Κεφάλαιο 7
Ζαΐρα.
Ένας έντονος πόνος με βασανίζει, με ξυπνάει όταν αρχίζει μέσω του σώματός μου. Ένας φακός φωτίζει το πρόσωπό μου και πληγώνει τα μάτια μου. Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνονται είναι ότι βρίσκομαι πεσμένη στο πάτωμα και με το κεφάλι να μην σταματάει να συσπάται εξαιτίας του πόνου. Τι έχει συμβεί; Πού είμαι; Ακούω τον ήχο των τζιτζικιών και διαισθάνομαι την μυρωδιά του φρέσκου αέρα που φτάνει μέχρι τα ρουθούνια μου.
Τότε θυμάμαι κάθε λεπτομέρεια.
Την αρκούδα.
Τον άσπρο λύκο.
«Άουτς!» Παραπονιέμαι ενώ ο φακός συνεχίζει να είναι από πάνω μου. «Μπορείς να σβήσεις αυτό το πράγμα; Είναι πολύ ενοχλητικό».
Μεγάλα γαλανά μάτια με μακρινές βλεφαρίδες συναντιόνται με το βλέμμα μου. Ένα ξανθό αγόρι ορμάει επάνω μου και αγγίζει το μάγουλό μου.
«Είναι καλά, Απόλλων» Τον ακούω να λέει.
Απόλλων;
Η αναπνοή μου επιταχύνει και η καρδιά μου σπαρταράει την στιγμή που συναντώ τα μάτια του Απόλλων Ντέσμοντ. Φαίνεται εκνευρισμένος. Θα ήθελα να σκάψω μία τρύπα για να κρυφτώ. Το πηγούνι του είναι σφιγμένο όταν στέκει στις μύτες των ποδιών του για να με κοιτάξει καλύτερα.
«Τι στο διάολο σκοπεύεις να κάνεις, Ζαΐρα;» μουγκρίζει. «Τι στο διάολο κάνεις στο δάσος; Ξέρεις τι ώρα είναι;»
Πιέζω ένα δάκτυλο στον κρόταφό μου και κάνω ένα μορφασμό.
«Χαμήλωσε τον τόνο σου, εντάξει;» λέω. «Μία αρκούδα ήταν έτοιμη να με σκοτώσει. Πού πήγε η συμπόνια;»
Γελάει απρόθυμα.
«Ναι, ήταν έτοιμη να σε σκοτώσει, όμως εσύ έφταιγες».
Μια πικρή γεύση εγκαθίσταται στο στόμα μου. Αγνοώ τα σκληρά του λόγια.
«Εκείνος ο άσπρος λύκος με έσωσε. Δεν θυμάμαι τι έγινε μετά».
«Λιποθύμησες» μιλάει το αγόρι με τα γαλανά μάτια που δεν γνωρίζω. «Χτύπησες το κεφάλι σου σε μία πέτρα όταν έπεσες».
Τα χέρια μου τρέμουν και το αίμα το αισθάνομαι πολύ ζεστό στις φλέβες μου. Είμαι αρκετά συναισθηματικά ταραγμένη από αυτό που συνάντησα απόψε. Περίμενα να δω κάτι περίεργο και το κατάφερα. Δεν μπορώ να διαγράψω την εικόνα του άσπρου λύκου από το μυαλό μου. Γιατί έπρεπε να σκοντάψω; Φαίνεται πως είμαι ειδική στις πτώσεις.
«Τι έγινε με την αρκούδα;» ρωτάω, το στομάχι μου έχει δεθεί κόμπους. «Και με τον λύκο;»
Ο φακός φωτίζει τα μάτια του Απόλλων. Μπορώ να δω τον τρόπο με τον οποίο σκουραίνουν. Με φανερή ενόχληση, εκτοξεύει την απάντησή του.
«Ξέχνα αυτή την καταραμένη υπόθεση και φύγε από το χωριό».
«Μην είσαι τόσο σκληρός μαζί της» ζητάει το ξανθό αγόρι.
«Βγάλε τον σκασμό, Αντριέν. Έχεις ιδέα ποια είναι;» Ο Απόλλων δεν σταματάει να βρίζει.
Εξαγριώνομαι. Ο θυμός και η οργή συσσωρεύονται μέσα μου. Όπως μπορώ, σηκώνομαι όρθια, όμως μια έντονη ζάλη δυσκολεύει το περπάτημά μου. Όταν πάω να πέσω, εκείνος ο Αντριέν με αρπάζει.
«Εσύ δεν έχεις ιδέα ποια είμαι» Φωνάζω στον Απόλλων. «Δεν γνωρίζεις τίποτα για μένα».
Νιώθω έξαλλη. Κάθε λεπτό χωρίς τον Νικηφόρο είναι ένα μαρτύριο, οι ενοχές με καταβροχθίζουν. Αυτοί δεν μπορούν να καταλάβουν τι νιώθω. Είμαι η μόνη που μπορώ να βρω τον αδερφό μου, δεν θα ξεχάσω τόσο εύκολα αυτή την υπόθεση. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να ρισκάρω την ζωή μου. Δεν με ενδιαφέρει τίποτα πια.
«Δεν έχεις ιδέα σε τι εμπλέκεσαι» Ο Απόλλων σχεδόν βγάζει καπνούς απ' τα αυτιά. «Πώς μπόρεσες να είσαι τόσο ηλίθια και να έρθεις εδώ; Ήταν το πιο παράλογο, το πιο βλακώδες και το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορούσες να είχες κάνει! Μην ξαναπατήσεις ποτέ το πόδι σου σ' αυτό το μέρος!»
Το στόμα μου ανοίγει ελαφρά από το σοκ.
«Συγγνώμη;» απαντάω πίσω, φωνάζοντας. «Μου λες τι να κάνω;»
«Έι, αρκετά» Ο Αντριέν αποφασίζει να παρέμβει. «Χαλαρώστε».
Τα χέρια μου είναι κλεισμένα σε γροθιές.
«Εσείς ξέρετε ποια είμαι, γνωρίζεται την ιστορία μου». Η φωνή μου τρέμει «Όμως εμένα δεν με νοιάζει. Μπορώ να έρχομαι σ' αυτό το δάσος όποτε θέλω. Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να μου το απαγορεύει».
«Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένας νόμος» λέει ο Απόλλων. «Όμως εσύ τον παραβίασες όταν ήρθες εδώ».
Το στόμα μου στεγνώνει. Κάνω ένα βήμα πίσω, τρομαγμένη από τον τρόπο με τον οποίο με κοιτάζει. Είναι λες και μπορεί να δει μέσα μου.
«Γιατί δεν φτάνεις στην ουσία επιτέλους;»
«Έχουμε πολλά να σου πούμε» μουρμουρίζει ο Αντριέν. «Θα έπρεπε να φύγουμε».
Ο Αντριέν είναι πολύ διαφορετικός από το Απόλλων. Φαίνεται ένας άγγελος με τα ξανθά μαλλιά του. Τα γαλανά του μάτια λάμπουν στο σκοτάδι του δάσους. Είναι μη πραγματικός, η ομορφιά του είναι μοναδική. Δεν γνώρισα ποτέ ένα αγόρι τόσο γοητευτικό.
«Εγώ έφερα το αυτοκίνητο μου» εκθέτω. «Φεύγω».
Το χέρι του Απόλλων τυλίγεται γύρω από το μπράτσο μου. Παλεύω για να ελευθερωθώ από το κράτημά του, όμως εκείνος δεν μ' αφήνει.
«Τι μέρος του ότι το δάσος είναι επικίνδυνο δεν καταλαβαίνεις;» μουγκρίζει. «Έρχεσαι μαζί μας αυτή την στιγμή».
Πιέζω ένα δάκτυλο επάνω στο στήθος του.
«Ό,τι συμβαίνει μαζί μου δεν είναι δική σου δουλειά, Ντέσμοντ» ψελλίζω, ενοχλημένη. «Φύγε τα χέρια σου από πάνω σου».
Αφήνω τα βλέφαρά μου να κλείσουν και μετράω μέχρι το πέντε νοερά. Αυτό το αγόρι θα με τρελάνει με την εξωφρενική στάση του. Ήμουν ανεξάρτητη από τότε που ήμουν δεκατεσσάρων χρονών. Δεν θα επιτρέψω ένας άγνωστος να μου πει τι στο καλό να κάνω.
Το γέλιο του Αντριέν κάνει ηχώ στο δάσος.
«Αυτή είναι αρκετά βάναυση» συνεχίζει να γελάει και μοιράζεται ένα συνένοχο βλέμμα με τον Απόλλων. «Και είχες δίκαιο, είναι και σέξι επίσης».
Ο Απόλλων του μίλησε για μένα; Δεν μου δίνει πολλή χρόνο για να το σκεφτώ επειδή αυτός τοποθετεί το σώμα μου επάνω στο ώμο του. Κουνάω τα πόδια και τσιρίζω σαν μια χαζή. Προσπαθώ να κατέβω, όμως εκείνος κρατάει την μέση μου.
«Τι στο διάολο κάνεις;» φωνάζω, χτυπώντας την πλάτη του με τις γροθιές μου. «Κατέβασέ αμέσως».
Περνούμε δίπλα από το αυτοκίνητο μου, το οποίο βρίσκεται σταθμευμένο σε κοντινή απόσταση. Κατευθυνόμαστε στο Jeep Compass-2021 όχημά του. Εκείνος ανοίγει την πόρτα για να με πετάξει στην θέση του συνοδηγού.
«Βάλε την ζώνη ασφαλείας» διατάζει.
«Άντε μου στο διάολο». Σταυρώνω τα χέρια.
«Γιατί είσαι τόσο αγενής;» Ο Απόλλων σουφρώσει την μύτη του όταν ακούσει τον τόνο της φωνής μου.
Αγνοώ την ηλίθια ερώτησή του.
«Αυτό λέγεται απαγωγή, ξέρεις» ψελλίζω. «Δεν μπορείς να με πάρεις σε ένα μέρος χωρίς την θέλησή μου».
Η ενόχλησή μου αυξάνεται όταν εκείνος γελάει.
«Αυτό κάνω, σε απαγάγω όμορφη, τι θα κάνεις γι' αυτό;» κοροϊδεύει. «Θα με χτυπήσεις;»
Σηκώνω το πηγούνι μου ως πρόκληση.
«Θα σου κάνω κάτι πολύ χειρότερο» πετάω χωρίς να το σκεφτώ. «Θα σε δαγκώσω».
Το χαμόγελο του μεγαλώνει.
«Θα με δαγκώσεις;»
«Ναι, και πολύ δυνατά. Θα σε δαγκώσω μέχρι να αιμορραγήσεις».
Κοκκινίζω. Αισθάνομαι χαζή. Αυτό ήταν ίσως το πιο παράλογο πράγμα που έχω πει ποτέ.
«Κοίτα πώς τρέμω» λέει γελώντας. Στροβιλίζω τα μάτια. «Είμαι τρομοκρατημένος. Το άκουσες αυτό, Αντριέν; Η Ζαΐρα θα με δαγκώσει».
Ο Αντριέν αφήνει ένα δυνατό γέλιο.
«Αν ήμουν στην θέση σου, θα έτρεχα για να σώσω την ζωή μου, αδερφέ» ξεστομίζει ο ξανθός και κάνει πως τρέμει.
Ηλίθιοι.
«Δεν θα πάω πουθενά» τονίζω.
Ο Απόλλων κρατάει το πηγούνι μου και με αναγκάζει να κοιτάξω τα μάτια του. Μονάχα βλέπω σιγουριά στο βλέμμα του. Γιατί νιώθω έτσι; Τον γνωρίζω μετά βίας λίγες ώρες, όμως μου προκαλεί πολλά συναισθήματα. Είναι παράλογο.
«Υπόσχομαι ότι δεν θα σου κάνουμε κακό» λέει πιο ήρεμος αυτή την φορά. «Μονάχα θέλουμε να σου μιλήσουμε, Ζαΐρα. Εξάλλου, αυτή είναι η ευκαιρία σου για να ξεκαθαρίσεις τις αμφιβολίες σου».
Σωστό αυτό που λέει.
«Εντάξει».
«Ωραία» μουρμουρίζει. Μετά, κλείνει την πόρτα αφού σιγουρεύει ότι έχω φορέσει την ζώνη ασφαλείας.
Ο Αντριέν πλησιάζει με τα χέρια κρυμμένα στις τσέπες της ζακέτας του.
«Δεν υπάρχει τίποτα περίεργο» ενημερώνει. «Μπορούμε να φύγουμε».
Γλιστράει μέσα στο αμάξι και κάθεται στα πίσω καθίσματα. Ο Απόλλων γυρίζει το κλειδί για να δώσει ζωή στην μηχανή. Αμέσως, απομακρυνόμαστε αφήνοντας πίσω μας ένα σύννεφο καπνού.
«Τι θα γίνει αν κλέψουν το αυτοκίνητό μου;» ρωτάω.
Ο Απόλλων με κοιτάει φευγαλέα.
«Κανείς δεν θα κλέψει εκείνη την παλιοσακαράκα. Εμπιστεύσου με».
«Παλιοσακαράκα ο πισινός σου» πέταξα και ο Αντριέν γελάει. «Μου κόστισε μια ζωή να αγοράσω εκείνο το αυτοκίνητο, και μου πήρε αρκετές εβδομάδες να αποκτήσω την άδεια μου».
«Κανείς δεν θα το κλέψει» επιβεβαιώνει ο Αντριέν.
«Πού πάμε;» ρωτάω.
«Στο φρούριο Ντέσμοντ» απαντάει ο Απόλλων.
Η αναπνοή μου σταματάει αμέσως. Εκείνος κρατάει το τιμόνι με ένα χέρι καθώς κοιτάζει τον δρόμο. Ο άνεμος εισέρχεται από το παράθυρο και ανακατεύει τα σκουρόχρωμα μαλλιά του. Προσπαθώ να μην τον παρατηρήσω, όμως είναι αδύνατον.
Σταμάτα, που να πάρει.
«Φρούριο Ντέσμοντ;» ρωτάω απορημένη.
«Το σπίτι της οικογένειας μου». Ο Απόλλων με κοιτάει φευγαλέα, μετά καρφώνει τα μάτια στον δρόμο. «Παρεμπιπτόντως, συνεχίζω να σπάω τους κανόνες από την στιγμή που σε παίρνω εκεί».
Μένω σιωπηλή, χωρίς να ξέρω τι να πω. Δεν έχω ιδέα για ποιους κανόνες μιλάνε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι υπάρχουν οι λυκάνθρωποι. Επίσης ξέρω ότι ο πατέρας μου είναι ένας κυνηγός και πως το φυλακτό μου είναι μία προστασία. Σε τι έχω μπλεχτεί;
Ένα κύμα κούρασης με κατακλύζει. Οι ώμοι μου γέρνουν προς τα εμπρός και ξεφυσάω χωρίς να σταματήσω να παρατηρώ μέσα απ' το παράθυρο. Στο Dreamland υπάρχουν περισσότερα απ' όσα μπορώ να φανταστώ. Χρειάζομαι να μείνω μόνη για να σκεφτώ με καθαρό μυαλό. Η βιαστική απόφαση μου θα φέρει συνέπειες, αλλά είναι ήδη πολύ αργά για να ξεφύγω. Καταλαβαίνω πως, σιγά σιγά, πλησιάζουμε σε ένα μεγάλο αρχοντικό εγκατεστημένο επάνω σε ένα λόφο. Εκατοντάδες δέντρα μας καλωσορίζουν, η φύση περικλείει τα πάντα γύρω μας. Η χαμηλή βλάστηση είναι πυκνή και τα δέντρα μεγαλώνουν πολύ κοντά το ένα με το άλλο.
«Ουάου, αυτό είναι εκπληκτικό» σχολιάζω. Για μια στιγμή ξεχνάω όλα όσα συμβαίνουν. «Δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι τέτοιο εδώ πέρα».
«Έχουμε πολλούς παρόμοιους χώρους σαν κι αυτό» λέει ο Αντριέν. «Είναι τα πλεονεκτήματα του να είμαστε οι ιδιοκτήτες του δάσους».
«Ιδιοκτήτες του δάσους;»
Ο Απόλλων χαμογελάει με υπεροψία.
«Είμαστε ιδιοκτήτες όλου του DreamLand».
Δεν αφήνω τον εαυτό μου να εντυπωσιαστεί. Ο Μάνος είπε ότι ο πατέρας του Απόλλων είναι ο δήμαρχος του χωριού και πως η οικογένειά του έχει πολλά χρήματα. Επειδή είναι ιδιοκτήτης του χωριού νομίζει ότι έχει το δικαίωμα να με διώξει; Το ίδιο μου κάνει, δεν θα φύγω χωρίς απαντήσεις.
Πέντε λεπτά μετά, το αμάξι σταματάει. Και τα δύο αγόρια κατεβαίνουν, και εγώ κάνω το ίδιο. Από το δάσος ήρθαμε σε μία τεράστια έκταση περιποιημένου γρασιδιού. Το αρχοντικό είναι μονολιθικό, με γυάλινους και ξύλινους τοίχους. Μία κατασκευή αρκετά μοντέρνα. Υπάρχει ένα μεγάλο οβάλ σιντριβάνι με το άγαλμα ενός λύκου στο κέντρο. Το κεφάλι του στραμμένο προς τον ουρανό παίρνει την στάση ενός σιωπηλού ουρλιαχτού.
Σκατά.
Νιώθω πως μπλέκομαι κυριολεκτικά στο στόμα του λύκου.
«Πάμε» ψελλίζει ο Απόλλων.
Το ήσυχο περιβάλλον δεν κάνει τίποτα για να με ηρεμήσει. Εισερχόμαστε στο αρχοντικό και αρχίζουμε να βαδίζουμε στο σαλόνι. Τα έπιπλα φαίνονται ακριβά, οι πίνακες πιθανόν κοστίζουν μια περιουσία. Μια ζωγραφιά στον τοίχο του σαλονιού μου τραβάει την προσοχή. Η εικόνα δείχνει ένα σκοτεινό ουρανό με το φεγγάρι να προβάλλεται στον ορίζοντα.
«Είσαι σε διαρκή ένταση» μου λέει ο Απόλλων. «Υποσχέθηκα ότι δεν θα σου κάνουμε κακό».
Ανοίγω το στόμα για να απαντήσω, όμως ο ήχος ψηλών τακουνιών με κάνει να σηκώσω το βλέμμα. Στην σκάλα αντικρίζω μία ξανθιά γυναίκα που είναι απίστευτα κομψή. Έχει πολύ κλασικά χαρακτηριστικά. Υπολογίζω ότι είναι γύρω στα τριάντα με σαράντα.
«Καλωσόρισες στο σπίτι μας» χαμογελάει. «Το όνομά μου είναι Αλέξα Ντέσμοντ».
Η μητέρα του Απόλλων; Αστειεύονται σωστά; Αυτή η γυναίκα μοιάζει σαν μία κούκλα, η ομοιότητά που έχει με τον Αντριέν είναι απίστευτη. Φοράει ένα άσπρο πουκάμισο και μία μαύρη φούστα λίγο πιο πάνω απ' το γόνατο. Το σετ ολοκληρώνεται με ένα ζευγάρι μαύρα γοβάκια. Ο λαιμό της καλύπτεται από ένα περιδέραιο με πέρλες και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια πάλι με πέρλες διακοσμούν τα αυτιά της. Χρήματα. Όλα σε εκείνη φωνάζουν χρήματα.
«Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κυρία Ντέσμοντ. Είμαι η Ζαΐρα».
Η γυναίκα κατεβαίνει αργά ενώ συνεχίζει να έχει ένα χαμόγελο στα χείλη της.
«Φαίνεσαι κουρασμένη, θες να πιείς ή να φας κάτι;» Η φωνή της είναι απαλή και ζεστή. Η καλοσύνη της με τρομάζει ακόμη περισσότερο.
«Ευχαριστώ, όμως είμαι καλά».
«Σε παρακαλώ, φέρ' την στο γραφείο μου» λέει στον Απόλλων, και μετά κοιτάει τον Αντριέν. «Και εσύ, φώναξε τον πατέρα σου».
Ο ξανθός γνέψει θετικά, υπακούει τις διαταγές της μητέρας του και φεύγει χωρίς να διαμαρτυρηθεί. Οι γοφοί της κυρίας Ντέσμοντ λικνίζονται καθώς περπατάει. Ο Απόλλων αρπάζει το χέρι μου και μαζί περπατάμε κατευθυνόμενοι προς το γραφείο. Οι παλμοί μου ηχούν συνεχώς στα αυτιά μου. Όλο αυτό είναι πολύ συγκεχυμένο.
«Κάθισε, αγαπητή μου» προστάζει η κυρία Ντέσμοντ και εγώ το κάνω χωρίς να διαμαρτυρηθώ.
Από την άλλη ο Απόλλων μένει όρθιος και σταυρώνει τα χέρια.
«Είσαι ίδια ο πατέρας σου». Με εξετάζει με περιέργεια. «Τα πράσινα μάτια σου κάνουν την διαφορά».
Εκείνα τα λόγια προκαλούν ένα ανεμοστρόβιλο μέσα μου. Ποτέ δεν μου έχει πει κανείς ότι μοιάζω με τον πατέρα μου και αυτό με ταράζει συναισθηματικά. Με πλάγιο βλέμμα βλέπω τον Απόλλων επιτέλους να κάθεται σε μία καρέκλα.
«Έχετε γνωρίσει τον πατέρα μου;» ρωτάω την κυρία Ντέσμοντ.
«Φυσικά. Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος».
Γελάω σαρκαστικά.
«Το αμφιβάλλω».
«Όταν ο γιος μου είπε πως ήσουν στο χωριό, δεν θέλησα να τον πιστέψω» συνεχίζει η κυρία Ντέσμοντ. «Ξέρεις ότι αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο για σένα;»
Ανασηκώνω το ένα φρύδι.
«Ξέρω πολλά για το DreamLand και δεν θα φύγω από εδώ χωρίς να μάθω τι στο καλό συνέβη στον αδερφό μου».
Εκείνη μοιράζεται ένα βλέμμα με τον Απόλλων, ξαφνιασμένη από το θράσος μου.
«Χωρίς αμφιβολία, είσαι κόρη του Σαμουέλ Κέιν».
«Πώς γνωρίζεται τον πατέρα μου; Εν πάσει περιπτώσει ποια είστε εσείς;»
«Είμαι η Αλέξα Χάμιλτον Ντέσμοντ. Κόρη του Ραφαέλ Χάμιλτον και σύζυγος του Αριέλ Ντέσμοντ. Είμαστε οι ιδρυτές του DreamLand».
Το στόμα μου στεγνώνει.
«Είσαστε κόρη ενός άντρα που ήρθε εδώ το 1690;» ρωτάω χωρίς να μπορώ να το πιστέψω.
Ένα κοφτό γέλιο προέρχεται από τον λαιμό της και ανασηκώνει τους ώμους.
«Ναι».
«Προφανώς εσείς δεν είστε θνητή» λέω. «Ω Θεέ μου...»
Με κοιτάζει με ένα ανασηκωμένο φρύδι.
«Βλέπω ότι πραγματικά γνωρίζεις πολλά για το DreamLand».
«Έκανα έρευνα γι' αυτό τον στάβλο για πέντε χρόνια».
Ο Απόλλων αφήνει ένα δυνατό γέλιο δίπλα μου.
«Έχεις ιδιαίτερο χαρακτήρα, μου αρέσεις. Μπορείς να φανταστείς ποιοι είμαστε;»
Στρέφω την προσοχή μου προς τον Απόλλων, όμως εκείνος παραμένει σοβαρός, τα μπράτσα του είναι σταυρωμένα επάνω στο σκληρό του στήθος. Βλεφαρίζω αργά, βλέπω πάλι τριγύρω μου πιο προσεχτικά. Υπάρχουν πίνακες που απεικονίζουν την πανσέληνο, άσπρους λύκους.
Έλα τώρα, ήταν τόσο προφανής η απάντηση! Αισθάνομαι σαν μία χαζή δίχως μυαλό.
«Λύκοι...» τραυλίζω. «Εσείς είστε...»
«Είμαστε λύκοι που αλλάζουν μορφή, όμως προτιμούμε τον όρο λυκάνθρωπος». Με διακόπτει ο Απόλλων, ο οποίος ακούγεται ενοχλημένος. «Μονάχα οι ανίδεοι αναφέρονται σε μας μ' αυτό τον τρόπο».
Κρατώ την αναπνοή μου. Λύκοι που αλλάζουν μορφή; Λίγες φορές άκουσα αυτό τον όρο, όμως ξέρω τι είναι. Αυτοί οι λύκοι μπορούν να πάρουν την μορφή οποιοδήποτε ζωντανού όντος.
Ευχαριστώ, βικιπαίδεια.
«Ο αδερφός μου δέχτηκε επίθεση από ένα λύκο» πετάω, παραλείποντας τα λόγια του Απόλλων. «Ξέρω ότι δεν ήταν απλά ένα τρελό ζώο».
«Έπραξες λάθος που ήρθες εδώ» λέει η κυρία Ντέσμοντ.
Η οργή καίει στις φλέβες μου.
«Εκείνος ο λύκος έπραξε λάθος που σκότωσε τον αδερφό μου».
Ο Απόλλων παραμένει σιωπηλός. Η μητέρα του δεν παύει να με κοιτάει.
«Οι κυνηγοί απαγορεύεται να πατήσουν το πόδι τους στο DreamLand, εκτός αν τους καλέσουν. Έχουμε κάνει μία συμφωνία με το τάγμα περισσότερο από εκατό χρόνια πριν. Αυτό το χωριό είναι η φωλιά μας και εσύ έσπασες την συμφωνία από την στιγμή που εμφανίστηκες εδώ πέρα».
«Αυτό τι έχει να κάνει με μένα;»
«Είσαι κόρη ενός κυνηγού».
«Ε και; Δεν είμαι σαν κι αυτούς» ξεφυσάω. «Δεν θα με δείτε να κυνηγώ λύκους εδώ κι εκεί. Εξάλλου, ήμουν δεκατεσσάρων ετών όταν πάτησα το πόδι μου σ' αυτό το μέρος. Πώς στο διάολο θα μάντευα ότι ο πατέρας μου είναι ένας κυνηγός; Ούτε που τον γνωρίζω».
Γέρνει προς τα εμπρός επάνω από το τραπέζι, κοιτώντας με κατευθείαν στα μάτια.
«Εσύ δεν το ήξερες, όμως η μητέρα σου ναι. Όταν ένας κυνηγός πατάει το πόδι του στην δική μας περιοχή, σπάει τους κανόνες».
Η μητέρα μου το ήξερε; Ω Θεέ μου, γιατί μας έφερε σ' αυτό το χωριό τότε; Έρχονται χιλιάδες ερωτήσεις μέσα στο μυαλό μου και απελπίζομαι που δεν έχω τις απαντήσεις.
«Και για μερικούς ηλίθιους κανόνες μας επιτέθηκε εκείνος ο λύκος;» μουγκρίζω. «Είμασταν παιδιά, που να πάρει ο διάολος!»
«Πρόσεχε τα λόγια σου».
«Ό,τι να' ναι, κυρία. Αυτό είναι θλιβερό. Κάνετε επίθεση σε αθώα παιδιά επειδή πατάνε το πόδι τους στην περιοχή σας;»
Τα γαλανά της μάτια σκουραίνουν.
«Εμείς δεν κάνουμε επίθεση στους θνητούς, δεσποινίς Κέιν. Απαγορεύεται, πηγαίνει έναντι όλων των κανόνων».
«Ο αδερφός μου δεν ήταν το μοναδικό θύμα. Αυτό το χωριό είναι γνωστό από τον μεγάλο αριθμό θανάτων εξαιτίας των λύκων».
Ο Απόλλων αποφασίζει να παρέμβει.
«Βγάζεις βιαστικά συμπεράσματα. Δεν ξέρεις καν ποια είσαι στην πραγματικότητα».
«Εσύ ποια νομίζεις πως είμαι;»
«Ένα κορίτσι με πολλές δυνατότητες, κάποια ικανή να καταστρέψει τους άλλους. Μπορείς να ελέγξεις την μαγεία που σχετίζεται με τη φύση» Κοιτάει το φυλακτό στον λαιμό μου. «Είσαι ισχυρή».
Το μυαλό μου έμεινε κενό.
«Αυτό είναι παράλογο» λέω.
«Είναι οτιδήποτε, εκτός από παράλογο» πετάει κάποιος που εισέρχεται ξαφνικά στο γραφείο. «Έχεις ιδιαίτερες δυνατότητες επειδή είσαι κόρη ενός κυνηγού και μίας δρυΐδη».
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top