3ο
<<Leo, δεν νομίζω πως θα μπορέσω να έρθω το βράδυ.>> είπε ο Dante απευθυνόμενοςστο κινητό του, καθώς έγραφε τη διάλεξη για την επόμενη εβδομάδα.
<<Amico mio*, σε παρακαλώ, θα έρθουν μαζί μας δύο καλλονές Γαλλίδες. Μη μου το κάνεις αυτό. Έχω να βγω με τον φίλο μου για παραπάνω από δύο εβδομάδες!>> παραπονέθηκε ο άνδρας και η φωνή του γέμισε το δωμάτιο του Dante, αφού ήταν σε ανοιχτή ακρόαση.
<<Ναι, αλλά πρέπει να φροντίσω να ολοκληρώσω την παρουσίαση. Με πιέζει ο χρόνος.>> συνέχισε να πληκτρολογεί στο υπολογιστή του.
<<Dante, θα βγεις μαζί μου θέλεις δε θέλεις. Δεν έχεις βρεθεί με γυναίκα από τότε που η Tonia σε παράτησε. Έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε. Δεν δέχομαι άλλη κουβέντα! Θα σε περιμένω το βράδυ στις εννιά, στην πιτσαρία του Eddie. Θα τους δείξουμε τι πάει να πει ιταλικό φαγητό!>> αναφώνησε και τερμάτισε την κλήση, μην αφήνοντας τον Dante να επιμείνει στην άρνησή του.
Ξαφνικά το κουδούνι του σπιτιού χτύπησε και ο Dante πλησίασε την πόρτα <<Leo,μα la Madonna, εάν ήρθες μέχρι εδώ για να με πείσεις θα...>> δεν πρόλαβε, όμως να ολοκληρώσει την πρότασή του. Όταν άνοιξε την πόρτα μπροστά του στεκόταν μια νεαρή κοπέλα κοντά στην ηλικία του, η οποία προσπαθούσε να κρύψει το γέλιο της.
<<Είσαι ο Dante σωστά;>> η κοπέλα τον ρώτησε, καθώς μάζεψε μια καστανή τούφα από το πρόσωπό της και χαμογέλασε ελαφρά. <<Είμαι ανιψιά του Nickolas, του άνδρα που εμένα από δίπλα.>> ανακοίνωσε και μόνο τότε ο Dante σταμάτησε να την παρατηρεί έκπληκτος.
<<Δεν γνώριζα πως ο Sinior Nickolas, είχε αδέρφια πόσο μάλλον ανιψιά.>> είπε και στηρίχθηκε αδέξια στην κάσα της πόρτας, στην προσπάθειά του να φανεί ακαταμάχητος.
<<Ονομάζομαι, Carla, και ο θείος μου άφησε το σπίτι στο όνομά μου. Σήμερα ήρθα από το Milano για να το τακτοποιήσω και βρήκα αυτό.>> έδωσε το τετράδιο που κρατούσε στα χέρια της εδώ και ώρα στον άνδρα μπροστά της. Ο Dante το παρατήρησε με την απορία να είναι εμφανή στο βλέμμα του. <<Ήμουν έτοιμη να το πετάξω, όταν είδα το όνομά σου να αναγράφεται στην πρώτη σελίδα...>> είπε και ο Dante άνοιξε το δερμάτινο και παλιό εξώφυλλο για να έρθει αντιμέτωπος με τον γραφικό χαρακτήρα του Nickolas.
Finito quello che ho iniziato, Dante.*
<<...μας έγραφε συχνά στα γράμματά του για εσένα, ένα παιδί που δεν πιστεύει στους μύθους και τα παραμύθια, που η φαντασία του έχει καταστραφεί. Δεν ξέρω εάν ηταν υπερβολή όσα έλεγε, αλλά σε θυμήθηκα και θεώρησα σωστό να σου δώσω το τετράδιο, αφού έγραφε το όνομά σου. Συγνώμη που σπατάλησα το χρόνο σου, πρέπει να πηγαίνω.>> η νεαρή απομακρύνθηκε από την πόρτα του σπιτιού του, ενώ ο Dante άγγιξε με τα ακροδάχτυλά του τα λόγια του άνδρα.
<<Carla!>> αναφώνησε όταν συνήλθε και η νεαρή γύρισε να τον κοιτάξει <<Τι θα έλεγες να πάμε για έναν καφέ κάποτε;>> ρώτησε ευθέως και εκείνη χαμογέλασε.
<<Το νούμερο μου βρίσκεται στην τελευταία σελίδα του τετραδίου!>> είπε με τεράστια αυτοπεποίθηση και απομακρύνθηκε.
Ο Dante έκλεισε την πόρτα πίσω του χαμογελώντας και η προσοχή του επέστρεψε ξανά στο τετράδιο.
Δυτικό Φρινσλαντ, Ολλανδία,
Τρία χρόνια έχουν περάσει. Επέστρεψα ξανά για να την αναζητήσω, μπορεί τη νύχτα που την αντίκρισα το αλκοόλ να είχε εισχωρήσει στο μυαλό μου, αλλά τα μάτια μου δεν μπορούσαν να γελαστούν. Η ομορφιά της ήταν απερίγραπτη και το πρόσωπό της μεθυστικό. Μπορεί τότε να μην ήμουν ικανός να την βοηθήσω και να παραμείνω μαζί της, αλλά τώρα το είχα πάρει απόφαση. Θα την βοηθούσα. Θα την έκανα γυναίκα μου.
Ήταν, όμως, πολύ αργά. Πήγα ξανά στο μπαρ όπου την είχα πρωτοδεί. Ρώτησα τον άνδρα, που δούλευε εκεί. Μου είπε πως την ανέλαβαν οι γυναίκες του χωριού. Την έντυσαν, την έπλυναν και της έδωσαν ένα μικρό δωμάτιο για να μένει. Εκείνη, όμως, δεν άντεχε στη στεριά και κάθε βράδυ προσπαθούσε να το σκάσει. Έτρεχε με μανία προς τη θάλασσα, αλλά πάντοτε την έπιαναν και τότε ήταν που εκείνη φώναζε δυνατά, με τέτοιο τρόπο που ο καθένας ανατρίχιαζε στο άκουσμα της φωνής της. Αυτό το περιστατικό έγινε πολλές φορές, μέχρι που οι χωρικοί δεν άντεξαν άλλο, νόμιζαν πως ήταν δαιμονισμένη, ενώ άλλοι πως ήταν μάγισσα. Έτσι μια νύχτα την άρπαξαν βίαια από το κρεβάτι της και την έσυραν με μανία σε ένα σταυρό, σταυρώνοντάς την, πιστεύοντας πως αυτό θα έφερνε τη σωτηρία τους. Η κοπέλα έβγαλε την πιο δυνατή φωνή της εκείνη τη νύχτα και ο άνδρας μου ορκίστηκε πως είδε τη θάλασσα να ταράζεται και ο ήχος της ήταν σαν να θρηνεί για τη γυναίκα. Πολλοί υποστήριξαν στη συνέχεια πως πράγματι ήταν γοργόνα και η θάλασσα έκλαιγε για τον χαμό του παιδιού της.
Η ιστορία, όμως, δεν τελείωσε εκεί. Την ίδια νύχτα επέλεξα να κοιμηθώ στο δωμάτιο, όπου ήταν κλεισμένη η αγαπημένη μου, αφήνοντας τα δάκρυα μου ελεύθερα πάνω στα παγωμένα σκεπάσματα. Το επόμενο πρωί, η κυρία του σπιτιού ανέλαβε να τελειώσει την ιστορία. Μια ημέρα, αφού σκότωσαν την γοργόνα, η θάλασσα ταράχθηκε τόσο που σηκώθηκε στον ουρανό και κάλυψε το χωριό ολόκληρο, ζώα πνίγηκαν, παιδιά χάθηκαν και λίγοι κάτοικοι κατάφεραν να επιβιώσουν. Ισχυρίστηκε πως ήταν η κατάρα της γοργόνας, καθώς σύμφωνα με έναν θρύλο της Ολλανδίας, αυτό είχε ξανασυμβεί.
Στην πόλη Saeftinghe ζούσαν άπληστοι άνθρωποι που ενδιαφέρονταν μόνο για τα πλούτη. Κάποτε ένας ψαράς έπιασε μια γοργόνα στα δίχτυα του και εκείνη τον προειδοποίησε πως εάν οι άνθρωποι της πόλης δεν άλλαζαν τρόπο ζωής θα υποστούν μεγάλη τιμωρία. Ο ψαράς και οι κάτοικοι δεν την άκουσαν και ο πρώτος αρνήθηκε κατηγορηματικά να την αφήσει ελεύθερη. Τότε η εξής κατάρα ακολούθησε <<Τα εδάφη του Saeftinghe θα βουλιάξουν και μόνο οι πύργοι του θα συνεχίσουν να υψώνονται πάνω από τα νερά>>. Έτσι ακριβώς έγινε, η θάλασσα κάλυψε την πόλη και όλοι οι κάτοικοι έχασαν τη ζωή τους, όπως και οι κάτοικοι δύο γειτονικών πόλεων. Λεγόταν μέχρι και σήμερα πως οι κάτοικοι που ζουν κοντά στις χαμένες, πλέον, πόλεις βλέπουν σκιές που θυμίζουν φαντάσματα μέσα στην ομίχλη που έχει υψωθεί γύρω από τους πύργους.
Δεν ξέρω εάν πρέπει να πιστέψω όσα άκουσα, αλλά δεν θα πάψω να θρηνώ για την αδικοχαμένη ψυχή που αυτοί οι άνθρωποι σκότωσαν, αντί να της δώσουν πίσω την ελευθερία της.
Ο Dante γύρισε τη σελίδα για να συνεχίσει την ανάγνωση όταν μια παλιά φωτογραφία έπεσε από το τετράδιο. Σε αυτή βρισκόταν ο άνδρας στα τριάντα του σχεδόν μπροστά σε ένα λιμάνι. Γύρισε την φωτογραφία και διάβασε στο πίσω μέρος, Ολλανδία 1955.
<<Λοιπόν, Dante, είσαι καθηγητής σε πανεπιστήμιο;>> ρώτησε η σύνοδος του για το βράδυ με την λεπτή φωνή της να δημιουργεί έντονη ενόχληση στα αυτιά του άνδρα. Η γαλλική προφορά της ήταν έντονη και ο Dante δεν ήταν καθόλου ενθουσιασμένος με αυτό.
<<Ναι, το είπαμε αυτό.>> είπε απότομα και ένα δυνατό χτύπημα κάτω από το τραπέζι προσγειώθηκε στο πόδι του.
<<Μην τον βλέπεις έτσι Penelope, συνήθως είναι πιο ευδιάθετος, απλώς σήμερα έπρεπε να προετοιμάσει τη διάλεξή του, βλέπεις οι φοιτητές έχουν πολλές απαιτήσεις από αυτόν.>> είπε αναστατωμένος ο Leo κρατώντας την άλλη καλλονή στην αγκαλιά του. Είχαν τελειώσει τη θεσπέσια πίτσα του Eddie, με τις γυναίκες να μην την τιμήσουν ιδιαίτερα, καθώς έκαναν δίαιτα και η πίτσα είχε αρκετές θερμίδες.
<<Leo, αγάπη μου γιατί δεν φεύγουμε από εδώ;>> η κοπέλα έπιασε το μπράτσο του άνδρα δίπλα της και χαμογέλασε ελαφρά, ποιος θα τολμούσε να της πει πως ένα κομμάτι πίτσα βρισκόταν στα δόντια της άραγε;
<<Φυσικά, Rosa, τι θα λέγατε για έναν περίπατο στην παραλία; Ο Dante γνωρίζει ένα ξεχωριστό μέρος, ε Dante;>> ρώτησε έντονα και ο φίλος του τον κοίταξε εκνευρισμένος.
<<Ναι βεβαίως.>> έφυγαν από το μαγαζί και προχώρησαν προς την παραλία που για καλή τους τύχη δεν ήταν μακριά, καθώς οι δύο καλλονές έκαναν συνεχώς παράπονα για τα ψηλοτάκουνά τους.
<<Λοιπόν, Dante, μένεις εδώ κοντά;>> ρώτησε η Penelope. Ο Leo με την φίλη της τους είχαν αφήσει μεσα στα πρώτα λεπτά που τα πόδια τους άγγιξαν την αμμουδιά και εκείνοι παρέμειναν στην παραλία κοιτώντας τη θάλασσα.
<<Ναι.>>είπε απλά ο Dante και πέταξε ελαφρά μια μικρή πέτρα στη θάλασσα.
<<Δεν θα με καλέσεις να έρθω στο σπίτι σου;>> τον ρώτησε ελπίζοντας αυτή η βραδιά να οδηγούσε κάπου, αλλά άδικα προσπαθούσε.
<<Τι πιστεύεις για τις γοργόνες;>> την ρώτησε χωρίς να σταματήσει να κοίτα τη θάλασσα και εκείνη τον κοίταξε εξοργισμένη. Η αλήθεια είναι πως όχι μόνο δεν της έδινε σημασία ολόκληρη τη βραδιά, αλλά το μυαλό του ήταν βυθισμένο στις σκέψεις του. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως πράγματι ήταν αληθινός αυτός ο θρύλος και κάτι μέσα του έλεγε πως θα συνέχιζε να μην πιστεύει για πολλά χρόνια ακόμη.
<<Με έφερες εδώ για να με ρωτήσεις για παραμύθια;>> ρώτησε εκνευρισμένη η κοπέλα και σηκώθηκε όρθια.
<<Για την ακρίβεια σε έφερα εδώ επειδή ένας φίλος μου το ζήτησε. Αν μπορούσα τώρα θα ήμουν σπίτι μου και θα είχα αποφύγει τη γνωριμία μας.>> είπε ακριβώς αυτό που σκεφτόταν και το χέρι της δεν άργησε να έρθει σε επαφή με το πρόσωπό του, καθώς έφυγε βρίζοντας στη γλώσσα της.
<<Crétin*!>> φώναξε δυνατά.
Ο Dante έπιασε το μάγουλό του και σκέφτηκε προβληματισμένος κοιτώντας απεγνωσμένα τον ουρανό, τι σε έκανε να πιστεύεις σε αυτούς τους θρύλους;
Αυτό που δεν γνώριζαν και οι δύο ήταν πως ένα ζευγάρι μαύρα μάτια τους παρατηρούσε από μακριά.
*Amico mio =φίλε μου
*Finito quello che ho iniziato= Τελείωσε αυτό που ξεκίνησα
*Crétin= ηλίθιε
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top