Κεφάλαιο 25
''Θάνατος... Τι να είναι άραγε ο θάνατος; Άραγε υπήρχε πάντα ή τον δημιουργήσαμε εμείς οι άνθρωποι και οι αμαρτίες μας; Γιατί πονάει τόσο πολύ ο θάνατος; Γιατί αφήνει σημάδια βαθιά που πρέπει να περάσουν χρόνια για να ξεχαστούν; Όταν πεθαίνει κάποιος γιατί δεν παύουμε να τον αγαπάμε ή να μας αγαπάει εκείνος; Τι μας τρομάζει; Το ότι δε θα τον ξανά δούμε ποτέ, ή για το άγνωστο που συμβαίνει μετά τον θάνατο; Τα αιώνια ερωτήματα, τι συμβαίνει και τι παθαίνουμε μετά θάνατον, πάντα θα υπάρχουν. Αν είμαστε αρκετά τυχεροί θα βρούμε όλους τους ανθρώπους που αγαπάμε στον Παράδεισο μια μέρα. Αν είμαστε αρκετά τυχεροί για να πάμε εκεί. Ναι. Λένε κάποιοι ότι η μόνη αλήθεια σε αυτό τον κόσμο είναι η ζωή και ο θάνατος. Δεν μπορείς να τα αγγίξεις, δεν μπορείς να τα μυρίσεις ούτε να τα μετρήσεις. Μπορείς μόνο να τα ζήσεις. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς θάνατο και θάνατος χωρίς ζωή. Εγώ διαφωνώ. Η μόνη αλήθεια σε αυτόν τον κόσμο είναι ο Θεός. Ο Θεός που μπορεί να ελέγχει τη ζωή και τον θάνατο. Ο Τρισυπόστατος, Θεός, Χριστός και Άγιο Πνεύμα. Δεν ξέρω αν φοβάμαι τον θάνατο... Ξέρω όμως που θέλω να πάω μετά θάνατον... Θέλω να πάω εκεί που επιθυμώ να πάνε όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζω και αγαπώ... Στον Παράδεισο... Ναι... Ο Ορέστης θα πεθάνει...''.
Η Ζαφειρούλα έγραφε αυτά τα λόγια με δακρυσμένα μάτια. Ήταν τόσο έντονα αυτά που ένιωθε που έπρεπε να τα βγάλει από μέσα της και ο μόνος τρόπος ήταν να τα γράψει κάπου. Σήκωσε το χέρι της και σκούπισε ένα δάκρυ της με το ακροδάχτυλο της. Άνοιξε ο πατέρας της την πόρτα της κάμαρας της και την κοίταξε. <<Ζαφειρούλα. Ακόμα εκεί είσαι; Έλα, πρέπει να πάμε στην Εκκλησία>> της είπε. <<Τώρα πατέρα. Κάτι γράφω και έρχομαι>>. <<Γρήγορα...>> της είπε εκείνος και έφυγε. Η κοπέλα συνέχισε να γράφει. ''Η καμπάνα στην Εκκλησία χτυπάει δυνατά και ακούγεται σε όλο το χωριό για να ειδοποιήσει όλους για το γεγονός. Αλλά ήδη το ξέρουν όλοι τώρα πια... Όπως έγραφα και πριν, ο Ορέστης θα πεθάνει... Κάποτε. Όπως θα πεθάνουμε όλοι κάποτε. Προς το παρόν έχει να δημιουργήσει ζωή και να κάνει μια γυναίκα ευτυχισμένη. Τη δική του γυναίκα. Εμένα''.
Η Ζαφειρούλα φόρεσε τα δαντελένια, λευκά γάντια της και σηκώθηκε από την καρέκλα ντυμένη νύφη. Τα δάκρυα από την συγκίνηση στέρεψαν. Ξεκίνησε χαμογελαστή και απόλυτα ευτυχισμένη για την Εκκλησία. Από πίσω της περπατούσαν νέοι, γέροι, παιδιά και συγγενείς. Την συνόδευαν όλοι με τα πόδια και τους ακολουθούσαν όργανα που έπαιζαν ζωντανή, παραδοσιακή μουσική. Αριστερά της και δεξιά της ήταν οι δύο γονείς της, Ο Αντώνης και η Γεωργία.
Ο Ορέστης τελικά είχε σωθεί από την βουτάει από το παράθυρο. Έσπασε απλά το χέρι του, όμως εκτός από αυτό ήταν μια χαρά. Όταν το παλικάρι ήταν στο νοσοκομείο, ο Αντώνης πήγε να τον δει και του ζήτησε συγνώμη. <<Στην δίνω την θυγατέρα μου>> του είπε τελικά ο Αντώνης. <<Παρ' την να λεβέντη μου, αφού την θέλεις τόσο πολύ!>>. Και ο Ορέστης του απάντησε ότι την θέλει αμέσως, με παπά και με κουμπάρο. Κανόνισαν για τον γάμο την ίδια στιγμή. Και τώρα, μια εβδομάδα μετά το πέσιμο από το παράθυρο, ο Ορέστης περίμενε την νύφη στην Εκκλησία, ντυμένος γαμπρός. Ο Ηλίας, που ήταν και ο κουμπάρος τους, περίμενε δίπλα στον Ορέστη, όπως και το μισό χωριό που ήταν εκεί. <<Δε σε φοβάμαι εσένα! Θα κάνεις την αδελφή μου ευτυχισμένη!>> είπε ο Ηλίας στον γαμπρό. <<Αφού άντεξες την προσγείωση από το παράθυρο, σημαίνει ότι θα τα πας μια χαρά με τον έγγαμο βίο>>.
Ο Ορέστης γέλασε. <<Φτιάξε μου λίγο την γραβάτα>> είπε στο Ηλία.
<<Ο γαμπρός είναι λίγο σακατεμένος, αλλά επειδή έχουμε μεγάλη καρδιά τον δεχόμαστε>> είπε ο κουμπάρος και του έστρωσε την γραβάτα. Ο Ορέστης με το ένα χέρι κρατούσε μια ανθοδέσμη με λουλούδια, και το άλλο του χέρι ήταν μέσα στον γύψο. Η νύφη ήρθε σύντομα, ντυμένη με ένα υπέροχο, λευκό νυφικό, με την συνοδεία της μουσικής. Έλαμπε καθώς τον κοιτούσε. Ο Ορέστης ήταν όμορφος μέσα στο μαύρο του, επίσημο, κοστούμι και της χαμογελούσε καθώς την έβλεπε να τον πλησιάζει.
Ο γάμος έγινε... Και η υπόλοιπη ζωή τους θα είναι ευτυχισμένη. Αργότερα θα κάνουν τρία παιδάκια. Δύο αγόρια και ένα κορίτσι. Το ένα το αγόρι θα το ονομάσουν ''Λουκά'', το άλλο ''Αντώνη'' και το κοριτσάκι θα το ονομάσουν ''Γεωργία Αρχοντούλα''. Για να τιμήσουν και την νεκρή μητέρα του Ορέστη και του Ηλία θα δώσουν δύο ονόματα στο κοριτσάκι. Ο Ορέστης και η Ζαφειρούλα θα ζήσουν μαζί ως τα βαθιά γεράματα, ευτυχισμένοι και αγαπημένοι...
Ο Ερμής, η Ντάλια και ο Χρήστος ήταν στην αυλή της Εκκλησίας και παρακολουθούσαν το ζευγάρι να βγαίνει από εκεί, μετά από την τελετή του γάμου. Η Ντάλια φορούσε ένα στράπλες, μπλε, κοντό φόρεμα που της είχε κάνει δώρο ο Ερμής και ήταν πολύ όμορφη με αυτό. Τα δύο παλικάρια φορούσαν κοστούμια. Ο Ερμής κρατούσε το χέρι της Ντάλιας. <<Όταν με το καλό παντρευτούμε, θέλεις να το κάνουμε σε αυτήν την Εκκλησία;>> της ψιθύρισε στο αυτί ο Ερμής. <<Πώς σου φαίνεται εδώ; Σου αρέσει;>>
<<Εμ... Θα δούμε>> έκανε η Ντάλια.
Ο Ερμής την κοίταξε περίεργος. <<Τι συμβαίνει;>> την ρώτησε.
<<Θα τα πούμε μετά...>> απάντησε εκείνη.
Έγινε ένα παραδοσιακό γλέντι, γεμάτο φαγητά και άφθονο κρασί. Η Ντάλια έκανε την ύπαιθρο να γεμίσει λουλούδια, για να είναι όλα όμορφα για τους νεόνυμφους και για τους καλεσμένους. Ο Ερμής όμως καταλάβαινε ακόμα και στην φαινομενικά γαλήνια φύση, πως η κοπέλα είχε κάτι και ήταν στεναχωρημένη.
Αργότερα, ο Ερμής και η Ντάλια, έμειναν μόνοι τους και πήγαν στο πιο αγαπημένο τους μέρος. Μπροστά στην λίμνη, απέναντι από το πέτρινο σπιτάκι. Κάθισαν και οι δύο κάτω, στα χορτάρια ο Ερμής περίμενε να ακούσει τι έχει να πει η Ντάλια. <<Ερμή... Έχεις καταλάβει νομίζω πως ακόμα δεν σου έχω απαντήσει στην πρόταση που μου έκανες>> του είπε εκείνη. Η καρδιά του νεαρού άντρα άρχισε να χτυπάει δυνατά. <<Δεν μπορώ να σε παντρευτώ Ερμή>> απάντησε η κοπέλα βουρκωμένη. <<Δεν μπορώ να μείνω εδώ, μαζί σου. Δεν γίνεται. Δεν είμαι έτσι εγώ. Δεν είμαι φτιαγμένη γι' αυτά τα πράγματα. Γάμοι, παιδιά, οικογένεια. Αυτά δεν τα γνώρισα ποτέ. Ποτέ δεν τα ένιωσα. Μεγάλωσα σε ίδρυμα Ερμή. Και οι δύο οι γονείς μου πέθαναν. Η μητέρα μου όταν ήμουν οχτώ χρονών και ο πατέρας μου όταν ήμουν δέκα>>.
<<Είμαι τόσο βλάκας>> έκανε με σκυμμένο το κεφάλι ο Ερμής. <<Ποτέ δεν σε ρώτησα τίποτα για σένα. Από τι πέθαναν; Από ατύχημα;>>
<<Από ναρκωτικά...>> απάντησε εκείνη και άρχισε να δακρύζει. Η βροχή έκανε δειλά την εμφάνιση της, μουσκεύοντας τους απαλά. <<Ελπίζω να έχει τελείωσε το γλέντι και να μην τους το χάλασα>> είπε η κοπέλα. Ο Ερμής την αγκάλιασε προστατευτικά για να μην την αγγίξει η βροχή. <<Είναι περίεργο αυτό Ερμή. Ήμουν οχτώ χρονών και τους θυμάμαι ακόμα και τους δύο. Ξέρεις τι άλλο είναι περίεργο; Θα έλεγε κανείς ότι επειδή είναι ναρκομανείς, θα είναι κακοί γονείς. Δεν ήταν όμως. Με αγαπούσαν και οι δύο πάρα πολύ, όταν δεν ήταν στον κόσμο τους. Έμπαινα μέσα στο σπίτι και έβρισκα παντού σύριγγες... Πατούσα και μερικές με την δικαιολογία ότι ήταν κατά λάθος, για να τις καταστρέψω ... Και μετά τους έχασα και τους δύο. Πρώτα την μία και μετά τον άλλον...>>. Η κοπέλα συνέχισε να κλαίει και ο Ερμής την κρατούσε δυνατά. Η βροχή τους έκανε να στάζουν σταγόνες από τα μαλλιά τους. <<Άσε με να γίνω εγώ η οικογένεια σου>> της είπε παρακλητικά ο άντρας. <<Λυπάμαι για τους γονείς σου πάρα πολύ, όμως μπορείς να κάνεις μια φυσιολογική οικογένεια μαζί μου...>>.
<<Φυσιολογική οικογένεια; Πώς θα κάνουμε φυσιολογική οικογένεια όταν υπάρχει στη μέση η κατάρα, Ερμή; Δεν μπορώ να ζω έτσι>>.
<<Μα, την ελέγχεις...>>
<<Κάνεις λάθος. Προσπαθώ κάθε ώρα και στιγμή να μην κάνω καμιά ζημιά! Δεν μπορώ να ελέγχω την ''Χώρα'' και δεν το θέλω αυτό. Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό. Συγκεκριμένα, το μισώ. Μόνο ο Θεός έχει δικαίωμα να ελέγχει τα πάντα και εγώ δε θέλω να έχω καμιά σχέση με αυτά τα πράγματα. Δε θέλω να έχω σχέση με την κατάρα>>. Άφησαν να περάσει μια πολύ στενάχωρη σιωπή. <<Δε θα με παντρευτείς λοιπόν...>> ψιθύρισε ο Ερμής.
<<Όχι. Δε θα σε παντρευτώ>>.
<<Δεν μπορείς να με αφήσεις... Με αγαπάς, το ξέρω>>.
<<Δεν μπορώ να ζήσω έτσι, με αυτήν την κατάρα>>.
<<Έλα τώρα Ντάλια. Αυτά είναι δικαιολογίες και το ξέρεις. Δεν μπορείς να ζήσεις με αυτή τη κατάρα; Μα, και να φύγεις πάλι θα ισχύει. Νομίζω ότι την χρησιμοποιείς απλά για δικαιολογία>>.
<<Ερμή!>> η κοπέλα τον φίλησε στο στόμα με λατρεία. <<Δεν μπορεί αλήθεια να το πιστεύεις αυτό. Σ' αγαπώ παρά πολύ. Σκέψου λίγο τι θα γίνει αν μείνω εδώ και σε παντρευτώ. Σκέψου να κάνουμε κανένα παιδάκι. Κάποια στιγμή θα κάνει κάτι που θα με κάνει να θυμώσω μαζί του. Όλα τα παιδιά κάνουν κάτι που νευριάζει τις μαμάδες, πάντα. Τι θα γίνει τότε Ερμή; Σε ρωτάω! Σκέψου καλά και πες μου τι θα γίνει; Ξέχασες τους κεραυνούς που παραλίγο να σε χτυπήσουν; Αν κατά λάθος το κάνω αυτό στο παιδί μας; Η ακόμα και σε εσένα αν μαλώσουμε καμιά φορά; Δεν είναι ασφαλές να είμαι εδώ. Η κατάρα δεν σταματά αν εγώ θα φύγω, το ξέρω αυτό. Όμως όταν θα είμαι εδώ θα είναι πολύ χειρότερα>>. <<Μείνε Ντάλια και θα προσέχω. Σου το υπόσχομαι ότι δε θα κάνω τίποτα που θα μπορούσε να σε θυμώσει και να βγεις εκτός έλεγχου. Το παιδί μας θα το μεγαλώσουμε σωστά και δε θα σε νευριάζει>>.
<<Δεν καταλαβαίνεις τι προσπαθώ να σου πω. Δε γίνεται να είμαι πάντα ευτυχισμένη για να είναι η ''Χώρα'' καλά. Η ευτυχία Ερμή είναι στιγμές, δεν είναι κάτι μόνιμο. Κάποιος άνθρωπος αν είναι κάποιες στιγμές της μέρας ευτυχισμένος στο τέλος της ζωής του μπορεί να πει ότι έζησε μια ευτυχισμένη ζωή. Σκέψου και το άλλο. Φαντάσου να μείνω έγκυος. Τι θα συμβεί στην ''Χώρα'' τη στιγμή που θα γεννάω το παιδί μας Ερμή; Σκέψου το λίγο αυτό. Φέρ' το λίγο σαν εικόνα στο μυαλό σου. Αυτό που θα γίνει τότε μπορεί να στερήσει πολλές ζωές. Πες μου, ακόμα πιστεύεις ότι χρησιμοποιώ την κατάρα σαν δικαιολογία; Όχι αγάπη μου. Δεν το αντέχω όλο αυτό. Σ' αγαπώ άλλα δεν μπορώ να μείνω εδώ>>. <<Εννοείς ότι αν λυθεί η κατάρα τότε θα μείνεις και θα με παντρευτείς;>> ρώτησε ο Ερμής. <<Ναι. Αν βρεις πώς λύνεται η κατάρα τότε θα μείνω εδώ, μαζί σου και θα σε παντρευτώ όποτε θελήσεις>> του απάντησε η κοπέλα. <<Μέχρι τότε όμως εγώ θα φύγω από δω όσο πιο γρήγορα γίνεται>>.
<<Μα, γιατί δεν μπορείς να μείνεις εδώ και να προσπαθήσεις..>>
<<Όχι. Αρκετά προσπάθησα. Δεν μπορώ να συμφιλιωθώ με την ιδέα. Δε θα ευτυχίσουμε ποτέ μαζί, αν υπάρχει αυτή η κατάρα ανάμεσα μας>>.
Ο Ερμής και η Ντάλια πέρασαν το τελευταίο τους βράδυ αγκαλιά.
Η κοπέλα την επόμενη μέρα θα έφευγε. Ο Ερμής της χάιδευε τα πλούσια μαλλιά και μύριζε το άρωμα της... Έκαναν έρωτα για τελευταία φορά και καθώς ήταν ο ένας, ένα με τον άλλον, από τα μάτια της κοπέλας έτρεχαν δάκρυα. Τον αγαπούσε και δεν ήθελε να τον χάσει, όμως δεν μπορούσε να κάνει κάτι υγιές και σωστό αν υπάρχει στην μέση η κατάρα.
Την επόμενη μέρα το πρωί ο Ερμής πήγε την κοπέλα ως τα ΚΤΕΛ για να φύγει. <<Μήπως άλλαξες γνώμη;>> την ρώτησε εκείνος με ελπίδα.
<<Δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Σ' αγαπώ, όμως αν δεν αλλάξει κάτι, ξέρεις τι, δεν έχω καμιά απολύτως θέση εδώ. Εδώ τα έχω όλα. Μόλις λύσεις την κατάρα έλα να με βρεις σε αυτήν την διεύθυνση στην Θεσσαλονίκη>>. Η κοπέλα του είχε δώσει έναν φάκελο, με γραμμένη τη διεύθυνση της μέσα. Ο Ερμής την φίλησε στο στόμα με ορμή και απεριόριστη αγάπη. <<Θα έρθω να σε βρω Ντάλια! Θα λύσω την κατάρα και θα έρθω να σε πάρω και να σε φέρω πάλι εδώ, στο χωριό>>.
<<Θα σε περιμένω αγάπη μου>> είπε εκείνη βουρκωμένη.
<<Μην κλαις καρδιά μου. Θα έρθω σύντομα να σε βρω. Πολύ σύντομα>>.
<<Ερμή>> είπε η κοπέλα και τον κοίταξε στα μάτια. <<Σ' αγαπώ αληθινά. Να το θυμάσαι>>.
Η Ντάλια μπήκε στο μεγάλο λεωφορείο για Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε για να φύγουν. Ο Ερμής έβλεπε δυστυχισμένος το πούλμαν να φεύγει. Πώς την άφηνε να φύγει; Γιατί δεν έκανε κάτι; Αλλά τι μπορούσε να κάνει; Εκείνη ήθελε να φύγει. Δε γινόταν να την αρπάξει από τα μαλλιά και να την γυρίσει πίσω. Από τα μάτια του άντρα άρχισαν να τρέχουν χοντρές σταγόνες από δάκρυα. Η καρδιά του κομματιάστηκε σε χίλια κομμάτια. Πήρε το αγροτικό του και πήγε εκεί που πήγαινε πάντα όταν ήταν υπερβολικά στεναχωρημένος. Πήγε στην αγαπημένη του Μηλιά, στη ''Χρυσή''. Έτρεξε στο λοφάκι και μόλις έφτασε κοντά της, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει. <<Φεύγει Χρυσή!>> φώναξε ο άντρας. <<Φεύγει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Φοβάμαι ότι δε θα την ξαναδώ ποτέ. Τι να κάνω χρυσή; Φοβάμαι. Την χάνω! Την χάνω!>>. Ο Ερμής ούρλιαξε από πόνο και δυστυχία. Ο άντρας σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τη Μηλιά. Κάτι του φάνηκε ότι λαμπύρισε εκεί και καθάρισε τα μάτια του από τα δάκρυα για να δει καλύτερα. Του κόπηκε η ανάσα και από την έκπληξη δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του. Η μιλιά είχε βγάλει έναν καρπό. Ένα Μήλο είχε φυτρώσει στα κλαδιά της για πρώτη φορά. Ο Ερμής άπλωσε το χέρι και άγγιξε το Μήλο με χέρια που έτρεμαν. Αυτό δεν ήταν ένα οποιοδήποτε Μήλο. Αυτό ήταν ένα Χρυσό Μήλο... Το Χρυσό Μήλο που ήξερε πάντα, από μικρός ότι θα βγάλει αυτή η Μηλιά. Μόλις συνειδητοποιείσαι ότι πάντα γνώριζε πως θα λυθεί η κατάρα. Γνώριζε πως θα λυθεί ακόμα και όταν δε γνώριζε καν για την κατάρα. Θυμήθηκε πως όταν ήταν πέντε χρονών είδε να φυτρώνει αυτό το δέντρο. Πέντε χρονών... Μόλις είχε γεννηθεί η Ντάλια τότε. Το δέντρο αυτό γεννήθηκε ταυτόχρονα με την κοπέλα. Αν όλα στην ''Χώρα'' συνδεόντουσαν με την κοπέλα, τότε η Μηλιά πρέπει να είναι η ''καρδιά'' της πάνω σε αυτά τα χώματα. Γι' αυτό δεν μπόρεσε να κάνει η Ντάλια την Μηλιά να ανθίσει. Επειδή οι άνθρωποι μπορεί να μπορούνε να ελέγξουνε τα περισσότερα μέλη του σώματος τους, όμως δεν μπορούνε να ελέγξουν την καρδιά τους. Γι' αυτό άρεσε πάντα στον Ερμή να κάνει παρέα σε αυτό το δέντρο. Επειδή αντιπροσώπευε την καρδιά της κοπέλας. Το λύσιμο της κατάρας ήταν απλά η Μηλιά να βγάλει ένα Χρυσό Μήλο... Ναι... Αλλά πως λύθηκε μόνη της η κατάρα; Ο Ερμής σκεφτόταν έντονα για να καταλάβει... Πιο είναι το χρυσάφι της καρδιάς; Πώς το δέντρο, πού είναι η καρδιά της κοπέλας, έβγαλε χρυσό Μήλο; Το χρυσάφι της καρδιάς είναι... η αγάπη! Για να βγάλει χρυσό Μήλο το δέντρο, έπρεπε η Ντάλια να ερωτευτεί και να αγαπήσει αληθινά κάποιον! <<Αυτό είναι!>> φώναξε ο Ερμής. <<Η Ντάλια με αγάπησε αληθινά! Και πριν με αγαπούσε, όμως σήμερα που έφυγε και νόμιζε ότι με έχασε η αγάπη της ξεπέρασε τα όρια της και έτσι η κατάρα λύθηκε!>>.
Θυμήθηκε ότι η κοπέλα όταν έφευγε, βούρκωσε όμως δεν έπεσε ούτε μια σταγόνα από τον ουρανό. Η κατάρα είχε λίγη ώρα που σταμάτησε να υπάρχει. Ο άντρας άρχισε να ουρλιάζει από την χαρά του. <<Λύθηκε η κατάρα!!! Με ακούς Ντάλια!!! Σ' αγαπώ!!! Η κατάρα δεν υπάρχει πια!>>.
Ο Ερμής έβγαλε από την τσέπη του το φάκελο με τη διεύθυνση της κοπέλας για να την κοιτάξει και να πάει να την βρει. Το χαρτί έγραφε μόνο ''Συγνώμη για όλα Ερμή. Αντίο'', και καμιά απολύτως διεύθυνση.
Όχι... Δεν μπορεί. Η κοπέλα δεν πίστεψε ότι η κατάρα μπορεί να λυθεί και έτσι το σκάει μακριά... Ο άντρας έτρεξε γρήγορα προς το αγροτικό του. Μπήκε μέσα και άρχισε να οδηγάει σαν τρελός προς τον σταθμό του λεωφορείου. Βγήκε στο δρόμο που ακολούθησε το όχημα και άρχισε να τρέχει στην διαδρομή που είχε διασχίσει το πούλμαν που είχε μέσα την γυναίκα της ζωής του. Όχι, δεν γινόταν να το προλάβει. Το λεωφορείο έχει ξεκινήσει πολύ ώρα. Οδηγούσε και έτρεχε με φόρα ο Ερμής και τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα στη σκέψη ότι δε θα την ξαναδεί. Χωρίς κανένα στοιχείο για εκείνη δε θα μπορούσε να την ξανά βρει. Δε γινόταν να την χάσει! Μπροστά, στον δρόμο ξαφνικά είδε να περπατάει μια γυναικεία σιλουέτα... Ορθάνοιξε ο άντρας τα μάτια του. Μπροστά του ήταν η Ντάλια που γυρνούσε πίσω, στη ''Χώρα'' με τα πόδια. Ο Ερμής έχει ακινητοποιήσει το αμάξι μόλις έφτασε ελάχιστα μέτρα μακριά της. <<Ντάλια!>> της έδειξε το Χρυσό Μήλο. <<Η κατάρα δεν υπάρχει πια!>>. <<Το ξέρω!>> ούρλιαξε από χαρά η κοπέλα. <<Στο λεωφορείο έκλαιγα. Από την στεναχώρια μου δεν πρόσεξα αμέσως ότι δεν έβρεχε. Μόλις το κατάλαβα ζήτησα να κατέβω από το λεωφορείο για να γυρίσω σε εσένα!>>. Ο Ερμής και η κοπέλα άρχισαν να τρέχουν ο ένας προς τον άλλον και στο τέλος τα σώματά τους δέθηκαν με μια σφιχτή αγκαλιά. Φιλήθηκαν, και στο φιλί αυτό έβαλαν όλη τους την ψυχή και την αγάπη τους.
Μπορεί η ''Χώρα" τώρα πια να μην ήταν καταραμένη, αυτό δεν σήμαινε όμως ότι είχε τελειώσει και η μαγιά της...
Τέλος.
~~Αυτό το βιβλίο έφτασε στο τέλος του. Ελπίζω να σας άρεσε και να περάσατε όμορφα μέσα από αυτό το ''ταξίδι''. Ευχαριστώ όλους όσους το διάβασαν. Θα χαρώ να δω σχόλια σας και μηνύματά σας~~
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top