Κεφάλαιο 3

Είναι μεσημέρι όταν επιτέλους φτάνω στο DreamLand. Τώρα πρέπει να βρω την μικρή κατοικία που πρόκειται να μείνω. Απ' ότι ξέρω η συγκάτοικος μου θα είναι η Λυδία Ρόουζ. Μίλησα μαζί της από το Facebook πριν λίγες μέρες και μιλήσαμε σχετικά με τα έξοδα του σπιτιού.

«Στρίψτε δεξιά» μου δίνει εντολή το GPS. Προχωρώ αργά καθώς παρατηρώ από το παρμπρίζ, σαρώνοντας το γρασίδι στα αριστερά για οποιαδήποτε πινακίδα. Αλλά εκεί υπάρχει μονάχα βλάστηση.

«Επανυπολογισμός» λέει η μηχανογραφημένη φωνή. «Στρίψετε αριστερά».

«Πήγαινε στον διάολο» μουγκρίζω, χτυπώντας το τιμόνι. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ».

Το μόνο που θέλω είναι να καταστρέψω αυτή την καταραμένη συσκευή τεχνολογίας και να βάλω τις υποδείξεις της εκεί που ξέρει. Στροβιλίζω τα μάτια επειδή αισθάνομαι χαζή που θυμώνω με μία συσκευή. Είμαι πολύ ευέξαπτη. Δεν έχω δει ξανά κάποιο περιστατικό, αλλά μου είναι αδύνατον να ξεχάσω την προειδοποίηση.

Μέσα από το παρμπρίζ τα αναλύω όλα τριγύρω μου για ακόμη μια φορά. Το μέρος είναι περικυκλωμένο από δέντρα και θάμνους. Μπορώ να μυρίσω την φύση που εισέρχεται από μία σχισμή του παραθύρου. Όλα ξεχειλίζουν με αποχρώσεις του πράσινου, εκτός από ξύλινες καμπίνες. Πριν πέντε χρόνια ήρθαμε για κατασκήνωση σ' αυτό το χωριό ακριβώς λόγω των όμορφων δασών του. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα εντυπωσιασμένη από την φύση που μου προσέφερε. Φαινόταν πως θα ήταν ένα υπέροχο ταξίδι, μέχρι που εκείνος ο λύκος αποφάσισε να καταστρέψει τις ζωές μας. Τώρα επέστρεψα και δεν σκέφτομαι να κάνω πίσω. Στο διάολο με τις προειδοποιήσεις! Στρίβω το τιμόνι με μία περιττή δύναμη, σταθμεύω το όχημα και βάζω τον μοχλό επιλογής σε θέση N. Το στήθος μου σφίχτηκε και τα μάτια μου άρχισαν να καίνε γεμάτα δάκρυα.

«Είμαι εδώ, Νικηφόρε» ψιθυρίζω. «Ήρθα για σένα».

Τα δάκτυλά μου χαϊδεύουν ασυνείδητα το φυλαχτό που κρέμεται από τον λαιμό μου, νιώθω ένα γαργάλισμα στο δέρμα μου. Μία αίσθηση ασφάλειας με κατακλύζει. Αέρας φρέσκος. Αυτό είναι που χρειάζομαι. Μετά θα επιστρέψω στον δρόμο και θα πάω σε ένα βενζινάδικο για να ζητήσω βοήθεια. Βγάζω την ζώνη ασφαλείας και βγαίνω στο πλακόστρωτο δρόμο. Ω Θεέ μου, είναι τέλεια η αίσθηση να τεντώνεσαι. Δεν μπορώ να πιστέψω το πόσο πράσινα είναι όλα. Ξεχνάω ακόμη ότι και άλλα χρώματα μπορούν να υπάρξουν στην φύση. Η μυρωδιά του κομμένου γρασιδιού είναι χαλαρωτική και με γεμίζει μια επιθυμία να πάρω ένα σύντομο ύπνο επάνω στο γρασίδι.

«Χαίρεται» μιλάει κάποιος πίσω μου. Τα μάτια μου συναντιόνται με μία κοπέλα. «Είσαι καινούργια εδώ;»

«Ν-ναι...» λέω κάπως ντροπαλή.

Τα γαλανά της μάτια μου ρίχνουν μια ματιά με χαρούμενη διάθεση.

«Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» ρωτάει.

«Θα το εκτιμούσα πραγματικά» λέω με ένα χαμόγελο. «Ψάχνω την λεωφόρο Denham».

Χαμογελάει.

«Είσαι κάποια τουρίστρια;» Συνεχίζει να ρωτάει.

«Γιατί;»

Μου ρίχνει ένα δύσπιστο βλέμμα.

«Δεν επισκέπτεται κανείς πια την λεωφόρο Denham» εξηγεί λες κι ήταν αρκετά προφανές. «Οι λυτοί λύκοι μας έδωσαν κακή φήμη».

Κάθε μέρος του εαυτού μου ανατριχιάζει στην αναφορά των λύκων.

«Λύκοι;»

«Θα έπρεπε να κάνεις έρευνα στο διαδίκτυο» μουρμουρίζει.

Αν ήξερες πως εγώ γνωρίζω σχεδόν όλα όσα συμβαίνουν εδώ σχετικά με τους λύκους..., σκέφτομαι σαρκαστικά, όμως δαγκώνω την γλώσσα μου για να αποφύγω να κάνω σχόλια.

«Πώς μπορώ να φτάσω στην λεωφόρο Denham;» επιμένω.

«Βρίσκεται δύο τετράγωνα από εδώ» δείχνει εκείνη, αδιάφορα. «Καλή επιτυχία, ελπίζω να διαρκέσεις πολύ καιρό».

Μετά απομακρύνεται.

Μένω εμβρόντητη, χωρίς να ξέρω τι να πω. Αρκετά αργά, έχει ήδη φύγει. Καταπίνω με δυσκολία όταν νιώθω μερικά μάτια να με κοιτάζουν λες και έχω δύο κεφάλια ή λες και έχω τρελαθεί. Δεν ταράζομαι και επιστρέψω στο αμάξι. Οδηγώ για πέντε λεπτά ακόμη μέχρι που το GPS με ενημερώνει ότι είμαι κοντά.

«Πλησιάζετε στον προορισμό σας».

«Επιτέλους!» ξεφυσάω.

Σταματάω το όχημα μπροστά από μία καμπίνα αρκετά ευχάριστη η οποία βρίσκεται δίπλα σε ένα ποτάμι. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ακόμη υπάρχουν μέρη τόσο αγροτικά. Το τοπίο είναι όμορφο, όμως δεν ξεχνώ πως εδώ συμβαίνουν τραγικά πράγματα. Κατεβαίνω απ' το όχημα και ανοίγω πορτ-παγκάζ για να πάρω την αποσκευή μου. Χωρίς δυσκολία, την σέρνω μέχρι το κατώφλι και χτυπάω το κουδούνι.

«Είσαι η Ζαΐρα;» ρωτάει η κοκκινομάλλα όταν η πόρτα ανοίγει.

«Η ίδια» λέω, χαμογελώντας. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Λυδία».

Μου ανταποδίδει το χαμόγελο και με βοηθάει με τις αποσκευές.

«Καλωσόρισες» ψελλίζει. «Νόμιζα ότι θα πέθαινα μόνη εδώ».

«Ελπίζω να τα πάμε καλά».

«Και εγώ το ίδιο ελπίζω». Μου λέει και αμέσως μετά μου κλείνει το μάτι. «Ο συγκάτοικος μας δεν θα αργήσει να έρθει. Ο Μάνος είναι υπέροχος».

«Μπορείς να μου δείξεις το δωμάτιο μου;»

«Ναι, φυσικά».

Ρίχνω μια ματιά στην καμπίνα, αντιλαμβάνονται πως δεν είναι ούτε αρκετά μεγάλη ούτε πολύ μικρή. Είναι ζεστή και ταυτοχρόνως βολική. Έχει δύο ορόφους, το δωμάτιο μου βρίσκεται στον δεύτερο όροφο. Σχεδόν όλα είναι φτιαγμένα από ξύλο με κομψές λεπτομέρειες. Τα έπιπλα είναι εκλεπτυσμένα. Το σαλόνι είναι διακοσμημένο με ένα τζάκι και ένα πελώριο χαλί. Οι καναπέδες φαίνονται αρκετά βολικοί, αλλά αυτό που περισσότερο με ευχαριστεί είναι η μυρωδιά φρέσκου και καθαρού αέρα.

«Πες μου, Ζαΐρα, τι κάνει ένα κορίτσι σαν κι εσένα σε αυτό το χωριουδάκι;» Η Λυδία με εξετάζει με περιέργεια.

«Διακοπές». Είναι η μόνη απάντηση που θα λάβει από μένα. Άλλωστε, πώς να της εξηγήσω την αλήθεια; Θα με βγάλει για τρελή.

Η συγκάτοικος μου ανοίγει την πόρτα που απ' ότι φαίνεται είναι του δωματίου μου. Δεν μπορώ να παραπονεθώ. Όλα είναι καθαρά και τακτοποιημένα. Το κρεβάτι είναι μικρό, όμως φαίνεται τόσο βολικό όπως οι καναπέδες.

«Καθάρισες για μένα;» ρωτάω.

Τοποθετεί ένα χέρι επάνω στον ώμο μου.

«Φυσικά, μπορείς να βολευτείς». Κάθεται επάνω στο κρεβάτι «Πρέπει να σου ξεκαθαρίσω πως ίσως ακούσεις βογγητά κι αναστεναγμούς τις νύχτες. Ο Μάνος και εγώ είμαστε φίλοι με προνόμια».

Μου κλείνει το μάτι και κοκκινίζω. Αλήθεια μου το είπε αυτό;

«Ω...εντάξει».

«Ήμουν πολύ ευθύς, έτσι;» με ρωτάει, εγώ απλά γνέφω θετικά «Ήθελα να σου το πω για να μην σου φανεί περίεργο».

«Μην ανησυχείς για μένα. Δεν θα με ενοχλήσει καθόλου» ψεύδομαι. Η Λυδία φαίνεται ικανοποιημένη με την απάντησή μου.

«Χρειάζεσαι κάτι άλλο;»

Κουνάω το κεφάλι αρνητικά.

«Θα είμαι καλά».

«Εντάξει» λέει «Βολεύσου, Ζαΐρα και καλωσόρισες».

«Ευχαριστώ» ψιθυρίζω.

Η Λυδία φεύγει και εγώ ανοίγω μία από τις αποσκευές για να φυλάξω τα πράγματα μου μέσα στην ντουλάπα. Ένας από τους λόγους που αποφάσισα να μείνω σ' αυτό το μέρος είναι επειδή η Αγκάθα μένει δύο τετράγωνα πιο πέρα. Ξέρω ότι εκείνη μπορεί να μου δώσει πολλές απαντήσεις. Κλειδώνω την πόρτα και χαίρομαι που έχω το δικό μου δωμάτιο μπάνιου. Ένα ζεστό μπάνιο θα μου κάνει καλό. Βγάζω τα ρούχα μου και λίγα λεπτά μετά όλος ο χώρος γεμίζει με ατμό καθώς το νερό πέφτει επάνω στο κορμί μου. Οι μυς μου χαλαρώνουν.

Μετά από δέκα λεπτά, τελειώνω από το μπάνιο μου. Τυλίγομαι με μια πετσέτα και μένω να παρατηρώ την αντανάκλαση μου. Μερικές φορές, δεν αντέχω ούτε να βλέπω τον εαυτό μου, νιώθω ένα αποκρουστικό μίσος που επέτρεψα ο Νικηφόρος να πεθάνει. Είμαι ένα τέρας.

Κουνάω το κεφάλι. Αρνούμαι να συνεχίσω έτσι. Ντύνομαι με ένα καλοκαιρινό κοντό φόρεμα. Είναι το ιδανικό για το τόσο ζεστό κλίμα. Χτενίζω τα μαλλιά μου και βγαίνω απ' το δωμάτιο για να συνεχίσω την έρευνα μου. Δεν σκοπεύω να χάσω τον πολύτιμο χρόνο μου.

Καθώς κατεβαίνω τις σκάλες για να φτάσω μέχρι το σαλόνι, βλέπω ένα ξανθό αγόρι. Έχει ένα αθλητικό σώμα και καστανά μάτια. Η άκρη των χειλιών του υψώνεσαι σε ένα χαμόγελο όταν με βλέπει.

«Υποθέτω πως είσαι η Ζαΐρα» μουρμουρίζει.

«Και εσύ είσαι ο Μάνος».

Με ξαφνιάζει όταν με αγκαλιάζει και με σηκώνει στον αέρα.

«Καλωσόρισες στο χωριό των τρελών». Τα πόδια μου αγγίζουν πάλι το δάπεδο και αυτός εξετάζει την εμφάνισή μου «Η Λυδία δεν μου είπε ότι είσαι τόσο ελκυστική».

Νιώθω τα μάγουλά μου να καίνε.

«Ευχαριστώ, και εσύ είσαι πολύ όμορφος».

Μου κλείνει το μάτι πονηρά.

«Θα σου άρεσε να κάνεις κάτι σήμερα;» ρωτάει. «Θα μου άρεσε να σου δώσω ένα αξιοπρεπές καλωσόρισμα».

Χαμογελάω.

«Αυτό είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου, όμως δεν χρειάζεται».

«Ω, έλα τώρα. Απόψε θα υπάρχει φωτιά κατασκήνωσης στην λίμνη. Θα φάμε marshmallow θα χορέψουμε και οι μπύρες δεν θα λείψουν. Πρέπει να έρθεις».

«Θα το σκεφτώ».

«Εντάξει. Πήγαινε κάπου;»

«Θα πάω να περπατήσω λίγο στο χωριό» ψεύδομαι.

«Θες να σε συνοδεύσω;»

Σκατά, αν ο Μάνος έρθει, δεν θα μπορέσω να μιλήσω ήρεμα με την Αγκάθα. Προτιμώ η συζήτηση που θα έχουμε να είναι προσωπική.

«Θα πάω μόνη» ψιθυρίζω καθώς κατευθύνομαι στην πόρτα «Ευχαριστώ όμως».

Ο Μάνος δεν με σταματάει όταν βγαίνω από την καμπίνα και αρχίσω να περπατάω στους δρόμους. Σύντομα βλέπω μικρά παιδιά να παίζουν με μία μπάλα και γυναίκες να τους φωνάζουν να προσέχουν. Όλα φαίνονται φυσιολογικά. Σε μία γωνία υπάρχει μία ηλικιωμένη ζητώντας κέρματα και δεν το σκέφτομαι δυο φορές. Της αφήνω μερικά κέρματα στο κουτί που κρατάει.

«Ο Θεός να είναι μαζί σου» λέει με ένα μισό χαμόγελο. Της χαμογελάω και συνεχίσω την διαδρομή μου.

Για ένα μεγάλο χρονικό διάστηκε το DreamLand ήταν ο στόχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Προσελκύστηκαν από τις δολοφονίες που έγιναν και τα μυστήρια που κρύβει το δάσος. Σύντομα εξαπλώθηκε η φήμη ότι σ' αυτό το χωριό ζουν άγριοι λύκοι, οι οποίοι τρόμαξαν τους τουρίστες.

Μόνο μια τρελή σαν εμένα θα είχε το θάρρος να έρθει στο DreamLand. Τσεκάρω για τελευταία φορά την διεύθυνση της Αγκάθα στο κινητό μου και μετά σταματάω μπροστά από μία όμορφη καμπίνα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν να χτυπήσω την πόρτα για να βρεθεί μπροστά μου ένας άντρας κοντά στα σαράντα.

«Ψάχνω την Αγκάθα Χιούστον» αρχίζω να λέω, νευρική. «Θα ήθελα να μιλήσω μαζί της».

Ο άντρας σουφρώνει τα φρύδια, κοιτώντας με από την κορυφή ως τα νύχια.

«Ποια την ζητάει;»

«Είμαι η Ζαΐρα Κέιν, φίλη της κόρης σας» λέω ψέματα.

Δεν φαίνεται να πείθεται.

«Γνωρίζω όλους τους φίλους της κόρης μου και εσάς δεν σας έχω δει ποτέ» λέει απότομα. «Τι θέλετε στην πραγματικότητα;»

Οι παλάμες μου ιδρώνουν, νιώθω ότι δεν θα με αφήσει να μιλήσω με την Αγκάθα.

«Θέλω να της κάνω μερικές ερωτήσεις» απαντάω. «Υπόσχομαι πως δεν θα πάρει πολύ χρόνο».

Σφίγγει το σαγόνι και κλείνει τα χέρια του σε γροθιές πριν ένας αναστεναγμός ξεφύγει από τα χείλη του.

«Είναι σχετικά με τον θάνατο της φίλης της;» ρωτάει και εγώ απλά γνέφω θετικά. «Η κόρη μου προσπαθεί να το ξεπεράσει και θα το εκτιμούσα να ξεχνούσατε αυτό το συμβάν».

«Κύριε...» Προσπαθώ να μιλήσω, όμως μου κλείνει την πόρτα στο πρόσωπο.

Μάλιστα. Δεν πήγε όπως περίμενα. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top