Κεφάλαιο 10

Η κοπέλα απομακρύνθηκε κοντά από τον Ερμή και πήγαινε θυμωμένη και γρήγορα προς την έξοδο. Πήγε να την ακολουθήσει για να της εξηγήσει αλλά διαπίστωσε γρήγορα ότι η Ντάλια είχε βρει άλλη παρέα. Η κοπέλα τώρα μιλούσε με έναν νεαρό άντρα που έδειχνε ενθουσιασμένος με την εμφάνιση της Ντάλιας και σίγουρα είχε λιγότερες αντιστάσεις από τον Ερμή. Ο Ερμής έμεινε να τους κοιτάει με σφιγμένα δόντια και η Ντάλια τον είδε από μακριά. Έτσι η κοπέλα εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή και άρχισε να φλερτάρει μαζί με τον άλλον. Χόρευε με το ρυθμό της μουσικής για τον άλλον άντρα κοιτώντας τον Ερμή θυμωμένα και εχθρικά. Ο Ερμής συνειδητοποίησε ότι είχε πληγώσει την Ντάλια. Εκείνη είχε την εντύπωση ότι την απέρριπτε. Δεν καταλάβαινε ότι ο Ερμής ήθελε να πάρει πρωτοβουλία. Ότι ήθελε εκείνος να κατευθύνει αυτό που γινόταν με την Ντάλια. Ο θυμός και η ζήλια έκαναν το κεφάλι του να βράσει και να ζεσταίνεται επικίνδυνα, έτσι που έβλεπε την κοπέλα να κουνιέται και να εξαπολύει το πάθος και την θηλυκότητα της για κάποιον άλλον άντρα. Ο Ερμής είδε την κοπέλα να αγγίζει τον άλλον. Να τον χαϊδεύει πάνω στην μπλούζα, στο στήθος του.

Συνέχισε να τους κοιτάει με μίσος και έκανε μερικά βήματα κοντά τους. Τα χαμηλά, χρωματιστά φώτα αναβόσβηναν στο σκοτεινό χώρο και η δυνατή μουσική έκανε την Ντάλια να κουνιέται για κάποιον άλλον, μα να κοιτάει τον Ερμή. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και έφυγε γρήγορα, με θυμωμένα βήματα. Πλήρωσε στο μπαρ τα ποτά τους και βγήκε από το μαγαζί χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Βρέθηκε μόνος, στο σκοτεινό σοκάκι έξω από το μαγαζί να βράζει από το θυμό του. Άρχισε να απομακρύνεται όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να μην την ξανά δει ποτέ. Μα, ξαφνικά τα βήματα του σταμάτησαν και το ξανά σκέφτηκε. Δεν μπορούσε να φύγει. Δεν ήθελε να την αφήσει εκεί. Άρχισε να κάνει βόλτες λίγο πιο έξω από το μαγαζί προσπαθώντας να αποφασίσει τι να κάνει. Να μπει μέσα και να την βρει ή να φύγει; Ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να κάνει το πρώτο, το ενδιαφέρον του όμως για εκείνη δεν τον άφηνε να κάνει ούτε το δεύτερο. Πήγε λοιπόν στο πέτρινο τοίχος του σοκακιού, κάθισε κάτω και ακούμπησε την πλάτη του στο τοίχο. Θα περίμενε εκεί, μέχρι να βρει η Ντάλια και θα την εξηγούσε ότι την ήθελε. Ότι του άρεσε τρελά. Μα, πως της είχε έρθει η ιδέα ότι δεν θα του άρεσε; Σε ποιόν άντρα δε θα άρεσε αυτή η γυναίκα;

Καθόταν ολομόναχος στο σκοτεινό σοκάκι και περίμενε... Περίμενε... Τον πονούσε η πλάτη αλλά εκείνος περίμενε. Τον έπιασε νύστα αλλά εκείνος περίμενε. Και μετά από δύο ώρες ακινησίας και ησυχίας, τον πήρε και ο ύπνος.

Μετά από κάποια ώρα, κάτι είχε αρχίσει να τον ενοχλεί μέσα στον άβολο ύπνο του. Τον ενοχλούσαν φωνές γυναικείες που ζητούσαν βοήθεια.

<<Άσε με ήσυχη>> κλαψούρισε μια κοπέλα. <<Άσε με να πάω σπίτι μου, σε παρακαλώ...>>

<<Δεν έχεις να πας πουθενά>> της είπε μια αντρική, κατά τη γνώμη του Ερμή, αντιπαθητική φωνή.

Τρεμόπαιξε τα βλέφαρα του και μετά άνοιξε αργά τα μάτια του. Στο σκοτεινό σοκάκι δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Μόνο μαύρη μαυρίλα.

<<Βοήθεια!>> έκανε η κοπέλα πανικόβλητη.

<<Σε παρακαλώ, άσε με...>> άκουσε και πάλι ο Ερμής.

Το περιβάλλον γύρω του άρχισε να διαγράφεται με πιο πολλές λεπτομέρειες, μια και τα μάτια του είχαν αρχίσει να συνηθίζουν στο σκοτάδι. Είδε ότι ένας άντρας είχε στριμώξει μια κοπέλα σε μια γωνία και εκείνη προσπαθούσε να αντισταθεί. Ούτε η κοπέλα, ούτε ο άντρας είχαν προσέξει τον Ερμή που κοιμόταν στην άκρη, απέναντι.

<<Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω...>> συνέχισε να κλαίει η κοπέλα. <<Τόσες ώρες μου κουνιέσαι και θες να φύγεις έτσι;>> είπε ο άντρας.

<<Με προκαλείς εδώ και πολύ ώρα>>.

Ο Ερμής σηκώθηκε από κάτω με αστάθεια και έκανε ένα βήμα κοντά τους για να βοηθήσει την κοπέλα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια με θυμό μόλις είδε ότι η κοπέλα ήταν η Ντάλια και ο άντρας ήταν εκείνος που χόρευε μαζί του. Εκείνος έπιασε με την βία τα μπούτια της Ντάλιας και εκείνη συνέχισε να κλαίει ζητώντας βοήθεια. Αμέσως ο Ερμής όρμισε με φόρα και έπεσε πάνω στον άντρα. Τον άρπαξε μακριά της για να πάρει τα σιχαμένα χέρια του πάνω από την κοπέλα. Ο άντρας ξαφνιάστηκε και άρχισε να αντιστέκεται στην επίθεση του. Ο Ερμής άρχισε να δίνει μπουνιές στο πρόσωπο του άντρα, με τις σφιγμένες γροθιές του. Ο άντρας ανταπέδωσε με μια γροθιά στο στομάχι του. Διπλώθηκε από τον πόνο, άφησε ένα βογκητό και έπεσε κάτω. Ο άλλος εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή και άρχισε να δίνει κλοτσιές στον πεσμένο Ερμή. Η Ντάλια όρμισε στον άντρα και έμπηξε τα μακριά της νύχια στο πρόσωπο του. Τον γρατζούνισε με λύσσα και εκείνος φώναξε από τον πόνο και την χτύπησε με την ανάποδη του χεριού του στο πρόσωπο της. Η Ντάλια έπεσε κάτω, στον πέτρινο δρόμο κλαίγοντας και ο Ερμής σηκώθηκε από κάτω βράζοντας από θυμό και μίσος.

Έδωσε μια δυνατή μπουνιά στα μούτρα του αγνώστου. Εκείνος άρχισε να αιμορραγεί από τη μύτη. Το πηχτό, κόκκινο αίμα έσταξε από τη μύτη, στο στόμα και μετά στο πιγούνι του. Πήγε να χτυπήσει τον Ερμή αλλά δεν πρόλαβε, γιατί ο Ερμής του έδωσε άλλη μια, ίδια μπουνιά. Ο άντρας βογκώντας και υποφέροντας έκανε νόημα με τον χέρι ότι δεν είχε διάθεση για άλλο ξύλο. Αποχώρισε με αργά βήματα και έφυγε μακριά τους, σακατεμένος.

Ο Ερμής πλησίασε την Ντάλια και την έπιασε από το χέρι, την σήκωσε και την βοήθησε να σταθεί στα πόδια της.

<<Γύρισες για μένα...>> είπε η Ντάλια κοιτώντας τον στα μάτια. <<Όχι>> είπε ο Ερμής.

<<Δεν γύρισα για σένα. Απλά δεν έφυγα ποτέ για σένα. Περίμενα εδώ έξω να έρθεις>>.

<<Αλήθεια;>> έκανε ξαφνιασμένη εκείνη. <<Με περίμενες;>>.

<<Φυσικά και σε περίμενα. Ντάλια, δεν σε είχα απορρίψει. Σαν τρελός σε θέλω. Απλά ήθελα να το κάνω εγώ αυτό. Ήθελα να σε οδηγήσω στην αγκαλιά μου, ήθελα να σε γνωρίσω. Και δεν ήθελα να με φιλήσεις...>>

Η Ντάλια τον κοίταξε έκπληκτη.

<<Ναι... Δεν ήθελα>> της είπε εκείνος. <<Δεν ήθελα να μου χαρίσεις το φιλί σου Ντάλια. Ήθελα να το κερδίσω το φιλί σου. Ήθελα να ''παλέψω'' γι' αυτό. Ήθελα να σου αποδείξω ότι το αξίζω. Ήθελα να κερδίσω εσένα και το φιλί σου με τη συμπεριφορά μου και τον χαρακτήρα μου. Είναι ανόητο, το ξέρω. Έχω γεννηθεί σε λάθος εποχή. Έπρεπε να είχα γεννηθεί όταν όλα ήταν πιο ρομαντικά και το φιλί είχε αξία. Τώρα δεν έχει. Ήθελα σαν άντρας να σε φλερτάρω, να σε διεκδικήσω. Μα, είσαι τόσο δυναμική που δεν τα κατάφερα. Είσαι τόσο υπέροχη και σέξι που με ζαλίζει αυτό. Ήθελα να είμαι εγώ ο άντρας και εσύ η γυναίκα...>>

<<Αυτό ήταν όλο;>> ρώτησε η Ντάλια. <<Γι' αυτό διέκοψες το φιλί;>>

<<Ναι. Και δεν με άφησες να σου εξηγήσω. Όσους έχεις φιλήσει ως τώρα, είμαι σίγουρος ότι για εκείνους δεν έχεις τίποτα μέσα σου τώρα πια. Δεν ήθελα να γίνω ένας από εκείνους. Δεν ήθελα να είμαι άλλος ένας τέτοιος Ντάλια. Μπορεί να είναι χαζό, μπορεί να μην συμβαδίζει με την εποχή μας αλλά δεν ήθελα να είμαι ''άλλος ένας''. Ήθελα να είμαι ''ο ένας''. Γι' αυτό ήθελα να σε φιλήσω εγώ, και όχι εσύ. Γι' αυτό ήθελα να σε γνωρίσω και να κερδίσω το φιλί σου>>.

Η Ντάλια τον κοιτούσε έντονα. <<Δεν είναι χαζός ο τρόπος που σκέφτεσαι Ερμή. Ίσως όντως να μην συμβαδίζει με την εποχή μας αλλά δεν είναι καθόλου χαζό αυτό. Είναι υπέροχο και ρομαντικό. Και ξέρεις κάτι; Τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχω αφήσει κανέναν να μου αγγίξει ούτε το χέρι>>.

<<Σοβαρά;>> έκανε ο Ερμής. <<Τρία χρόνια.. Για ποιο λόγο;>>

<<Γιατί ήθελα κάποιον που να σκέφτεται με χαζό τρόπο. Γιατί ήθελα να γνωρίσω κάποιον να ''παλέψει'' και να κερδίσει το φιλί μου>>.

<<Γιατί ήθελες κάποιον σαν εμένα;>> ρώτησε ο Ερμής.

Η Ντάλια χαμογέλασε και δεν απάντησε.

<<Έφαγα πολλές κλοτσιές σήμερα>> είπε ο Ερμής. <<Το κέρδισα το φιλί σου;>>.

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά. Αμέσως ο Ερμής της όρμισε με μια γλυκιά λαχτάρα και εκείνη άρχισε να γελάει. Την φίλησε γλυκά και έμπλεξε τα δάχτυλα του στα μαλλιά της που μύριζαν όμορφα. Μετά από περίπου δέκα λεπτά εκείνος διέκοψε το φιλί τους και την κοίταξε λαχανιασμένος.

<<Πως σου ήρθε ότι δεν σε ήθελα;>> την ρώτησε. <<Αυτό ήταν πολύ χαζό>>.

Γέλασε η κοπέλα και έμεινε χωμένη μέσα στην τεράστια για εκείνη, αγκαλιά του. Την ξανά φίλησε με γλυκό, απεριόριστο, ζεστό πάθος. Εκεί λοιπόν που πήγαινε να πεθάνει η ελπίδα, εκεί γεννήθηκε ξανά και ο Ερμής είχε στην αγκαλιά του την γυναίκα που όταν είχε δει τον είχε εντυπωσιάσει από την αρχή.

Έκαναν βόλτες μπροστά στον Λευκό Πύργο και κάθισαν στα μεγάλα σκαλιά, εκεί που έσκαγαν τα κύματα της θάλασσας. Η Ντάλια ήταν χωμένη μέσα στη ζεστή, μεγάλη του αγκαλιά και φιλιόντουσαν με τις ώρες. Και μετά... οι πρώτες ηλιαχτίδες έκαναν την εμφάνιση τους. Ο ήλιος άρχισε να ξεπροβάλει σιγά- σιγά και όλη η επιφάνεια της θάλασσας έγινε πορτοκαλί εξαιτίας του.

Ο Ερμής και η Ντάλια παρακολουθούσαν τον ήλιο να ξεπροβάλει σαν να έβγαινε μέσα από τη θάλασσα.

 Το πρόσωπο της έλαμψε από το ζεστό, πορτοκαλί φως του ήλιου. <<Υπέροχο...>>. Τα μάτια της γυάλισαν γλυκά και φωτίστηκε ολόκληρη. Ο Ερμής την κοιτούσε. <<Είσαι τόσο όμορφη>> της είπε. <<Σου πάει τόσο η μέρα>>.

Όλη την μέρα την πέρασαν μαζί, πιασμένη χέρι, χέρι και με ενωμένα χείλια συνέχισαν την ξενάγηση. Μέχρι που άρχισε να πλησιάζει πάλι το βράδυ. Ο Ερμής ήθελε σαν τρελός όλη την νύχτα να είναι αγκαλιά με την Ντάλια και μόνοι τους, αλλά δεν ήξερε πως να την το πει.

<<Εμ...>> έκανε ο Ερμής. <<Σήμερα το βράδυ δε θα ήθελα να βγούμε>>.

Η Ντάλια τον κοίταξε μπερδεμένη. <<Δε θέλεις να συναντηθούμε;>> ρώτησε.

<<Όχι, όχι. Πως δε θέλω... Απλά, θα ήθελα να... μείνουμε μέσα>>. Η Ντάλια του χαμογέλασε και χαμήλωσε το κεφάλι ντροπαλά. Ένας από τους λόγους που της άρεσε της Ντάλιας ο Ερμής ήταν επειδή της ''επέτρεπε'' να είναι ο αληθινός εαυτός της. Και εκείνη ήταν ντροπαλή κατά βάθος, απλά επειδή συνήθως οι άντρες δεν θέλουν τις γυναίκες και πολύ ντροπαλές, νόμιζε ότι ήταν και ο Ερμής έτσι.

<<Θέλεις να έρθω το βράδυ από το δωμάτιο σου;>> τον ρώτησε η κοπέλα.

<<Ναι...>> είπε ο Ερμής. <<Αν θα ήθελες και εσύ>>.

Και η αλήθεια είναι πως δεν ήθελαν τίποτα περισσότερο από αυτό. Έτσι χωρίστηκαν κατά της εφτά για να ξεκουραστούν, μια και όλο το βράδυ δεν είχαν κοιμηθεί καθόλου, και ο Ερμής θα περίμενε την Ντάλια στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στις έντεκα η ώρα το βράδυ για να περάσουν εκεί την νύχτα.

Η Ντάλια ήταν στην ώρα της έξω από την πόρτα του. Ο Ερμής της άνοιξε με πάρα πολύ άγχος. Κάθισαν και οι δύο στο κρεβάτι και άρχισαν να μιλάνε γενικά και αόριστα. Καθώς μιλούσαν η καρδιά του Ερμή χτυπούσε δυνατά και έστελνε δυνατά κύματα με αίμα στο κεφάλι, κάνοντας τον να κοκκινίσει. Σταμάτησαν να μιλάνε και κοίταξε ο ένας τον άλλον ακίνητοι. Το επόμενο δευτερόλεπτο όρμισε ο ένας στον άλλον ταυτόχρονα και φιλήθηκαν με πρωτόγνωρο πάθος. Αγκαλιάστηκαν δυνατά και άρχισαν να βγάζουν τα ρούχα τους βιάστηκα. Στο κρεβάτι, εκείνος πάνω από την Ντάλια, φιλιόντουσαν χωρίς να μπορούνε να ξεκολλήσουν. Ο Ερμής την φιλούσε στο στήθος, στον λαιμό, στα χείλια και εκείνη έκαιγε κάτω από το σώμα του και τα φιλιά του. Φιλούσε τον λαιμό της και μετά άρχισε να φιλάει τα χέρια της. Ήθελε να φιλήσει τα πάντα πάνω της. Φίλησε όλο το χέρι της από το μπράτσο ως την παλάμη της. Την ώρα που φιλούσε την δεξιά παλάμη της, ο Ερμής άνοιξε τα μάτια και συνέχισε να την φιλάει όπου βρει. Η Ντάλια το απολάμβανε τρελαμένη, λίγο πριν την ένωση των σωμάτων τους και... τότε ο Ερμής σταμάτησε. Σήκωσε το χέρι της και κοίταξε την παλάμη της που φιλούσε λίγο πριν. Η Ντάλια, στην δεξιά παλάμη της είχε ένα τριαντάφυλλο πάνω στο δέρμα της, σαν φυσικό τατουάζ. Ο Ερμής έμεινε να το κοιτάει συγκλονισμένος. <<Ντάλια;>> έκανε ο Ερμής με περιέργεια.

<<Ερμή μου; Γιατί σταμάτησες;>> ρώτησε η Ντάλια.

<<Τι είναι αυτό;>> την ρώτησε εκείνος.

Εκείνη κοίταξε το χέρι της.

<<Με αυτό γεννήθηκα. Γιατί; Τι έπαθες;>>

<<Πώς σε λένε;>> ρώτησε ο Ερμής. <<Το ''Ντάλια'' από πού βγαίνει;>>

<<Κανονικά με βάφτισαν Τριανταφυλλιά>> είπε η Ντάλια. <<Αλλά δε μου άρεσε πολύ και το έβρισκα πολύ μεγάλο, και έτσι το έκανα ''Ντάλια''. Γιατί; Τι έπαθες Ερμή;>>.

Ο Ερμής έμεινε να την κοιτάει, ξαπλωμένη, γυμνή, υπέροχη και από κάτω του να τον περιμένει. Η Ντάλια ήταν αυτή που έψαχνε από την αρχή. Είχε βρει την Τριανταφυλλιά μόλις είχε πατήσει το πόδι του στη Θεσσαλονίκη. Τύχη βουνό, θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Κούνησε ζαλισμένος το κεφάλι του. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Η Ντάλια του ήταν η Τριανταφυλλιά. Η απόγονος της μάγισσας Ισαβέλλας.

<<Τι συμβαίνει;>> ρώτησε η κοπέλα.

<<Εκεί που ήσουν θερμός, ξαφνικά σταμάτησες. Έκανα κάτι;>>

<<Όχι>> απάντησε ο Ερμής. Κούνησε το κεφάλι ζαλισμένος και μπερδεμένος.

<<Δεν έκανες τίποτα κακό εσύ. Απλά... πρέπει να πάω τουαλέτα>>.

Σηκώθηκε από πάνω της με σώμα ζεστό, ιδρωμένο και ξαναμμένο. Πήγε στην τουαλέτα και έκλεισε την πόρτα.

Άρχισε να τρέμει έντονα. Κοίταξε το είδωλο του στον καθρέφτη του μπάνιου.

<<Τι θα κάνω;>> αναρωτήθηκε. <<Γιατί; Γιατί έπρεπε να είναι αυτή η Τριανταφυλλιά;>> Άνοιξε την βρύση και έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπο του με χέρια που έτρεμαν άγρια.

<<Μωρό μου;>> ρώτησε από μέσα η Ντάλια. <<Είσαι καλά;>>. <<Μια χαρά>> απάντησε εκείνος.

Μετά ξανά κοίταξε τα μούτρα του στον καθρέφτη.

<<Μια χαρά σκατά είμαι. Τι θα κάνω;>>

Η αλήθεια είναι πως όταν ο Ερμής ξεκίνησε για Θεσσαλονίκη, βαθιά μέσα του δεν πίστεψε ποτέ ότι θα κατάφερνε τελικά να βρει την Τριανταφυλλιά. Το είχε κάνει πιο πολύ για να μην χαλάσει το χατίρι της γιαγιάς του. Ήταν η τελευταία επιθυμία της Ειρήνης. Μα, πού να φανταστεί ότι θα κατάφερνε να την βρει μέσα σε μια μεγάλη πόλη;

Και όμως... Έπρεπε να το περιμένει. Τώρα κατάλαβε ότι δεν το είχε πάρει όλο το θέμα και πολύ σοβαρά. Πώς είναι δυνατόν και δεν έδωσε σημασία έστω σε εκείνο το γεγονός με το βιβλίο; Τότε που ήταν στην ''Χώρα'' και προσπάθησε να διαβάσει ένα βιβλίο, όλα τα γράμματα σκοτείνιασαν και έμεινε μόνο το ''θεσ..., άλλο...'' Και μόνο ο τρόπος που ανακάλυψε που μένει η Τριανταφυλλιά ήταν μυστήριος. Και από εκείνο μόνο θα μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν όντως της μοίρας του να διορθώσει εκείνος τα πράγματα στην ''Χώρα''. Ωραία λοιπόν. Βρήκε την Τριανταφυλλιά. Την βρήκε και την γουστάρει τρελά. Τι στο καλό να την κάνει τώρα; <<Τι να κάνω; Τι να κάνω;>> στριφογυρνούσε στο μυαλό του όλο η ίδια και η ίδια ερώτηση.

<<Πήγαινε την στην ''Χώρα''. Μόνο αν την δει θα καταλάβει τι γίνεται. Αλλιώς, όσο κι' αν της εξηγήσεις δε θα το καταλάβει και θα σε περάσει για τρελό. Οδήγησε την στην ''Χώρα''>>

<<Μα, πώς;>> αναρωτήθηκε. <<Αν της πω να με ακολουθήσει δε θα το κάνει. Δεν πρόκειται να έρθει στην ''Χώρα''>>

<<Τότε μην την ρωτήσεις αν θέλει να έρθει μαζί σου>> απάντησε η φωνή. <<Παρ' την με το ζόρι>>.

Ο Ερμής συνέχισε να κοιτάει τον εαυτό του στον καθρέφτη. Το πρόσωπο του ξαφνικά έγινε περίεργο, άγριο. Σαν το πρόσωπο ενός τρελού, ενός αδίστακτου κακοποιού. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν πιο έντονα, πιο άγρια. Το είχε πάρει απόφαση. Η μόνη λύση ήταν να την οδηγήσει με το ζόρι στην ''Χώρα''. Αλλά πώς;

Άνοιξε το ντουλαπάκι, πίσω από τον καθρέφτη του μπάνιου έτσι ασυναίσθητα και πολύ πιθανό νευρικά. Το μάτι του έπεσε σε ένα μικρό μπεζ μπουκαλάκι, το άνοιξε χωρίς να ξέρει τι είναι το μύρισε. Η δυσάρεστη και έντονη οσμή που τον έκανε να στραβομουτσουνιάσει. Πιθανόν να είναι χλωροφόρμιο γιατί άρχισε να τον χαλαρώνει και να προσπαθεί με δυσκολία να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Αυτό είναι, σκέφτηκε. Πως είναι δυνατόν να βρέθηκε το χλωροφόρμιο εκεί; Ήταν σαν να τον οδηγούσε από μόνη της η μοίρα να το κάνει αυτό. Ήταν σαν να ήταν προγραμματισμένα τα βήματα και εκείνος ήταν αναγκασμένος απλά να τα ακολουθήσει. Στο ίδιο ντουλαπάκι είδε ότι υπάρχει και βαμβάκι, από το οποίο έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι. Μετά πήρε και το χλωροφόρμιο ...

<<Δεν το πιστεύω...>> μουρμούρισε με αυτό που είχε σκεφτεί. <<Δεν το πιστεύω αυτό που θα κάνω...>>.

Συνέχισε να τρέμει. Όχι, όχι. Δεν έπρεπε να το κάνει. Δεν μπορούσε να της το κάνει αυτό.

<<Μα, πρέπει να την πάω στην ''Χώρα''>>.

Πάλευε με τον ίδιο του τον εαυτό και συνέχισε να τρέμει. Μερικά δάκρυα στάλαξαν στα μάτια του γιατί κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Ότι απλά, με οποιοδήποτε τρόπο έπρεπε να την οδηγήσει στην ''Χώρα''. Συνέχισε να δακρύζει με αυτό που θα έκανε. Πότισε το βαμβάκι με το υγρό από το μπουκαλάκι πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα αργά.

Η Ντάλια τον περίμενε στο κρεβάτι, γυμνή, χαμογελαστή και με κλειστά μάτια. <<Πιθανόν να έχεις να κάνεις πολύ καιρό έρωτα, για να καθυστερείς τόσο πολύ να έρθεις>> του είπε. <<Έλα Ερμή. Είμαι σίγουρη ότι τα σώματα μας ταιριάζουν τέλεια>>.

Τον βοηθούσε πολύ το γεγονός, ότι η Ντάλια είχε κλειστά τα μάτια της. Ο Ερμής στάθηκε από πάνω της και την κοίταξε με τύψεις. Σήκωσε αργά το ποτισμένο βαμβάκι. <<Έλα Ερμή μου>> έκανε η Ντάλια, ακόμα με κλειστά τα βλέφαρα. Ο Ερμής έκλεισε τα μάτια, που ήταν γεμάτα δάκρυα.

<<Συγνώμη>> σκέφτηκε στενοχωρημένος και έβαλε με δύναμη το βαμβάκι πάνω στο στόμα και τη μύτη της. Η Ντάλια ορθάνοιξε τρομαγμένη τα μάτια και είδε με φρίκη τον Ερμή, από πάνω της, να κρατάει με δύναμη το βαμβάκι στο στόμα της. Κοιτούσε το βλέμμα της γεμάτο τρόμο και συνέχισε να δακρύζει. Την τρόμαζε μέχρι τρέλας. Τον είχε εμπιστευτεί η κοπέλα τόσο πολύ που τώρα ο Ερμής ένιωθε ότι όλα είχαν καταρρεύσει μέσα της για εκείνον. Η Ντάλια πάλευε να του ξεφύγει και γρατζούνισε με τα νύχια της τα χέρια του. Μετά σήκωσε τα χέρια της και γρατζούνισε τον Ερμή στο πρόσωπο... Και μετά... η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Έκλεισε τα μάτια της και έμεινε λιπόθυμη και εντελώς αναίσθητη. Ο Ερμής τράβηξε το βαμβάκι από το πρόσωπο της και την κοίταξε διαλυμένος από τον πόνο με αυτό που της είχε κάνει.

<<Συγνώμη!>> είπε κλαίγοντας. <<Συγνώμη Ντάλια. Χίλια συγνώμη>>.



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top