5. Ο Βασιλιάς

Οι σκέψεις της είχαν πάψει προ πολλού να χάνονται στο βιβλίο που ήταν τώρα ανοιχτό στα πόδια της. Με το ένα χέρι να καλύπτει τα κατακόκκινα χείλη της και με το άλλο να σχεδιάζει ακανόνιστα σχέδια στο τζάμι, είχε καρφώσει το βλέμμα στον ορίζοντα. Βρισκόταν καθισμένη στο εσωτερικό περβάζι του παραθύρου της ενώ οι κόκκινες βελούδινες κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και το φως του ήλιου έμπαινε διάχυτο στο δωμάτιο της. Οι ειδικές διαφάνειες που υπήρχαν σε όλα τα παράθυρα, προστάτευαν όλους τους ενοίκους από τις ενοχλητικές ακτίνες του ήλιου ενώ επέτρεπαν στο φυσικό φως να μπαίνει μέσα ζεσταίνοντας λίγο το παγωμένο κάστρο. Θα περίμενε κανένας ότι οι δαίμονες θα μισούσαν τον ήλιο. Όμως ο σφετεριστής της περιουσίας της και βασανιστής της απολάμβανε τις θερμές ακτίνες στο δέρμα του. Η Μίνα είχε ευχηθεί πολλές φορές να καεί ζωντανός από αυτή του την απόλαυση. Το τζάκι της σιγοκαίε από τα χαράματα όπου είχε επιστρέψει. Ο Κρίστιαν είχε επιμείνει να το ανάψει αφού είχε τρομάξει με το ποσό παγωμένο ήταν το δέρμα της και πόσο χλωμή φαινόταν. Ειρωνικό για μια βρικόλακα. Είχε τραφεί και διώξει από πάνω της το αίμα και τις λάσπες. Τώρα φορούσε ένα μακρύ, κόκκινο βελούδινο φόρεμα με σφιχτό μπούστο τονίζοντας το λευκό της δέρμα. Τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν σε στιλπνές, χαλαρές μπούκλες και μαβιοί κύκλοι στόλιζαν τα ψυχρά γαλάζια  μάτια της. Ο Κρίστιαν τράβηξε το χέρι της από το τζάμι αλλά εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει.

«Άσε το τζάμι...» ψιθύρισε ανήσυχος και στα χείλη της εμφανίστηκε ένα πλάγιο χαμόγελο. Ο δυνατός χτύπος στα σιδερένια κάγκελα της εισόδου την έκανε να γυρίσει βαριεστημένα να το βλέμμα της εκεί. Μια μαυροντυμένη φιγούρα κοπανούσε τα σίδερα με λύσσα. Είδε τους φύλακες να σπεύδουν στην πύλη. Οι κόκκινοι μανδύες τους πετάχτηκαν στο φρέσκο χιόνι την ώρα που ο μαυροντυμένος ξένος τους πετούσε μακριά του. Τα περιποιημένα φρύδια της έσμιξαν όταν είδε τους φύλακες να προσπαθούν να τον απομακρύνουν ενώ εκείνος πάλευε ώστε να τους πάρει από πάνω του. Τα μάτια της στένεψαν ενώ η μάχη που γινόταν στην είσοδο είχε αιχμαλωτίσει πλήρως την προσοχή της. Ο Κρίστιαν ξεφύσηξε ενοχλημένος από την φασαρία και κοίταξε και εκείνος από το τζάμι. Ο ένας από τους δυο φύλακες κατάφερε μια γερή μπουνιά στο πρόσωπο του επίδοξου εισβολέα, ρίχνοντας την μαύρη κουκούλα του και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Έγειρε πάνω στο τζάμι ενώ ένιωθε το γαλάζιο αίμα στις φλέβες της να πάλλεται με λύσσα. Είχε έρθει όντως στο κάστρο! Ήταν όντως εδώ! Μα γιατί;
«Ανοίξτε μου!» Ο Λίλιαν ούρλιαξε από την πύλη την ώρα που πετούσε τον έναν φύλακα στην πύλη.
Ο Κρίστιαν γρύλισε.
«Ποιος στο καλό είναι αυτός πάλι;» γρύλισε ενοχλημένος αλλά η Μίνα τον αγνόησε. Κόλλησε το πρόσωπο και τα χέρια της στο τζάμι κοιτώντας το αγόρι. Ο Λίλιαν συνέχισε να χτυπά σαν τρελός αλλά χωρίς να παίρνει απάντηση. Έγειρε πάνω στα κάγκελα και σήκωσε το κεφάλι του στον ουρανό.  Η Μίνα γύρισε τρελαμένη στον φύλακα της και τον έπιασε από την μπλούζα του. «Κρίστιαν, πήγαινε πάρε τον από εδώ. Ο Τορμέντορ θα τον σκοτώσει!» Εκείνος την κοίταξε καχύποπτα.

«Γιατί νοιάζεσαι για έναν εισβολέα; Ποιος είναι αυτός;» Έφερε το πρόσωπο της κοντά στο δικό του.

«Κάποιος που εάν πάθει κάτι, δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου. Κρίστιαν, σε παρακαλώ!» Ο άγγελος γρύλισε και έκανε μεταβολή αφήνοντας την μόνη στο δωμάτιο. Εκείνη γύρισε στο τζάμι. "Γιατί είσαι εδώ;" μουρμούρισε στον εαυτό της.

«Καλως ήρθες Λίλιαν!» Μια βαριά, μπάσα φωνή ακούστηκε και η βαριά πύλη έτριξε καθώς άνοιγε. Ο Λίλιαν κοίταξε αριστερά και δεξιά αλλά κανένας δεν φάνηκε. Προχώρησε με αργά βήματα προς τους εσωτερικούς κήπους του κάστρου, πάντα σε επιφυλακή. Οι δυο άντρες που του είχαν επιτεθεί νωρίτερα μάζευαν τους μανδύες τους και επέστρεφαν στις σκιές. Ποιος του είχε μιλήσει; Πως ήξερε το όνομα του;  Άγριες τριανταφυλλιές και πελώριοι κισσοί κοσμούσαν το μονοπάτι που διάβαινε τώρα. Είχε πολλά χρόνια να δει την φύση της σε όλο της το μεγαλείο όπως τώρα. Υποψιάστηκε ότι υπήρχε κάποιο ξόρκι πίσω από τις ολάνθιστες τριανταφυλλιές, μιας και το χιόνι πύκνωνε ολοένα και περισσότερο, πράγμα που δεν ευνοούσε την ανθοφορία. Με τα αυτιά και τα μάτια τους ορθάνοιχτα, μελετούσε προσεχτικά κάθε επόμενο βήμα ώσπου έφτασε στην είσοδο. Δυο άντρες, δυο βρικόλακες από όσο μπορούσε να μυρίσει βρισκόντουσαν στα πλάγια της εισόδου όπου εκεί, ένας ψηλός άντρας στεκόταν με τα χέρια ανοιχτά. Τα λευκά μαλλιά του έπεφταν μέχρι την μέση του, ίσια και τραβηγμένα πίσω. Τα κατακόκκινα μάτια του τον κοίταζαν με ανυπομονησία και ένα σαδιστικό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα λεπτά του χείλη. Οι τρίχες στο σώμα του Λίλιαν τεντώθηκαν ενώ πλησίαζε τον παράξενο άντρα με καχυποψία. «Καλώς ήρθες στο κάστρο των Τέπες. Αλλά από όσο γνωρίζω, αυτή δεν είναι πρώτη σου επίσκεψη εδώ, σωστά;» Ο Λίλιαν στένεψε τα μάτια του.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο νεαρός καχύποπτα κερδίζοντας ένα πιο πλατύ χαμόγελο από τον συνομιλητή του.
«Ω, μα τι παράλειψη!» Ο παράξενος άντρας έτεινε το χέρι του προς το μέρος του αλλά ο Λίλιαν αρνήθηκε την χειραψία σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του και περίμενε να ακούσει την απάντηση του άντρα. «Λέγομαι Τορμέντορ. Είμαι ο ιδιοκτήτης του κάστρου».
«Είσαι ο σφετεριστής του κάστρου, όχι ο ιδιοκτήτης του» Μια γυναικεία φωνή διέκοψε τον Τορμεντορ. Πίσω από τον παράξενο άντρα, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, με λαμπερά κάστανα μάτια και μακριά κάστανα μαλλιά μέχρι την μέση της, στεκόταν ντυμένη με ένα μακρύ λευκό φόρεμα κρατώντας ένα ξύλινο καλάθι στα χέρια της. Ο Τορμεντορ γύρισε να την κοιτάξει χαμογελώντας.
«Έστω.. Κέιλα...» το όνομα της έσταξε σαν φαρμάκι από την γλώσσα του. «Είμαι ο σφετεριστής του κάστρου και διαχειριστής της περιουσίας των Τέπες».
«Εσύ δημιούργησες αυτό το πράγμα;» Σήκωσε την σκισμένη μπλούζα του και στην θέση της καρδιάς έλαμπε τώρα ένα ρουμπινένιο πετράδι. Η Κέιλα έφερε το ένα της χέρι στο στόμα της από έκπληξη ενώ από το καλάθι γλίστρησε από το άλλο, σκορπίζοντας μια μεγάλη ποσότητα από λευκά κρίνα στο πάτωμα. Η προσοχή του Λίλιαν έπεσε πάνω στα λευκά άνθη ενώ ο Τορμέντορ ακούμπησε με ένα μακρύ νύχι το κόκκινο, παλλόμενο πολύτιμο λίθο.

«Ώστε άρχισε να σε καλεί πίσω έτσι;» Ο Λίλιαν του κοπάνησε το χέρι και κατέβασε την μπλούζα του.
«Ώστε εσύ το έφτιαξες. Για ποιό λόγο; Ήθελες να με βασανίσεις περισσότερο από ότι η άλλη;» Ο Τορμέντορ σήκωσε το φρύδι του.
«Όταν λες άλλη εννοείς την Λάβεντερ;»

«Αυτό το όνομα είναι απαγορευμένο εδώ μέσα...» ακούστηκαν βήματα στην μεγάλη σκάλα και ο Λίλιαν είδε έναν άντρα, ντυμένο με γαλάζια αθλητική φόρμα και ένα λεπτό, λευκό μπλουζάκι να κατεβαίνει αργά. Τα λευκά μαλλιά του ήταν ένα χάος και αυτό που εξέπληξε τον Λίλιαν ήταν τα μάτια του άγνωστου τύπου. Το δεξί του μάτι ήταν ένα ανοιχτό πράσινο ενώ το αριστερό ένα σκούρο μπλε.
«Και έλεγα πως δεν θα ακούσω την φωνή σου σήμερα, φύλακα...» ο Τορμέντορ έκανε στην άκρη και ο Λίλιαν βρήκε ευκαιρία να περάσει μέσα. Βρισκόταν σε μια τεράστια αίθουσα υποδοχής. Τα μεγάλα τζάμια άφηναν το φως να φωτίζει κάθε πλευρά του δωματίου και τον Λίλιαν να χάνεται στην πολυτέλεια. Δεκάδες βάζα κοσμούσαν κάθε επιφάνεια της υποδοχής με φρεσκοκομμένα κρίνα και λευκά τριαντάφυλλα. Τα έπιπλα ήταν σε ζεστές αποχρώσεις του καφέ, όλα ξύλινα και πανάκριβα. Χρυσές λεπτομέρειες κοσμούσαν τα χερούλια και τα τελειώματα κάθε επίπλου ενώ ακριβώς δίπλα από τον Λίλιαν ένας μεγάλος καθρέφτης φτιαγμένος από ρουμπίνι κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο. Το πάτωμα ήταν πεντακάθαρο και ξύλινο. Από μακριά μπορούσε να ακούσει το τριζοβόλημα των ξύλων που καίγονταν ενώ ο αέρας είχε ένα αμυδρό άρωμα πεύκου. «Αλλά έχεις δίκιο. Δεν θέλουμε να την καλέσουμε εδώ μέσα και να βάλουμε σε κίνδυνο την ζωή της βασίλισσας...»
«Σταματήστε όλοι!» Φώναξε ο Λίλιαν σπάζοντας τα μάγια που απειλούσε να του κάνει η πολυτέλεια και η καθαριότητα, και κοίταξε τον Τορμέντορ με άσβεστο μίσος. «Απάντησε μου. Γιατί υπάρχει αυτό το πράγμα μέσα μου; Γιατί εδώ και δυο βδομάδες δεν σταματά να μου ψιθυρίζει να έρθω εδώ; Τι θες από εμένα;» Τρία ζευγάρια μάτια κοιτούσαν τώρα τον Τορμέντορ.
«Γιατί χωρίς αυτό, είσαι νεκρός" του απάντησε ψυχρά ο γκριζομάλλης. "Γιατί για να το φτιάξω, έδεσα την ζωή σου με μια άλλη ζωή. Γιατί ήρθε η ώρα να εκπληρώσεις τον σκοπό για τον οποίο γεννήθηκες».
«Ο οποίος είναι;» Ο Τορμέντορ χαμογέλασε σαρδόνια.
«Να με κάνεις βασιλιά.»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top