7. Σύμπτωση;
Η Κέιλα ανέβηκε αργά την ξύλινη σκάλα. Οι φωνές των δυο αντρών έφταναν στα αυτιά της αλλά επέλεγε να τις αγνοήσει. Όπως ήταν σίγουρη ότι έκανε και το αγόρι στο πλάι της. Τα βήματα της ήταν λίγο πιο βαριά από ότι συνήθως. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι το αγόρι βρισκόταν εδώ. Εάν ήταν εδώ, η αλήθεια δεν θα αργούσε να αποκαλυφτεί. Με ποιόν τρόπο σκόπευε ο Τορμέντορ να τον χρησιμοποιήσει ώστε να πάρει τον θρόνο από την Μίνα; Αυτό δεν ήταν ποτέ μέσα στα σχέδια του. Βέβαια, δεν μοιραζόταν και τα πάντα μαζί της. Στα 900 χρόνια που οι δυο τους συνεργάζονταν με κοινό παρονομαστή την Βασίλισσα, μονάχα μερικά κομμάτια από τους σκοπούς του είχε μοιραστεί μαζί της και αυτό μονάχα όταν είχε θεωρήσει αυτός ότι ήταν απαραίτητο. Με αποκορύφωμα 17 χρόνια πριν. Όταν... Έδιωξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της και άνοιξε την πόρτα μπροστά της. Χαμογέλασε στο αγόρι και έκανε στην άκρη για να περάσει πρώτος.
Ο Λίλιαν θαμπώθηκε από την ομορφιά. Στο τεράστιο δωμάτιο υπήρχαν όλες οι ανέσεις που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι, στρωμένο τέλεια με λευκά σεντόνια και μια μαύρη κουβέρτα ήταν στον τοίχο αριστερά του. Υπήρχαν δυο μικρά ξύλινα τραπεζάκια σε κάθε μεριά του, στολισμένα με διάφανα βάζα και αυτά τα λευκά, φρέσκα κρίνα που από ότι φαινόταν, βρισκόντουσαν παντού στο σπίτι.
«Γνωρίζατε ότι θα έρθω;» ρώτησε. Η Κέιλα πρόσεξε ότι παρατηρούσε τα βάζα.
«Υπάρχουν δυο βάζα με κρίνους σε κάθε δωμάτιο είτε χρησιμοποιείται είτε όχι. Και όχι, δεν γνωρίζαμε για την επίσκεψη σας κύριε Λίλιαν». Ο Λίλιαν γέλασε ανόρεχτα και προχώρησε πιο βαθιά στο δωμάτιο. Ένα μαύρο, χνουδωτό χαλί απλωνόταν μπροστά στο τζάκι που βρισκόταν απέναντι από το κρεβάτι. Τρια μεγάλα παράθυρα που έκρυβαν μακριές, παχιές κουρτίνες κάλυπταν τον μοναδικό τοίχο που δεν καλυπτόταν από έπιπλα. Δεξιά και αριστερά από το τζάκι υπήρχαν μια ντουλάπα με συρόμενη πόρτα και μια λευκή πόρτα αντίστοιχα. Πάνω από το τζάκι, ένας μεγάλος καθρέφτης με κόκκινη μπορντούρα, διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους αντικατόπτριζε τώρα το μπερδεμένο πρόσωπο του Λίλιαν. Στεκόταν γεμάτος χώματα και αίματα σε ένα δωμάτιο που έτριζε από καθαριότητα και αισθανόταν σαν την μύγα μέσα στο γάλα. Τι δουλειά είχε αυτός εκεί μέσα στην πολυτέλεια; Όμως το πετράδι στο στήθος του είχε πάψει από ώρα να πάλλεται σαν τρελό και να τον πονά. Για την ακρίβεια, δεν είχε νιώσει καμία ενόχληση από εχθές το βράδυ. Εκτός από την στιγμή που η σωτήρας του είχε φύγει από το μικρό πέτρινο κρυσφήγετο αλλά ήταν σίγουρος ότι αυτό οφειλόταν στο ότι ο Λίλιαν δεν ήθελε να φύγει. Ήθελε να την ξαναδεί αλλά ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Από την στιγμή που είχε διαβεί την πόρτα του κάστρου, είχε νιώσει σαν χρυσά σίδερα να του έφραζαν τώρα την έξοδο. Ναι, ο επικίνδυνος άντρας του είχε πει ότι είναι ελεύθερος να φύγει όποτε ήθελε μετά το δείπνο αλλά αμφέβαλλε ότι αυτό θα του δινόταν σαν επιλογή. Και πάλι όμως, να πήγαινε που; Η Λάβεντερ δεν θα εγκατέλειπε έτσι έυκολα την μάχη. Ήταν σίγουρος ότι αυτή την στιγμή, άλλωτε σύντροφοι και νυν εχθροί, θα βρίσκονταν στο κατώπι του. Κανένας όμως δεν θα τολμούσε να επιτεθεί στο κάστρο χωρίς εντολή. Και ειδικά μετά από όσους είχαν χάσει στην τελευταία επίθεση. Και ειδικά χωρίς εκείνον. Εκείνον που είχε καταφέρει να φτάσει πιο κοντά στην Βασίλισσα από τον καθένα. Έκλεισε τα μάτια και έπιασε το πολυτελές ύφασμα που έπεφτε από τον ουρανό του κρεβατιού ενώ η ανάμνηση πάλευε να διώξει το σύννεφο που την σκέπαζε. Όταν είχε την μορφή του λύκου, οι αναμνήσεις έμεναν στον λύκο και το αντίστροφο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε συμβεί στο κάστρο την τελευταία φορά που είχε βρεθεί εδώ. Οι διηγήσεις ωστόσο ανέφεραν ότι είχε φτάσει στο δωμάτιο της Βασίλισσας. Η μυρωδιά από τους κρίνους ακόμα γαργαλούσε τα αυτιά του μαζί με κάτι άλλο που, όσο και να προσπαθούσε, δεν μπορούσε ούτε η μνήμη, ούτε η όσφρηση του να ανακαλέσει. Τα νύχια του βυθίστηκαν στις παλάμες και λέκιασαν με αίμα το λευκό ύφασμα. Το χέρι που ακούμπησε την ώμο του απαλά τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Το γλυκό χαμόγελο της Κέιλα ήταν το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν άνοιξε τα μάτια του. Απομάκρυνε τα χέρια του από το κρεβάτι και έκανε δυο βήματα πίσω.
«Μην σας ανησυχεί αυτό. Θα το φτιάξω. Θα θέλατε να κάνετε ένα μπάνιο;» Ο Λίλιαν την κόταξε με μίσος. Ήξερε αυτό το βλέμμα. Η γέννηση του ήταν για όλους ένα λάθος. Και τώρα ένας λύκος, χειρότερα, ένα υβρίδιο, λέρωνε με το βρωμερό αίμα του το άσπιλο άβατο του κάστρου. Ο λύκος ρουθούνισε έτοιμος για επίθεση στο κεφάλι του όταν το κολάρο στο λαιμό του άρχισε να αναβοσβήνει προειδοποιώντας τον ότι ήταν έτοιμο να τον ηλεκτρίσει εάν έκανε απόπειρα να αλλάξει μορφή. «Θα σας φέρω μερικά ρούχα και θα τα αφήσω στο κρεβάτι. Έχετε αρκετό χρόνο εάν θέλετε να κοιμηθείτε μέχρι το δείπνο. Επίσης εάν πεινάσετε μέχρι τότε, απλά φωνάξτε με. Θα σας φτιάξω κάτι γρήγορο...»
«Γιατί μπαίνεις στον κόπο να μου δείξεις ότι νοιάζεσαι; Επειδή ο Τορμέντορ με θέλει εδώ;» Η Κέιλα δεν φάνηκε να εκπλήσσεται από την κατηγορία που πετούσε τώρα στα μούτρα της. Κατέβασε για ένα δευτερόλεπτο το βλέμμα στα πόδια της. Θα έπρεπε να ντρέπεται, ναι. Για πολλά. Δεν θα έπρεπε να μπαίνει καν στον κόπο να του προτείνει όλα αυτά τα πράγματα. Θα μπροούσε να μην του είχε πει και ο Τορμέντορ δεν υπήρχε περίπτωση να την κατηγορήσει για αυτό. Άραγε οι τύψεις για ότι είχε κάνει σε αυτό το αγόρι την έκαναν πιο μαλθακή ή ο λόγος που τον είχε φέρει αυτός ο αναθεματισμένος δαίμονας στο κάστρο; Το παρελθόν έπρεπε να έχει μείνει εκεί. Στο παρελθόν. Δεν έπρεπε να επιστρέφει τώρα και να την στοιχειώνει. Κοίταξε τα έντονα πράσινα μάτια του αγοριού. Ήταν ένα παιδί. Ένα παιδί που εκείνη είχε καταδικάσει σε μια ζωή δεμένη με...
«Όχι.» απάντησε τελικά προσπαθώντας το χαμόγελο στα χείλη της να φανεί όσο πιο αληθινό. «Επειδή δεν έχετε κάνει τίποτα ώστε να μου αποδείξετε ότι δεν πρέπει να σας νοιάζομαι.» Η πόρτα έκλεισε με έναν απαλό ήχο αφήνοντας τον Λίλιαν μοναχό του στο τεράστιο δωμάτιο. Και τώρα; Ρώτησε ο Ντάρκ στο κεφάλι του.
«Τώρα παίρνουμε μια ανάσα πριν συνεχίσουμε να τρέχουμε» απάντησε ο Λίλιαν και άνοιξε την πόρτα που δεν ήξερε που οδηγούσε. Η πολυτέλεια τον μάγεψε. Η μαρμάρινη μπανιέρα ήταν χτισμένη σε ένα ύψωμα που έπρεπε να ανέβεις τρια φαρδιά σκαλιά για να την φτάσεις και άνετα μπορούσε να βυθιστεί μέσα της, ακόμα και με την μορφή του λύκου. Όλα λευκά, όλα τόσο καθαρά και καινούργια. Ο Λίλιαν ήθελε να κλάψει. Δεν ήταν συνηθισμένος σε αυτά. Από τα χώματα, την λάσπη, την ανίηλη τρύπα που έσταζε υγρασία και οι σταγόνες στην βροχής πότιζαν το δέρμα του ενώ το κρύο τρυπούσε τα κόκκαλα του, στην χλιδή, τα μεγάλα παράθυρα, το μαλακό κρεβάτι και το τεράστιο μπάνιο; Άραγε να του το χρωστούσε η ζωή για ότι είχε περάσει υπό την δουλεία της Λάβεντερ; Αλλά εάν ήταν έτσι, σε όλους τους λύκους που είχε υπό τις εντολές της άξιζε τέτοια κατάληξη. Σαν το ζεστό νερό άγγιξε το παγωμένο του δέρμα, όλες οι σκέψεις του πέταξαν μακριά. Κολύμπησε από την μια άκρη στην άλλη και έχωσε το κεφάλι του κάτω από το νερό. Τινάχτηκε, πιτσιλώντας κάθε πλακάκι με νερό και γέλασε. Για πρώτη φορά στην ζωή του γέλασε. Ο ήχος φάνηκε ψεύτικος ενώ εγκατέλειπε το λαρύγγι του αλλά δεν τον ένοιαζε. Η μυρωδιά της καραμέλας απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο γεμίζοντας το μπάνιο και κάνοντας τον λύκο να γουργουρίσει ευχαριστημένος. Ο Λίλιαν έτριψε με μανία τα μαλλιά και το δέρμα του, σε μια προσπάθεια να διώξει και τα υπολείμματα της σκλαβιάς της Λάβεντερ μαζί με την βρωμιά και το αίμα. Όχι, δεν είχε πιστέψει τα λόγια του Τορμέντορ. Ήξερε ότι αυτός ο δαίμονας θα έκανε τα πάντα για να τον πείσει να μείνει και ας τον είχε δει μονάχα για μερικά λεπτά. Όμως... Παραδεχόταν ότι η αντίληψη που είχε για την Λάβεντερ, δεν σύναδε με τον τρόπο που τους συμπεριφέροταν. Ίσως και αυτός ο ψυχοπαθής οικοδεσπότης να είχε απαντήσεις σε περισσότερα ερωτήματα από όσα νόμιζε...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top