Η ιστορία του Μαργαρίτη Μάρκου και της αδειανής κούνιας
⚠️ Προς αναγνώστες από mirror sites, όπως το teenfic: ⤵️
Εγώ, η Στυλιανή Κανταρτζή, ως μοναδική διαχειρίστρια του προφίλ EstelleLuminesCent και συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, δηλώνω υπεύθυνα ότι ουδεμία σχέση έχω με την αναδημοσίευσή του στο teenfic κι άλλους παρόμοιους ιστότοπους κι απαιτώ την άμεση και μόνιμη διαγραφή του από αυτούς, καθώς η παράνομη παρουσία του εκεί αποτελεί παραβίαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Αν διαβάζετε δικό μου κείμενο σε ιστοσελίδες πέραν του Wattpad, σας ενημερώνω ότι βρίσκεστε σε έναν παράνομο ιστότοπο που παραβιάζει τα πνευματικά δικαιώματα των συγγραφέων, κλέβει τη δουλειά τους και πιθανότατα εκθέτει τη συσκευή σας σε κακόβουλα λογισμικά κι επικίνδυνους ιούς. Εγκαταλείψτε άμεσα αυτόν τον ιστότοπο, καταγγείλτε τον στη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος και διαβάστε τις ιστορίες μου στο Wattpad.
⚠️ To readers from mirror sites such as teenfic: ⤵️
I, Styliani Kantartzi, as the sole administrator of the EstelleLuminesCent profile and the author of this book, declare responsibly that I have nothing to do with its republishing on teenfic and other similar websites and I demand its immediate and permanent deletion, as its illegal presence there is a violation to the law of copyright. If you are reading my literary work on websites other than Wattpad, I am informing you that you are on an illegal web page that violates authors' copyrights, steals their work, and probably exposes your device to malware and dangerous viruses. Please leave this site immediately, notify cybercrime prosecution and read my stories on Wattpad.
Υπάρχουν μερικοί ντεμέκ εξυπνάκηδες εκεί έξω που υποστηρίζουν (προφανώς λόγω άγνοιας, γι' αυτό κι εμείς, οι πραγματικοί εξυπνάκηδες, κάνουμε τα στραβά μάτια και τους συγχωρούμε) ότι τα κλισέ δεν βλάπτουνε κανέναν. Ότι είναι εκεί για κάποιο λόγο, ότι συμβολίζουν τα αρχέτυπα της κοινωνίας κι άλλα τέτοια ψωμιά βουτηγμένα σε γάλα (τι περιμένατε να πω; 'Κι άλλες τέτοιες παπάρες;' Είμαι ευπρεπής εγώ, δε γράφω τέτοιες κουβέντες... αν κι έχω μια αδικαιολόγητη αίσθηση ότι μόλις έγραψα μία... ιδέα μου θα 'ναι...) Τρίχες κατσαρές, μαλλινοβάμβακες! Τα κλισέ είναι μια καταστροφή! Ρωτήστε τον φίλο μας τον Μαργαρίτη, που έχει στιγματιστεί από αυτά! 'Και γιατί έχει στιγματιστεί;', σας ακούω να ρωτάτε.
Διότι όταν ακούμε τη λέξη 'βρεφοκόμος' το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι μια χαριτωμένη κοπελίτσα με ντεκαπαρισμένο μπαρμπίσιο μαλλί (όχι του μπάρμπα μωρέ, της Barbie), ροζ νύχια (τα οποία θα φροντίσει να λιμάρει επιμελώς κατά τη διάρκεια της βάρδιάς της), μίνι φούστα (αλλά όχι σούπερ μίνι, μη σκανδαλιστούν οι μπαμπάδες και ζηλέψουν οι μαμάδες) και φυσικά το "Loving you is easy 'cause you're beautiful" ν' αντηχεί στ' αυτιά μας όταν την πρωτοβλέπουμε στο κατώφλι. Ένας μελαχρινός νταγλαράς ύψους 1.92, με μαύρο πουκάμισο, που αν εμφανιζόταν σε τηλεοπτική σειρά, θα ακουγόταν από πίσω το "Έστε μάγκας, έστε μπελαλίκ, λα ντε Βοτανικό ο πιο νταήκ" δεν μας έρχεται με τίποτα! Ή μάλλον μας έρχεται, ως ο κούκλος που παραγγείλαμε από το Amazon κι ενώ ξεκίνησε να 'ρχεται από Σαν Ντιέγκο, το tracking link έπαψε να ανοίγει κάπου στα μισά της αποστολής κι έτσι δεν τον παραλάβαμε ποτέ. Τώρα, λοιπόν, μπορείτε να καταλάβετε πώς ένιωσε η κυρά-Ευτέρπη, όταν, ανοίγοντας την πόρτα για να υποδεχθεί την νταντά που προσέλαβε, αντίκρισε τον προαναφερόμενο νταγλαρά να μπλοκάρει την είσοδο σαν γίγαντας.
«Καλησπέρα σας», χαιρέτησε με ευγένεια αυτός, έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής. «Μαργαρίτης Μάρκος», συστήθηκε, αφού πέρασαν ακόμα μερικά δευτερόλεπτα αμήχανης σιωπής. «'Μαργαρίτης' τ' όνομα, 'Μάρκος' το επίθετο», ξεκαθάρισε, απαντώντας στο μπερδεμένο ύφος της γυναίκας, μιας κι ήταν συνηθισμένος να μην ξεχωρίζουν οι άλλοι ποιο από τα δυο είναι το όνομα και ποιο το επίθετό του.
«Α, μάλιστα», έκανε η κυρά-Ευτέρπη, βάζοντας τα κοντινά της τα γυαλιά και παρατηρώντας το καρτελάκι στο πουκάμισό του. «Είστε... βρεφοκόμος, νεαρέ μου;», τον ρώτησε καχύποπτα.
«Μάλιστα, κυρία. Πτυχιούχος βρεφοκόμος. Το γραφείο μ' έστειλε», της απάντησε γνέφοντας προς το καρτελάκι, το οποίο έφερε το λογότυπο του εν λόγω γραφείου για babysitters, που έβγαινε πρώτο στις αναζητήσεις του Google, άρα ήταν αδιαμφησβήτητα και το καλύτερο. Κανονικά η κυρά-Ευτέρπη, ούσα καχύποπτη και υπερπροστατευτική εκ φύσεως, θα του έκανε κανονική ανάκριση· θα ρωτούσε από πού κρατάει η σκούφια του, πότε μπήκε στη σχολή, πότε την τελείωσε, με τι βαθμό πήρε το πτυχίο του, ποιους είχε καθηγητές, τι ομάδα αίματος είναι κι άλλα πολλά. Επίσης, θα έπαιρνε κι ένα τηλέφωνο στο γραφείο για να τσεκάρει αν όντως τον στείλανε αυτοί, σε ποια άλλα σπίτια έχει δουλέψει, καθώς και τα τηλέφωνα των άλλων γονιών, για να τους μιλήσει προσωπικά και να μάθει εντυπώσεις. Αλλά μιας και η κόρη της η Έλενα την είχε βάλει από το πρωί να φτιάξει πέντε τυρόπιτες (μία εξ αυτών με φυτικό τυρί, αφού ο τρίτος ξάδελφος του φίλου του συναδέλφου του γαμπρού της, στον οποίο τάξανε τυρόπιτα απ' τα χεράκια της, χωρίς φυσικά να τη ρωτήσουν, περνούσε τη βίγκαν φάση του τον τελευταίο καιρό), να πλύνει τα ρούχα, να απλώσει τα ρούχα, να σιδερώσει τα ρούχα, να κάνει μπάνιο το μωρό, να ταΐσει το μωρό, να κοιμίσει το μωρό, να σκουπίσει, να σφουγγαρίσει και να εγκαταστήσει όλα τα updates των Windows, χρησιμοποιώντας μάλιστα safe mode with networking, μπορούμε να πούμε ότι ήταν λιγουλάκι εξουθενωμένη. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι ήταν κι εκνευρισμένη με την κόρη της, που τα φόρτωσε όλα στον κόκορα και βγήκε για ποτό. Έτσι, αποφάσισε να εμπιστευτεί το μονάκριβο εγγόνι της στα χέρια αυτού του απεσταλμένου πλην αγνώστου ανδρός και να πάει μέχρι την επίδειξη τάπερ, στης φιλενάδας της, της Ρούλας. Βλέπετε, τόσο συχνά που πηγαινοερχόταν με φαγητά στο σπίτι της κόρης της και του γαμπρού της, κάποια τάπερ είχαν μείνει εκεί δανεικά κι αγύριστα. Αφού πέταξε μερικές πρακτικές οδηγίες στον Μαργαρίτη (το φύλο του μωρού, τους τσακωμούς με τη συμπεθέρα για το ποιανής το όνομα θα πάρει, πού θα βρει φρουτόκρεμα, πάνες κι αλλαξιές), έβαλε το πανωφόρι της και μην την είδατε.
Ο νεαρός τότε ανέβηκε τις σκάλες και πήγε στο παιδικό δωμάτιο, στάθηκε πάνω από την κούνια και... (έχω ένα ανατριχιαστικό προαίσθημα ότι το μυαλό σας έχει ήδη πάει στα χειρότερα) Πήγε, λοιπόν, στο παιδικό δωμάτιο, στάθηκε πάνω από την κούνια και... πήρε αγκαλιά το μωρό, που είχε ξυπνήσει κι έκλαιγε. «Σώπα, κοπέλα μου», του είπε καθησυχαστικά, λικνίζοντάς το. «Σώπα κοριτσάκι μου γλυκό. Έλα, είναι ο Μαργαρίτης εδώ. Ο Μαργαρίτης θα σε φροντίσει...», συνέχισε και με μια λεπτότητα και προσοχή στις κινήσεις του, που θα ζήλευε κάθε τυχάρπαστη νταντά με μούφα-ξανθό μαλλί, ροζ νύχια και μίνι φούστα, προσπάθησε να καταλάβει γιατί έκλαιγε το μικρό αγγελούδι. Στην αρχή του έδωσε την κουφετί πιπιλίτσα με τα πολύχρωμα λουλουδάκια, μιας κι όπως υπολόγιζε από το μέγεθος (παρέλειψε η κυρά-Ευτέρπη να του πει πόσων μηνών ήταν) πρέπει τώρα να έβγαζε δοντάκια και να ζοριζόταν. «Λοιπόν, για να σε βοηθήσω να ξεχαστείς, θα σου πω ένα παραμυθάκι», ανακοίνωσε γλυκά κι ενώ συνέχισε να περπατάει πέρα-δώθε με τη μπέμπα στην αγκαλιά του, άρχισε να αφηγείται...
«Μια φορά κι έναν καιρό, μπεμπούλα μου, ήταν ένα ψηλό παλικάρι... ίσως λίγο πιο ψηλό απ' όσο θα 'πρεπε... και λάτρευε τα μικρά παιδάκια σαν εσένα...», τόνισε δίνοντάς στη μπέμπα ένα φιλάκι στο κεφαλάκι. «...κι ονειρευόταν να γίνει βρεφοκόμος, για να μπορεί να τους προσφέρει όσα είχαν ανάγκη. Βλέπεις, οι γονείς του παλικαριού δούλευαν πολύ, μα πάρα πολύ κι άφηναν το γιο τους στους ξένους. Μα οι ξένοι, μπέμπα μου, δεν νοιαζόντουσαν πραγματικά γι' αυτόν και δεν ξέρανε πώς να τον φροντίσουν». Το μωρό, που αυτή τη στιγμή μάσαγε με τα ούλα του την πιπίλα, έμοιαζε να τον παρακολουθεί με ενδιαφέρον κι αν δεν ήξερε ότι τα παιδιά σε αυτή την ηλικία δεν αντιλαμβάνονται την ομιλία, ο Μαργαρίτης θα ορκιζόταν πως τον καταλάβαινε πλήρως. «Κι έτσι, το παλικάρι μεγάλωσε και για να πραγματοποιήσει το όνειρό του, πέρασε πρώτο στην Σχολή Βρεφονηπιοκομίας στην Αλεξανδρούπολη!» Σ' εκείνο το σημείο, η μπέμπα έβγαλε ένα επιφώνημα, σαν να εντυπωσιαζόταν. «Ναι, πρώτος πέρασε!», τη διαβεβαίωσε, απαντώντας στον ενθουσιασμό της. «Κι έμαθε, μπέμπα μου, τα πάντα για την υγεία και τη διάπλαση των παιδιών κι ήταν ο πιο επιμελής φοιτητής, μα δυστυχώς... δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι. Όλες οι συμφοιτήτριές του ήτανε κοπέλες και τον κορόιδευαν που ήταν αγόρι και σπούδαζε στην ίδια σχολή μαζί τους. Τον φώναζαν 'Μαργαρίτα' και τον κάνανε ρεζίλι στα αγόρια τους», είπε με ύφος λυπημένο. «Και μετά την αποφοίτησή του, καμιά οικογένεια δεν τον εμπιστευόταν, γιατί τον έβρισκαν τρομακτικό και φοβόντουσαν ότι είναι επικίνδυνος. Κι έτσι... το μόνο μέρος όπου βρήκε δουλειά τελικά, ήταν ένα φτηνιάρικο γραφείο νταντάδων, που εμφανίζεται τυχαία σε διαφημίσεις στο ίντερνετ... Αυτό το παλικάρι, όπως θα έχεις καταλάβει... είμαι εγώ», ξεφύσηξε. «Υποθέτω πως... δεν έχει 'και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα'... Τουλάχιστον εσύ δεν με βρίσκεις τρομακτικό, έτσι μπεμπούλα;», ρώτησε στο τέλος και κοίταξε το γλυκό πλασματάκι στην αγκαλιά του με ελπίδα. Πήρε στη μπέμπα μόλις τρία δευτερόλεπτα για να φτύσει την πιπίλα της και ν' αρχίσει να κλαίει ακόμα πιο σπαρακτικά από πριν.
«Ωχ, κοπέλα μου, σε στενοχώρησα με τα δικά μου, ο κακούργος!», έκανε ο Μαργαρίτης και σκέφτηκε ότι έπρεπε να της είχε πει κάνα πιο χαρούμενο παραμύθι, όπως τη 'Σταχτοπούτα', ή τη 'Χιονάτη', ή ότι ξεπεράστηκε η οικονομική κρίση. Σκέφτηκε μήπως έπρεπε να της αλλάξει πάνα, μα όπως διαπίστωσε σύντομα, δεν χρειαζόταν. Μάλλον θα πεινούσε. «Πού είπαμε ότι την έχουν τη φρουτόκρεμα;», αναρωτήθηκε και στράφηκε στη μικρή του 'πελάτισσα' για οδηγίες. «Για πες, ρε μπέμπα, που είναι το φαγάκι σου;». Αυτή συνέχισε να κλαίει κι έτσι ο Μαργαρίτης άρχισε να φέρνει τρεχάτες βόλτες σ' όλο το σπίτι. Αν τον έβλεπε ένας πιανίστας, θα εμπνεόταν και θ' άρχιζε να παίζει κάποια μελωδία από ταινία του Σαρλό. Έπειτα από ένα δεκάλεπτο, επιτέλους θυμήθηκε τι του 'χε πει η κυρά-Ευτέρπη: στο πάνω ντουλάπι, δίπλα στον απορροφητήρα. Με αγωνιώδη βήματα, πήγε στην κουζίνα κι άνοιξε το ντουλάπι, βρίσκοντας τρεις συσκευασίες με σκόνη για παιδικές τροφές. Δυστυχώς... και οι τρεις ήταν άδειες κι όπως ανακάλυψε με μεγάλη δυσαρέσκεια, είχε τελειώσει και το γάλα. «Τελείωσαν όλα. Τώρα τι κάνουμε;», ρώτησε το μωρό και το κλάμα του, που συνεχιζόταν, του έδωσε να καταλάβει ότι έπρεπε να κινητοποιηθεί άμεσα.
Δοκίμασε να καλέσει την κυρά-Ευτέρπη στο κινητό που του έδωσαν από το γραφείο, μα δεν απάντησε ποτέ, μιας και η κυρία που έκανε την επίδειξη τάπερ απαίτησε να μην ακουστεί ούτε ήχος, ούτε καν δόνηση κινητού, όσο μιλούσε. Έτσι, ο φίλος μας κατέληξε στην απόφαση ότι έπρεπε να πάει για ψώνια σε κάποιο κοντινό ψιλικατζίδικο. Μα πού θα άφηνε το μωρό; Έπρεπε να το πάρει μαζί του, δεν υπήρχε άλλη λύση! Και για να ολοκληρωθεί το εξαίσιο τρίπτυχο της γκαντεμιάς, όταν ήλεγξε τις τσέπες του για χρήματα, τα μόνα που βρήκε ήταν κάτι ψιλούδια που με το ζόρι βγάζανε ένα δεκάρικο. Ο Μαργαρίτης κατάλαβε ότι δεν θα είχε ούτε κέρμα για να πάρει αργότερα εισιτήριο για το λεωφορείο και να γυρίσει σπίτι του. Ευτυχώς, θα τον πληρώνανε (ή έτσι τουλάχιστον ήλπιζε) και δεν θα είχε να ανησυχεί. Με την μπέμπα αγκαλιά, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε για το κοντινότερο διανυκτερεύον μίνι μάρκετ, αφήνοντας στην κούνια ένα πρόχειρο ενημερωτικό σημείωμα...
---
Ήταν μια βαρετή νυχτερινή βάρδια. Ο Νίκος, άντρας της Έλενας, λαγοκοιμόταν στο τιμόνι του ταξί του (το οποίο ήταν παρκαρισμένο στην πιάτσα κι όχι εν κινήσει, σε περίπτωση που αναρωτιέστε), ενώ μπαλάντες των 80s και των 90s έπαιζαν στο μεταμεσονύκτιο ραδιοφωνικό πρόγραμμα. Ξάφνου, τον ήρεμο ύπνο του διατάραξε ένα παράξενο όνειρο: είδε, λέει, την κορούλα του να παίζει σε μια διαφήμιση... αυτοκινήτου; Σοβαρά τώρα; Την είδε, λοιπόν, σαν άλλον Μάικι από το 'Κοίτα Ποιος Μιλάει' να κάθεται στο τιμόνι ενός μαύρου μεταλλιζέ αμαξιού με φώτα xenon και να διασχίζει τις ασφάλτους κάποιας εθνικής οδού τη νύχτα, υπό τους ήχους του 'Born To Be Wild'. Ήταν μια κουκλίτσα με το μπεμπέ δερμάτινο τζάκετ της και τα ελάχιστα ξανθωπά μαλλάκια της σε στυλ μοϊκάνικο! Ωστόσο, πριν προλάβει να τελειώσει η διαφήμιση, το αμάξι της χάθηκε κάπου στον ορίζοντα, μαζί με τη μουσική και το μόνο που έμεινε να ακούγεται ήταν το δυνατό κορνάρισμα ενός περιπολικού που την κυνηγούσε.
«Σιγά, ρε Νίκο!»
«Μας ξεκούφανες, μωρέ!»
Ο Νίκος ξύπνησε κατατρομαγμένος! Αφού πήρε μερικές βαθιές ανάσες, συνειδητοποίησε πού βρισκόταν, καθώς κι ότι είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στην κόρνα, κάνοντάς την να ηχήσει δυνατά. Απολογήθηκε στους συναδέλφους του στα άλλα ταξί και κοίταξε σαστισμένος το ρολόι του. Ήταν μεσάνυχτα. Μα τι στο καλό ήταν αυτό το όνειρο;, αναρωτήθηκε από μέσα του και φόβος μεγάλος τον κατέκτησε. Το παιδί... κάτι είχε συμβεί με το παιδί. Η Έλενα ήταν έξω και σίγουρα δεν θα άκουγε το κινητό της ανάμεσα στα μπάμπα-μπούμπα των ηχείων του κλαμπ που πήγε με τις φίλες της. Η πεθερά του πάλι... δεν ήταν άξια ούτε της δικής του εμπιστοσύνης, μα κυρίως ούτε της μητέρας του. Είχε κακό προαίσθημα. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι αμέσως να ελέγξει το μωρό, να ακούσει την αναπνοούλα του και να βεβαιωθεί πως ήταν καλά. Μόνο τότε θα ησύχαζε. Αφού στην πιάτσα δεν κυκλοφορούσε ψυχή, πέρα από τους άλλους ταξιτζήδες που κόβανε βαριεστημένα βόλτες στο πεζοδρόμιο, ο Νίκος έβαλε μπρος τη μηχανή. Σανίδωσε κι έφυγε για το σπίτι σαν τον άνεμο, αγνοώντας και τους πέντε επίδοξους πελάτες που προσπάθησαν να τον σταματήσουν για κούρσα.
Άνοιξε την εξώπορτα κι όρμησε φουριόζος στο σπίτι. Πέταξε τα κλειδιά και το παλτό του στον καναπέ κι ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλιά, έφτασε στο παιδικό δωμάτιο. Άνοιξε με κρότο την πόρτα κι εκεί που σκεφτόταν ότι έκανε πολύ θόρυβο και ξύπνησε το μωρό... τι να δει; Μωρό πουθενά! Η κούνια ήταν αδειανή, το βελουτέ κουβερτάκι με τα σκυλάκια και τα γατάκια, που συνήθως σκέπαζε προστατευτικά την μικρή του πριγκίπισσα ήταν κουβαριασμένο στην κάτω δεξιά γωνία της κούνιας και το μόνο που βρήκε στη θέση της ήταν ένα χαρτί. Με τα μάτια του να γουρλώνουν και τα χέρια του να τρέμουν, σαν να 'χε ξάφνου γεράσει τριάντα χρόνια, ο Νίκος έπιασε το χαρτί και διάβασε με φρίκη τα εξής:
'Όλα τελείωσαν. Την παίρνω και φεύγω. Θα κάνω σωστά το καθήκον μου. Ωστόσο, θα το εκτιμούσα να με πληρώνατε, αν δεν σας είναι κόπος. –Μ. Μ.'
Ένα επιφώνημα τρόμου του ξέφυγε και το χαρτί έπεσε απ' τα χέρια του και πέταξε καθοδικά σαν χιονονιφάδα. «Το παιδί», μουρμούρισε έτοιμος να λιποθυμήσει. «Μας πήραν το παιδί!», φώναξε με απόγνωση κι άρχισε να τρέχει και να ουρλιάζει πανικόβλητος, ώσπου βρήκε το κινητό του και κάλεσε το 100 με δάχτυλα κατάλευκα από την ταραχή.
---
«Σας λέω, όργανο, πρόκειται για απαγωγή!», εξηγούσε απελπισμένα στον αστυνομικό μπροστά του. Εκείνος συνοφρυώθηκε και κοίταξε για δέκατη φορά το σημείωμα.
«Έτσι νομίζω κι εγώ», μουρμούρισε με φωνή βραχνή από το πολύ κάπνισμα. «Προφανώς ο απαγωγέας δρα εκ μέρους κάποιου ανώτερου. Γι' αυτό κι αναφέρεται στο 'καθήκον' που θα κάνει σωστά. Κάποιου που έχει προηγούμενα μαζί σας. Κάποιου μαφιόζου, ίσως...»
«Τι προηγούμενα και τι δουλειά να έχει ο μαφιόζος μαζί μας, κύριε αστυνόμε!;», ρώτησε κλαίγοντας η Έλενα, που μόλις είχε έρθει και τα αυτιά της ακόμα βουίζανε. «Ο μόνος μαφιόζος που ξέρουμε εμείς είναι ο Νίνο από το Κωνσταντίνου κι Ελένης», συμπλήρωσε, μα μετάνιωσε αμέσως που άθελά της το 'ριξε στα χωρατά σε μια τόσο τραγική στιγμή, που η αγαπημένη της κορούλα ήταν εξαφανισμένη. Αμέσως ξανάβαλε τα κλάματα κι ο Νίκος την πήρε αγκαλιά.
«Πιστεύω, είναι πρόθυμος να διαπραγματευτεί για λύτρα», διευκρίνισε ο αστυνομικός. «Το λέει ξεκάθαρα, θέλει να πληρωθεί».
Το νεαρό ζευγάρι άκουγε σαστισμένο. Αναρωτιόντουσαν ποιος θα μπορούσε να εισβάλει στον χώρο τους και να κάνει κάτι τόσο απαίσιο. Σύντομα προσήλθαν στην αυλή τους τρεις-τέσσερις κουτσομπόληδες γείτονες, από 'κείνους που κάθονται ολημερίς στο παράθυρο μ' ένα τηλεσκόπιο, χωρίς κανένα άλλο ενδιαφέρον. Είχαν δει έναν άντρα να βγαίνει από το σπίτι κι οι περιγραφές τους ήταν φρικιαστικές για τους δύο γονείς...
«Ένας μαυροντυμένος μαντράχαλος πήρε το κοριτσάκι σας! Φαινόταν πολύ άγριος κι επικίνδυνος!»
«Είχε φάτσα δολοφόνου, τον είδα εγώ».
«Δολοφόνου και τρομοκράτη. Έφυγε τρέχοντας! Δεν θα το ξαναδείτε το παιδάκι σας».
«Σίγουρα θα το πουλήσει σε καμιά πλούσια οικογένεια και με τα λεφτά θα στήσει τη δική του τρομοκρατική οργάνωση στη Σούβα. Καημενούλια μου, τι σας έμελλε να πάθετε! Υπομονή, υπομονή...»
Και μετά από αυτά τα τόσο καθησυχαστικά και γεμάτα αισιοδοξία λόγια, η Έλενα κι ο Νίκος ήταν πια έτοιμοι να καταρρεύσουν. Μόνη τους ελπίδα η επανεμφάνιση του απαγωγέα. Θα κάνανε τα πάντα! Θα του δίνανε και το τελευταίο τους ευρώ, αν χρειαζόταν, αρκεί να παίρνανε πίσω την κόρη τους.
---
Στο μεταξύ, ο Μαργαρίτης, που γύριζε εδώ κι ώρα στους δρόμους, σαν την άδικη κατάρα, προκαλώντας δέος σε κάθε ύποπτη φυσιογνωμία που τύχαινε να βρεθεί μπροστά του, κατάφερε επιτέλους να βρει το μαγαζί και να πάρει γάλα για την μπέμπα. «Είστε πολύ γλυκός πατέρας! Και η κορούλα σας υπέροχη, φτου φτου φτου!», του είπε μια κυρία στο ταμείο κι ο νεαρός χαμογέλασε συγκινημένος, ειδικά όταν το μωρό χόρτασε και ησύχασε. Πόσο του άρεσε να βλέπει τα μωρά χαρούμενα! Τραγουδώντας απαλά το νανούρισμα της Σμύρνης, 'Μαργαριταρένια μου', που ήταν ένα από τα αγαπημένα του, από τότε που η γιαγιά του η συγχωρεμένη το τραγουδούσε στον ίδιο, νομίζοντας πως είναι κορίτσι (δεν ήταν πολύ στα καλά της τελευταία η καημένη), τράβηξε για το σπίτι. Η οχλαγωγία που ενόχλησε τα αυτιά του σαν έφτασε στη γειτονιά τον παραξένεψε, πόσο μάλλον όταν κατάλαβε ότι το επίκεντρό της ήταν το σπίτι της μπέμπας.
«Αυτός είναι!», άκουσε κάποιον να φωνάζει και τρόμαξε μην ξυπνήσει το μωρό με την αγριογκαρίδα του. Μα τρόμαξε ακόμα περισσότερο με την παρακάτω φράση: «Να ο απαγωγέας! Πιάστε τον!»
Την αμέσως επόμενη στιγμή, ένα θυμωμένο πλήθος, που μόνο αναμμένες δάδες δεν βαστούσε, όπως στον μεσαίωνα, τον είχε πάρει στο κυνήγι. Κι ο καημένος ο Μαργαρίτης, τι να κάνει; Έτρεξε! Έτρεξε στα στενά και στα σοκάκια, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προσπαθώντας παράλληλα να προστατεύσει το βρέφος από όλους αυτούς τους τρελούς. Μιας κι είχε μεγάλο διασκέλισμα, σχεδόν τα κατάφερε να τον χάσουν, όταν την τελευταία στιγμή, ένα περιπολικό με τις σειρήνες του στη διαπασών του έκοψε το δρόμο κι έκανε και το μωρό να ξυπνήσει και να κλάψει ξανά.
«Ψηλά τα χέρια, μελλοντικέ τρομοκράτη της Σούβας!», βρυχήθηκε ο αστυνομικός από μέσα κι ο Μαργαρίτης υπάκουσε απρόθυμα, σηκώνοντας τα χέρια του, μαζί και την μπέμπα που κρατούσε. Πιο πολύ θύμιζε τον Ραφίκι με τον μικρό Σίμπα στην αρχή του 'Βασιλιά των Λιονταριών', παρά συλληφθέντα, αλλά όπως κι αν έμοιαζε, η κατάληξη ήταν η ίδια: χειροπέδες και φιλοξενία σ' ένα υπερπολυτελές κρατητήριο, χωρίς καμία ευκαιρία για εξηγήσεις.
Τώρα, εσείς που γνωρίζετε τι πραγματικά συνέβη, πιθανότατα θα ΄χετε εκνευριστεί με το όλο σκηνικό και θα αναρωτιέστε τι απέγινε αυτός ο δόλιος και γιατί τον αδίκησαν έτσι. Θυμάστε τι σας είπα στην αρχή για τα κλισέ; Ότι είναι μια καταστροφή; Ε λοιπόν, αυτή η καταστροφή βρήκε τον φίλο μας τον Μαργαρίτη κι επειδή είχε το παρουσιαστικό που είχε, τον κατέκριναν και τον καταδίκασαν αναλόγως. Ανάμεσα σε κακογραμμένα και περιέργως διφορούμενα σημειώματα, σε γιαγιάδες που γυρνάνε στο σπίτι φορτωμένες με δυο χαρτοσακούλες τάπερ, σε ανίδεους γονείς, μεγαλωμένους σε ανίδεες κοινωνίες, πολλοί είναι οι παράγοντες στο να πληρώσουν αυτοί που δεν φταίνε καθόλου, όπως ένα αθώο μωράκι κι ένας αθώος βρεφοκόμος που ήθελε να κάνει σωστά το καθήκον του. Αλλά μιας κι η δουλειά μου είναι να αφηγούμαι, άντε και να σατιρίζω λίγο, αλλά όχι να φιλοσοφώ, θα αναφέρω αυτό: η κυρά-Ευτέρπη εξήγησε στον Νίκο και την Έλενα τι είχε συμβεί, εκείνοι μεσολάβησαν να βγει ο Μαργαρίτης από τη στενή και μιας και τα πήγαινε καλά με την κόρη τους, τον προσέλαβαν μόνιμα και δεν έβαλαν ξανά την κυρά-Ευτέρπη να φτιάξει πίτες για όλο τον ντουνιά. Οπότε ναι, ο Μαργαρίτης βρήκε κάπως το δικό του 'και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα'! Ελπίζω να το βρείτε κι εσείς, ή όποιος γνωστός σας υποφέρει λόγω κλισέ. Κι αν περιμένετε κάποιο κουφό δίδαγμα απ' αυτή την αμφιβόλου προελεύσεως ιστορία, είναι το εξής: κρατήστε το μυαλό σας ανοιχτό και να θυμάστε· την επόμενη φορά που μια χαριτωμένη, ξανθιά κοπελίτσα έρθει να φυλάξει το μωρό σας... είναι απαγωγέας και τρομοκράτισσα απ' τη Σούβα! ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑ!!!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top