Η πτώση του ειδώλου
Το τσούρμο στο απέναντι πεζοδρόμιο του κίνησε την περιέργεια. Ανάμεσά τους ένας άντρας να μιλά με τα χέρια· να τα κουνά προς το στήθος, προς τη βρεγμένη άσφαλτο. Κάποιο ατύχημα είχε γίνει στο σημείο.
«Αφήστε τον άνθρωπο να πάρει λίγο αέρα,» ακούστηκε μια αντρική φωνή.
Κάποιος άλλος μιλούσε στο κινητό βηματίζοντας πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο. Έσφιξε τα χείλη του. Μια Κυριακή περίμενε κι αυτός να πάρει το καφεδάκι και την εφημερίδα του και καιρού επιτρέποντος να κάτσει στο παγκάκι της πλατείας. Να ακούσει τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπάλα –κάποια από αυτά την επόμενη θα τα δίδασκε ρήματα και κλάσματα-, να διασκεδάσει με τα γέλια των εφήβων που συγκεντρώνονταν σε μικρές παρέες και να νοσταλγήσει τη δική του νιότη στη θέα νεαρών ζευγαριών που περνούσαν αγκαλιασμένα.
Το φανάρι πρασίνισε για τους πεζούς. Στην άσφαλτο το βήμα του έγινε πιο σίγουρο. Στο πεζοδρόμιο λίγη βιασύνη, ένα λάθος πάτημα πάνω στη γλίτσα –αποτέλεσμα της πρωινής μπόρας- και θα βρισκόταν φαρδύς πλατύς κάτω. Δεν είχε πια τη δύναμη, ούτε την ευλυγισία να κρατήσει την ισορροπία του χωρίς σωματικό πόνο.
Δεν υπήρχε κανένας γνωστός του στο συγκεντρωμένο πλήθος. Πλησίασε και κοίταξε πάνω από τον ώμο μιας γυναίκας. Ήταν αρκετά απασχολημένη με το να πιάνει χώρο, για να ενοχληθεί από την παρουσία του. Χαμηλά, στην άκρη του πεζοδρομίου, δύο πλάτες. Ένας νεαρός υποστήριζε σε καθιστή θέση έναν ηλικιωμένο. Το θύμα, σκέφτηκε. Το μπουφάν του δε φαινόταν σκισμένο. Την εικόνα συμπλήρωναν ένα παντελόνι καφετί σε σημεία, γυαλιστερό σε άλλα -τόσο που δεν δικαιολογούσε μία και μόνο πτώση- και ένα σκουφί που αρνούταν να μείνει στη θέση του και να καλύψει –ως όφειλε- τις λιγοστές αναμαλλιασμένες άσπρες τρίχες.
«Κάτσε κάτω, θα έρθει ασθενοφόρο. Πού πας;» μάλωνε τον -ίσως- άστεγο ο νεαρός.
Εκείνος σταμάτησε τις προσπάθειες να σηκωθεί. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε τους ανθρώπους που τον είχαν περικυκλώσει. Βλέμμα χαμένο, γεμάτο ντροπή, γεμάτο φόβο. Σταμάτησε στο πρόσωπο του δασκάλου. Οι ματιές τους συναντήθηκαν, τα φρύδια του έσμιξαν. Δεν ήταν τόσο μεγάλος. Ίσως και να ήταν συνομήλικοι.
«Ασημάκη;» ψέλλισε και μια ρωγμή σχηματίστηκε στα χείλη του. Ο άντρας που πριν λίγο μιλούσε στο τηλέφωνο έσκυψε μπροστά του και τον ρώτησε.
Ο δάσκαλος έγειρε το κορμί του μπροστά. Το δυσκολεμένο εκείνο χαμόγελο του θύμισε κάποιον. Μόνο να άκουγε...
«Νίκο. Νίκο, με λένε,» απάντησε ο άστεγος κοιτάζοντας ευθεία μπροστά.
Ο δάσκαλος, ο κύριος Σίμος, -ο Ασημάκης, για τους αγαπημένους-, κοίταξε γύρω του. Τα δάχτυλα πάγωσαν, το μυαλό του μούδιασε. Έκανε μισό βήμα στα δεξιά και κοίταξε το «γέρο» από το πλάι, να δαγκώνει τα χείλια.
Μια κυρία τον σκούντηξε. Είχε πιάσει περισσότερο χώρο από ό,τι του αναλογούσε γύρω από το θέαμα. Ήθελε κι εκείνη να δει τι φοράει το θύμα, που χτύπησε, πού και πόσο λερώθηκε, να μάθει τι έγινε, να ρωτήσει λεπτομέρειες, να φωνάξει στον οδηγό που δεν είδε «ολόκληρο άνθρωπο». Κι ύστερα θα πήγαινε στη φιλενάδα της, να δουν κανένα πρωινάδικο και εκεί που θα κουτσομπόλευαν τις γειτόνισσες, θα θυμόταν και το γέρο. Μέχρι το μεσημέρι που θα γύρναγε στο σπίτι της να μαγειρέψει και να ανάψει το καντήλι μπροστά από το εικόνισμα. Συνήθειες που λες κάποια στιγμή θα πάψουν.
Ήξερε την «κυρία». Κι εκείνον η περιέργεια τον έσπρωξε πριν λίγα λεπτά να γίνει ένα με το τσούρμο. Χαμήλωσε το κεφάλι και κοίταξε αλλού. Της έδωσε τη θέση του, βγήκε από τον όχλο και συνέχισε την πορεία του προς το κέντρο της πλατείας.
Άπλωσε μια σακούλα από σούπερ μάρκετ στο νοτισμένο παγκάκι, κάθισε και ήπιε μια γουλιά καφέ κοιτάζοντας προς τη μεριά του συμβάντος. Ένας αιφνίδιος ζήλος τον γέμισε, να υπερασπιστεί τον ηλικιωμένο με κάθε τρόπο, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να γυρίσει στο σημείο και να κατσαδιάσει περαστικούς και οδηγό, να σιγουρευτεί ότι γίνονται οι απαραίτητες κινήσεις, ότι... Μια στιγμή κι ύστερα πάλι μούδιασμα. Φύσηξε πάλι. Ευτυχώς ήταν κρύος ο αέρας. Μπορούσε να δικαιολογήσει το δάκρυ.
Ο άστεγος είχε τώρα σηκωθεί και κάτι έψαχνε με το βλέμμα. Κοίταξε προς τη μεριά του δασκάλου και ξανά προς την τροχαία που είχε μόλις φτάσει.
Οι νεαροί γέμιζαν σιγά σιγά την πλατεία. Περίμεναν εκείνον που θα έφερνε τη μπάλα. Τα πιτσιρίκια δε θα έβγαιναν σήμερα. Κάποιος, ακολουθώντας παρόμοια διαδικασία απλώνοντας ένα από τα ένθετα της κυριακάτικης εφημερίδας, κάθισε δίπλα του. Μουρμούρισε κάτι. Τον κοίταξε. Σε εκείνον μιλούσε. Αρκετά κυριακάτικα πρωινά είχαν ανταλλάξει απόψεις για τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
«Ο κακομοίρης... τι να το κάνεις... μακριά από εμάς...».
«Μακριά από 'μας...» συγκατάνευσε και ο δάσκαλος και κοίταξε από την άλλη. Ένας κόμπος στο λαιμό.
Κοίταξε πάλι προς τη μεριά του ατυχήματος. Κάποτε, που ήταν ακόμα φοιτητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία, είχε ένα φίλο. Όμορφος, από εύπορη οικογένεια, εκείνος ήταν τελειόφοιτος στην Καλών Τεχνών όταν τον γνώρισε. Δεν είχαν πάνω δύο ή τρία χρόνια διαφορά. Νίκο τον έλεγαν. Τα μάτια του ανθρώπου δεν αλλάζουν. Δεν μεγαλώνουν όπως η μύτη και αυτιά. Όσο κι αν κρεμάσουν σακούλες και μαυρίσουν από κάτω, τα μάτια δεν αλλάζουν. Από τότε είχε να τον δει. Από εκείνο το βράδυ Σαββάτου, που αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει τη ζωή που του ζητούσε. Σαν κι η δικιά του, αυτή που ακολούθησε ήταν καλύτερη; Καλύτερη από το να άγεται και να φέρεται κανείς με τέτοια ρούχα, τέτοια εμφάνιση ζητιάνου.
Κοίταξε τον άντρα δίπλα του. Έκανε να του μιλήσει. Δαγκώθηκε.
«Κακός καιρός,» είπε τελικά και σηκώθηκε. Τι κουβέντα να ξεκινήσει που δε θα τον ντροπιάσει στον εαυτό του;
Πήρε να γυρίσει σπίτι. Από τον «αποκάτω» δρόμο. Μην τον δει ο πιτσιρικάς στο περίπτερο και του πιάσει πάλι την κουβέντα. Και λίγο πιο κάτω, έπρεπε να σκαρφιστεί δικαιολογίες για να αρνηθεί κεράσματα από τους γνωστούς του στο αρχαίο καφενεδάκι της γωνίας. Περπατούσε μόνος, σκυφτός, με ώμους που κουβαλούσαν βάρος.
Σαν να έγινε τριάντα χρόνια νεώτερος. Εκείνη την Κυριακή χαράματα. Έτσι και τότε, ένιωθε σαν όλα τα κεφάλια των κυριών με τα ρόλεϊ και τα μπικουτί να είχαν στηθεί πίσω από τις τρίλιες και να ακολουθούν τα βήματά του. Δεν υπήρχε τόπος να τον κρύψει. Σαν να μπορούσαν να διαβάσουν στα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα τις ανάρμοστες αγκαλιές που προτιμούσε. Ήταν η τελευταία του νύχτα με άντρα εκείνο το Σάββατο. Δεν επέστρεψε ποτέ σε εκείνο το δώμα, ούτε επισκέφτηκε κανένα άλλο. Μόνο με τη φαντασία του. Ίσως κάποιες νύχτες με τη γυναίκα του, κάποιες άλλες μόνος του. Το φίλο του εκείνον δε θέλησε να τον ξαναδεί.
Προσπέρασε το γιασεμί απέναντι από το σπίτι του, δεύτερη φορά που δεν ξεστράτισε για μια ρουφηξιά άρωμα. Μία εκείνο το πρωί και μία σήμερα.
Μπήκε στο μισοσκότεινο σαλόνι του έρημου πλέον από υποχρεώσεις σπιτιού. Έκατσε στην πολυθρόνα του και προσπάθησε να ανασάνει. Τα ταχύ βήμα του τον κούρασε. Αναρωτήθηκε τι να είχε συμβεί σε αυτόν τον άνθρωπο. Πώς να βρέθηκε στο δρόμο;
Εκείνος τα έκανε όλα όπως του είχαν πει. Ένα σενάριο ζωής, γραμμένο από άλλους· προγενέστερους και σύγχρονους. Σε αυτή τη γειτονιά, είχε δει τις μονοκατοικίες και τα παλιά προσφυγικά σιγά σιγά να γίνονται πολυώροφα κτίρια –και ο ίδιος άλλωστε είχε δώσει το πατρικό του με αντιπαροχή. Και είχε δει τους παιδικούς του φίλους να ενηλικιώνονται, να σπουδάζουν, να ανοίγουν δικές τους δουλειές ή να ψάχνουν το μεροκάματο, να ανοίγουν σπίτια, να κάνουν παιδιά και ύστερα εγγόνια. Κι αυτός το ίδιο έκανε. Με την ίδια σειρά.
Άραγε ποιες οι πιθανότητες μια δικιά του επιλογή να... Πήρε μια βαθιά ανάσα. Ήταν ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια. Φτηνός, εγωιστής, υποκριτής.
Τι το 'θελε; Δεν ήταν όμορφη αυτή η Κυριακή για βόλτα. Κι αυτός ο κόμπος στο λαιμό, δεν έλεγε να γίνει αναστεναγμός, να φύγει από μέσα του. Δεν ήταν τίποτα. Απλά, κρίμα ο κακομοίρης. Ποιον από τους δυο εννοούσε;
Ίσως σε άλλες γειτονιές, εκεί που πίσω από τα παραθυρόφυλλα κρύβονταν σιφονιέρες και γλάστρες με λουλούδια και όχι μάτια ελεγκτικά, κάποιοι να έπλαθαν τη δική τους πραγματικότητα. Να την χαίρονταν κιόλας! Είχε γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους, κάποτε. Έτσι, νόμιζε. Έτσι τους θυμόταν. Αυτούς τους ανθρώπους του άρεσε να τους νοσταλγεί, να τους ψάχνει στα πρόσωπα των εφήβων και των νεαρών ζευγαριών κάθε Κυριακή. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν κάποτε κι ο άστεγος που συνάντησε τυχαία εκείνο το πρωί.
Το μυαλό του γέμισε φωνές. Αντρίκιες, γυναικείες, ώριμες. Μία από αυτές και η δική του. Παλιά ήταν αθώες εποχές. Ξέγνοιαστες. Έκανε να γελάσει. Μόνο για τους «εντάξει», για τους ίδιους, για όσους δεν αμφισβήτησαν ποτέ και δεν ζήτησαν ποτέ κάτι παραπάνω. Θα πρόσθετε από εδώ και πέρα. Κάθε φορά που κάποιος συνδαιτυμόνας θα το έλεγε. Έπαιρνε την απόφαση εκείνη τη στιγμή και θα τη στήριζε μέχρι τέλους. Με κάποιο τρόπο έπρεπε να υπερασπιστεί αυτά που δεν τόλμησε· αυτά που λύγισαν άλλους.
Η πόρτα άνοιξε.
«Γύρισες κιόλας;» Ήταν η γυναίκα του. Αλαφιασμένη από το δρόμο. «Με πήρε η μεγάλη τηλέφωνο. Το απόγευμα θα έρθουν να δούμε και λίγο το μωρό. Θα κάτσουν και για φαγητό,» συνέχισε με μια ανάσα. «Τι με κοιτάς έτσι; Θα με βοηθήσεις καθόλου;»
«Ναι, ναι,» της απάντησε αμέσως. Η εικόνα του γέρου καλλιτέχνη θόλωσε και χάθηκε. Κάποια άλλη στιγμή μπορεί να τον ξανασκεφτόταν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top