Κεφάλαιο 18
<<Μπορούμε να σου βρούμε κάπου άλλου να μείνεις. Κάπου καλύτερα>> της είπε ο Ερμής. <<Μου αρέσει το σπιτάκι>> απάντησε εκείνη. <<Το έχω συνηθίσει>>. Ο Ερμής κοίταξε με νόημα τον Χρήστο σαν να μέτρησε έναν πόντο υπέρ του. <<Της αρέσει τελικά εκεί που την είχα κλείσει. Ρώτα την όμως αν θέλει να ξανά κρεμαστεί από τον βράχο που την έστειλες εσύ>>.
<<Παράτα μας>> έκανε ενοχλημένος ο Χρήστος.
<<Τι μουρμουρίζετε εσείς οι δύο τόση ώρα εκεί;>> ρώτησε περίεργη η Ντάλια.
<<Αντρικές κουβέντες>> είπε ο Ερμής.
Το βράδυ έχει έρθει και ήταν γλυκό, ήρεμο και η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρωτική. Καθόντουσαν και οι τρεις πάνω στο απαλό χορτάρι και κοιτούσαν την πανέμορφη λίμνη μπροστά τους. Τώρα που η Ντάλια ήξερε τι μπορούσε να κάνει στην ''Χώρα'', φρόντιζε να τα κρατάει όλα όμορφα. Καθώς εκείνη κοιτούσε την γαλήνια επιφάνεια της λίμνης, της ήρθε η απίστευτη επιθυμία να κολυμπήσει μέσα γυμνή. Φαντάστηκε να βυθίζεται το σώμα της μέσα στο ήρεμο νερό και αναστέναξε. <<Μπορώ να μείνω λίγο μόνη μου;>> ρώτησε ο κοπέλα τους δύο άντρες. Εκείνοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
<<Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να μείνεις μόνη σου;>> ρώτησε ο Ερμής. <<Δε θα είναι επικίνδυνο αυτό; Η πόρτα στο σπιτάκι είναι σπασμένη>>.
<<Δεν πρόκειται να πάθω τίποτα. Το ξέχασες; Η φύση είναι με το μέρος μου. Αν πάθω το παραμικρό θα το καταλάβετε αμέσως και θα έρθετε. Κι' άλλωστε δεν είμαι μωρό. Θέλω να μείνω μόνη μου, να κοιμηθώ και να ξεκουραστώ με την ησυχία μου>>.
<<Εντάξει λοιπόν>> ξεφύσησε ο Ερμής. <<Όπως θέλεις. Θα έρθουμε το πρωί να σε βρούμε>>.
Κάθισαν για λίγο ακόμα και μετά έφυγαν και την άφησαν μόνη της, όπως εκείνη επιθυμούσε. Η κοπέλα έμεινε καθισμένη κάτω και χάιδεψε απαλά το μαλακό χορτάρι. Η φύση φούντωσε κι' άλλο. Δεν υπήρχε πουθενά ίχνος από σύννεφα και τα αστέρια έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό. Ο αέρας την φύσηξε απαλά στο πρόσωπο και αναδεύτηκαν τα μαλλιά της. Ανάπνευσε βαθιά από τη μύτη και αναστέναξε.
Ο Ερμής καθόταν στο αγροτικό του, λίγο πιο πέρα από το πέτρινο σπιτάκι. Δεν ήθελε να πάει πολύ μακριά της. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Πήδηξε μέσα στην καρότσα του αγροτικού του και ξάπλωσε εκεί πάνω. Έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, σαν μαξιλάρι, και άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στον απέραντο, στολισμένο με αστέρια ουρανό.
Η Ντάλια σηκώθηκε από το έδαφος και περπάτησε αργά προς την λίμνη. Άνοιξε τα δαχτυλάκια των ποδιών της για να αισθανθεί πιο έντονα, το παχύ χαλί από γρασίδι που είχε στα πόδια της. Το ολόγιομο φεγγάρι καθρεφτιζόταν πάνω στην λίμνη. Η κοπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα από το στόμα και συνέχισε να κοιτάει την ακτή και την επιφάνεια του νερού. Σήκωσε τα χέρια της και τα έφερε στις τιράντες του φουστανιού της. Της έβγαλε από τους ώμους της και άφησε το μακρύ φόρεμα να πέσει κάτω. Έβγαλε και το εσώρουχο της και άνοιξε τα χέρια με μια ελαφριά κλίση προς τα πίσω. Η αίσθηση της γύμνιας και του αέρα στο σώμα της ήταν υπέροχη. Ένιωθε πιο ελεύθερη από ποτέ. Έκανε ένα βήμα κοντά στη λίμνη... και μετά άλλο ένα. Και σύντομα ήταν κοντά της. Ακούμπησε τις άκρες την δαχτύλων της στην επιφάνεια του νερού και ένιωθε τη θερμοκρασία του. Χαμογέλασε και βύθισε το πόδι της μέσα. Μετά έβαλε και το άλλο και το νερό της περικύκλωσε τις γάμπες. Μπήκε αργά μέσα ως την μέση της και ''χάιδεψε'' με τα χέρια της την επιφάνεια του νερού. Το ζεστό νερό ήταν τέλειο.
Ο Ερμής συνέχισε να κοιτάει τον απέραντο ουρανό. Όλα έδειχναν ότι η Ντάλια ήταν καλά. Αναρωτήθηκε τώρα εκείνη τι να έκανε. Ανακάθισε στην καρότσα και του μπήκε η ιδέα στο μυαλό, να πάει να δει τι κάνει και πώς είναι η κοπέλα. Σηκώθηκε και κινήθηκε σιγά - σιγά προς το πέτρινο σπιτάκι. Έφτασε γρήγορα εκεί, μια και δεν είχε παρκάρει πολύ μακριά το αγροτικό του. Κοίταξε μέσα στο σκοτεινό εσωτερικό του από το παράθυρο και διαπίστωσε ότι ήταν άδειο. Η κοπέλα δεν ήταν εκεί. Κοίταξε τριγύρω του να δει που μπορεί να έχει πάει. Δεν βρήκε τίποτα, ώσπου πρόσεξε κάτι μέσα στη λίμνη... Έτσι όπως φαινόταν όλη η επιφάνεια της λίμνης από μακριά, κοντά στην όχθη της φαινόταν μια σκιά, που δεν άφηνε το φεγγάρι να καθρεφτιστεί σε εκείνο το σημείο. Ο άντρας έμεινε να κοιτάει το σκοτεινό περίγραμμα του γυναικείου κορμιού μέσα στο νερό... Άρχισε να παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό... Να πλησιάσει κοντά και να ρίξει μια ''αθώα'' ματιά, ή να γυρίσει πίσω, στο αγροτικό του; Από την μια την είχε δει γυμνή την κοπέλα. Δε θα έβλεπε τίποτα που δεν είχε ξανά δει... Άρα, δε θα πείραζε κανέναν αν έριχνε ακόμα μια ματιά... Η επιθυμία του να πάει εκεί και να την δει ολοένα και φούντωνε. Το σώμα του τελικά, η καρδιά του και η αντρική του φύση νίκησαν τη λογική του που ήταν η μόνη που του έλεγε, ''μην πας εκεί. Είναι ανήθικο να κάνεις μπανιστήρι''. Ο Ερμής μετά από λίγο έφτασε, εντελώς αθόρυβα, κοντά της. Κρύφτηκε πίσω από έναν βράχο και κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια το περίγραμμα του γυναικείου, καλοσχηματισμένου σώματος. Το νερό κάλυπτε το σώμα της ως τη μέση της. Ήταν γυρισμένη πλάτη προς τον Ερμή και είχε περάσει το χέρια της κάτω από τα μαλλιά της, στο μέρος του αυχένα της. Όταν τα άφηνε, οι άκρες από τα μακριά μαλλιά της ακουμπούσαν λίγο το νερό και είχαν μουσκέψει. Ο άντρας κοιτούσε αποχαυνωμένος τη γυμνή της μέση, την πλάτη της, το εκπληκτικό σώμα της. Η κοπέλα έκανε μια βουτιά μέσα στο νερό και ξανά έβγαλε το κεφάλι της στην επιφάνεια. Έμεινε πάλι έξω από το νερό, από τη μέση και πάνω, και αυτήν την φορά ο Ερμής την έβλεπε από μπροστά και όχι από πίσω. Κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια το τέλειο, στητό της στήθος. Το δέρμα της γυάλιζε από το νερό και πάνω στο στήθος της είχαν κολλήσει μερικές υγρές τούφες από τα μαλλιά της. Ο άντρας σχεδόν ένιωσε στα δάχτυλα του την αφή του βελούδινου δέρματος της...
<<Ω, ρε φίλε...>> άκουσε ο Ερμής από μια αντρική, ψιθυριστή φωνή. Όρθωσε το κορμί του ο Ερμής περίεργος. Και κάποιος άλλος την παρακολουθούσε. Ποιος ανώμαλος τόλμησε να το κάνει αυτό; ''Άνοιξε'' ο άντρας τα αυτιά του για να πιάσει οποιονδήποτε θόρυβο από τον ''ματάκια''. Η φωνή που είχε ακούσει του θύμιζε έντονα κάτι. <<Πω,πω ,πω ...>> άκουσε πάλι και ο Ερμής πήγε προς την κατεύθυνση εκείνη που το είχε ακούσει. Η φωνή ερχόταν πίσω από κάτι θάμνους, λίγο πιο πέρα. Ο άντρας όρμισε αθόρυβα στους θάμνους και τσάκωσε τον Χρήστο να κοιτάει με γουρλωμένα μάτια την κοπέλα. <<Τι κάνεις ρε βλάκα;>> του ψιθύρισε με νεύρα ο Ερμής. <<Ρε ματάκια, ρε μπανιστιρτζή.... Τι κάνεις εδώ;>>. <<Εσύ τι κάνεις εδώ;>> αντιγύρισε την ερώτηση ο Χρήστος. <<Με βρίζεις για κάτι που κάνεις και εσύ>>.
<<Εγώ δεν έκανα τίποτα>>.
<<Ναι καλά. Δηλαδή δεν είδες τίποτα εσύ;>>
<<Εγώ δεν μετράω. Τα είχα δει πρώτος και στην Θεσσαλονίκη>>.
<<Ε, τώρα λες βλακείες. Επειδή τα είδες εσύ, δε θα τα ξανά δει ποτέ κανένας άλλος;>>
<<Ρε συ. Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά. Δεν πρέπει να μαλώνουμε για μια γυναίκα. Είμαστε φίλοι από παιδιά>>.
<<Αυτό λέω και εγώ. Συμφωνώ μαζί σου Ερμή. Δεν πρέπει να μαλώνουμε για μια γυναίκα. Οπότε κάνε πέρα όπως συνήθως και άσε εμένα να διαλέξει. Είσαι πολύ καλός μου φίλος και ξέρω ότι θα το κάνεις αυτό για εμένα>>.
<<Όχι... Εσύ είσαι καλός φίλος και θα το κάνεις αυτό για εμένα και σε ευχαριστώ πολύ γι' αυτό>>.
<<Είπαμε... Είσαι ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ, οπότε κάνε πέρα>>.
<<Όχι, εσύ θα κάνεις πέρα γιατί είσαι καλός φίλος>>.
Ο Ερμής τον έσπρωξε ελαφρά πιο πέρα. Ο Χρήστος ανταπέδωσε το σπρώξιμο. Ο Ερμής ανταπέδωσε λίγο πιο δυνατά, και μετά και ο Χρήστος λίγο πιο δυνατά. Και μετά όλο αυτό κατέληξε σε ξύλο. Ακολούθησαν μπουνιές και κλοτσιές που συνοδευόντουσαν από ξεφωνητά πόνου. Η Ντάλια, που ήταν ακόμα μέσα στην λίμνη, βυθίστηκε μέσα στο νερό ως το λαιμό και κοίταξε προς εκεί που ακουγόταν η φασαρία. Ο θάμνος, που ήταν κρυμμένοι οι δύο άντρες, κουνιόταν αριστερά και δεξιά από το ξύλο που έπαιζαν εκείνοι, από πίσω του. <<Ποιος είναι εκεί;>> ρώτησε η κοπέλα δυνατά. Αμέσως ο θάμνος τους έσπρωξε μακριά του και φανέρωσε τους δύο άντρες που πλάκωνε το ένα το άλλο. Τα παλικάρια κύλισαν πάνω στο γρασίδι και κατέληξαν και οι δύο μέσα στη λίμνη. <<Τι κάνετε;!>> ούρλιαξε από θυμό η Ντάλια. <<Με παίρνατε μάτι ρε ανώμαλοι; Είστε σοβαροί;!>>. Οι δύο άντρες έμειναν άναυδοι, βυθισμένοι στο νερό ως τη μέση σχεδόν. Την κοιτούσαν και οι δύο σαν βρεγμένοι γάτοι.
<<Συγνώμη...>> είπε ο Ερμής. Ήταν μούσκεμα και έσταζαν τα μαλλιά τους. Ήταν έκπληκτος και δεν ήξερε πως να δικαιολογηθεί. <<Τι συγνώμη ρε;!>> έκανε ο Ντάλια έξαλλη. <<Πόση ώρα με κοιτάτε κρυμμένοι εκεί μέσα;>>
Την κοιτούσαν χωρίς να μιλάνε. <<Τι με κοιτάτε ρε;! Πείτε μου, πόσα είδατε; Πόση ώρα με παίρνατε μάτι;>>
<<Ε...>> έκανε ο Χρήστος δειλά.
<<Μην μιλάς. Βλακεία θα πεις>> του ψιθύρισε ο Ερμής.
<<Δε θα πω βλακεία, θα δεις>> ο Χρήστος στράφηκε στην κοπέλα, που φαινόταν μόνο το θυμωμένο πρόσωπο της, να προεξέχει από το νερό.
<<Ε... Να πούμε... Τούμπανο το βυζί, έτσι; Πραγματικά πολύ καλό...>> <<Τι λες ρε μαλάκα;>> ρώτησε έκπληκτος ο Ερμής. <<Της κάνω κομπλιμέντο>> απάντησε εκείνος. Εντωμεταξύ η Ντάλια σχεδόν έβγαζε σπίθες από το θυμό και τα νεύρα της. <<Έξω!!!>> ούρλιαξε. <<Μακριά μου!!!>>
Ξαφνικά σηκώθηκε ένα τεράστιο κύμα που τους πλάκωσε και τους δύο. Το κύμα τους παρέσυρε έξω από τη λίμνη και τους πέταξε με δύναμη πάνω στο έδαφος. Οι άντρες ''έσκασαν'' πάνω στο γρασίδι με τις πλάτες. Τους κόπηκε η ανάσα για λίγο, αλλά γρήγορα άρχισαν να αναπνέουν πάλι κανονικά. Κοιτάχτηκαν ο Ερμής με τον Χρήστο πονεμένοι και ντροπιασμένοι. <<Καλά ρε! Πας καλά;!>> έκανε ο Ερμής. <<''Τούμπανο το βυζί;'' Δε βρήκες να πεις τίποτα καλύτερο;>>. <<Τι να πω; Αφού αυτό μου είχε έρθει πρώτο. Μάλλον δεν πρέπει να λέμε στις γυναίκες καθαρά αυτό που σκεφτόμαστε>>. <<Τι να σου πω ρε Χρήστο; Σκατά τα κάναμε. Σαν παιδιά φερόμαστε>>. Ανακάθισαν και οι δύο κάτω, εκεί που τους ξέρασε το κύμα και κοίταξαν ψηλά, τον μπλε σκούρο ουρανό με τα αστέρια.
<<Συνεχίζουμε;>> ρώτησε ο Χρήστος.
<<Τι πράγμα;>>
<<Να γελοιοποιούμαστε μπροστά της και να προσπαθούμε>>.
<<Αν προσπαθήσεις να κάνεις καμιά βλακεία...>>.
<<Άρα συνεχίζουμε...>>
Η Ντάλια κοίταξε τους δύο άντρες να μιλάνε καθισμένοι στο γρασίδι και έμεινε να απορεί. Έκανε άλλη μια αναζωογονητική βουτιά και κολύμπησε λιγάκι. Μετά από κανένα τέταρτο, η κοπέλα πήγε προς την όχθη της λίμνης, αλλά μια και ήταν γυμνή, δεν βγήκε έξω.
<<Θέλω το φουστάνι μου και το εσώρουχο μου>> σκέφτηκε επίμονα. Εκεί που ήταν πεσμένα τα ρούχα της, το χορτάρι ''ζωντάνεψε''. Το απαλό γρασίδι ανασηκώθηκε ελαφρά και έγινε ένα μικρό ''κύμα'' πρασινάδας. Το μικρό ''κύμα'' έσπρωξε τα ρούχα προς την όχθη της λίμνης. Ο Ερμής και ο Χρήστος έμειναν να κοιτάξει έκπληκτοι το φουστάνι και ένα ροζ εσώρουχο να ''τσουλάει'' μπροστά τους και να τους προσπερνά. Τα δύο αντρικά βλέμματα παρακολούθησαν λίγο ακόμα την ήρεμη πορεία των ρούχων. Γρήγορα έφτασαν ως την όχθη και έμειναν εκεί ακίνητα. Τους φώναξε να κοιτάξουν άλλου και εκείνοι υπάκουσαν. Η κοπέλα άπλωσε το χέρι της και έπιασε το φουστάνι της. Βγήκε από το νερό, και υπακούοντας στην θέληση της, πέρασε από πάνω της ένα δροσερό κύμα αέρα και την στέγνωσε σχεδόν τελείως. Έβαλε αμέσως με γρήγορες κινήσεις το φόρεμα της και το εσώρουχό της. Μόλις ντύθηκε, πλησίασε με θυμό τους δύο άντρες που ήταν καθισμένοι πιο πέρα. Τους κοίταξε με λίγα νεύρα.
<<Είστε ευχαριστημένοι με τον εαυτό σας με αυτό που κάνατε;>> τους ρώτησε. Ο ένας άντρας κοίταξε τον άλλον με απορία. <<Εγώ μια χαρά νιώθω>> είπε ο Χρήστος. <<Μου άρεσε όλο... το θέαμα>>.
Ο Ερμής έσπρωξε με τον αγκώνα του τον Χρήστο για να ηρεμήσει. <<Συγνώμη>> είπε τελικά ο άντρας.
<<Συγνώμη...>> συμφώνησε και ο Ερμής. <<Αλλά ήθελα να δω τι κάνεις και αν είσαι καλά... και...>> <<Και ήθελες να δεις από κοντά>> συμπλήρωσε η Ντάλια. Ξεφύσησε κουρασμένη και κάθισε κάτω, μαζί τους, καθώς σκεφτόταν ότι ήταν ανώφελο να θυμώσει με αυτούς τους δύο. Ήταν σαν να θυμώνει με μικρά παιδιά. Έτσι όπως ήταν καθισμένη κοντά τους, τους κοιτούσε εκνευρισμένη. Μετά ξαφνικά μαλάκωσε το πρόσωπο της και χαμογέλασε. <<Τούμπανο το βυζί;>> έκανε γελώντας εκείνη. <<Εκείνη τη στιγμή ήταν ότι πιο ''άκυρο'' μπορούσες να πεις. Δε σκέφτηκες τίποτα άλλο;>>
<<Αυτό μου ήρθε πρώτο...>> απάντησε ο Χρήστος γελώντας.
''Πάλι καλά'' σκέφτηκε ο Ερμής. ''Δεν την φτάσαμε στο όρια της''.
Ο Ερμής την επόμενη μέρα έμεινε μόνος του και σκέφτηκε σοβαρά. Ίσως να έβλεπε πάλι λάθος το θέμα με την Ντάλια. Ίσως η κατάρα να μην ήταν κακή. Ίσως να μην ήταν καν κατάρα. Ίσως δε χρειαζόταν να λυθεί η κατάρα. Μήπως έπρεπε απλά να συμφιλιωθούν μαζί της. Ήθελε την Ντάλια παρά πολύ. Αν της πρότεινε να γίνουν ζευγάρι, εκείνη άραγε να δεχόταν; Αν την ζητούσε σε γάμο θα έλεγε ναι; Άξιζε να προσπαθήσει. Μέχρι και το απόγευμα ο Ερμής καθόταν μόνος του πλημμυρισμένος από τις σκέψεις του. Ήταν μέσα στο σπιτάκι, καθισμένος στην ξύλινη καρέκλα. Η Ντάλια ήταν ακόμα έξω και ανακάλυπτε το δέσιμο που είχε με την ''Χώρα''. <<Όμορφε, εδώ είσαι;>> είπε γελώντας η Ντάλια και ξεπρόβαλε από την σπασμένη πόρτα.
<<Είσαι καλά; Γιατί κάθεσαι εδώ, μόνος σου;>>
Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε και εκείνη δίπλα του. Ο Ερμής δεν σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει. <<Τι συμβαίνει Ερμή; Είσαι καλά;>>
<<Απλά σκέφτομαι. Θέλω να σε ρωτήσω κάτι Ντάλια>> της είπε σοβαρός εκείνος.
<<Ναι. Ρώτα με ότι θέλεις. Σε ακούω>>.
<<Βασικά δεν είναι ακριβώς ερώτηση. Είναι πιο πολύ πρόταση. Ντάλια, θέλεις να μείνεις εδώ και να μην φύγεις ποτέ;>>
Η κοπέλα έμεινε να τον κοιτάει έκπληκτη, με ορθάνοιχτα μάτια.
<<Τι;>> ρώτησε μουδιασμένη.
<<Θα με παντρευτείς; Αν θεωρείς ότι είναι νωρίς μπορεί να γίνει αργότερα. Οπότε θελήσεις εσύ. Θα μείνεις εδώ για το υπόλοιπο της ζωής σου; Ντάλια... Θέλεις να με παντρευτείς και να μείνεις εδώ;>> την ρώτησε
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top