε. «Για να βάλει κάποιος φακούς επαφής ενώ έχει μυωπία και αστιγματισμό πρέπει να δώσει τα νεφρά του -καλά όχι, της μάνας του- και άντε να μάθεις να τους βάζεις χωρίς να πεθάνεις.»
Έμεινε να τη κοιτάει. Του χαμογέλασε.
«Ξεκινάμε με ένα χαμόγελο.» συνέχισε μόνη της. «Πες μου.»
Ο άγνωστος μπροστά της έσκυψε κοντά πάνω στο τραπέζι της καμπίνας τους στο τρένο. «Η Αλίκη μεγάλωσε και έμαθε Ελληνικά με ένα μεγάλο χαμόγελο. Στην αρχή ήταν φόβος, μιας και είχε περάσει βραδιές ατελείωτες σε σκοτεινές χώρες μέχρι να φτάσει στην Ελλάδα, αλλά στο τέλος ήρθε φορώντας το μεγάλο της χαμόγελο.»
«Και ήταν μόνο πέντε.» μουρμούρισε η κοπέλα σε σκέψεις. Άφησε το κεφάλι της να πέσει στα χέρια της πάνω στο τραπέζι. Της άρεσε αυτή η ιστορία τελικά και δεν το περίμενε. Ανυπομονούσε για το τέλος. Ο προορισμός, το ταξίδι πολλές φορές της περνούσε αδιάφορο.
Ίσως επειδή το έκανε συνήθως μόνη.
Και ο άγνωστος συνέχισε. «Ήταν η πιο δυνατή από όλους. Έμεινε με την οικογένεια που το έσκασε από το Αφγανιστάν όμως για χρόνια, ήταν δύσκολο να τρέξει πίσω από την παιδεία και οι πλέον γονείς της στην εργασία, εξαιτίας της γλώσσας. Όμως ήταν τόσο έξυπνη που ήταν η πρώτη από τους τέσσερίς τους που έμαθε τα Ελληνικά. Μέχρι τα δέκα είχε αναλάβει ρόλο μεταφραστή της οικογένειας.»
«Το Αλίκη δεν ήταν το πραγματικό της όνομα.» του είπε ανακαλώντας τις πρώτες προτάσεις της ιστορίας. «Άρα, από πού βγήκε;»
Εκείνος της χάρισε ένα μικρό χαμόγελο, εκείνο που σηκώνεται η μία γωνία και σε κάνει να το κοιτάς θέλοντας να προσφέρεις και εσύ την άλλη γωνία στο χαμόγελό του.
«Είναι κάπως τραγική η αιτία που έγινε αλλαγή του ονόματος, αλλά οκ. Στην περιοχή που έμεναν δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά πράγματα με τα δικά τους ονόματα. Έπρεπε στο σχολείο να γραφτεί με Ελληνικό όνομα και υπηκοότητα. Προφανώς δεν είχε κάτι από τα δύο και αυτό ήταν ένα ακόμη εμπόδιο για τα πάντα. Οπότε διάβαζε μόνη της, μαθηματικά, γλώσσα, ιστορία του κόσμου, ακόμη και θρησκευτικά, της χώρας της και της χώρας που ζούσε.» της απάντησε. «Κάπου στο γυμνάσιο αποφάσισε πως ήθελε επιτέλους να πετύχει. Έπρεπε να βγάλουν πλαστά έγγραφα, γιατί η νομοθεσία δεν το επέτρεπε, τουλάχιστον έτσι τους είπαν. Ο πατέρας έδωσε το αυτοκίνητο με το οποίο ήρθαν στην χώρα και η μητέρα πήρε δεύτερη δουλειά ως καθαρίστρια στο γυμνάσιο που ήταν να πάει η μικρή. Πέρασε καιρός, έφτασε Τρίτη γυμνασίου-»
«Κάτσε πάνε πίσω.» τον διέκοψε ξανά. «Μέχρι τότε δηλαδή τίποτα; Δεν είχε πάει ακόμα σχολείο; Και κανείς δεν μπορούσε να της κάνει μαθήματα;»
«Σκέψου πως για το ενοίκιο του έπαιρναν περίπου εκατό ευρώ παραπάνω από αυτό που άξιζε η τρύπα που έμεναν, απλώς και μόνο επειδή όταν το έκλεισαν στην αρχή δεν ήξεραν τη γλώσσα. Οπότε ποιον θα πληρώσεις για να της μάθεις γράμματα όταν με ένα κερί φώτιζες όλο το σπίτι στο Αφγανιστάν και στην Ελλάδα δεν άλλαξε τίποτα;» τη ρώτησε.
Ήταν η σειρά της να εκνευριστεί. «Δεν είναι δίκαιο αυτό.»
«Όχι, αλλά τουλάχιστον κατάφερε να γείρει τη ζυγαριά. Άκου τώρα.» της είπε σιγανά. Τη κοίταξε με γελαστά γαλανά μάτια, το καφέ των δικών της έλιωνε. «Η μητέρα βρήκε στο σχολείο ένα βράδυ ένα βιβλίο. Το έκλεψε, ήταν παρατημένο εκεί και είχε μια κόρη που δεν ήταν κόρη της, αλλά τρελαινόταν για αυτά. Το πήρε και της το έδωσε. Η μικρή το διάβασε από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα που έπεσε ο ήλιος. Το λάτρεψε τόσο που το διάβασε ξανά την επόμενη μέρα στον άρρωστο αδελφό της.»
Η κοπέλα προσπάθησε να μαντέψει. «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων;»
«Μια μέρα τρέχοντας πίσω από έναν μικρό κλέφτη γνώρισε τον δικό της λαγό, ποντικό και τρελοκαπελά.» γέλασαν μαζί. «Ο δικαστής και η Βασίλισσα ήταν το ηλίθιο σύστημα που ίσχυε ή και όχι και η Ελλάδα η νέα Χώρα των Θαυμάτων της.»
Το είχε και εκείνη αυτό το βιβλίο. Σκληρόδετη έκδοση στα αγγλικά με χρυσή γραμματοσειρά. Ήταν δώρο γενεθλίων από την καλύτερη της φίλη, Έρη, το οποίο χρησίμευε ως βάση για το λάπτοπ της και το πιάτο με τη κρύα πίτσα.
«Και μετά;» τον ρώτησε περίεργη να μάθει το μέλλον της μικρής Αλίκης. «Τι έγινε μετά;»
Εκείνος το σκέφτηκε για λίγο. «Έδωσε κάποια τεστ σε γνώσεις δημοτικού, αλλά ξεκίνησε από την πρώτη γυμνασίου, χάνοντας τρία χρόνια.» θλιμμένη η έκφρασή του σε αυτή την πρόταση, γαλήνευσε στην επόμενη. «Ευτυχώς είχε πέσει σε μια καλή καθηγήτρια. Αν και την είχε μόνο στο γυμνάσιο, ακόμη και στο Λύκειο ήταν εκεί για εκείνη. Για τις Πανελλήνιες τις έκανε δωρεάν μαθήματα. Έδωσε δύο φορές και μπήκε στην Ιατρική.»
«Τώρα;»
«Τώρα είναι σε ένα χόστελ της Φρανκφούρτης και περιμένοντας την πρώτη φτηνή πτήση για Ολλανδία όπου θα κάνει το μεταπτυχιακό της.» έριξε την πλάτη του πάνω στη δερμάτινη θέση του, τα χέρια ψηλά και πίσω από το κεφάλι του. «Αλλά μπορεί και να μην είναι Ολλανδία. Δεν θυμάμαι. Τη γνώρισα χθες στις τρεις το βράδυ πάνω από σκέτη τεκίλα σε ένα πάρτι του χόστελ.»
Η κοπέλα ήθελε να γελάσει. Δεν είχε πει κάτι αστείο ο τύπος, απλώς δεν πίστευε πως της συνέβαινε όλο αυτό. Όταν ξύπνησε το πρωί δεν είχε ιδέα πως η μέρα της θα εξελισσόταν σε κάτι τέτοιο. «Η ιστορία δηλαδή μπορεί να είναι και φανταστική; Για να μάθεις το όνομα μου;»
«Είπες πως είσαι από Ελλάδα και θυμήθηκα μια κοπέλα από εκεί.» της έδωσε ένα σαγηνευτικό χαμόγελο που δεν την συγκίνησε. «Έπιασε;»
Δαγκώνοντας τα χείλη της, απάντησε. «Όχι.»
Ο άγνωστος μούγκρισε δυστυχισμένα. «Μπορώ να σου πω άλλη μια ιστορία.»
Εκείνη απλώς έβγαλε ένα βιβλίο στα χέρια της. «Κάποια άλλη μέρα.»
Η δική της ξεκίνησε κάπως έτσι. Η κολλητή της από τουλάχιστον πέντε χρονών, στα τέσσερα τη μισούσε, μπήκε μέσα στο διαμέρισμά της, τράβηξε τα καλύμματα από πάνω της και άνοιξε τα παντζούρια να μπει ο ήλιος και η χαρά. Η Έρη, κάνει ρίμα με το πιπέρι που ρίχνει συνέχεια όταν μιλάει καυστικά, την πήρε από τα πόδια και την έριξε στο πάτωμα για να ξυπνήσει πριν αρχίσει να φτιάχνει τη βαλίτσα της για την ωραία Κοιμωμένη με το νέο σπυράκι στο κούτελο.
Είκοσι πέντε χρονών και ακόμη να μάθει να θυμάται να πλένεται πρωί βράδυ. Ή γενικότερα, να προσέχει τον εαυτό της.
Ήταν άτομο που η δουλειά ήταν το παν. Αν τη ρωτούσες στα είκοσι πού θα την έβλεπες σε πέντε χρόνια, θα σου απαντούσε «Με ένα πτυχίο Χημείας στο χέρι και μια καλή δουλειά σε εργαστήριο του κράτους». Σίγουρα δεν θα σου απαντούσε την πραγματικότητα που βίωνε τώρα: να έχει θάψει το πτυχίο κάπου στη ντουλάπα κάτω από τα καλοκαιρινά και να γράφει τα επόμενα posts ενός μοντέλου.
Ήταν βοηθός εξ αποστάσεως και τον τελευταίο χρόνο είχε αναλάβει την προσωπική σελίδα ενός μοντέλου του εξωτερικού και το blog της. Αυτό περιλάμβανε να κλείνει ραντεβού για τοποθεσίες για φωτογράφιση, τις διακοπές του μοντέλου, με ποιον θα βρισκόταν τα βράδια για να κάνει εντύπωση, τι θα έγραφε στο blog της και στις αναρτήσεις της, τι θα ανέβαζε, πότε θα το ανέβαζε, αν υπήρχε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία, αν ήταν σε συνεργασία με κάποια εταιρία, πότε θα ανακοίνωνε τη νέα της καμπάνια και να έχει υπό έλεγχο τα ηρεμιστικά του ατζέντη της που ήταν έτοιμος να παραιτηθεί. Πού χρόνος για την ίδια;
Ο πρώην της έλεγε πως είναι εθισμένη στην οθόνη. Πριν την απατήσει και τη χωρίσει, του είπε να κατεβάσει τα σκουπίδια γιατί η πίτσα μαζευόταν και δεν έφευγε. Η Έρη έλεγε απλώς πως ήταν εργασιομανής. Κάτι που λύνεται αν πάρεις τη μανία και την πετάξεις στα σκουπίδια.
Πήρε το λάπτοπ της και το έβγαλε από τη μπρίζα που ήταν το σωσίβιο της ζωής του μιας και λειτουργούσε χωρίς μπαταρία. Η μπαταρία τους άφησε όλους τρία χρόνια πριν με έναν καφέ και μετά ξεχάστηκε και δεν πήρε καινούρια.
Η Έρη λοιπόν, εκείνη η οχιά, το τσόκαρο, η νύφη-σε-έναν-μήνα-και-κάτι, η σουπιά, η ξανθιά που μπερδεύει το GPS όταν οδηγεί. Αυτή ήταν η κολλητή της που στα φοιτητικά του χρόνια γύριζαν από το Ταξίδι στο Berlin της Θεσσαλονίκης και πίσω στην Πίτσα του Σάκη στις πέντε το πρωί μεθυσμένες πριν πάρουν το αεροπλάνο για κάποιο παρορμητικό ταξίδι που αποφασίστηκε στις τρεις. Αυτή ήταν η κολλητή που είδε την φίλη της μετά την αποφοίτηση να χάνει φίλους, να κλείνεται σε ένα δωμάτιο μπροστά στον υπολογιστή επειδή δεν μπορούσε να σταυρώσει δουλειά, να χάνεται και στο τέλος να ζει για κάποιον άλλον.
Αυτή η πουτ- η ηλίθια τόλμησε να της πετάξει το λάπτοπ και να τη βάλει σε ένα αεροπλάνο για Γερμανία με λίγες προς τιποτένιες πληροφορίες για το τι θα συναντούσε εκεί. Το μόνο που ήξερε ήταν πως από το Βερολίνο -το αληθινό αυτή τη φορά και όχι ένα κωλόμπαρο της Θεσσαλονίκης- θα έπαιρνε το τρένο για Φρανκφούρτη και από εκεί μια πτήση προς το βρωμερό Παρίσι.
Σε εκείνη την πτήση γνώρισε και τον ακατανόμαστο γείτονά της. Στην αρχή ήταν μεθυσμένος και διάβαζε εφημερίδα λες και καταλάβαινε τα γράμματα, πριν το χαστούκι της αεροσυνοδού τον ξυπνήσει. Βλέπετε, την είχε πέσει σε κάποια άλλη. Είχαν σχέση και χάρη σε εκείνη μπήκε σε φθηνή πτήση. Αυτό ήταν έρωτας, μονομερής, άξεστος, αξιέπαινος της βλακείας του ανθρώπινου γένους. Από εκεί και μετά, ο καστανόξανθος με τα γαλανά μάτια και την βαριά προφορά στα αγγλικά, κοιμήθηκε στον ώμο της. Μαζί κατέβηκαν το αεροπλάνο. Ο ένας βοήθησε την άλλη να σηκώσει τη βαλίτσα της στο τρένο από το αεροδρόμιο προς το κέντρο του Παρισιού. Και μαζί έτρεξαν να προλάβουν το επόμενο τρένο για ένα χωριό της Γαλλίας που κανείς τους δεν μπορούσε να προφέρει σωστά.
Σεντ-Σιπριέν; Σεντ-Κυπριέν; Saint-Cyprien στο Dordogne τέλος πάντων, διαβάστε το μόνοι σας.
Δεν τον ήξερε καθόλου. Δεν γνώριζε το όνομά του, από πού ήταν και τι λογής δολοφόνος πραγματευόταν. Του άρεσαν τα όπλα; Τα μαχαίρια; Τα χημικά; Σε σκότωνε με αλυσίδες να χτυπούν το σώμα σου; Κάπου είχε διαβάσει για μία που την είχαν κάψει αφού είχε γεννήσει, το αστείο ήταν πως είχαν τα ίδια σχέδια για τη κόρη της. Εκείνη απλώς τους έβαλε φυλακή, χαζά πράγματα.
Ο τύπος λοιπόν με την περίεργη προφορά που έχανε φωνήεντα και ένωνε σύμφωνα στα αγγλικά, προσπαθούσε να της πάρει όνομα, τηλέφωνο και εκκίνηση ταξιδιού. Δεν την είχε ρωτήσει ευθέως για κάτι από αυτά, ήταν ευγενικός, ρώτησε μόνο ένα «Σ'αρέσει του σουβλάκι, η πίτσα, ή τα μπρέτσελ;» και εκείνη σαν ηλίθια απάντησε «Σουβλάκι φυσικά, με το κρεμμύδι του, το ζουμάκι του και αν είσαι μάστορας, λεμόνι και μπούκουβο από πάνω» και υπέθεσε σωστά πως ήταν Ελληνίδα.
Η βαλίτσα του με τα πολλά αυτοκόλλητα πτήσεων πρόδιδε άνθρωπο πολυταξιδεμένο, μορφωμένο πολιτισμικά, κοινωνικό, δεν βάζει τον κώλο του κάτω παρά μόνο για να φάει και να κατουρήσει. Στην αρχή νόμιζε ήταν κανένας σοβαρός επιχειρηματίας, έτσι υπέθεσε και εκείνη από το λευκό πουκάμισο και το μικρό χαρτοφύλακα στα χέρια του. Μετά εμφανίστηκε η πράσινη βαλίτσα, όμοια με τη δική της, που στο χερούλι είχε ως βασιλιά ένα λούτρινο γατάκι. Το όνομά του, έμαθε αργότερα, ήταν Τζέρι, από το παιδικό Τομ και Τζέρι.
Οι τέσσερις ώρες του τρένου προς το χωριουδάκι ήταν μεγάλες. Θα μπορούσαν να ήταν περισσότερες, αν είχε κλείσει φθηνή θέση σε ένα από τα αργά τρένα που έκαναν έντεκα ώρες από την αρχή ως το τέλος. Ω τι ωραία τα λιβάδια, τι όμορφες οι λίμνες, εξαιρετικό το σκηνικό, μπούρδες, μπούρδες και άλλες μπούρδες. Εκείνη νοιαζόταν να φτάσει στον προορισμό της γρήγορα για να βρει σήμα να πάρει τηλέφωνο την Έρη και να τη ρωτήσει πού στο διάολο την έστειλε.
Ο άγνωστος έκανε αυτό το ταξίδι...υποφερτό κατά κάποιον τρόπο. Αν και είχαν γνωριστεί στο αεροπλάνο -γεια, πειράζει να σπάσω πάνω σου; Εντάξει αδελφέ, αρκεί να μη σαλιώνεις στον ύπνο σου- δεν είχαν ανταλλάξει καμιά βαθιά κουβέντα μέχρι να κάτσουν στην ίδια καμπίνα του τρένου. Ήταν μόνοι τους, μέσα σε οχτώ θέσεις και τυχαία, ή και όχι, επέλεξαν να κάτσουν ο ένας απέναντι από τον άλλον. Οι πράσινες βαλίτσες τους ταξίδευαν αντικριστά, ο Τζέρι έκανε παρέα στη λουλουδάτη κορδέλα της και ο χαρτοφύλακας του ενός κορόιδευε το παλιό σακίδιο της άλλης. Εκείνο το σακίδιο όμως είχε χωρέσει όλη της τη ντουλάπα ένα καλοκαίρι στη Σουηδία, θα το σέβεστε.
Και μετά, ξεκίνησε η φάση με την Αλίκη. Αποδείχθηκε πως η Αλίκη γιόρταζε πλάι του γείτονα ένα βράδυ γεμάτο ποτά και τηγανιτές πατάτες που δόξαζαν το αλάτι τους, πριν αποχωριστούν από το χόστελ τους. Ο άγνωστός της έγινε άγνωστος και στην Αλίκη και η Αλίκη έγινε άλλη μια άγνωστη με περιπετειώδη ζωή που ίσως και να μη θυμόταν κανείς τους αύριο.
Ίσως και να γραφόταν σε ένα βιβλίο για τη δυστυχία.
Στο παρόν, με μισή περίπου ώρα για την άφιξή τους στο μεσαιωνικό χωριό της Γαλλίας, περνούσαν μπρος ολοταχώς από περιφέρειες και άλλα χωριά της χώρας. Τέτοιες στιγμές, η μικρή μας πρωταγωνίστρια ευχόταν να έπαιρνε ένα αργό τρένο για να μπορεί να θαυμάζει την εξοχή και το μαγευτικό τοπίο μιας ξένης προς εκείνη χώρας. Άλλες στιγμές γελούσε σε αυτή τη σκέψη γιατί έπρεπε να πιάσει ίντερνετ επειγόντως και να επικοινωνήσει με το γλυκό της μοντέλο από την Φιλανδία και αν τελικά επέζησε το δικό της ταξίδι στο Μπαλί.
Στα χέρια της κρατούσε ένα μικρό βιβλίο με εξωτικά εστιατόρια και τι μπορούσες να κάνεις στο Μπαλί. Προς έκπληξή της, βρήκε μέσα συνταγές, κάποιες που την έκαναν να παραξενευτεί, άλλες που την έκαναν να αηδιάσει και τρίτες που θα πέθαινε για να δοκιμάσει. Δεν ήταν άνθρωπος που έπιαναν τα χέρια της, μια φορά τηγάνισε αβγά και τελικά τηγάνισε τη κουζίνα της.
Ήταν το λιγότερο επικίνδυνη προς τον εαυτό της και τους άλλους με τα κατσαρολικά. Τουλάχιστον ως Χημικός γνώριζε πώς να καθαρίσει τα καμένα. Ήταν μια απλή λύση: ικέτεψε τους γονείς της για ταπεράκια και να της φτιάξουν τη κουζίνα, δωρεάν και με αγάπη για την κόρη τους.
Έπεσε λίγο κλάμα, αλλά το κόλπο έπιασε.
«Λοιπόν...Μπαλί;» παρατήρησε από το τραπέζι απέναντι ο άγνωστος. «Είναι κάπου που θες να πας ή το διαβάζεις έτσι για πλάκα;»
Πίσω από το χαρτί η κοπέλα για λίγο εκνευρίστηκε που τη διέκοπτε ξανά. Όταν δούλευε, ναι και αυτό δουλειά είναι, την θύμωνε που η συγκέντρωσή της έπεφτε. Ίσως για αυτό να ήταν εργασιομανής και να μην είχε παρατηρήσει το γεγονός ότι ο πρώην της τελικά δεν έβγαλε τα σκουπίδια.
«Είναι για μια φίλη. Εδώ μέσα έχει συνταγές.» του είπε πριν χιουμοριστικά κοιτάξει μια βίλα που έβλεπε σε κάποιον ωκεανό. Άλλο ένα χαρακτηριστικό της, δεν είχε ιδέα από γεωγραφία. Με ενθουσιασμό τον κοίταξε πάνω από το βιβλίο της. «Βλέπω τρώνε ακρίδες πάνω από το σώμα του συντρόφου τους πριν, ξέρεις, κάνουν την πράξη. Θες να το δοκιμάσω πάνω σου;»
Ο άγνωστος γέλασε. Γέλασε σαν να φοβόταν. Μπορεί να μην ήταν δολοφόνος και μπορεί εκείνη να είχε την ικανότητα να τον σκοτώσει. «Αστείο ε; Καλό, καλό. Αλλά όταν καταφέρω να αριστεύσω στις κουζίνες της Γαλλίας, Πορτογαλίας και λοιπών χωρών της Ευρώπης, θα κλαις που δεν με πήδηξες όσο είχες τη τιμή. Δεν πειράζει, θα σε θυμάμαι. Άννα είπαμε;»
Κοντά, αλλά «Όχι. Παραλίγο να με ρίξεις.» του είπε λυπημένα. Κατέβασε το βιβλίο και έσκυψε κοντά του. «Και πώς θα σαγηνεύσεις τον κώλο σου στις κουζίνες της Ευρώπης ερωτιάρη;»
«Θα μάθω την πιο ρομαντική και ερωτική γλώσσα του κόσμου.» της είπε σχεδόν συνωμοτικά. «Θα μάθω να μαγειρεύω. Εκεί πάω τώρα, να μου μάθουν βήμα βήμα τα πάντα. Αλλά μη το πεις πουθενά, δεν θέλω και άλλοι να μάθουν αυτό το όμορφο ταξίδι μου με οχτώ αγνώστους.»
Οχτώ; Ο αριθμός της φάνηκε γνωστός. Τον είχε ακούσει πολύ σήμερα. Οχτώ τα λεπτά που προλάβαινε να κλέψει μεταξύ τουαλέτας και τρένου. Οχτώ ήταν όταν την ξύπνησε η Έρη το πρωί. Οχτώ ήταν τα χαστούκια που θα της έδινε στον γυρισμό. Οχτώ...δεν μπορεί!
Μπορεί; Τον κοίταξε λάγνα. Βρε πλάκα κάνεις! «Αν μου το πεις, μπορεί να σου κάτσω.»
«Παραλίγο να σε πιστέψω.» της είπε, ξαφνικά σοβαρός. «Θα με κοροϊδέψεις όπως κάνεις σε όλο το ταξίδι.»
Μούτρωσε και έκανε τη στεναχωρημένη. «Εγώ; Σε παρακαλώ, ποτέ.» άγγιξε απαλά το χέρι του και του έκλεισε το μάτι. «Θέλω να μου πεις πώς θα κατακτήσεις τη μαγειρική όπως θα κατακτούσες εμένα.»
Της χτύπησε παιχνιδιάρικα το χέρι αλλά έμεινε σοβαρός. Δεν του άρεσε πλέον το παιχνίδι. «Έλα χαζομάρες.» της είπε και εκείνη έδιωξε τη μάσκα του ρομαντισμού από πάνω της. Δεν υπήρχε λόγος να έπαιζε μαζί του πλέον, καλό το αστείο. Ο άγνωστος κοίταξε για λίγο τα χέρια του. «Είναι απλώς ένα πρόγραμμα από κάτι Γάλλους. Ταξιδεύεις σε οχτώ πόλεις της Ευρώπης και μαγειρεύεις και τέτοια μαζί με άλλους οχτώ αγνώστους. Δεν είναι κάτι.»
Έκλεισε το βιβλίο της και συγκεντρώθηκε πάνω του. «Θα ήταν ασήμαντο αν δεν ενθουσιαζόσουν τόσο. Πες μου. Έτσι και αλλιώς το ίδιο προορισμό έχουμε.» Μπορεί να ψάξω να σε βρω.
Κάποιος τους είπε να ετοιμάσουν τα πράγματά τους. Σε λίγο θα έφταναν στον προορισμό τους. Ο άγνωστος την απάντησε με απόλυτη ειλικρίνεια. «Με λίγα λόγια, είναι ένα πάρτι για μοναχικούς ανθρώπους.»
Έρη, πού την έμπλεξες;
«Δεν φαίνεσαι για μοναχικός άνθρωπος.» σχολίασε χαμηλόφωνα η κοπέλα.
«Ούτε και εσύ.» της απάντησε γεμάτος νόημα. «Αλλά συνήθως μπορούμε να το κρύβουμε καλά.»
Ή απλώς το φωνάζουμε στο υπέρτατο όριο της δύναμής μας και κανείς δεν ακούει γιατί δεν ακούσαμε ποτέ πως ήταν μία επιλογή μας, σκέφτηκε μελαγχολικά η κοπέλα.
«Εσύ γιατί πας εκεί;» τη ρώτησε ο άγνωστος.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και ανασήκωσε τους ώμους της. «Πραγματικά δεν έχω ιδέα.»
Της χαμογέλασε, όπως όταν είχαν ξεκινήσει. «Καλή φάση.»
Ο δυνατός ήχος και μια φωνή με το όνομα της στάσης τους φώναξε να σηκωθούν. Κατέβασαν τις πράσινες βαλίτσες τους και το λούτρινο γατάκι σερνόταν αμίλητο πλάι στην λουλουδένια κορδέλα. Κατέβηκαν μαζί από το τρένο χωρίς να ανταλλάζουν κουβέντα, ξαφνικά η σιωπή ανάμεσά τους να ήταν η μόνη συζήτηση που έπρεπε να κάνουν. Η μελαχρινή κοπέλα και ο ξανθός άνδρας στάθηκαν στη μέση της στάσης μπερδεμένοι, ψάχνοντας τι τι στο καλό είχαν σύρει τους κώλους τους να κάνουν σε έναν άγνωστο τόπο.
Εκείνη δεν είχε ιδέα. Εκείνος δεν το είχε σκεφτεί ιδιαίτερα. Κάποιος ήθελε να ξεφύγει και άλλος να ψάξει τους δαίμονές του. Απλώς κανείς τους δεν παραδέχτηκε κάτι από αυτά.
Κρατώντας το βιβλίο για το Μπαλί στο χέρι, η κοπέλα εντόπισε μια καρτέλα με το όνομά της. Ο μελαμψός άνδρας με τον μπλε μπερέ τη κρατούσε μέσα στη νύχτα πλάι σε μια πιο κοντή γυναίκα, φανερά χαρούμενη με τα πάντα, που κρατούσε ένα άλλο όνομα. Περίμεναν και αυτοί τις δικές τους Αλίκες άραγε;
Τον κοίταξε διακριτικά και τον έπιασε να της χαμογελάει πίσω από την εφημερίδα που διάβαζε στο αεροπλάνο. Σήκωσε και εκείνη το μικρό βιβλίο της, ώστε ο ένας να μπορεί να δει μόνο το βλέμμα του άλλου.
«Μπορείς να μου το προφέρεις;» τη ρώτησε.
«Μόνο αν μου προφέρεις και εσύ το δικό σου.» του απάντησε, ακολουθώντας το παιχνίδι του.
Ακόμη άγνωστοι με γνωστές ματιές. Τα γελαστά γαλανά μάτια του ήταν το μόνο που μπορούσε να εντοπίσει μέσα στον κατά τα άλλα άδειο σταθμό που της έπνεε ασφάλεια. Και τον ήξερε μόνο τέσσερις ώρες!
«Είμαι ο Κάσπαρ.» μουρμούρισε, οι δυο τους πίσω στις συνωμοσίες δολοφονίας τους και το ερωτικό παιχνιδάκι που ποτέ δεν θα έβγαινε σε τέλος. «Από την Εσθονία.»
Χμ, τελικά είχε δίκιο για την βαριά προφορά, ήταν βόρειος.
Το βιβλίο μαγειρικής για το Μπαλί έκρυψε καλά το δικό της χαμόγελο. «Είμαι από την Ελλάδα.» γνωστή πληροφορία. Ένιωθε περίεργα που θα του έδινε το όνομά της. Ωραία περίεργα, οι λέξεις τις δεν ήταν αρκετές, ήταν μαθημένη σε χημικούς τύπους και αυτή η εξίσωση έβγαζε νόημα.
Ή κάτι πήγαινε λάθος με τους υπολογισμούς της.
«Και με λένε Αυγή.»
Και τι απέγινε η Αλίκη, θα με ρωτήσεις; Δεν μπορώ να σου απαντήσω με σιγουριά, ούτε εγώ ξέρω. Ωστόσο έχω και άσχημα νέα.
Πέρασαν χρόνια όταν προσπάθησε να ψάξει την πραγματική της οικογένεια. Ποιος να είχε μείνει, προσπαθούσε να θυμηθεί. Η μητέρα της που με προσοχή της έλεγε να καλύπτει το πρόσωπό της με τη μπούργκα, ο πατέρας της που τη μάλωνε αν έπαιζε με τα άλλα παιδιά και ένα μωρό που γεννήθηκε όταν εκείνη το έσκασε και δεν έμαθε ποτέ πως υπήρξε. Ο μικρός της ήρωας από τα παιδικά βιβλία του νεκρού μεγάλου της αδελφού της έλεγαν να είναι δυνατή, να έχει θάρρος και να κατακτά τους στόχους της, ως γυναίκα. Της το χρωστούσε αυτό. Την παιδική αθωότητα ενός κοριτσιού που την έχασε παίζοντας ένα παιχνίδι για αγόρια.
Οπότε προσπάθησε να γυρίσει πίσω. Να μάθει τι απέγιναν εκείνοι που της έδωσαν ζωή και πνοή. Τους είχε παρατήσει όταν τη χρειάζονταν περισσότερο. Θα μου πεις, τι μπορούσε να δώσει ένα πεντάχρονο κορίτσι που υποκρίνονταν το αγόρι σε μια χώρα όπως το Αφγανιστάν; Πολλά, για έναν γέρο πατέρα που είχε ένα χτυπημένο πόδι και μια μητέρα που οι πολλαπλές αποβολές δεν τη καθιστούσαν ικανή να κάνει πολλά πράγματα. Ήταν βρώμικη στα μάτια του κόσμου, ένα έκτρωμα που δεν μπορούσε να κρατήσει παιδί. Και έχασε δύο γιους: έναν από πυροβολισμό, έναν από τύχη και το χέρι κάποιου αγνώστου.
Όταν κατάφερε να τους βρει, δεν ήθελαν να τη δουν. Δεν είχαν κόρη εξάλλου. Στα χαρτιά τους ήταν αγόρι με όνομα Aayan, το δώρο του Θεού. Και μετά χαρακτηρίστηκε νεκρή γιατί χαμένη θα ήταν ένα εμπόδιο.
Το επόμενο γράμμα τους ευχαριστούσε. Γιατί μπορεί να μη τη μεγάλωσαν στη γυναίκα που ήταν σήμερα, αλλά δεν την έψαξαν. Δεν δήλωσαν εξαφάνιση. Την άφησαν και δεν τη κυνήγησαν. Της έδωσαν ένα όνειρο και δύο άγνωστοι γονείς με έναν μικρό γιο της το έκαναν πραγματικότητα.
Στα χαρτιά ήταν η Αλίκη. Και στους ψίθυρους κάτω από κουβέρτες μέσα στο κρύο, στα χείλη του μπαμπά και της μαμάς, ήταν η Basma. Το χαμόγελο. Έτσι ξεκίνησε η ζωή της.
Δεν ξέρω γιατί στα γράφω όλα αυτά. Μου ζήτησες να κάτσω να σου πω τις δικές μου περιπέτειες. Αλλά ήδη τις ξέρεις αγαπητή Έρη, απλώς τις θες αποτυπωμένες στο χαρτί για να τις θυμάσαι και να τις θυμάμαι. Σου υπόσχομαι, είναι χαραγμένες στη μνήμη μου. Υπάρχουν όμως περιπέτειες που πρέπει να γραφτούν και αν μπορώ να τις πω στα γράμματά μου, ας είναι έτσι. Τι και αν είναι αγνώστων; Και εσύ κάποτε ήσουν μια άγνωστη για μένα. Και τώρα με αναγκάζεις να τρώω πορτοκάλια κάθε μέρα για τη Βιταμίνη C.
Οπότε γιορτάζω τις ζωές άλλων, μαζί με τη δική μου.
Πριν το ρωτήσεις, ξέρω πως θα μουτρώσεις, όχι, δεν θα σου πω πού είμαι. Πάνε να χαρείς τον μήνα του μέλιτος και άσε με εμένα! Σου υπόσχομαι η μοναχικότητά μου δεν είναι μόνη της. Τρώω καλά και όχι πίτσα. Και δες με, χωρίς λάπτοπ!
Ελπίζω να είσαι καλά. Να προσέχεις τις αράχνες μου στο μπάνιο. Είναι άκακες και φίλες κολλητές.
ΣΟΥ ΠΗΡΑ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΑΚΙΑ ΜΗΝ ΑΓΧΩ ΜΠΡΟ.
Σ'αγαπώ, κάπως.
Τα λέμε στην Ελλάδα σύντομα!
_________________________________
Α/Ν Πρώτο κεφάλαιο με μια μικρή γεύση για το τι θα γίνει και με ποιον!
Δεν έχω να πω πολλά, κάτι που δεν ανέφερα στον πρόλογο ήταν πως υπάρχει περίπτωση να δούμε κάποιες σκηνές ερωτικού περιεχομένου, οπότε θεωρήστε αυτο το κομμάτι την προειδοποίηση σας και αν παιχτεί κάτι που δεν σας αρέσει, προσπεραστε το.
Η ιστορία θα κυλήσει γύρω από έναν βασικό άξονα αλλά συγκεκριμένα γεγονότα δεν έχω στο μυαλό μου, το πάμε χαλαρά και όποιος αντέξει υποθέτω, οπότε υπομονή με εμένα και τις δημοσιεύσεις κεφαλαίων.
Οχτώ έτη και σήμερα εδώ μέσα. Ανυπομονώ να τα μοιραστώ με εσάς και αυτή τη νέα παρέα.
Ελπίζω να χορτασετε.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top