Κεφάλαιο 24
Και όντως... Ο Αντώνης και η Γεωργία το έμαθαν.
Οι γονείς της Ζαφειρούλας ήταν στο νοσοκομείο και ο Ορέστης του ζήτησε για λίγο να πάνε ως το σπίτι, για να τους μιλήσει. <<Μα, αγόρι μου. Θα αφήσουμε μόνη της την αδελφή σου;>> ρώτησε η Γεωργία. Ο Ορέστης ξερόβηξε και δεν απάντησε σε αυτό. Δε θα ήταν ωραίο να τους έλεγε. ''Δεν είναι αδελφή μου, και γι' αυτό θέλω να σας μιλήσω'', και να το μάθαιναν με αυτόν τον τρόπο. <<Έχω να σας πω κάτι σημαντικό, που δεν μπορεί να περιμένει...>> επέμενε εκείνος. Τελικά τους έπεισε να τον ακολουθήσουν ως το σπίτι. Κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι της κουζίνας, και οι υποτιθέμενοι γονείς του τον κοίταξαν, περιμένοντας την εξήγηση του. Τώρα, που τους είχε απέναντι του και μπορούσε να τους το πει, δίστασε. Είχε χαρεί ως εκεί που δεν πάει, που μπορούσε να κάνει γυναίκα του την Ζαφειρούλα. Όμως, σε αυτούς τους ανθρώπους πώς να το πει, ότι τόσα χρόνια μεγάλωναν ξένο παιδί; Ο Ορέστης αγαπούσε πάρα πολύ αυτούς τους ανθρώπους, απλά δεν θεωρούσε πως θα τους χάσει, αλλά ότι θα τους έχει ως πεθερικά του. Μόλις τώρα είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν είχε την βαλιτσούλα του. Από το άγχος του για την Ζαφειρούλα, πρέπει να ξέχασε την βαλίτσα του στο πάρκο. Έλπιζε πως ο Ηλίας θα την έπαιρνε μαζί του και θα την φίλαγε για να του την επιστρέψει. Πάντως τώρα δεν είχε αποδείξεις πάνω του, επειδή δεν είχε μαζί του τα τεστ. <<Λοιπόν;>> έκανε ο Αντώνης. <<Γιατί μας έσυρες ως εδώ; Δε θα μας πεις;>>
<<Θα σας πω...>> ο Ορέστης καθάρισε το λαιμό του. <<Απλά δεν είναι και πολύ εύκολο>>.
Και όντως... ήταν σχεδόν ότι πιο δύσκολο είχε κάνει στη ζωή του. Εκείνοι δεν τον διέκοψαν καθόλου. Απλά τον άκουγαν σιωπηλοί. Όταν το παλικάρι τους εξήγησε τα πάντα (εκτός από το τι συμβαίνει με εκείνον και την Ζαφειρούλα. Γονείς είναι. Πόσα θα αντέξουν; ) οι δύο τους συνέχισαν να τον κοιτάνε σοκαρισμένοι. Μετά από την εξήγηση του Ορέστη, ο Αντώνης κούνησε, ελαφρά ζαλισμένος το κεφάλι του. Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα και είπε με άψυχη φωνή. <<Με συγχωρείτε... Δεν είμαι και πολύ καλά. Θα αποσυρθώ για λίγο στο δωμάτιο μου>>. Χάθηκε από τα μάτια τους χωρίς να πει καμία απολύτως λέξη. Προτού το αντιμετωπίσουν, έπρεπε πρώτα να το συνειδητοποιήσουν, και αυτό ήταν αρκετά δύσκολο.
Μετά από ένα μήνα
Είχαν αρχίσει να συνηθίζουν κάπως όλοι στην ιδέα, ότι ο Ηλίας είναι παιδί του Αντώνη και της Γεωργίας και ότι ο Ορέστης είναι γιος του κυρ Λουκά. Ο Ορέστης δεν είχε μιλήσει ακόμα στους γονείς της Ζαφειρούλας για τον έρωτα τους, είχε όμως σκοπό να τους μιλήσει σύντομα και να την ζητήσει από εκείνους. Είχαν αποφασίσει να γίνει μια δοκιμαστική αλλαγή. Να πάει για λίγο ο Ηλίας στο σπίτι των αληθινών του γονιών και ο Ορέστης θα πήγαινε στο κυρ Λουκά. Θα έμεναν για λίγο έτσι δοκιμαστικά για να γνωριστούνε όλοι τους καλύτερα. Ο Ορέστης καθόταν ένα μεσημέρι στο τραπέζι της κουζίνας του κυρ Λουκά, μαζί με τον πατέρα του. Σκάλιζε το παλικάρι τον σχεδόν ωμό αρακά του, με το πιρούνι του. Είχε μαγειρέψει ο κυρ Λουκάς, όμως το φαγητό χρειαζόταν κανένα τέταρτο ακόμα πάνω στην φωτιά. Καθόντουσαν και οι δύο μέσα σε μια αμήχανη, παγωμένη σιωπή. <<Είναι χάλια, έτσι;>> έκανε ο κυρ Λουκάς. <<Δεν ξέρω να μαγειρεύω. Ο Ηλίας πάντα μαγείρευε. Θυμάμαι ότι τις πρώτες του σούπες τις έκανε όταν ήταν οχτώ χρονών. Αλλά αυτά που πετυχαίνει τέλεια είναι τα γεμιστά. Δεκατριών χρονών ήταν όταν έκανε για πρώτη φορά και μου άρεσαν τόσο πολύ που ήθελα να γλύψω και το ταψί... Ευτυχώς που ήταν το αγόρι μου γιατί αλλιώς νηστικός θα...>>
Διέκοψε ο Λουκάς αυτό που έλεγε. Δεν ήταν εκείνος το αγόρι του, αλλά ο Ορέστης που ήταν τώρα μπροστά του. Μετά από ακόμα πέντε λεπτά αμήχανης σιωπής ο Λουκάς σκέφτηκε να ξανά προσπαθήσουν να μιλήσουν οι δύο τους. Ποτέ δεν ήταν δύσκολο να μιλήσει με τον Ορέστη, όμως τότε δεν ήξερε ότι είναι γιος του. <<Τι κάνεις τον ελεύθερο χρόνο σου, όταν δε δουλεύεις;>> ρώτησε ο Λουκάς τον Ορέστη. <<Μου αρέσει να πηγαίνω να περιποιούμαι τα άλογα στον στάβλο μας... Ε... Εννοώ, στον στάβλο του κυρίου Αντώνη>> απάντησε ο Ορέστης.
<<Α... Στον Ηλία μου δεν αρέσουν καθόλου τα άλογα. Δεν τα αντέχει από τότε που είχε γίνει εκείνο το ατύχημα όταν ήταν δέκα χρονών, και πέθανε η μητέρα του... Ε... Εννοώ, η δική σου μητέρα...>> ξεφύσησε ο Λουκάς κουρασμένος. <<Συγνώμη παλικάρι μου. Χίλια συγνώμη. Εσύ είσαι ο γιος μου, το ξέρω τώρα πια, όμως ο Ηλίας είναι...>>
<<Ο Ηλίας είναι το παιδί της καρδιάς σας, όπως είχα πει και σε εκείνον. Μην στεναχωριέσαι κύριε Λουκά. Ε... Πατέρα θέλω να πω>>.
Ο Λουκάς τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Ήταν ίδιος εκείνος στα νιάτα του, με κάποιες εμφανής ομοιότητες στην Αρχοντούλα. Πως εκείνος ποτέ δεν είχε προσέξει ως τώρα την ομοιότητα; <<Μοιάζουμε...>> είπε ο Λουκάς.
<<Ναι, το ξέρω. Αυτό ήταν το δεύτερο που με έβαλε σε σκέψεις. Το πρώτο ήταν το ότι η Αρχοντούλα και ότι η Γεωργία γέννησαν την ίδια στιγμή>>.
<<Είσαι έξυπνος. Σε αυτό μοιάζεις στη μητέρα σου, την Αρχοντούλα. Εκείνη ήταν πάντα η έξυπνη. Εγώ ήμουν ο κεφάλας πάντα σε αυτή τη σχέση>>.
Ο Λουκάς και ο Ηλίας άρχισαν να γελάνε με την καρδιά τους. <<Λοιπόν, ξέρεις κάτι;>> είπε ο Λουκάς. <<Αυτή η αηδία που έφτιαξα δεν τρώγεται με τίποτα. Σήκω μικρέ. Θα πάμε να φάμε και να πιούμε ένα κρασάκι στην ταβέρνα. Πάμε να γιορτάσουμε το γεγονός ότι ανακαλύψαμε ο ένας τον άλλον. Πάμε να γιορτάσουμε ότι τώρα έχω δύο γιούς. Εσένα και τον Ηλίας μου!>>.<<Πάμε πατέρα!>> έκανε γελώντας ο Ορέστης και σηκώθηκε. Άρεσε στον Λούκα ο τρόπος που ακουγόταν από τον Ορέστη η λέξη ''πατέρας'' και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να το συνηθίσει εύκολα. Αγκάλιασε τον γιό του και ξεκίνησαν μαζί για τη μοναδική παραδοσιακή ταβέρνα που υπήρχε στην ''Χώρα''.
Στην Γεωργία και στον Αντώνη έλειπαν τρομερά ο Ορέστης, όμως είχαν αρχίσει να συμφιλιώνονται με την ιδέα, ότι ο Ηλίας είναι δικό τους παιδί. Η Ζαφειρούλα ήταν πολύ ευτυχισμένη με αυτή την κατάληξη. Πρώτη φορά στην ζωή της δεν είχε καθόλου τύψεις για αυτό που ένιωθε για τον Ορέστη. Η καρδιά της χτυπούσε χαρούμενη για τον ερωτά της δίχως να αισθάνεται άρρωστη. Η ευτυχία ξεχείλιζε από πάνω της. Η αγάπη τους δεν ήταν παράνομη, και ούτε περίεργη. Δεν είχε τίποτα το κακό και σύντομα θα γινόταν γυναίκα του Ορέστη. Τι πιο μεγάλη ευτυχία από αυτό; Τι πιο ονειρεμένο για εκείνη, από το παντρευτεί το Ορέστη της; Σε λίγο καιρό, το μόνο που θα τους θυμίζει ότι νόμιζαν ότι είναι της οικογενείας, θα είναι μόνο το όνομα του παππού της, που το έχει τώρα ο Ορέστης, και μερικές ξεχασμένες αναμνήσεις.
Ο Ηλίας είπε στους δικούς του, πως αν δεν τους πειράζει, θα συνέχιζε να αποκαλεί ''πατέρα'' και τον Λουκά. Εκείνοι δεν είχα καμία απολύτως αντίρρηση σε αυτό, και το θεώρησαν πολύ εγωιστικό να του ζητήσουν να μην τον λέει έτσι. Ειδικά όταν ο Ορέστης θα συνέχιζε να τους αποκαλεί ''γονείς του''. <<Σήμερα μάνα, λέω να πάω να φάω μαζί με τον πατέρα μου, τον Λουκά>> είπε ο Ηλίας στην Γεωργία και τον Αντώνη. <<Θέλω να πάω και να μαγειρέψω κάτι για να φάει>>.
Φυσικά εκείνοι δεν είχαν καμία αντίρρηση και ο Ηλίας πήγε στο σπίτι του Λουκά. Ο Λουκάς μόλις τον είδε τον άρπαξε και τον αγκάλιασε σφιχτά. Τον έβλεπε καθημερινά όμως του έλειπε κάθε λεπτό που ήταν μακριά του. <<Σας πειράζει να σας αφήσω μόνους και να πάω να φάω στο σπίτι των γονιών μου;>> ρώτησε ο Ορέστης. <<Μικρέ... Δε νομίζω να πιστεύεις ότι ενοχλείς και γι' αυτό να θέλεις να φύγεις;>> είπε ο Λουκάς. <<Σου το έχω ήδη πει. Τώρα έχω δύο παιδιά. Η μοίρα με έκανε τόσο τυχερό, που μου χάρισε δύο λεβέντες>>.
<<Όχι πατέρα. Δε φεύγω επειδή νομίζω ότι ενοχλώ. Απλά θέλω να φάω μαζί τους και να τους δω>> απάντησε ο Ορέστης.
<<Τότε να πας παιδί μου>>.
Ο Ορέστης πήγε ως το σπίτι της Ζαφειρούλας και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξαν αμέσως. Μόλις είδαν ότι ήρθε ο Ορέστης για φαγητό όλοι χάρηκαν πάρα πολύ. Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο για μεσημεριανό, και η Ζαφειρούλα πήγε και έφερε ένα πιάτο ακόμα για τον Ορέστη. <<Κάτσε να φας παλικάρι μου>> είπε ο Αντώνης και τον αγκάλιασε. <<Το ξέρεις ότι πάντα θα υπάρχει μια θέση στο τραπέζι μας για εσένα. Και φυσικά το κρεβάτι σου και το δωμάτιο σου έμειναν ανέγγιχτα. Οπότε θέλεις, μπορείς να κοιμάσαι εδώ>>. Ο Ορέστης κάθισε στο τραπέζι μαζί τους. Άρχισαν να τρώνε όλοι χαρούμενοι. Τσούγκριζαν μεταξύ τους τα ποτήρια τους και ευχόντουσαν με γέλια ''στην υγεία μας'', μιλούσαν, γελούσαν και περνούσαν όμορφα. Μετά από μερικές κανάτες που ήπιαν γεμάτες κόκκινο, γλυκό κρασί, όλοι ένιωθαν ακόμα πιο χαρούμενοι. <<Να σας ρωτήσω κάτι;>> έκανε γελώντας ο Ορέστης με ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στο χέρι. <<Φυσικά και μπορείς να ρωτήσεις ότι θέλεις παλικάρι μου! Πες μας γιε μου, τι θέλεις να ρωτήσεις;>> έκανε μέσα στο κέφι με δυνατή φωνή ο Αντώνης. Στο τραπέζι είχε μια πολύ ζεστή και άνετη ατμόσφαιρα. Το κέφι ξεχείλιζε, όπως και το κρασί στα ποτήρια τους. Ο Αντώνης τσίμπησε με το πιρούνι του μια ελιά από την χωριάτικη σαλάτα, και την έβαλε στο στόμα του. <<Τι ήθελες τελικά να ρωτήσεις;>> είπε ο Αντώνης. <<Θα μου δώσετε τη Ζαφειρούλα για γυναίκα μου;>> ρώτησε ο Ορέστης.
Η ελιά κόλλησε στο λαιμό του Αντώνη και πνίγηκε. Η Γεωργία έκανε ένα εκκωφαντικό. <<Ηηηηηηη!>> και έπιασε την καρδιά της και η Ζαφειρούλα πάγωσε και νόμιζε ότι θα πεθάνει εκείνη την στιγμή. Όλη η ευχάριστη ατμόσφαιρα έχει διαλυθεί εντελώς τη στιγμή που ο Αντώνης είχε μελανιάσει και πνιγόταν. Ο Ορέστης πήγε από πίσω του και έβαλε τα χέρια του κάτω από το στήθος του Αντώνη. Χτύπησε μια, δύο, τρεις και πάνω στην τρίτη φορά η ελιά πετάχτηκε από το στόμα του. Ο άντρας άρχισε να βήχει και το πρόσωπο του είχε γίνει στο χρώμα, σχεδόν μελιτζανί. Ο Ορέστης τον χτύπησε στην πλάτη για να τον συνεφέρει εντελώς. Σιγά, σιγά το χρώμα του άντρα άλλαξε και επανήλθε στο φυσιολογικό του. <<Είσαι καλύτερα τώρα;>> τον ρώτησε ο Ορέστης. <<Έξω!>> φώναξε ο Αντώνης έξαλλος. <<Έξω από το σπίτι μου!>>. <<Μα, σου έσωσα την ζωή!>> έκανε ο Ορέστης.
<<Εξαιτίας σου παρά λίγο να πνίγω!>>
<<Μα, γιατί δεν μου την δίνεις; Δεν έχω καμία απολύτως συγγένεια μαζί της>>. <<Έχεις και το θράσος να με ρωτάς γιατί δεν στην δίνω; Έξω από εδώ!>>. <<Φύγε! Φύγε Ορέστη!>> ούρλιαξε η Ζαφειρούλα και ο Ορέστης την υπάκουσε. Άρχισε να τρέχει και έφυγε μακριά καθώς ο Αντώνης είχε μελανιάσει ξανά, αλλά αυτήν φορά από τα νεύρα του. Μάλλον θα έπρεπε να αφήσει κι' άλλος καιρός να περάσει, πριν τους ζητήσει το χέρι της Ζαφειρούλας. Η δύναμη της συνήθειας είναι μεγάλη και ακόμα δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Ορέστης δεν έχει καμιά απολύτως συγγένεια με την κοπέλα.
Ο νεαρός άντρας πήγε τρέχοντας στο πρώτο μέρος που του ήρθε στο μυαλό και στο μόνο που είχε να πάει. Στο σπίτι του πατέρα του. Χτύπησε την πόρτα με δύναμη και μόλις του άνοιξαν, όρμισε μέσα σαν κυνηγημένος. <<Τι έπαθες;>> ρώτησε ο Ηλίας. <<Κλείσε πρώτα την πόρτα...>> έκανε λαχανιασμένος ο Ορέστης. Η πόρτα έκλεισε. <<Τι έγινε ρε;>> τον ρώτησαν. <<Τίποτα. Απλώς αν έρθει ο κυρ Αντώνης μην του ανοίξετε. Μπορεί να θέλει να με πλακώσει>>. <<Γιατί να σε πλακώσει; Κάνεις δεν πρόκειται να πλακώσει τον γιό μου>> είπε ο Λουκάς. <<Θέλει να με πλακώσει, επειδή ζήτησα σε γάμο την Ζαφειρούλα>> εξήγησε ο Ορέστης. <<Όπως έλεγα, γιατί να σε πλακώσει; Αυτό μια χαρά μπορώ να το κάνω κι' εγώ>> ο Λουκάς πήγε να του δώσει σφαλιάρα στον σβέρκο του. Ο νεαρός άντρας απέφυγε επιδέξια την φάπα, επειδή έσκυψε. <<Την αδελφή σου ρε θέλεις να παντρευτείς;>> του είπε ο Λουκάς. <<Δεν-είναι-αδελφή-μου!>> έκανε τονίζοντας μια, μια τις λέξεις του ο Ορέστης. <<Πόσες φορές πρέπει να το πω! Δεν είμαι αδελφός της! Δεν έχουμε καμιά συγγένεια! Δεν λέω ότι δεν είναι περίεργο. Την γνωρίζω από μωρό και μεγαλώσαμε μαζί. Πάντα όμως ένιωθα ότι αυτή η κοπέλα δεν είναι η αδελφή μου. Είμαι ερωτευμένος μαζί της από παιδάκι!>>. Ο Ηλίας και ο Λουκάς έμειναν να τον κοιτάνε, σαν να είχαν μπροστά τους έναν τρελό.<<Καταλαβαίνεις πόσο περίεργο ακούγεται αυτό που λες, έτσι;>> είπε ο Ηλίας. <<Ξυπνήστε λίγο σας παρακαλώ. Δεν έχω συγγένεια με την κοπέλα. Γιατί κανείς δεν με καταλαβαίνει;>> επέμενε ο Ορέστης.
Τους το εξήγησε, και τους το ξανά εξήγησε, μέχρι που και οι δύο παραδέχτηκαν ότι έχει δίκιο. Πρώτος το κατάλαβε ο Ηλίας, σαν πιο νέος και πιο ανοιχτόμυαλος, και μετά το κατάλαβε και ο Λουκάς με πιο μεγάλη δυσκολία. <<Ξέρεις κάτι;>> είπε στο τέλος ο Ηλίας. <<Σε εγκρίνω για άντρα της αδελφής μου. Να ξέρεις, είμαι με το μέρος σου. Έχεις την βοήθεια μου>>. <<Ευχαριστώ. Μάλλον θα την χρειαστώ. Είσαι φίλος>> απάντησε ο Ορέστης.
Ο Αντώνης δεν μπορούσε να το ακούσει αυτό ούτε γι' αστείο. Η Ζαφειρούλα του και ο Ορέστης να παντρευτούν; Αδύνατον. Θυμόταν ακόμα τα λόγια του Ορέστη και του ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι. Άκου εκεί ''μα, γιατί δεν μου την δίνεις; Δεν έχω καμιά απολύτως συγγένεια μαζί της!''. Αυτό θα ήταν θέμα συζήτησης στο χωρίο για ακόμα δέκα χρόνια. Η Γεωργία ήταν πιο ουδέτερη με το θέμα. <<Ξέρεις ότι είναι καλό παιδί...>> είπε μια μέρα στον άντρα της. <<Είναι περίεργο αυτό, το ξέρω. Τον μεγαλώσαμε εμείς, πιστεύοντας ότι είναι δικός μας. Όμως δεν είναι... Δεν είναι παιδί μας, και οφείλω να ομολογήσω ότι με στεναχωρεί αυτό. Θα ήθελα να είμαι μάνα του, άλλα αν δεν μπορώ, γιατί να μην είμαι πεθερά του; Το ίδιο θα είναι>>. <<Τι τρελά είναι αυτά που λες γυναίκα;>> έκανε εκείνος με κατεβασμένα μούτρα. <<Ο Ορέστης και η Ζαφειρούλα ζευγάρι στην Εκκλησία; Αμαρτία. Τι θα πει η γειτονία;>>. <<Εσένα Αντώνη μου τι σε νοιάζει πιο πολύ; Αν είναι αμαρτία, ή τι θα πουν οι γείτονες;>> τον ρώτησε εύστοχα η Γεωργία. Ο άντρας το σκέφτηκε. <<Πρώτα με νοιάζει αν θα είναι αμαρτία>> απάντησε. <<Αν μιλήσουμε στο παπά της ενορίας μας, και στον πνευματικό των παιδιών, και πούνε ότι δεν είναι;>> συνέχισε εκείνη.
<<Άσε με ρε γυναίκα! Λύσσαξες να παντρέψουμε τα παιδιά! Δε γίνονται αυτά τα πράγματα!>> είπε εκείνος λίγο δυνατά. Η Γεωργία δεν επέμενε. Την Ζαφειρούλα την κρατούσαν κλειδωμένη στην κάμαρα της, μην βγει έξω και δει πουθενά τον Ορέστη. Να μην μάθει κανένας στην γειτονιά αυτά τα ρεζιλίκια. Αυτήν την περίεργη ιστορία μεταξύ της Ζαφειρούλας και του Ορέστη.
Ο Ηλίας, τώρα πια έμενε μια μαζί με την κανονική του οικογένεια, και μια με τον Λουκά. Ένα βράδυ, γύρω στις έντεκα η ώρα χτύπησε την κλειδωμένη πόρτα της αδελφής του... <<Ζαφειρούλα...>> ψιθύρισε από έξω ο Ηλίας. <<Βγαίνω έξω. Πάω να συναντήσω τον Ορέστη. Θέλεις να του πω τίποτα από εσένα;>>.
<<Ναι>> απάντησε το κορίτσι ψιθυριστά και κόλλησε πάνω στην πόρτα. <<Θέλω να του πεις ότι τον αγαπώ>>.
<<Κάτι λιγότερο νερόβραστο;>> έκανε ο Ηλίας.
<<Ναι. Πες του πως αν δεν με δώσουν σε εκείνον σύντομα οι δικοί μου, θέλω να έρθει, να με κλέψει και να φύγουμε μακριά>>.
<<Εντάξει. Θα το πω... Γεια>>.
Ο Ηλίας βγήκε από το σπίτι και συνάντησε τον Ορέστη. Όλο το χωριό της ''Χώρας'' ήταν σκοτεινό και φαινόταν μόνο στον μπλε -μαύρο ουρανό, το μισοφέγγαρο και πολλά αστέρια. Όπως ήταν φυσικό, στο χωριό τέτοια ώρα δεν υπήρχε ψυχή έξω που να μην τους επιτρέπει να μιλήσουν άνετα. Όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και πιθανόν οι περισσότεροι να κοιμόντουσαν. <<Ώστε συνεχίζουν να την έχουν κλειδωμένη, ε;>> ρώτησε ο Ορέστης στον Ηλία για την Ζαφειρούλα. <<Ναι. Ο Αντώνης δεν την αφήνει να βγει. Η μικρή μου έδωσε μια παραγγελία. Θέλει, λέει, να σου πω ότι σε αγαπάει, κι' ότι, αν δε σε θέλουν οι δικοί της για άντρα της, να την κλέψεις και να φύγετε>>.
<<Ναι... Αυτό βλέπω στο τέλος να γίνεται. Τους αγαπώ όμως και τη Γεωργία, και τον Αντώνη. Δε θέλω να πάρω μακριά τους την Ζαφειρούλα και να μην την ξανά δούνε. Αυτό θα τους στεναχωρούσε πάρα πολύ. Θα περιμένω κι' άλλο, μήπως και αλλάξουν γνώμη....>>
<<Ναι... Αλλά μέχρι τότε...>> έκανε ο Ηλίας και οδήγησε τον Ορέστη κάτω από το παράθυρο της Ζαφειρούλας.
<<Τι;>> έκανε ο Ορέστης και κοίταξε ψηλά, στο ανοιχτό, ξύλινο παράθυρο. Εκεί μέσα επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι.
<<Μέχρι να αποφασίσουν ότι σε θέλουν για γαμπρό τους οι γονείς μου, πρέπει κι' εσύ κάπως να βλέπεις την αγαπημένη σου>> είπε ο Ηλίας και πήγε λίγο πιο πέρα. Κολλημένη σε έναν τοίχο, χαμηλά, είχε κρυμμένη μια ψηλή, ξύλινη σκάλα. Την σήκωσε και η άκρη της έφτασε ως το παράθυρο της. <<Ανέβα Ρωμαίο...>> είπε ο Ηλίας. <<Εγώ θα κρατώ τσίλιες και θα πάρω τη σκάλα για να μην την δει κανένας>>. <<Δεν το πιστεύω!>> έκανε χαρούμενος ο Ορέστης και φίλησε στα μούτρα το άλλο παλικάρι. <<Είσαι φίλος ρε! Τι φίλος; Αδελφός είσαι!>>. <<Σκάσε και ανέβα πάνω. Έχεις μια ώρα στη διάθεση σου >>. <<Έγινε... Ευχαριστώ>>.
Ο Ορέστης ανέβηκε πάνω, τρελός από χαρά. Μπήκε μέσα από το παράθυρο και τα παπούτσια του ακούστηκαν απαλά πάνω στο ξύλινο πάτωμα.
Η Ζαφειρούλα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, άκουσε τον θόρυβο και γύρισε με κομμένη την ανάσα να δει ποιος είναι. Στο λιγοστό φως του φεγγαριού η κοπέλα αναγνώρισε το περίγραμμά του σώματος του Ορέστη. <<Αγάπη μου>> έκανε ο άντρας και την πλησίασε με φόρα. Δεν άναψαν το φως, όμως τα χείλι τους βρήκαν πανεύκολα το ένα, το άλλο, σαν να είχαν γεννηθεί για να είναι πάντα ενωμένα. Και μετά αυτό έγινε και το επόμενο βράδυ, και το επόμενο... Και όλα τα επόμενα. Είχαν πολύτιμη βοήθεια από τον Ηλία. Ο Ορέστης ανέβαινε τη σκάλα κάθε βράδυ, στις δώδεκα η ώρα τα μεσάνυχτα, επειδή τότε δεν κυκλοφορούσε ούτε γάτα μέσα στο χωριό. Ο Ηλίας έπαιρνε την σκάλα κάτω από το παράθυρο της, καλού κακού για να μην την δει κανένας, πήγαινε στο σπίτι η των γονιών του ή του Λουκά και μετά, πέντε η ώρα το χάραμα έβαζε την σκάλα στο παράθυρο της Ζαφειρούλας για να κατέβει κάτω το παλικάρι. Έτσι περνούσε ο καιρός. Στην Ζαφειρούλα δεν πείραζε τώρα πια που ήταν τιμωρία, ούτε που όλη την μέρα την είχαν κλειδωμένη, επειδή όλο το βράδυ ήταν αγκαλιά με τον αγαπημένο της και αυτό ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία. Αυτό το βράδυ, όπως και τα προηγούμενα για τουλάχιστον τρεις εβδομάδες, ο Ορέστης είχε στην αγκαλιά του την Ζαφειρούλα, στο κρεβάτι της. <<Όταν θα κάνουμε παιδί πως θέλεις να το ονομάζουμε;>> τον ρώτησε η κοπέλα. Ο Ορέστης χάιδεψε το γυμνό της σώμα, και την κοίταξε κάτω από το φως του φεγγαριού, το μόνο φως που υπήρχε. <<Δεν με νοιάζει. Όπως θέλεις εσύ>> της είπε και την φίλησε. Την αγκάλιασε σφιχτά και η γυμνή σάρκα της ακουμπούσε και έγινε ένα με το δικό του, γυμνό σώμα. Είχαν κάνει έρωτα ολοκληρωμένο πριν από μερικά βράδια.
Μια νύχτα η Ζαφειρούλα του έδωσε ότι πολυτιμότερο έχει... Την αγνότητα της. Η ένωση τους ήταν τέλεια και ότι καλύτερο τους είχε ποτέ συμβεί και κάθε βράδυ ο Ορέστης πήγαινε στο δωμάτιο της για να το ξανά ζήσουν. Η Ζαφειρούλα ήταν πιο ευτυχισμένη και πιο όμορφη από ποτέ. Πάντα ήταν όμορφη, όμως τώρα τα μαλλιά της έγιναν πιο λαμπερά, το δέρμα της πιο όμορφο, καθαρό και απαλό και το σώμα της πιο ωραίο και πιο γυναικείο. <<Γυναίκα...>> είπε μια μέρα ο Αντώνης στην Γεωργία. <<Δεν είναι περίεργο που όλη μέρα είναι κλεισμένη στην κάμαρα της η κόρη μας, και αντί για να μαραζώνει, εκείνη ανθίζει; Δεν μπορεί να μην πρόσεξες πόσο πολύ ομόρφυνε ξαφνικά>>.
<<Μπορεί να βρήκε την γαλήνη μέσα στην απομόνωση>> του είπε εκείνη, όμως ο άντρας της δεν πίστεψε ότι αυτό γινόταν.
Το ερχόμενο βράδυ ο Ορέστης ανέβαινε και πάλι την σκάλα, όπως τόσες άλλες φορές. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο ευχαρίστησε από κάτω τον Ηλία και πήγε στην Ζαφειρούλα. Ο Ηλίας πήρε την σκάλα και έφυγε. Θα επέστρεφε όπως πάντα σε μερικές ώρες. <<Αγάπη μου>> ψιθύρισε η Ζαφειρούλα και τον αγκάλιασε. Το παλικάρι την φίλησε στα χείλια με λατρεία και κόλλησε το σώμα του πάνω της με πάθος. Ξαφνικά, εκείνη την στιγμή το κλειδί γύρισε στην κλειδαριά και άνοιξε η πόρτα με φόρα. Όρμισε μέσα με γουρλωμένα μάτια ο Αντώνης που από τον θυμό του σχεδόν έβγαζε αφρούς από το στόμα, και από πίσω φαινόταν σοκαρισμένη η Γεωργία. <<Άτιμε!>> φώναξε ο Αντώνης και όρμισε στον Ορέστη. <<Όχι!>> ούρλιαξε η Γεωργία. <<Όχι το παιδί!>>. Ο Ορέστης τρόμαξε και ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που έτρεξε στο ανοιχτό παράθυρο. Είχε ξεχάσει τελείως ότι ο Ηλίας είχε πάρει την σκάλα και το παλικάρι είχε πάρει φόρα. Πριν προλάβει να σταματήσει, πήδηξε από το παράθυρο. <<Ορέστη! Όχι!>> ούρλιαξε η Ζαφειρούλα και έτρεξε στο παράθυρο. Κοίταξε κάτω το τσακισμένο σώμα του νεαρού άντρα και άρχισαν καυτά δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της. Ο Αντώνης και η Γεωργία πήγαν και εκείνοι κοντά της και κοίταξαν κάτω κλαίγοντας.
<<Συγνώμη κόρη μου>> είπε μετανιωμένος ο Αντώνης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top