Κεφάλαιο 24ο - Εξομολογήσεις
"Νόμιζα πως με ξέχασες" του παραπονέθηκα όλο νάζι μόλις επέστρεψε στο τραπέζι μας.
Φαινόταν όμως διαφορετικός, σαν να ήταν τσιτωμένος.
"Συνέβη κάτι; Είσαι καλά;" ρώτησα ανήσυχη και έτεινα το χέρι μου προς το δικό του όμως δε με άφησε να το ακουμπήσω.
"Εσύ θα μου πεις... Σάντυ!" ο τόνος του σκληρός μα ταυτόχρονα ειρωνικός.
Μόλις με αποκάλεσε Σάντυ;
"Ιάσονα, να σου εξηγήσω" είπα αμέσως.
"Τι να μου εξηγήσεις; Ότι τόσους μήνες με κοροϊδεύεις κατάμουτρα;" απάντησε αγριεμένα όμως με χαμηλό τόνο για να μη γίνουμε θέαμα.
"Γι'αυτό σε κάλεσα απόψε εδώ, για να σου πω την αλήθεια..." προσπάθησα να του εξηγήσω όμως δε με άφησε.
"Νωρίς το θυμήθηκες!" είπε ειρωνικά και σηκώθηκε για να φύγει.
"Σε παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό. Άφησέ με να σου εξηγήσω πρώτα" του είπα όμως μάταια γύρισε την πλάτη του κι έφυγε.
Τι έγινε; Πώς κατάλαβε πως ήμουν η Σάντυ; Γιατί δεν πρόλαβα να του μιλήσω πρώτα εγώ;
Ο σερβιτόρος ήρθε προς το μέρος μου και σκούπισα γρήγορα τα δάκρυά μου για να μη δει πως έκλαιγα.
"Συγγνώμη, αυτά είναι τα ρέστα σας" είπε σεμνά και τον κοίταξα παραξενευμένη.
"Ποια ρέστα;" ρώτησα ανήξερη.
"Ο κύριος που ήσασταν μαζί πλήρωσε πριν φύγει, και σας έφερα τα ρέστα" απάντησε. "Επίσης, μου ζήτησε να καλέσω ταξί για εσάς, σε λίγο θα είναι εδώ" συνέχισε εκείνος και απλά έγνευσα θετικά το κεφάλι μου.
"Ευχαριστώ" είπα απλά κι εκείνος έφυγε.
Πόσο λάθος συνέβησαν όλα; Αλλιώς τα είχα σχεδιάσει και αλλιώς μου βγήκαν. Δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι, έπρεπε να του εξηγήσω είτε ήθελε να με ακούσει είτε όχι.
Σηκώθηκα βιαστικά από την καρέκλα πάνω στη στιγμή που μου έκανε νόημα ο σερβιτόρος πως το ταξί μου είχε φτάσει.
"Πάνω στην ώρα" ψιθύρισα και βγήκα από το εστιατόριο με γρήγορα βήματα.
Μπήκα στο ταξί και έδωσα τη διεύθυνση για το σπίτι του Ιάσονα. Δεν αργησταμε πολύ για να φτάσουμε. Αφού πλήρωσα τον ταξιτζή, κατευθύνθηκα με γοργό βήμα για την είσοδο του σπιτιού.
Η κυρία Βάσω άνοιξε την πόρτα και ήταν εκείνη που με υποδέχτηκε. Δε με περίμενε τέτοια ώρα εδώ.
"Κορίτσι μου, δε βγήκες με τον Ιάσονα;" ρώτησε ενώ με κοιτούσε παραξενευμένη.
"Βγήκα κυρία Βάσω, όμως έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Εγώ, δεν πρόλαβα να του μιλήσω, να του εξηγήσω" της είπα ενώ χώθηκα στην αγκαλιά της κλαίγοντας.
"Κυριακή με ανησυχείς. Τι έγινε; Που είναι ο Ιάσονας; Έπαθε κάτι;" ρώτησε τρομαγμένη κι εγώ απλώς κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
"Η μικρή είναι εδώ; Οι γονείς της;" δεν ήθελα να με δουν σε τέτοια κατάσταση.
"Όχι είναι στους γονείς του κυρίου Στέφανου" είπε απλά και μου έκανε νόημα να περάσω μες το σπίτι.
Κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι, κι εκεί της εκμυστηρεύτηκα όλη την αλήθεια. Έπρεπε επιτέλους σε κάποιον να μιλήσω, να πω την αλήθεια και να τη βγάλω από μέσα μου.
"Γιατί βρε κορίτσι μου δεν του είπες από την αρχή την αλήθεια; Θα σε βοηθούσε με την μητέρα σου χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Πραγματικά, δεν τον γνωρίζεις καθόλου τον Ιάσονα" ανέσταξε εκείνη στενάχωρα. "Αν υπάρχει κάτι που μισεί, είναι τα ψέματα. Κι αν υπάρχει κάτι που τον χαρακτηρίζει, είναι η μεγάλη του καρδιά" συνέχισε και με έκανε απλώς να νιώθω χειρότερα.
Άρχισε να χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά μου.
"Σς μην κλαίς άλλο, θα έρθει και θα του εξηγήσεις. Θα καταλάβει άμα ακούσει και τη δική σου μεριά. Ηρέμησε τώρα. Πάμε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου;" τα λόγια της μου έδωσαν κουράγιο κι έγνευσα θετικά.
Με βοήθησε να πάμε ως την τουαλέτα και να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου. Επιστρέψαμε πάλι στο σαλόνι και περιμέναμε να γυρίσει ο Ιάσονας, όμως τίποτα. Είχε περάσει αρκετά ώρα.
"Κυρία Βάσω, πήγαινε να κοιμηθείς και θα τον περιμένω μόνη μου. Κάποια στιγμή θα επιστρέψει, δεν έχει που αλλού να πάει, σωστά;" ρώτησα κι εκείνη συμφώνησε.
"Αν χρειαστείς το οτιδήποτε ξέρεις που θα με βρεις" μου είπε πριν αποχωρήσει για το δωμάτιό της.
Εγώ ανέβηκα στον πάνω όροφο, και μπήκα μες το δωμάτιό του. Αποφάσισα να τον περιμένω εκεί. Όμως η ώρα περνούσε κι εκείνος δεν ερχόταν. Κι όσο σκεφτόμουν τα πράγματα, μου ερχόταν να ξανακλάψω. Ξάπλωσα στο κρεβάτι του κι άρχισα να κλαίω.
Ο ήχος από το πόμολο της πόρτας που άνοιξε με ξύπνησε, και σηκώθηκα τρομαγμένη. Είχα αποκοιμηθεί στο μαξιλάρι του.
"Τι κάνεις εσύ εδώ;" φώναξε αγριεμένα μόλις μπήκε μέσα.
"Σε περίμενα" απάντησα και πήγα κοντά του. "Ιάσονα πρέπει να με ακούσεις σε παρακαλώ" μύριζε ολόκληρος αλκοόλ.
"Να ακούσω τι Κυριακή; Η μήπως προτιμάς το Σάντυ;" ειρωνεύτηκε και έβγαλε το σακάκι του.
"Σε παρακαλώ άκουσε με!" είπα παρακλητικά όμως γύρισε απότομα προς το μέρος μου και πέταξε το σακάκι του κάτω στο πάτωμα.
"Να ακούσω τι; Είχες τόσο καιρό μπροστά σου για να μου μιλήσεις και να σε ακούσω, γιατί δεν το έκανες; Τι περίμενες;" ρώτησε ενώ έπιασε σφιχτά το χέρι μου.
"Έχεις δίκιο, σε όλα, έπρεπε να σου είχα μιλήσει από την αρχή όμως κατάλαβε τη θέση μου. Δεν έβρισκα το θάρρος για να σου πω την αλήθεια" απάντησα και δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου.
"Το βρήκες όμως για να μου πεις όλα αυτά τα ψέματα, έτσι; Δε σου ήταν καθόλου δύσκολο να με παραμυθιάζεις κάθε μέρα!" φώναξε και άφησε το χέρι μου απότομα. "Φύγε Κυριακή, δεν έχουμε τίποτα να πούμε" γύρισε την πλάτη του και περίμενε για να φύγω.
Δεν μπορούσα να παραδοθώ τόσο εύκολα όμως, ήθελα να του μιλήσω, να τα βγάλω από μέσα μου και μετά ας αποφάσιζε να κάνει ό,τι θέλει. Αν δεν ήθελε να με ξαναδεί θα ήταν δεκτό από μέρους μου, άλλωστε δεν έφταιγε. Εγώ ήμουν αυτή που το προκάλεσε όλο αυτό, και εγώ ήμουν αυτή που θα πλήρωνε κάθε τίμημα. Θα τη δεχόμουν όποια κι αν ήταν η απόφασή του.
"Ιάσονα, σε παρακαλώ, άσε με μόνο να σου εξηγήσω. Δέκα λεπτά ζητάω από το χρόνο σου. Δέκα τελευταία λεπτά, και μετά, αν έτσι θέλεις, θα εξαφανιστώ μια για πάντα από τη ζωή σου" τον παρακάλεσα και ξαναγύρισε προς το μέρος μου.
"Ξέρεις..." ψιθύρισε και ήρθε προς το μέρος μου. "Με μάγεψες από την αρχή... Οι κινήσεις σου, ο χορός σου..." είπε και πέρασε το χέρι του απαλά πάνω από το μάγουλό μου. "Σε είχα ερωτευτεί πολύ πριν σε γνωρίσω..." με κάρφωσε με τα μάτια του κι εγώ ένιωσα να ζαλίζομαι.
Μόλις μου είχε παραδεχτεί πως είναι ερωτευμένος μαζί μου; ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει και να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top