Κεφάλαιο 2

Φυλάω στην μικρή μου βαλίτσα τα αναγκαία: ρούχα, μακιγιάζ και χρήματα. Η διαμονή μου στο DreamLand θα είναι μεγάλη, θέλω να είμαι προετοιμασμένη. Η πόλη είναι έξι ώρες μακριά από το Σικάγο και θέλω να φτάσω πριν τα μεσάνυχτα. Τίποτα δεν θα με κάνει να αλλάξω γνώμη. Αν η μαμά δεν θέλει να με στηρίξει, τότε καλώς. Θα το κάνω μόνη μου.

«Μου τον θυμίζεις» Η φωνής της μαμάς με τρόμαξε. Γυρνάω και την βλέπω ακουμπισμένη επάνω στο κάσωμα της πόρτα μου «Είσαι το ίδιο πεισματάρα με τον πατέρα σου. Ο Σαμουέλ ποτέ δεν παραιτήθηκε από αυτό που ήθελε».

Ο πατέρας μου λέγεται Σαμουέλ; Τα μάτια μου γουρλώνουν από έκπληξη, το στόμα μου ανοίγει ελαφρά στην ομολογία της. Επιτέλους, καταφέρνω να πάρω ένα μικρό στοιχείο του μυστηρίου που περικυκλώνει τον πατέρα μου.

«Γιατί μου μιλάς για εκείνον αυτή την στιγμή;» ρωτάω.

Το χαμόγελο της μαμάς στάζει πικρία.

«Γιατί αν βγεις από αυτή την πόρτα, ίσως να μην σε δω ποτέ ξανά».

Ο φόβος κατακλύζει κάθε μέρος του κορμιού μου.

«Έχεις κάτι να μου πεις;»

«Αν σου πω να μην πας, θα με ακούσεις;» Εκείνη γελάει όταν μένω σιωπηλή «Υπέθεσα πως δεν θα έκανες πίσω».

Κλείνω απότομα την βαλίτσα και σταυρώνω τα χέρια.

«Αν είχες την καλοσύνη να μου πεις τι συμβαίνει, δεν θα αναγκαζόμουν να το κάνω αυτό». Αρχίζω να λέω με τρεμάμενη φωνή «Γιατί κρύβεις τόσα μυστικά; Ποια είμαι στην πραγματικότητα;»

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».

«Πάψε τις ανοησίες, μαμά» ξεστομίζω, ακούγομαι θυμωμένη «Ξέρω ότι δεν είμαι ένα φυσιολογικό κορίτσι. Πώς εξηγείς το γεγονός πως ποτέ στην ζωή μου δεν έχω αρρωστήσει; Δεν είχα καν γρίπη».

Καταπίνει με δυσκολία.

«Είσαι ένα κορίτσι πολύ υγιές».

Κουνάω το κεφάλι αρνητικά. Εκείνη δεν θα μου πει τίποτα, είναι μάταιο να συνεχίσω την προσπάθεια.

«Ποτέ δεν θα φτάσουμε πουθενά με αυτή την συζήτηση. Έχει τελειώσει, μαμά. Θα πάω να βρω τον Νικηφόρο».

Πριν να φύγω, τα χέρια της τυλίγονται γύρω από το σώμα μου και με σφίγγουν τόσο δυνατά που μένω χωρίς οξυγόνο. Τοποθετεί το πρόσωπο στο μέρος ανάμεσα στον λαιμό και τον ώμο. Βαθιά μέσα στο κεφάλι μου ακούω μία φωνή να μου φωνάζει να μην φύγω, όμως την αγνοώ. Έχω κουραστεί να ζω με τόσα ψέματα.

«Υποσχέσου μου πως θα προσέχεις» Κλαίει «Δεν θα άντεχα να σε χάσω και εσένα».

«Στο υπόσχομαι, μαμά» της απαντάω.

Απομακρύνεται από εμένα κι σκουπίζει τα δάκρυα της.

«Έχω κάτι για σένα» ψελλίζει. Βγάζει το μενταγιόν που κρέμεται στον λαιμό της. Είναι ένα περίεργο φυλακτό με ένα σύμβολο που μπορώ να αναγνωρίσω σαν Σέλτικ. Το είχε πάντοτε μαζί της.

«Μαμά...»

«Σσςς...» Με διακόπτει «Είναι ένα φυλακτό προστασίας. Έφτασε η ώρα να γίνει δικό σου».

Ένα φυλακτό προστασίας; Γιατί θα μου έδινε κάτι τέτοιο;

«Είναι δικό σου, μαμά. Δεν μπορώ να το δεχτώ».

«Καλύτερα να το κρατήσεις. Μην το βγάλεις ποτέ, Ζαΐρα».

Δέχομαι το μενταγιόν και το φοράω. Η μαμά μου χαρίζει ένα ζεστό χαμόγελο. Είναι λίγες οι φορές που έχω τη χαρά να την βλέπω χαρούμενη.

«Μην ανησυχείς για μένα» απαντάω «Θα είμαι καλά».

«Σε παρακαλώ, μην επιστρέψεις σε εκείνη να σε πληγώσει».

Εκείνη;

Πριν να μπορέσω να ρωτήσω σε τι αναφέρεται, εγκαταλείπει το δωμάτιο αφήνοντας με περισσότερα ερωτήματα. Γιατί δεν μπορεί να μου πει τι στο διάολο μου κρύβει; Τις περισσότερες φορές νιώθω πως δεν την γνωρίζω.

Μετά βίας μπορώ να αναπνεύσω. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα με πονούσε τόσο να απομακρυνθώ από την μαμά, όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Για κάποιο ισχυρό λόγο εκείνη δεν θέλει να μου πει τα μυστικά που την βασανίζουν. Τι φοβάται; Σκουπίζω τα δάκρυα στην άκρη των ματιών μου καθώς οδηγώ. Πριν δεν είχα το θάρρος να ανακαλύψω από μόνη μου τι είναι αυτό που κρύβει εκείνη η πόλη. Ήμουν ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων ετών που για όλα χρειαζόταν την άδεια της μητέρας της. Τη σήμερον ημέρα είμαι μία ενήλικη γυναίκα, μπορώ να πάρω τις δικές μου αποφάσεις.

Σταματάω το όχημα σε ένα βενζινάδικο για να γεμίσω το ρεζερβουάρ καυσίμου. Θα μου πάρει το λιγότερο εφτά ώρες για να φτάσω στο DreamLand. Όταν ο μετρητής φτάνει στο επιθυμητό πόσο, πληρώνω κι είμαι έτοιμη για να φύγω. Το DreamLand είναι ένα τουριστικό μέρος λόγω των μύθων και των θρύλων. Εγώ ήμουν μάρτυρας στο ότι είναι αληθινοί. Ένας λύκος θα με σκότωνε, αλλά ποτέ δεν το έκανε. Κάτι που δεν φαίνεται τόσο αληθοφανής.

Είμαι γνωστή σαν ένα θαύμα.

Είναι νύχτα όταν φτάνω στο Λόουελ, ένα κοντινό χωριό στη Μασαχουσέτη. Παίρνω το κινητό για να ελέγξω την ώρα καθώς οδηγώ. Ακούω μία κόρνα αυτοκινήτου και σηκώνω τα μάτια, όμως πλέον είναι αρκετά αργά. Νιώθω ένα δυνατό χτύπημα στο καπό του οχήματος μου. Τσιρίζω και πατάω απότομα το φρένο. Τι στο καλό; Όταν οι παλμοί της καρδιάς μου ηρεμούν λιγάκι, αποφασίζω να κατέβω από το αυτοκίνητο για να δω τι συνέβη.

Ρίχνω μερικές ματιές τριγύρω μου, δεν μου αρέσει καθόλου αυτό που βλέπω. Η περιοχή είναι πολύ απόμακρη και σκοτεινή. Μία δυνατή πνοή αέρα χτυπάει το πρόσωπό μου ενώ παρατηρώ το καπό του αυτοκινήτου. Τρέμω, το μυαλό μου προσπαθεί να επεξεργαστεί αυτό που βλέπω. Μόλις πέρασαν οι τροχοί του οχήματος μου πάνω από το καημένο μικρό ελάφι.

Ω, που να πάρει...

Είναι ένα αξιολάτρευτο μικρό πλασματάκι και βρίσκεται στο έδαφος, κλαψουρίζοντας σαν να προσπαθεί να παλέψει για την ζωή του. Υπάρχει αίμα που ρέει από την κοιλιά του και ένα κλαδί σφηνωμένο μέσα του. Είμαι ένα τέρας. Πώς μπόρεσα να είμαι τόσο απρόσεκτη;

«Λυπάμαι, μικρέ μου» ψιθυρίζω, με τα δάκρυα να απειλούν για να γλιστρήσουν στα μάγουλά μου «Δεν ήταν πρόθεση μου να σε πληγώσω».

Γονατίζω για να το αγγίξω και το καημένο ζωάκι μαζεύεται φοβισμένο. Ασφυκτιεί. Τι να κάνω; Αμφιβάλλω πολύ αν μπορεί να επιζήσει. Τοποθετώ ένα χέρι επάνω στο κεφάλι του μικρού ελαφιού, νιώθοντας το απαλό του τρίχωμα. Οι πατούσες του τρέμουν καθώς αγωνίζεται για οξυγόνο και το αίμα κυλάει από το στόμα του, κάνοντας τα μάτια μου να γεμίσουν από δάκρυα. Ούτε καν μπορώ να το μετακινήσω από φόβο μήπως το τραυματίσω ακόμη περισσότερο.

Τι μπορώ να κάνω; Να το εγκαταλείψω ενώ αγωνίζεται; Αυτό θα ήταν πολύ απάνθρωπο, πρέπει να σταματήσω τον πόνο του. Είναι η μόνη μου επιλογή.

Αργά τα δάκτυλα μου τυλίγονται γύρω απ' τον λαιμό του και πιέζω. Το ζώο ταρακουνιέται και κλείνω τα μάτια για να πάψω να το κοιτάω. Το σώμα του τρέμει καθώς συνεχίζει να παλεύει, αλλά δεν υπάρχει τίποτα για να κάνω. Δεν μπορώ να το σώσω. Ανατριχιάζω και κάθε μέρος του κορμιού μου καίει και προσπαθώ να αντέξω ακόμη ένα δευτερόλεπτο. Το ελαφάκι έχει σπασμούς μέχρι που τελικά παραιτείται. Αφήνω ένα τρεμάμενο αναστεναγμό να βγει από τα χείλη μου και απομακρύνω το χέρι.

«Λυπάμαι πολύ» μουρμουράω. Σηκώνομαι όρθια για να βρω ένα φτυάρι στο αυτοκίνητο μου. Χαίρομαι που έχω σύνεργα στο πορτ-μπαγκάζ. Δεν σκέφτομαι να εγκαταλείψω το ελάφι στην μέση του δρόμου.

Όταν κατευθύνομαι στο όχημα, όλα σταματούν τριγύρω μου. Το παρμπρίζ...Τα χέρια μου τρέμουν και οπισθοχωρώ. Το παρμπρίζ του αυτοκινήτου είναι καλυμμένο με αίματα, αλλά μπορώ να διαβάσω καθαρά το μήνυμα:

"Κάνε πίσω. Φύγε όσο είναι νωρίς".

Είναι μία προειδοποίηση! Πώς μπόρεσαν να το γράψουν αυτό τόσο γρήγορα;

Σφίγγω τις γροθιές και κοιτάζω τριγύρω μου. Μπορώ να δω την πινακίδα σε κοντινή απόσταση που γράφει DreamLand. Αυτό το συμβάν δεν θα με κάνει να αλλάξω γνώμη.

«Νομίζεται ότι αυτό με τρομάζει;» ξεφυσάω με ένα σαρκαστικό γέλιο «Δεν θα φύγω χωρίς απαντήσεις».

Όταν γυρνάω για να δω ξανά το ελάφι, δεν είναι πια εκεί. Έφυγε, το ίδιο συνέβη με το αίμα στο παρμπρίζ.

Τι στο διάολο έγινε μόλις;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top