10.

Ήταν όμορφα. 

Πολύ όμορφα. 

Το χιόνι είχε αρχίσει να πέφτει πιο πυκνό εδώ και ώρα και οι κορυφές των δέντρων είχαν τώρα καλυφθεί από τις λευκές νιφάδες. Ήταν τόσο... αγνά. 

Ναι, αγνά. Μια λέξη που την αισθάνθηκα περίεργη στην άκρη της γλώσσας μου. Σχεδόν με έκαψε. Τίποτα δεν ήταν αγνό πια. Όχι το κάστρο, όχι η Λάβεντερ και σίγουρα όχι εγώ. Έχοντας ακουμπήσει το κεφάλι μου στο κρύο τζάμι παρακολουθούσα καθώς το σκοτεινό δάσος από κάτω μου παραδίνονταν στην δύναμη του λευκού θεού. Προστατευμένος πίσω από τους πέτρινους τοίχους και με την φωτιά να σιγοκαίει σταθερά, δεν μπορούσα να μην σκεφτώ τα υπόλοιπα παιδιά που δεν είχαν την τύχη μου. Ήταν ακόμα σκλαβωμένα στα βρωμερά υπόγεια της Λάβεντερ. Μπορεί να μην είχα πιστέψει εξ ολοκλήρου την πλευρά του Τορμέντορ και την ανάγκη του να μου παρουσιάσει την βασίλισσα θύμα, λογικά σε μια προσπάθεια να την συμπαθήσω, αλλά όσο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο κατέληγα στο γεγονός ότι η Λάβεντερ είχε δηλητηριάσει το μυαλό μου. 

Η εμμονή της με την τάχα «προστασία» μας και οι συνθήκες ζωής, η άνεση με την οποία ξεφορτωνόταν τα πτώματα των παιδιών στην αρένα και η ακατάπαυστη λύσσα της στην εκπαίδευση μας... Για να μην αναφερθούμε στην ημέρα της «ενηλικίωσης» μας. Το μυαλό μου δούλευε τόσο όσο ποτέ άλλοτε. Ήμουν τόσο απορροφημένος στην σκέψη μου που δεν άκουσα το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. Μονάχα όταν η πόρτα άνοιξε και η μυρωδιά του αίματος εισέβαλε στο δωμάτιο γύρισα να κοιτάξω προς το μέρος της. 

Η Μίνα έκλεισε την πόρτα πίσω της και με κοίταξε. Δεν είχε πλέον τον ίδιο επιβλητικό αέρα που είχε νωρίτερα αλλά δεν ήταν και το κορίτσι που είχα συναντήσει το προηγούμενο βράδυ.

«Ενοχλώ;» η φωνή της ήταν απαλή. Κουρασμένη. Την κοίταξα. Φορούσε ένα πλεκτό πανωφόρι και είχε τυλιγμένα τα χέρια της γύρω από τον κορμό της. Στο πέτο της είχε σταγόνες ξεραμένου αίματος. Το βλέμμα μου καρφώθηκε εκεί. Ο Ντάρκ μπορούσε να μυρίσει μόνο το δικό της αίμα. Είχε χτυπήσει ή...

«Σε χτύπησε;» ρώτησα ενώ την κοιτούσα καχύποπτα. Μάζεψε τον γιακά της με μια άχαρη κίνηση. Τι της έκανε αυτός ο δαίμονας; Ένιωσα το αίμα να βράζει στις φλέβες μου.

«Δεν του είπες για εχθές το βράδυ. Γιατί;»

«Μου αλλάζεις θέμα. Γιατί;» το χαμόγελο που απλώθηκε στα χείλη της φώτισε τα μάτια της που στο φως της φωτιάς έμοιαζαν διάφανα. Ασυναίσθητα ένα δειλό χαμόγελο απλώθηκε και στο δικό μου πρόσωπο. Οι μυς μου πόνεσαν από την προσπάθεια. Πόσο καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που χαμογέλασα; Δυό χρόνια; Τρία; Έφερε το κάτω χείλος της ανάμεσα στα δόντια της και ο Ντάρκ άφησε ένα απαλό γαύγισμα. Γαύγισμα; Τι στο καλό;

«Ακολούθησε με...» είπε μονάχα και βγήκε από το δωμάτιο μου. Ένιωσα κάθε πόρο του κορμιού μου να τραβιέται προς το μέρος της και τον Ντάρκ να θέλει να ξεφύγει από εμένα και να την ακολουθήσει. Βρισκόμουν στα πόδια μου σε δευτερόλεπτα και βγήκα από την ανοιχτή πόρτα. Η μορφή της δεν ήταν πουθενά. Η μυρωδιά της ωστόσο... Ακολούθησα τον διάδρομο που μου μύριζε τριαντάφυλλα και λίλιουμ ώσπου τα βήματα μου σταμάτησαν μπροστά από μια γυάλινη πόρτα. 

Η Μίνα στεκόταν στην άκρη ενός μπαλκονιού, καθισμένη στα κάγκελα με τα πόδια της να κρέμονται στο κενό. Βγήκα τρελαμένος έξω έτοιμος να της φωνάξω όταν σταμάτησα απότομα.

Τι με ένοιαζε εμένα εάν έπεφτε; 

Τα μακριά μαλλιά της χόρευαν στον δυνατό άνεμο ενώ ο γυμνός της ώμος ήταν καλυμμένος με μελανιές που επουλώνονταν αργά. 

Όντως την είχε χτυπήσει. Γιατί όμως δεν γιατρευόταν αμέσως; 

«Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε επέμβει στην ελεύθερη βούληση μου». 

Γύρισε να με κοιτάξει και προχώρησα δειλά προς το μέρος της. Πέρασα τα ποδιά μου προσεχτικά από την άλλη πλευρά του κάγκελου, αφήνοντας τον Ντάρκ να απολαύσει την κοντινή επαφή με εκείνη εγώ ωστόσο παρέμενα επιφυλακτικός. Εάν δεν ήθελε αυτόν τον γάμο δεν θα της ήταν τίποτα να τερματίσει την ζωή μου εδώ και τώρα. Θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ ωστόσο αλλά ο λύκος μου δεν φαινόταν να θέλει να προβάλλει αντίσταση σε ότι μαρτύριο και εάν τον υπέβαλλε.

«Εσύ γιατί συμφωνείς με αυτόν το γάμο;» Δάγκωσα το εσωτερικό από το μάγουλο μου δυνατά. Πόσα θα μπορούσα άραγε να της πω; Ήξερε αρκετά. Υπέθετε ακόμα περισσότερα και η αλήθεια ήταν ότι φοβόμουν μην νομίζει ψέματα για εμένα.

«Ο Τορμέντορ γνωρίζει πράγματα για εμένα. Για το παρελθόν μου. Πράγματα που η Λάβεντερ μου έκλεψε και εάν αυτός ο γάμος είναι ο μόνος τρόπος να τα πάρω πίσω, θα το κάνω».

Είδα τα ρουθούνια της να κουνιούνται και το βλέμμα της πλανήθηκε στην σκοτεινή ακτή, εκεί που τελείωνε η γη και άρχιζε η θάλασσα.

«Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι λέει την αλήθεια;» 

Έτριψα τον αυχένα μου αμήχανα.

«Δεν είμαι. Όμως... νιώθω ότι η Λάβεντερ δεν μου έχει πει την αλήθεια. Στο φως της μέρας και μακριά από το λημέρι... Νομίζω ότι επιτέλους μπορώ να δω καθαρά». 

Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν.

«Η Λάβεντερ ακόμα σας γαλουχεί με την ιστορία ότι έχω σκλαβώσει την ανθρωπότητα και τον υπερφυσικό πληθυσμό και ότι σας μαζεύει και σας εκπαιδεύει ώστε να ρίξετε την τυραννική δυναστεία των Τέπες;» 

Το βλέμμα μου πλανιόταν τώρα στον ορίζοντα. Ντρεπόμουν αλλά δεν είχα σκοπό να κρυφτώ.

«Ναι».

Το γέλιο της ακούστηκε ψεύτικο.

«Μήπως ανέφερε ότι εάν με σκοτώσετε και πάρει τον θρόνο με την βία, ο δαίμονας του Τορμέντορ θα ελευθερωθεί και θα έχουμε τον δεύτερο Ανίερο πόλεμο;» 

Την κοίταξα με περιέργεια. Σήκωσε το φρύδι της και με κοίταξε. «Δεν ξέρεις;» με ρώτησε. «Κανείς από εσάς δεν έχει ιδέα τι συνέβη πριν χίλια ενενήντα εννιά χρόνια;» κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Εκείνη αναστέναξε. «Έτσι εξηγείται γιατί δεν σταματάτε να επιτίθεστε».

«Για τι πράγμα μιλάς;» την ρώτησα ενώ γυρνούσε από την άλλη μεριά και πατούσε στο πέτρινο δάπεδο του μπαλκονιού.

«Κοίτα, Λίλιαν...» 

Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν αμέσως. Το όνομα μου στα χείλη της ακουγόταν τόσο... προσωπικό. «Είσαι η καλύτερη από τις επιλογές που έχω για σύζυγο. Τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Εάν μένεις για την γνώση που έχει ο Τορμέντορ για το παρελθόν σου, σου εγγυώμαι ότι θα μάθω τι είναι αυτό πριν την επόμενη πανσέληνο και θα σου το πω. Θα είσαι ελεύθερος να φύγεις μετά...» 

Η καρδιά μου χτυπούσε στα αυτιά μου τώρα. 

«Συνάντησε με στο θερμοκήπιο αύριο στις οκτώ το απόγευμα. Θα σου πω μια ιστορία. Εάν αποφασίσεις να με βοηθήσεις και να μείνεις, σου υπόσχομαι να σου μάθω ότι ξέρω. Θα σε βοηθήσω να γίνεις ο καλύτερος βασιλιάς που γνώρισε αυτός ο κόσμος. Εάν δεχτείς να με βοηθήσεις, δεν σου υπόσχομαι τον κόσμο. Αλλά σου υπόσχομαι τον κόσμο μου. Το αγόρι που έσωσα εχθές το βράδυ, ξέρω ότι δεν θα αφήσει τον λαό του να υποφέρει».  

Και με αυτά τα λόγια άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στο σκοτάδι του διαδρόμου. Ο Ντάρκ ήθελε να τρέξει πίσω της. Βλαμμένε κόπρε! μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου και ακούμπησα την κουπαστή. Ο ορίζοντας βαφόταν τώρα πορτοκαλί και ροζ ενώ πλησίαζε το ξημέρωμα. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο κρύο κάγκελο. Γιατί σε εμένα όλα, Θεά μου;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top