Γνωριμία
Η νεαρή δόκιμη πήρε την άδεια από την ηγουμένη να φύγει κάποιες μέρες από το μοναστήρι. Ήθελε να γίνει η κουρά της και να είναι πλήρως προετοιμασμένη. Για να γίνε αυτό πρέπει να συγχωρέσει τον πατέρα της που με την μητριά της σκότωσαν με ατύχημα την μητέρα της μπροστά στα μάτια της. Ήρθε η ώρα να του δώσει την συγχώρεση.
Επίσης όσο και δύσκολο και να φαίνεται, οφείλει να βρεθεί με τον παρολίγον βιαστή της στα δώδεκα της. Δεν γνώριζε πολλά γι'αυτόν, όμως της είχε δώσει το όνομα ενός μαγαζιού "φαντασία" . Ιδέα δεν έχει τι είδος μαγαζί είναι, αλλά θα πάει εκεί προκειμένου να τον βρει. Έτσι κι αλλιώς στάθηκε η αφορμή εξαιτίας του να βρει καταφύγιο στον οίκο του Θεού και θέλει να τον ενημερώσει.
Το μοναστήρι βρίσκεται στην Αθήνα πολύ κοντά στο πατρικό της και στο μαγαζί που θα επισκεφθεί, οπότε φθάνει εύκολα στο σπίτι της. Τα αισθήματα της ανάμεικτα της, αντίθετα με την απαράμιλλη χαρά του πατέρα της μόλις αντικρίζει το παιδί του. Τρέχει και αγκαλιάζει την κόρη του και επιφωνεί όλο χαρά.
- Άννα παιδί μου, δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω στο πατρικό σου. Γύρισες; Πες μου ότι δεν θα επιστρέψεις πάλι πίσω.
Η κοπέλα κοκκινίζει από την αντίδραση του και την επιθυμία του να φύγει από το μοναστήρι. Προσπαθεί ευγενικά να του εξηγήσει.
- Ελισάβετ πατέρα μου. Θα κάτσω για λίγες μέρες εκτός μονής μαζί σας, αν δεν πειράζει εσένα και την Πολυξένη. Θα μιλήσουμε αυτές τις μέρες για όλα.
Ο Λευτέρης, ο πατέρας της, χάνει την λάμψη των ματιών του στο άκουσμα πάλι της μονής του παιδιού του, ενώ η Πολυξένη ρίχνει τόσο εχθρικό βλέμμα στην κοπέλα που η δόκιμη ανατριχιάζει. Στην συνέχεια την υποδέχονται μέσα και πάει στο δωμάτιο της. Έχει μείνει ανέγγιχτο από την μέρα που το εγκατέλειψε. Στο δωμάτιο που έκανε τα όνειρα που κάνουν αρκετά κορίτσια. Να μεγαλώσει, να δουλεύει και να παντρευτεί τον σωστό άντρα. Πράγματα που είχε ξεχάσει από καιρό.
Κάποια στιγμή ρωτάει που είναι το μαγαζί που θέλει και τι ώρες είναι ανοιχτά. Δύο έκπληκτα πρόσωπα την κοιτάζουν με καθαρή την απορία τους. Η Πολυξένη γελάει, ενώ ο πατέρας της με ελάχιστες ελπίδες την ρωτάει.
- Πώς σου ήρθε αυτό κορίτσι μου; Θες να πάμε; Αν θες να το κανονίσω άμεσα. Πρέπει να δεις πράγματα και από τον έξω κόσμο, έστω αν αυτό είναι η νύχτα. Μεσάνυχτα λειτουργούν τέτοια μαγαζιά.
Φυσικά σε αυτό η νεαρή επιθυμούσε να πάει μόνη της. Έτσι και έκανε. Το βράδυ που πήγαν στο δωμάτιο οι υπόλοιποι, πήρε το χαρτζιλίκι που της έχει δώσε εδώ και χρόνια ο πατέρας της και ξεκίνησε με σκοπό να πάει στην "φαντασία" . Πέρα από κάθε φαντασία ήταν αυτό που θα ακολουθούσε εκείνο το βράδυ. Το ταξί την πήγε στον προορισμό της χωρίς να ταλαιπωρηθεί καθόλου. Έδεσα πιο γερά το μαντήλι της και ζητάει από τον άντρα που βλέπει μπροστά της να μπει στο μαγαζί. Δεν φοβόταν καθόλου, καθώς ένιωθε ότι έχει την βοήθεια του Θεού μαζί της.
Η μνήμη της όμως ανασύρει από τα παλιά της πεντακάθαρα την μέρα εκείνη. Ένας άντρας μεγαλύτερος της προσπαθούσε να την ακινητοποιήσει. Τελευταία στιγμή είχε την φώτιση και βρήκε ένα αντικείμενο να τον χτυπήσει,για να απομακρυνθεί. Τότε εκείνος της είπε που μπορεί να τον βρει ανά πάσα στιγμή. Επανέρχεται στην πραγματικότητα, όταν ο φύλακας του μαγαζιού σταυροκοπιέται βλέποντας την και επικαλείται τα θεία. Με τα πολλά της αναφέρει το ποσό και το δίνει. Ευτυχώς αυτά τα χρόνια ο πατέρας της της έδινε χαρτζιλίκι και ας του έλεγε ότι δεν χρειαζόταν.
Μπαίνει μέσα στην μεγάλη αίθουσα και αμέσως αμαθή όπως είναι την πιάνουν τα μάτια της από την ατμόσφαιρα. Όλοι όσοι την βλέπουν μένουν άναυδοι με την θέα και σταματούν να κοιτάνε τον νεαρό που χορεύει. Πολλοί χλευάζουν, άλλοι απορούν. Το τραγούδι συνεχίζει κανονικά.
"Το σ' αγαπώ είναι φωτιά
Και όχι δυο λέξεις
Θέλει να πέσεις στην φωτιά
Και να χορέψεις
Το σ' αγαπώ είναι γι΄ αυτούς
Που δεν φοβούνται
Για αυτούς τους λίγους
Που στα δάχτυλα μετριούνται
Το σ' αγαπώ είναι φωτιά"
Τότε η δόκιμη παρατηρεί τον νεαρό στην πίστα που χορεύει. Δεν έχει δει ποτέ της άντρα σε ζεϊμπέκικο, όπως και πολλά στην ζωή της. Σε λίγο και ο νεαρός Πέτρος καταλαβαίνοντας την διαφορά του κλίματος σταματάει τον χορό, να δει την κέντρισε την προσοχή του κόσμου που δεν χειροκροτάει πια. Τότε εντοπίζει και αυτός το τελευταίο πράγμα που περίμενε. Έναν άγγελο ντυμένο στα μαύρα ράσα με έναν καταγάλανο ωκεανό για μάτια. Ο χρόνος σταματάει και για τους δύο. Αυτή νιώθει ταχυκαρδία και πρωτόγνωρα συναισθήματα, που δεν ξέρει να εξηγήσει η ίδια, όπως και ο ίδιος. Έχει γνωρίσει τόσες κοπέλες, αλλά ποτέ καμία δεν του κέντρισε το ενδιαφέρον με μια ματιά.
Η νεαρή μετά από λίγο τρέχει προσπαθώντας να βρει την έξοδο. Δεν είναι γι'αυτήν τέτοια μέρη θεωρεί. Ο Πέτρος τότε αποφασίζει χωρίς να υπολογίσει όλο το κέντρο που παρακολουθεί το σκηνικό, να κατέβει από την σκηνή να την προλάβει. Θέλει να της μιλήσει και να μάθει πως γίνεται να ήρθε σε ένα τέτοιο μέρος. Δεν ξέρει από καλόγριες, αλλά σίγουρα δεν είναι μέρη που συχνάζουν. Την πετυχαίνει προς την έξοδο, όπου από την βιασύνη της τής πέφτει το μαντήλι. Της το πιάνει και την σταματάει με αφορμή αυτό το γεγονός.
Η κοπέλα πάλι νιώθει εκτεθειμένη, γιατί πρώτη φορά την βλέπουν μετά από τόσα χρόνια χωρίς μαντήλι. Φαίνονται τα μακριά μαλλιά της πλέον καθαρά και το πρόσωπο της ακόμα καλύτερα. Ο νεαρός εντυπωσιασμένος από την θέα της τής μιλάει.
- Περίμενε,μην φεύγεις έτσι. Για να μπήκες στον κόπο και να ήρθες μέχρι εδώ σημαίνει ότι κάτι θες. Μπορείς να μου πεις εμένα τι έψαχνες;
Τελείως αμαθή σε τέτοιες καθημερινές επαφές η κοπέλα νιώθει χαμένη. Δεν γνωρίζει πως να αντιδράσει με τον νεαρό που έχει δίπλα της και δεν καταλαβαίνει τον λόγο που της έδωσε αυτός σημασία εξαρχής.
- Τίποτα. Έκανα λάθος πρέπει να φύγω.
Ο Πέτρος όμως επιμένει και της ζητάει ευγενικά να την πάει εκείνος μέχρι το σπίτι της. Εκείνη το σκέφτεται. Σίγουρα είναι κακό να την πάει κάποιο άγνωστο αγόρι, όμως δεν έχει πολλές επιλογές. Στο ταξί το ίδιο συμβαίνει. Αναρωτιέται όμως αν είναι κακό που η ίδια καταβάθος επιθυμεί να πάει μαζί του σπίτι...
Ελπίζω να σας άρεσε η αρχή. Περιμένω με αγωνία σχόλια σας πώς σας φάνηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top