6. Άφιξη
«Δεν υπάρχει περίπτωση!» γρύλισε ο Κρίστιαν.
«Δημιουργήθηκα για να σκοτώνω βασιλιάδες, όχι να τους υπηρετώ!» δήλωσε αποφασιστικά ο Λίλιαν κάνοντας τον Τορμέντορ να σηκώσει ένα γκρι φρύδι. Το μακρύ του νύχι χάιδεψε το σαγόνι του αγοριού ανοίγοντας μια πολύ μικρή πληγή που όμως έτσουζε βασανιστικά.
«Υπηρετούσες όμως την Λάβεντερ...» Ο Λίλιαν άρπαξε το χέρι του από τον καρπό και το πέταξε μακριά του. Έφερε την παγωμένη του παλάμη στην πληγή προσπαθώντας να ανακουφιστεί. Δεν θα του έδινε την ευχαρίστηση ότι πονούσε.
«Η Λάβεντερ...» έκανε να φωνάξει όμως ο Τορμέντορ τον διέκοψε με μια απαλή, εκνευριστικά ήρεμη φωνή.
«Η Λάβεντερ σε εξαπατούσε. Δεν ξέρω με τι είδους ψέματα γέμισε το μυαλό σου αλλά...» Ήταν η σειρά του Λίλιαν να τον διακόψει.
«Η Λάβεντερ με έσωσε!» φώναξε.
«Από τι, Λίλιαν; Από μια οικογένεια που σε λάτρευε;» του φώναξε πίσω χάνοντας την υπομονή του και με την άκρη του ματιού του είδε τον λευκομάλλη άντρα να κάνει δυο βήματα μπροστά και να παίρνει θέση επίθεσης. Τι στο καλό; Ο Τορμέντορ έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να ηρεμήσει την ίδια στιγμή που το μυαλό του Λίλιαν σταματούσε να λειτουργεί.
«Οικο...γένεια;» ψέλλισε απελπισμένα. Ο Λίλιαν δεν είχε ποτέ του οικογένεια. Αυτός ο άντρας έλεγε ψέματα. Όμως... Κάτι στον τρόπο που πέταξε τις λέξεις στο πρόσωπο του σαν στιλέτα, του έλεγε ότι ήταν η αλήθεια. Μια αλήθεια ή η βαθύτερη σου επιθυμία; Ο λύκος στο κεφάλι του μουρμούρισε καχύποπτα. Καταραμένη φωνή. Ο Τορμέντορ άνοιξε τα μάτια του και η ηρεμία είχε επανέλθει στα χαρακτηριστικά του.
«Ξέρεις κάτι; Πίστευε ότι θες...» ο ειρωνικός του τόνος έκανε τον Λίλιαν να ρουθουνίσει εκνευρισμένος. «Δώσε μου όμως το αποψινό δείπνο ώστε να σου καταρρίψω κάθε ψέμα που σου έχει πει η Λάβεντερ με αλήθειες. Τι λες;» Ο λύκος του έδειχνε τα δόντια του. Δεν τον εμπιστευόταν. «Στο μεταξύ εσύ μπορείς να φας, να κάνεις ένα μπάνιο και να κοιμηθείς. Φαντάζομαι το ταξίδι θα ήταν κουραστικό μέχρι εδώ.» Έδειξε τα ρούχα του. Τα κουρελιασμένα ρούχα του και τις ανοιχτές πληγές του. Το ξεραμένο αίμα που πότιζε το ύφασμα. «Και εάν μετά το δείπνο εξακολουθείς να θες να φύγεις, θα σου πω ότι χρειάζεται να ξέρεις για το πετράδι σου και θα πας πίσω από εκεί που ήρθες.» Δεν περίμενε την απάντηση του Λίλιαν παρά έκανε νόημα στην κοπέλα. «Κέιλα, συνόδεψε τον καλεσμένο μας στου ξενώνες».
«Τορμέντορ...» πρόφερε εκείνη απειλητικά.
«Ω, για όνομα Κέιλα! Κοίταξε τον! Στέκεται με το ζόρι, είναι γεμάτος πληγές και τα ρούχα του μες τις λάσπες και το αίμα! Θα σου λερώσει τα χαλιά...» Η Κέιλα τον κοίταξε με μίσος πριν στραφεί στον Λίλιαν. Το βλέμμα της μαλάκωσε αλλά ακόμα η έκφραση της ήταν αυστηρή. Όμως ο Λίλιαν ένιωθε ότι η παρουσία του δεν της ήταν τόσο ενοχλητική. Σε αντίθεση με τον λευκομάλλη που μάλλον ήθελε να του βγάλει την σάρκα. Ας προσπαθήσει..
«Ακολουθήστε με κύριε Λίλιαν» του είπε η γυναίκα και ο Λίλιαν έριξε μια τελευταία ματιά στον άντρα με το όνομα Τορμέντορ.
«Δεν θα σε βλάψει κανείς Λίλιαν. Έχεις τον λόγο μου, δεν είναι παγίδα».
«Και περιμένεις να βασιστώ στον λόγο σου;» του πέταξε φτύνοντας τις λέξεις.
«Ο λόγος ενός βρικόλακα είναι ιερός. Δεν παραβιάζεται και δεν σπάει».
«Και γιατί να σε πιστέψω;»
«Γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή». Το αγόρι δάγκωσε το κάτω χείλος του και γύρισε να κοιτάξει την γυναίκα. Τον περίμενε στην βάση της σκάλας. Έκανε να την ακολουθήσει όταν μια σκιά καταγράφηκε στην όραση του στην κορυφή της σκάλας. Θολές αναμνήσεις εισέβαλλαν στο μυαλό του από την τελευταία φορά που ήταν εδώ. Ο Λύκος τον είχε κυριεύσει και δεν θυμόταν πολλά. Μόνο έναν καταρράκτη χρυσών μαλλιών. Άρχισε και μπέρδευε τις αναμνήσεις του αγοριού και του λύκου τώρα; Χρειαζόταν λίγη ακόμα ξεκούραση. Ακολούθησε την γυναίκα αθόρυβα.
«Πρέπει να μας δουλεύεις όλους έτσι; Τι δουλειά έχει ένα από τα τσιράκια της εδώ μέσα; Και ειδικά αυτός. Ή πίστευες ότι δεν θα τον αναγνώριζα;» Γρύλισε χαμηλόφωνα ο Κρίστιαν όταν άκουσαν την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει ξανά.
«Δεν είχα αμφιβολία ότι θα τον αναγνώριζες. Εσύ τον αντέκρουσες εκείνη την νύχτα, 2 φεγγάρια πριν» απάντησε κουρασμένα ο Τορμέντορ και έτριψε το πρόσωπο του.
«Τότε γιατί τον έφερες εδώ; Ήθελες να με συγχύσεις ή απλά σαν μόνιμη υπενθύμιση να φερόμαστε καλά μην τυχόν και βρεθούμε νεκροί;» Τα λόγια του έσταζαν φαρμάκι. Μισούσε αυτόν τον άντρα με όλη την δύναμη της ψυχής του. Τον μισούσε για αυτό που ήταν. Για ότι είχε κάνει. Για ότι της είχε κάνει.
«Αυτό δεν θα ήταν κακό αλλό πάντα έχω απώτερο σκοπό και το ξέρεις». Το χαμόγελο του πλάτυνε. «Θα τα μάθεις όλα στο δείπνο, έχεις τον λόγο μου. Αυτό που μπορώ να σου υποσχεθώ είναι ότι δεν είναι εδώ για να την βλάψει.» Ο Κρίστιαν γρύλισε και κούνησε το κεφάλι του δύσπιστα. Και μόνο η ύπαρξη του Τορμέντορ ήταν βλασφημία σε ότι πρέσβευε. Σε ότι ήταν κάποτε. Ότι και να έκανε την έβλαπτε. Και που ανέπνεε για εκείνη ήταν μια υπενθύμιση της σκλαβιάς της. Και ο Κρίστιαν είχε αφιερώσει την ζωή του ώστε να την ελευθερώσει. Εάν αυτό το αγόρι είχε κάποια σημασία για τον Τορμέντορ, με χαρά θα του το κατέστρεφε. Όπως εκείνος κατέστρεψε και συνέχιζε να καταστραφεί κάθε τι καλό για εκείνη.
«Το καλό που σου θέλω Τορμεντορ γιατί στο ορκίζομαι ότι θα σε χωρίσω από αυτόν τον δαίμονα και θα σας παλουκώσω και τους δυο στην είσοδο». Του κούνησε το δάχτυλο και απομακρύνθηκε από τον άντρα αφού χτύπησε τον ώμο του με τον δικό του. Γνωρίζανε και οι δυο πολύ καλά ότι ήταν κούφια λόγια. Ο Κρίστιαν όσο και να προσπαθούσε δεν θα μπορούσε να βλάψει τον Τορμέντορ. Το είχε προσπαθήσει με δεκάδες τρόπους στο παρελθόν. Όμως έκανε και τους δυο να αισθάνονται πιο ασφαλείς γνωρίζοντας ότι ο έκπτωτος θα προσπαθούσε εάν ο δαίμονας έβλαπτε την Μίνα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top