Κεφάλαιο 7
Ο Ερμής είχε μαζέψει πολλά χρήματα στην τράπεζα, μια και δούλευε από δεκατριών χρονών και δεν ξόδευε σχεδόν τίποτα από αυτά τα λεφτά. Πήγε στην τράπεζα και έβγαλε πέντε χιλιάδες ευρώ για το ταξίδι του στη Θεσσαλονίκη. Εφόσον δεν ήξερε πόσο καιρό θα έλειπε σκέφτηκε να πάρει μεγάλο ποσό για να είναι σίγουρος ότι θα του φτάσουν.
Κατά βάθος ο Ερμής χαιρόταν που θα πήγαινε αυτό το ταξίδι. Ήθελε όντως να γνωρίσει και κάτι άλλο εκτός από την ''Χώρα''. Μια ολόκληρη ζωή, τριάντα χρόνια, πάντα εκεί. Ποτέ δεν είχε φύγει από την ''Χώρα'' και ποτέ δεν είδε κάποιο άλλο μέρος εκτός από αυτό. Οπότε ήταν χαρούμενος που θα έφευγε επιτέλους. Είπε στους γονείς του ότι θα φύγει για Θεσσαλονίκη, το ίδιο και στον κολλητό του, έβαλε μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα και έφυγε από την ''Χώρα'' με το αγροτικό του.
Οδηγούσε με τις ώρες και έκανε και καμιά στάση κάπου- κάπου για να ξεπιαστεί και να δει τα αξιοθέατα. Μόλις ένιωσε να πεινάει πολύ, σταμάτησε όταν είδε μια καντίνα χον - ντογκ στην άκρη του δρόμου. Έφαγε τρία χον – ντογκς και συνέχισε το δρόμο του. Έκανε αρκετές ακόμα στάσεις, μια και ήθελε να απολαύσει τη διαδρομή και να δει μέρη που δεν είχε δει ποτέ.
Μόλις βράδιασε για τα καλά κοίταξε την ώρα και είδε ότι είχε πάει δώδεκα τα μεσάνυχτα. Πάρκαρε το αμάξι του στη γωνία του δρόμου, σε ένα ήσυχο μέρος, έριξε τη βαλίτσα του στην άδεια θέση, στα πόδια του συνοδηγού και ξάπλωσε πάνω στα δύο καθίσματα να κοιμηθεί όπως μπορούσε. Ο ύπνος του ήταν σκέτο μαρτύριο και ότι πιο άβολο υπάρχει, αλλά δεν ήταν ποτέ άνθρωπος που έψαχνε την πολυτέλεια, ούτε ήταν κανένας βουτυρομπεμπές ώστε να μην αντέχει αυτά τα πράγματα.
Η ζωή στην ''Χώρα'' τον είχε κάνει σκληραγωγημένο. Όταν ξημέρωσε, τον ξύπνησε ο δυνατός ήλιος που έμπαινε πλούσιος μέσα από τα τζάμια του αμαξιού. Βγήκε από το αγροτικό και τεντώθηκε για να ξεπιαστεί από το μαρτυρικό ύπνο. Ξεκίνησε πάλι για Θεσσαλονίκη...
Οι ώρες της οδήγησης του φαινόντουσαν ατελείωτες και κουράστηκες. Το βράδυ, λίγο πιο έξω από τη Θεσσαλονίκη βρήκε ένα μικρό ξενοδοχείο. Πάρκαρε το αγροτικό του, πήρε τη βαλίτσα του και μπήκε στο ήσυχο, μικρό ξενοδοχείο. Η διακόσμηση ήταν πολύ απλή. Τίποτα το ιδιαίτερο. Βρήκε έναν τύπο να κοιμάται στην ρεσεψιόν.
<<Εμ...>> έκανε ο Ερμής. <<Συγνώμη...>>
Ο άντρας ροχάλισε, ανοιγόκλεισε τα μάτια και σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε τον Ερμή με ζαλισμένα και νυσταγμένα μάτια.
<<Ναι;>> έκανε μισοκοιμισμένος.
<<Θα μπορούσα να έχω ένα δωμάτιο;>>
<<Φυσικά κύριε>> έψαξε και βρήκε ένα κλειδί.
<<Ορίστε>> του είπε και του έδωσε το κλειδί.
<<Θα πάτε στο δωμάτιο εφτά. Καλή διαμονή κύριε>>.
<<Να' στε καλά>> απάντησε ο Ερμής, πήρε το κλειδί και με τη βαλίτσα του στο χέρι ανέβηκε τις σκάλες. Στο δωμάτιο του έκανε ένα ζεστό, χαλαρωτικό μπάνιο, ξυρίστηκε και έβαλε καθαρές πιτζάμες για να κοιμηθεί επιτέλους σαν άνθρωπος.
Κοιμήθηκε άνετα και ζεστά.
Το πρωί σηκώθηκε, βούρτσισε τα δόντια του, έπλυνε το πρόσωπο του, φόρεσε καθαρά ρούχα, έβαλε στη βαλίτσα του ότι είχε βγάλει από εκεί και κατέβηκε στην ρεσεψιόν.
<<Τι χρωστάω;>> ρώτησε ο Ερμής στην ρεσεψιόν.
<<Τριάντα ευρώ κύριε>> του είπε ο άντρας που ο Ερμής είχε βρει το προηγούμενο βράδυ να κοιμάται.
Πλήρωσε και βγήκε έξω. Πλησίασε το αγροτικό του φορτηγάκι, έβαλε τη βαλίτσα του στη θέση του συνοδηγού, μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά το αμάξι.
Συνέχισε το δρόμο για Θεσσαλονίκη.
Έφτασε πολύ γρήγορα στον προορισμό του.
Μόλις έφτασε σε έναν πολυσύχναστο και μεγάλο δρόμο, πάρκαρε το αμάξι του στην άκρη. Κοίταξε γύρω του, έξω από το τζάμι. Πάρα πολύς κόσμος κυκλοφορούσε, πάρα πολλά μαγαζιά ανοιχτά και πολλά αυτοκίνητα, τόσο διαφορετικά από το δικό του.
<<Ώστε έτσι είναι λοιπόν η Θεσσαλονίκη>> σκέφτηκε.
Του άρεσε. Δεν είχε καμιά σχέση με το χωριό που είχε έρθει, την ''Χώρα''. Είχε βέβαια φασαρία, αλλά μάλλον αυτό του έλειπε. Λίγη φασαρία. Λίγο νέος κόσμος.
Ωραία λοιπόν... Ήταν εδώ... Αλλά δεν ήξερε πού να πάει, δεν ήξερε τι να ρωτήσει τους περαστικούς για να βρει εκείνη τη γυναίκα, και κυρίως, τώρα πια δεν ήξερε τι έψαχνε. Μήπως εκείνα τα τελευταία λόγια που του είχε πει η γιαγιά του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια τρέλα; Μήπως όντως στο τέλος της είχε σαλέψει λίγο, παρόλο που σε όλη της τη ζωή τα είχε τετρακόσια; Ξεφύσησε κουρασμένος και μπερδεμένος και ακούμπησε το κεφάλι του στο τιμόνι με κλειστά μάτια.
<<Φιλαράκι>> του είπε ένας άντρας.
Ο Ερμής είδε το κεφάλι του από το ανοιχτό τζάμι του αυτοκινήτου.
<<Δεν μπορείς να παρκάρεις εδώ το αμάξι. Ο δρόμος είναι κεντρικός. Μπορείς να σταματήσεις για λίγο αλλά όχι να το παρκάρεις>>.
<<Έγινε φίλε>> είπε ο Ερμής και έβαλε μπρος το αμάξι. <<Έφυγα>>. Πάρκαρε κάπου αλλού, που δε θα ενοχλούσε.
Πήγε σε μια ταβέρνα και έφαγε με όλη του την καρδιά και την όρεξη του. Μέσα στην ταβέρνα, στην διπλανή καρέκλα είχε ακουμπήσει τη βαλίτσα του με όλα του τα πράγματα μέσα. Μόλις έφαγε, πλήρωσε, πήρε τη βαλίτσα του και βγήκε από την ταβέρνα. Μετά από μερικά βήματα που έκανε, ένας άγνωστος άντρας πετάχτηκε από το πουθενά και του άρπαξε την βαλίτσα του από το χέρι. Ο άντρας έφυγε τρέχοντας και ο Ερμής έμεινε να κοιτάει με περιέργεια. Αυτό δεν το περίμενε. Στην ''Χώρα'' είχαν ελάχιστα κρούσματα κλοπής, έως και μηδαμινά. Άντε καμιά κότα να έλειπε από κανένα κοτέτσι μια φορά στο τόσο, αλλά και αυτό μπορεί να μην ήταν κλοπή, αλλά να την έπαιρνε καμιά νυφίτσα. Μέσα στη βαλίτσα είχε όλα του τα λεφτά, την ταυτότητα, τα κλειδιά του αμαξιού του... και εκτός αυτού, ένιωσε απαίσια που του άρπαξαν με την βία κάτι δικό του. Έτσι άρχισε να τρέχει πίσω από τον κλέφτη. Ο άντρας, ενώ έτρεχε με τη βαλίτσα να χοροπηδά αριστερά - δεξιά, έριξε μια ματιά πίσω του και ξαφνιάστηκε που είδε τον Ερμή να τον κυνηγάει. Δεν του είχε ξανά συμβεί να κλέψει κάποιον και να τον πάρει στο κυνηγητό. Ο Ερμής άκουσε από πίσω του να τρέχει μια μηχανή και ευχήθηκε να μην ήταν κάποιος συνεργάτης του κλέφτη. Δεν είχε χρόνο να κοιτάξει.
Έτρεχε γρήγορα και επιδέξια πίσω από τον άντρα. Σκληραγωγημένος και σε αυτήν την περίπτωση, πολύ θυμωμένος τον έφτασε γρήγορα τον κλέφτη. Τον άρπαξε από το γιακά, του πήρε τη βαλίτσα και του έριξε μια κλοτσιά στον κώλο λέγοντας του, <<κοπρίτη!!!>>.
<<Συγνώμη! Συγνώμη!>> φώναξε ο άντρας με πονεμένο πρόσωπο.
<<Δεν είμαι κλέφτης κύριε. Απλά πεινάω και έχω και δύο παιδιά. Άνεργος είμαι τρία χρόνια και δεν έχω να ταΐσω την οικογένεια μου>>.
Ο Ερμής μαλάκωσε και έμεινε να τον κοιτάει με τον γιακά στο χέρι.
<<Αλήθεια; Έχεις παιδιά και πεινάνε;>> τον ρώτησε.
<<Ναι>> είπε λαχανιασμένος ο άντρας.
Ο Ερμής έμεινε λίγο σκεπτικός. Μετά άφησε τον άντρα από τον γιακά, άνοιξε την βαλίτσα του και έβγαλε από μέσα το πορτοφόλι. Ο άντρας κοιτούσε έκπληκτος. Ο Ερμής έβγαλε από το πορτοφόλι διακόσια ευρώ και άπλωσε το χέρι να του τα δώσει.
<<Αυτά είναι για σένα και την οικογένεια σου>> του είπε ο Ερμής.
<<Ελπίζω να μπορέσουν να σας βοηθήσουν λίγο. Και μην ξανά κλέψεις. Ο Θεός είναι μεγάλος, θα σας βοηθήσει...>>
<<Ευχαριστώ φίλε...>> έκανε ο άντρας τρέμοντας και άπλωσε το χέρι να πάρει τα λεφτά.
<<Όχι δα!>> ακούστηκε δυνατά μια γυναικεία φωνή και γύρισαν και οι δύο και την κοίταξαν.
Ήταν μια νέα, όμορφή γυναίκα. Ίσια, μακριά, μαύρα μαλλιά, δερμάτινο μαύρο παντελόνι, μαύρη μπλούζα και φορούσε μαύρα γάντια που σκέπαζαν τα δάχτυλα μόνο μέχρι τη μέση. Ήταν πάνω σε μια μηχανή.
<<Χωριατόπαιδο!>> είπε στον Ερμή. <<Αυτός ο τύπος σε δουλεύει πολύ άγρια. Οπότε βάλε μέσα τα λεφτά σου και στείλ' τον από εκεί που ήρθε...>>
Ο Ερμής, που δεν είχε ξανά δει άλλη φορά τέτοιο θέαμα, έμεινε να την κοιτάει με ανοιχτό το στόμα. <<Ε...>> έκανε μόνο σαν βλάκας.
<<Κατάλαβα...>> είπε εκείνη. Κατέβηκε από τη μηχανή και τους πλησίασε με γατίσιο περπάτημα. Πλησίασε τον Ερμή και τον κοίταξε με τα πράσινα, γατίσια της μάτια.
<<Λέω, χωριατόπαιδο, από δω ο τύπος σε δουλεύει. Δεν έχει οικογένεια. Δεν έχει παιδιά. Είναι μόνο ένα ρεμάλι που ψάχνει να κλέψει για να πάρει τη δόση του>>.
<<Τη δόση του;>> έκανε ο Ερμής σαν αντίλαλος.
<<Είναι ναρκομανής!>> του είπε η κοπέλα.
<<Αν του δώσεις τόσα λεφτά απλά θα τον φέρεις πιο κοντά στο θάνατο!>>.
<<Α...>> έκανε ο Ερμής και κοίταξε τον άντρα.
<<Λυπάμαι φίλε. Δε θα σου τα δώσω>> του είπε και μάζεψε τα χαρτονομίσματα.
Ο άντρας κοίταξε την κοπέλα με μίσος και έφυγε εξαπολύοντας βρισιές σε ξένη γλώσσα.
Η κοπέλα κοίταξε τον Ερμή με ενδιαφέρον και εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα.
<<Ωραίος χωριατόπαιδό...>> του είπε εκείνη.
<<Τι;>> έκανε ο Ερμής.
<<Ωραίος λέω! Ωραία το χειρίστηκες το θέμα. Ευτυχώς όμως που εμφανίστηκα γιατί θα σου έτρωγε τζάμπα τα λεφτά>>.
<<Ευχαριστώ πολύ που με βοήθησες>>.
<<Ναι, ναι... Δεν κάνει τίποτα>> απάντησε η κοπέλα και έκανε μερικά βήματα γύρω από τον Ερμή για να τον δει από παντού.
<<Από που μας έρχεσαι;>> τον ρώτησε η κοπέλα μόλις ξανά στάθηκε μπροστά του.
<<Από την ''Χώρα''>>.
<<Ποια ''Χώρα'';>>.
<<Όχι, όχι. Εννοώ ότι είμαι από ένα χωριό που ονομάζεται ''Χώρα''>>.
<<Ααα... Δεν το έχω ακουστά>>.
<<Κανείς δεν το έχει ακουστά>>.
<<Και γιατί μας ήρθες εδώ;>>.
<<Συγνώμη, να ρωτήσω πρώτα κάτι. Πώς φαίνεται ότι έρχομαι από χωριό;>> ρώτησε με περιέργεια.
<<Πλάκα κάνεις; Από χιλιόμετρα φωνάζει>>.
Ο Ερμής κοίταξε τον εαυτό του που καθρεφτιζόταν σε μια βιτρίνα απέναντι του. Φορούσε ένα παλιό τζιν παντελόνι και ένα χοντρό πουκάμισο σε καρό, χρώμα μαύρο με κόκκινο. Κοίταξε μετά τον κόσμο γύρω του. Παντελόνια, μπλούζες, πουκάμισα... Όλα ήταν πολύ ωραία. Αυτός όντως έκανε τη διαφορά. Επίσης ήταν και ο τρόπος που στεκόταν όρθιος αλλά και ο τρόπος που τα κοιτούσε όλα με περιέργεια.
<<Α...>> έκανε ο Ερμής. <<Κατάλαβα>>.
<<Λοιπόν, πώς και ήρθες εδώ;>> τον ξαναρώτησε η κοπέλα.
<<Ήρθα να βρω...>> είπε ο Ερμής αλλά διέκοψε πάνω στην λέξη ''γυναίκα''.
Δεν του φάνηκε καλή ιδέα να πει σε αυτήν την κοπέλα ότι ήρθε για να βρει κάποια εδώ. Δε θα της έλεγε και την ιστορία με την πρόγονο της Ισαβέλλας, και ίσως αν άκουγε αυτή η κοπέλα ότι έκανε τόσο χιλιόμετρα για μια γυναίκα να το έπαιρνε αλλιώς.
<<Μια δουλειά;>> συμπέρανε η κοπέλα.
<<Ε... Θα έλεγα πιο πολύ για διακοπές. Για ξεκούραση από τις δουλειές>>.
Η κοπέλα τον κοίταξε πάλι από πάνω μέχρι κάτω με μυστήριο βλέμμα. Αν ήξερε λίγο παραπάνω από γυναίκες θα καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό το βλέμμα.
<<Με λένε Ντάλια. Εσένα;>> του είπε.
<<Με λένε Ερμή. Χάρηκα>> της πρόσφερε το χέρι του. Εκείνη το έπιασε.
<<Χάρηκα και εγώ Ερμή>>.
Ο Ερμής έσφιξε το χέρι της λίγο παραπάνω, αν και εξαιτίας του γαντιού δεν ένιωσε την θερμοκρασία της. Πάντα πίστευε ότι η γυναίκα είναι το πιο ζεστό και απαλό πλάσμα του κόσμου.
<<Λοιπόν Ερμή. Έχεις κάποιους φίλους εδώ; Κάποιον συγγενή; Κάποιον που να σε περιμένει;>> τον ρώτησε η *Ντάλια.
<<Όχι. Απολύτως κανέναν>>.
<<Τότε να υποθέσω ότι χρειάζεσαι κάποιον να σε ξεναγήσει εδώ>>.
<<Μ... ναι. Μάλλον...>>.
Η Ντάλια τον κοίταξε με νόημα. Εκείνος την κοίταξε με απορία. Συνέχισε να τον κοιτάει με το ίδιο ύφος. Ο Ερμής δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει.
<<Εντάξει λοιπόν>> είπε η Ντάλια. <<Εμ... Τα λέμε... και να προσέχεις από τους περίεργους τύπους>>. Η κοπέλα πλησίασε τη μηχανή της και την καβάλησε.
<<Εσύ ήσουν με τη μηχανή που άκουγα να τρέχει πίσω μου όταν κυνηγούσα τον κλέφτη;>> την ρώτησε ο Ερμής.
<<Ναι>> απάντησε εκείνη.
<<Όταν βγήκες από την ταβέρνα σε είδα που σου άρπαξαν την βαλίτσα και έτρεξα και εγώ από πίσω για να του την πάρω και να στην δώσω>>.
<<Πολύ ευγενικό>> είπε ο Ερμής.
<<Εντάξει μωρέ. Λοιπόν, τα λέμε>> έβαλε σε εκκίνηση την μηχανή και πήγε να ξεκινήσει.
Ο Ερμής συνειδητοποίησε πόσο βλάκας είναι. Μα, γιατί δεν της προτείνει εκείνη να τον ξεναγήσει στην Θεσσαλονίκη; Τι ηλίθιος. Την άφηνε να φύγει έτσι. Αν είναι δυνατόν.
<<Μια στιγμή Ντάλια...>> την σταμάτησε ο Ερμής.
Η κοπέλα σταμάτησε.
Ο Ερμής καθάρισε το λαιμό του.
<<Θα ήθελες... Ε... εννοώ... Θα ήταν τιμή μου αν με ξεναγούσες εσύ. Θα ήθελες να μου δείξεις εσύ τα ''αξιοθέατα'' της πόλης;>> της είπε.
Η Ντάλια τον κοίταξε και χαμογέλασε λίγο πονηρά. <<Και... εγώ τι θα κερδίσω από αυτό;>> τον ρώτησε με νόημα.
<<Εμ...>> έκανε ο Ερμής.
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να τονώσει την αποφασιστικότητα του... <<Θα πληρώσω εγώ όπου και να πάμε>>.
Η κοπέλα κούνησε γελώντας αρνητικά το κεφάλι της.
<<Είσαι απίστευτος>> του είπε. <<Καλά, δε σε έχει φλερτάρει ποτέ εσένα γυναίκα;>>.
<<Εμ... Ναι, βέβαια. Με έχουν φλερτάρει πολλές φορές>>.
<<Σοβαρά;>> έκανε η Ντάλια. <<Ποιες; Οι κατσίκες σου η οι κότες;>>. Δεν τον ειρωνευόταν. Τον έβρισκε πολύ γλυκούλη έτσι που φαινόταν, διαφορετικός και εκτός τόπου και χρόνου. Ο Ερμής έμεινε άφωνος να την κοιτάει. Κοιτιόντουσαν για κάνα, δύο λεπτά χωρίς να μιλάνε.
<<Καβάλα χωριατόπαιδο>> του είπε η Ντάλια.
Ο Ερμής συνέχισε να την κοιτάει.
<<Καβάλα τη μηχανή βρε χωριατόπαιδο>> του είπε η Ντάλια.
Εκείνος χαμογέλασε και την πλησίασε. Ανέβηκε στη μηχανή από πίσω της και με το ένα χέρι την κρατούσε από τη μέση, και με το άλλο κρατούσε τη βαλίτσα του.
Του άρεσε του Ερμή πάνω στη μηχανή... Η ταχύτητα... ο αέρας στα μαλλιά του... Το πάθος της ταχύτητας... Και του άρεσε πολύ ο τρόπος που ένιωθε το χέρι του πάνω στην κοιλιά της όταν την έσφιγγε και καλά για να μην πέσει.
<<Πού πάμε;>> την ρώτησε ο Ερμής.
<<Πρώτος σταθμός, Λευκός Πύργος>> είπε η Ντάλια.
<<Μια και ήρθες εδώ νομίζω ότι πρέπει να τον δεις>>.
<<Ωραία!>> συμφώνησε ο Ερμής.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top