Κεφάλαιο 8 - Η Αθάνατη ψυχή


Συνέχισε να με τραβά από τα μαλλιά, ώσπου βρέθηκα στα γόνατά μου. Εκείνα δεν με κράτησαν και αφήνοντας μια κραυγή έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος, χτυπώντας δυνατά το πρόσωπό μου. Άκουσα ένα ελαφρύ κρακ και γεύτηκα αίμα. Πρέπει να είχα διαλύσει την μύτη μου. "Η κοιλιά μου", σκέφτηκα αμέσως. Μα δεν πονούσα. Δεν ένιωθα τίποτα. Μονάχα ένα ελαφρύ τσίμπημα, τόσο απαλό που μπορούσε να με αποπροσανατολίσει. Γύρισα με κόπο το κεφάλι μου στο πλάι, μα τα μαλλιά μου με εμπόδιζαν.

Που βρισκόμουν; 

Ο Ράμα πλατάγισε την γλώσσα του. "Της διελύσατε τα κόκαλα ανόητοι. Σας είπα απλά να μην μπορεί να κουνηθεί. Γιατί δεν την δένατε;" Ύστερα ξεφύσηξε κουρασμένος. "Τουλάχιστον δε θα ουρλιάζει από τον πόνο."

Σε ποιους μιλούσε. Που ήμασταν; Που ήταν ο Κάιλαν και το παιδί μου; Είχα αρχίσει να αυξάνω τους παλμούς της καρδιάς μου και ανάσαινα με δυσκολία. Έστρεψα τον κορμό μου στο πλάι προσπαθώντας να απομακρύνω τα μαλλιά μου από το πρόσωπό μου. Ένα κενό δημιουργήθηκε ανάμεσα στις τούφες μου. 

Κατάφερα να διακρίνω ένα υπόγειο χώρο, κλειστό παντού και σφαλισμένο με γερές πέτρες. Γύρω μου πολλές φιγούρες, αμέτρητες ντυμένες στα μαύρα, κάλυπταν τα πρόσωπά τους μα ήξερα ποιοι ήταν. Μέσα μου έβραζα. Αναθεματισμένοι! Καταραμένοι! Τι έκαναν στην οικογένειά μου;

Μούγκρισα και κάποιος πάτησε την πλάτη μου, στρέφοντάς με πάλι στο έδαφος. Το πρόσωπό μου βρήκε την κρύα και δροσερή πέτρα.

"Είναι όλοι εδώ, μεγάλε ιερέα." δήλωσε κάποιος άλλος.

"Υπέροχα. Αρχίστε το κάλεσμα, όσο την οδηγώ στην έδρα."

Γούρλωσα τα μάτια μου και άρχισα να τινάζομαι βίαια. Στην έδρα; Είχε μεταφέρει την έδρα; Θα με θυσίαζε; Όχι! Δεν θα τον άφηνα. Θα με σκότωνε και ύστερα θα σκότωνε τον Κάιλαν και τον Αλάντ μου. Ο πατέρας μου εκνευρίστηκε με την αντίσταση αυτή και πάτησε με δύναμη την πλάτη μου στέλνοντας μικρά κύματα πόνου και αναγκάζοντας το κεφάλι μου να ανασηκωθεί για να πάρω μια γερή ανάσα. Αυτό του επέτρεψε να πιάσει τα μαλλιά μου και να με φέρει πάλι στα αδύναμα γόνατά μου. Με κράτησε όρθια και πήρε τα μαλλιά μου από το πρόσωπό μου.

"Δεν έχεις τίποτα για να παλέψεις, αστέρι μου. Αγαπημένο μου παιδί, κοίτα. Κοίτα τι έκανες. Κοίτα τι πληρώνεις." ψιθύρισε χαιρέκακα και έδειξε με το χέρι του τη βάση της έδρας.

Ένας λυγμός, έγινε κραυγή. Και ακολούθησαν και άλλες. Συνεχόμενες, πιο μακάβριες, πιο έντονες και έφτασαν στα αυτιά των Θεών. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα και δεν μπορούσα να τα συγκρατήσω. Η ορμή τους συνταίριαζε την ορμή του πένθους μου και της κατάληξης μου.
Εκεί, στην έδρα, πάνω στα άψυχα κορμιά αρκετών αθώων, βρισκόταν το κορμί του Κάιλαν μου. Ο γλυκός μου Κάιλαν. Ο δικός μου Κάιλαν. Το σώμα του ήταν πεταμένο πάνω στη σωρό και το μισό έμοιαζε έτοιμο να πέσει από την θέση του. Τα μακριά μαύρα του μαλλιά, βρέχονταν από το αίμα που ακόμη έτρεχε από το λαιμό του. Τον σκότωσαν. Σκότωσαν το φεγγάρι μου. Με άφηναν χωρίς το ένα φως της ζωής μου. Ήθελα να πάω κοντά του, να τον αγγίξω, να του πω τρυφερά λόγια να μην πονά. Να του πω ότι τον αγαπάω μια φορά ακόμα.

"Παιδί μου, δεν φτάνει μόνο αυτό." συνέχισε ο πατέρας μου και με έσυρε ως τα σκαλοπάτια της έδρας. Κοίταξα τον Κάιλαν και έκλεισα τα μάτια μου, αφήνοντας τα δάκρυα να καθαρίσουν το ματωμένο πρόσωπό μου. Μόλις με ανέβασε και στο τελευταίο σκαλοπάτι, με άφησε να κοιτάξω τη βαμμένη με αίμα έδρα και στο κέντρο της.....

Ένα γοερό αναφιλητό έφυγε από τα βάθη της καρδιάς και της ψυχής μου. Ο πατέρας μου με άφησε να πέσω κάτω και αμέσως πιάστηκα από την λίθινη άκρης της έδρας. Όσο εκείνος γελούσε, εγώ με τρεμάμενα χέρια προσπαθούσα να ανεβάσω τον εαυτό μου πάνω στην θέση της προσφοράς. Κατάφερα να περάσω τους αγκώνες μου πάνω στην έδρα. Δεν ακουγόταν τίποτα πια. Μόνο η καρδιά μου που έσπασε. Τα μάτια μου θόλωσαν και έχασαν το φως τους.

"Αλάντ μου........" ψέλλισα και πέρασα το σώμα μου πάνω στην τράπεζα. Έφερα στα χέρια μου το κεφαλάκι του μωρού μου και τον ανασήκωσα στα χέρια μου. Το μωρό ήταν άψυχο, σφαγιασμένο σαν ζώο, σας τέρας. Μια λεπτή γραμμή στον τρυφερό λαιμό του, του είχε κλέψει τη σύντομη ζωή του. Τα χέρια μου έτρεμαν και το στόμα μου δεν έλεγε να σταματήσει να παράγει κραυγές και κατάρες, αναμεμιγμένες με ευχές που δεν άκουγε κανείς. "Το παιδί μου... Ο μικρός μου Αλάντ. Κάιλαααν... Κάιλαν το παιδί μας. Ο ήλιος μας." μουρμούριζα σαν προσευχή κάτω από την ανάσα μου.

Σκότωσαν τον ήλιο μου. Με άφηναν να ζω σε ένα σκοτάδι. Εκείνο που ήρθε, εμφανίστηκε μπροστά μου σαν καπνός. Οι ψεύτικοι θεοί έπιασαν τα χέρια μου και απομάκρυναν το μωρό από την αγκαλιά μου. Προσπάθησα να απλώσω τα χέρια μου. "Μην μου τον παίρνετε!" κραύγασα. "Μη! Το παιδί μου! Την οικογένειά μου! ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ! Μην με ακουμπάτε! Μου πήρατε τα πάντα! Φέρτε μου πίσω τον ήλιο και το φεγγάρι μου και στερήστε μου την καρδιά και την ψυχή μου! Μην τους παίρνετε! Δώστε του πίσω.........Δώστε τους πίσω......"

Η καρδιά μου σφυροκοπούσε δυνατά και η ανάσες μου έβγαιναν η μια μετά την άλλη με τη βία, τα μάτια μου ήταν πλέον θολωμένα από τα δάκρυα και δεν είχα το κουράγιο να τα καθαρίσω. Δεν ήθελα να βλέπω. Δεν ήθελα να νιώθω. Δεν ζήτησα τίποτε από αυτά. Ήθελα μια ήρεμη ζωή. Μια ζωή γεμάτη αγάπη και ησυχία. Να ζω δίπλα στα πιο σημαντικά μου πρόσωπα. Να δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν. Να κάνω και άλλα. Ο Κάιλαν πάντα ήθελε αρκετά παιδιά. Να ακούω τα γέλια τους και να γεμίσω χαρά. Να είχαμε το σπιτάκι μας, μακριά από όλα. Μακριά από το χάος, μακριά από το φόβο, μακριά από το θάνατο.

Ένας από τους θεούς έπιασε τα μάγουλά μου με τα γαμψά του νύχια και τα πίεσε. Ένα κύμα δυσφορίας και αδυναμίας με διαπέρασε, ρίχνοντάς με πίσω, στην έδρα. Άφησα ένα μουρμουρητό και έριξα το κεφάλι μου πίσω. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και μου φάνηκε πως όλα έγιναν τόσο αργά. Τα χέρια μου απλώθηκαν σε κάθε πλευρά εξέχοντας οι καρποί από την έδρα. Οι θεοί πρόσμεναν την θυσία. Τα ανύπαρκτα στόματα τους, έβγαζαν μαύρους καπνούς που μπλέκονταν στις ανάσες τους. Ο Ράμα εμφανίστηκε από πάνω μου και με κοίταξε με ένα τεράστιο χαμόγελο. Ένα τρελό χαμόγελο που δεν ταίριαζε σε κάποιον σώφρονα.

Κοίταξε τους θεούς και ένευσε. Τους είπε κάποια λόγια που δεν άκουσα και ένας από αυτούς ακούμπησε την κοιλιά μου. Διψούσαν για τα πάντα. Θα με έπαιρναν. Δεν πρόλαβα να ζητήσω συγγνώμη σε κανέναν. Ούτε στο αγέννητο παιδί μου. Τουλάχιστον εκείνο δε θα υπέφερε.

Ο Ράμα ακούμπησε το κεφάλι μου και χτένισε τα μαλλιά μου με τα δάχτυλά του. Κατάπια με δυσκολία και εκείνος έφερε τη βελόνα στο λαιμό μου. Αίμα πετάχτηκε στο χέρια του και εγώ το ένιωθα να κυλά στο λαιμό μου σαν δάκρυα. Η ανάσα μου πιάστηκε στη βελόνα και την άφησα να φύγει μαζί της, ως το τέλος. Ωσότου ηρεμήσει η δίψα της. Προσπάθησα να ανασάνω ξανά μα ήταν αδύνατο. 

https://youtu.be/vVTP0DOL_2Q

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια μου και γύρισα το κεφάλι μου στο πλάι, κοιτάζοντας πίσω από τον Ράμα. Δεν ένιωθα τίποτε. Ήμουν ένα κενό κουφάρι που πάλευε με σπασμούς να ξαποστάσει και να με αφήσει ελεύθερη. Πίσω από τους μαυροφορεμένους που είχαν γονατίσει, είδα δυο λεπτές φιγούρες να έρχονται προς το μέρος μου. Χαμογέλασα, όταν τους αναγνώρισα. Ο Κάιλαν, ο όμορφός μου Κάιλαν με τον Αλάντ, έρχονταν σε εμένα. Ο μικρός μας γιος περπατούσε. Αργά αργά μα τα κατάφερνε. Κατάφερε να κάνει κάτι που δεν μπόρεσα να του δείξω. Μόνο να ονειρευτώ. Η μυρωδιά της φωτιάς με τύλιξε και φλόγες απλώθηκαν σε όλο μου το κορμί. Άπλωσα το χέρι μου να πιάσω τον Κάιλαν που βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής από εμένα. Εκείνος χαμογέλασε και πήρε το γιο μας στα χέρια του. Ο μικρός άπλωσε το χεράκι του προς τη μητέρα του. Προς εμένα και τον άκουσα να με φωνάζει. 

"Έρχομαι.....έρχομαι." ψιθύρισα και τα πάντα έσβησαν.

  ♠♣♦  

Άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα να στέκομαι στο απόλυτο σκοτάδι. Γύρισα πίσω μου και είδα το άψυχο σώμα μου να κείτεται μπροστά από τα πόδια μου. Που βρισκόμουν; Που ήταν ο Κάιλαν και ο Αλάντ μου; Ξάφνου η γη άρχισε να τρέμει και έπεσα με φόρα στο έδαφος. Το έδαφος που άρχισε να ρουφά το σώμα μου και να με καταπίνει. Ήταν απαλό, μα και σιχαμένο ταυτόχρονα. Άρχισε να τρέμει και τα πόδια μου βούλιαξαν μέσα του. Προσπάθησα να βγω από μέσα και να ανέβω στην επιφάνεια, να κρατηθώ από κάπου μα το σκοτάδι ήταν βαρύ και δεν με άφηνε να ξεφύγω. Το τελευταίο που είδα ήταν το απλωμένο μου χέρι να χάνεται μέσα στο χάος.

♠♣♦ 

Βρέθηκα μπροστά στην λίθινη έδρα. Μπροστά από το σώμα μου. Μπροστά στον πατέρα μου. Ο Ράμα με κοίταξε εκστασιασμένος και άρχισε να γελά σα τρελός. Πισωπάτησε και συνέχισε να γελά και να υποκλίνεται. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και οι υπόλοιποι.

"Ω μεγάλη μας Θεά." μουρμούριζαν.

Κοίταξα τον εαυτό μου και με είδα να αιωρούμαι πάνω από το έδαφος. Τα χέρια μου ήταν διάφανα, άυλα στο χρώμα των ματιών μου. Γαλανά. Τα μαλλιά μου το ίδιο, που έπλεαν γύρω μου και ακολουθούσαν τις κινήσεις μου σχεδόν χορευτικά. Το κορμί μου φορούσε το ίδιο ένδυμα και είχα καλυφθεί ολόκληρη από το χρώμα του ωκεανού που τον φώτιζε ο ήλιος παιχνιδιάρικα.

"Τι μου έκανες...." απαίτησα να μάθω.  

"Σε έκανα αθάνατη, γλυκό μου παιδί!" απάντησε ο Ράμα και άφησε μια κραυγή νίκης να αντηχήσει παντού.

Το βλέμμα μου κατέβηκε στην αγκαλιά του κουφαριού μου. Έπεσα δίπλα μου και ακούμπησα τον Αλάντ. Μόνο για να διαπιστώσω ότι δεν μπορούσα να τον αγγίξω. Προσπάθησα ξανά και ξανά, ώσπου οι κραυγές οδύνης που ξέφυγαν από τα χείλη μου να κάνουν την γη να ταρακουνηθεί. Ύστερα κατευθύνθηκα γρήγορα στον σύζυγό μου. Ούτε εκείνον μπορούσα να αγγίξω. Γύρισα αστραπιαία στον πατέρα μου που ακουμπούσε την πύλη εξόδου.

Δεν πρόλαβε να φύγει, όταν τον έπιασα και τον πέταξα στον απέναντι τοίχο και το κεφάλι του, άφησε έναν απαίσιο ήχο στο χώρο. Οι παρευρισκόμενοι τρόμαξαν και άρχισαν να σηκώνονται άγαρμπα και να κοιτούν την έξοδο.

Χαμογέλασα από την ξαφνική μου δύναμη. "Δεν θα ξεφύγει κανείς σας. Όλοι σας....Όλοι σας μας κοροϊδεύατε. Μας αφήσατε να ζούμε σε ένα κόσμο των ονείρων μας. Πως αισθανθήκατε που με κάνατε έτσι; Που με καταστρέψατε; Που μου πήρατε τα πάντα για να ταΐσετε τους θεούς σας;" έφτυσα τις ερωτήσεις μια μια και τους κοίταξα άγρια. "Μου κλέψατε τη ζωή μου. Μου κλέψατε το φως μου. Τα γκρεμίσατε όλα. Όλα." συνέχισα και άφησα την πικρία μου να ξεσπάσει μέσα από τα ανύπαρκτα σωθικά μου. Τι ήμουν; Τι μου έκαναν;

Άρχισαν όλοι να ουρλιάζουν και να τρέχουν να ξεφύγουν. Δεν πρόλαβε κανείς τους να κάνει βήμα έξω από την σπηλιά.

Δεν άφησα ούτε έναν ελεύθερο.

Πότισα την υγρή πέτρα με αίμα.

Σειρά είχε ο πατέρας μου. Απορούσα γιατί τον αποκαλούσα ακόμη έτσι.

Τον πλησίασα και τον είδα να πασχίζει να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Τον σήκωσα και τον πέταξα μπροστά από τον Κάιλαν. Εκείνος τρομοκρατήθηκε και προσπάθησε να απομακρυνθεί, μα τον έβαλα να κοιτάξει καλά τον νεκρό μου άντρα. "Αυτό ήθελες;" τον ρώτησα. "Πως επέζησες; Γιατί ζεις ακόμα;"

Εκείνος κάγχασε και γύρισε με γουρλωμένα μάτια και ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο να μου απαντήσει. "Δεν είσαι η μόνη που μπορεί και ξεφεύγει, Κάλιντα. Τι νόμιζες; Πως θα άφηνα τόσες θυσίες να εξαφανιστούν; Πως θα άφηνα τους θεούς μας να διψούν;"

Έκλεισα τα μάτια μου. Η θυσία της Λάμυα ήταν μάταιος κόπος. Ένας θάνατος που θα κουβαλούσα μαζί μου για την υπόλοιπη αιωνιότητα. "Γιατί δεν μπορώ να τους ακουμπήσω;" ρώτησα με την φωνή μου σπασμένη, κοιτώντας τα δυο πιο πολύτιμα πρόσωπα της ζωής μου.

"Οι νεκροί, δεν μπορούν να ακουμπήσουν τους νεκρούς, γλυκό μου παιδί. Έχεις τόσα πολλά να μάθεις. Είσαι αθάνατη, γλυκό μου κορίτσι. Μπορείς να έχεις όποιο σώμα θες. Να περπατήσεις τη γη των ζωντανών ως η πιο δυνατή πολεμίστρια. Να ζήσεις για πάντα αποκτώντας ό,τι η καρδιά σου επιθυμεί."

Τον πέταξα με δύναμη πάνω στα σκαλοπάτια της έδρας και τον γύρισα ανάσκελα. "Δεν ζήτησα να γίνω αθάνατη, πατέρα. ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ; Ζήτησα μια απλή ζωή. Μακριά σου. Να ευτυχίσω και να αποκτήσω μια οικογένεια. Μα δεν ήθελες να με αφήσεις ήσυχη. Μου πήρες τα πάντα. Η τιμωρία σου θα είναι η χειρότερη."

Αφού τον σήκωσα ξανά τον έβαλα να στοιβάξει τους νεκρούς μπροστά από την έδρα και να ανεβάσει τον Κάιλαν δίπλα στο σώμα μου. Ας ήμουν έστω στην αγκαλιά τους. 

Η οργή μου δεν είχε καταλαγιάσει. Πονούσα και ήθελα να ουρλιάξω. Ήθελα να τον κάνω να υποφέρει και ο θυμός μου μπλεκόταν με την θλίψη μου. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα συναισθήματά μου. Ένιωθα τα πάντα και το τίποτα μαζί. Τρελαινόμουν. Τι μαρτύριο ήθελαν οι θεοί να μου χαρίσουν απλόχερα. Οι ευχές μου έγιναν κατάρες και οι κατάρες, όνειρα που ήθελα να κατακτήσω.

Όταν ο Ράμα τελείωσε το στοίβαγμα τον έβαλα να κάτσει στα σκαλοπάτια. Ανάσαινε με δυσκολία και κρατούσε το ματωμένο του κεφάλι. Με μια κίνηση του έσπασα τα πόδια και εξάρθρωσα τα χέρια του. Τα ουρλιαχτά του ήταν τροφή για εμένα. Ήθελα να υποφέρει και άλλο. Πεσμένος στα σκαλοπάτια με καταριόταν και γελούσε μαζί. Κοίταξα μια τελευταία φορά την άτυχη οικογένεια στην έδρα και το κενό μέσα μου μεγάλωσε.

Πήρα τους δαυλούς και τους έριξα έναν έναν πάνω στις στοίβες των σωμάτων. Ήταν πολλά και θα καίγονταν αργά αργά. Βασανιστικά. Ο Ράμα σήκωσε το κεφάλι του και μόλις είδα τι έκανα άρχισε να με καταριέται ξανά και να φωνάζει. Επικαλούνταν τους θεούς του μα εκείνοι δεν άκουγαν. Έριξα τον τελευταίο δαυλό δίπλα του και του έριξα ένα τελευταίο βλέμμα.

"Εύχομαι να καείς πιο αργά από όλους. Να νιώσεις τη φλόγα να γδέρνει το δέρμα σου και κάθε ουρλιαχτό σου να σε στέλνει πιο βαθιά στον κάτω κόσμο. Εύχομαι να υποφέρεις. Να μην βρεις ποτέ ησυχία. Να βασανίζεσαι σε όλη την αιωνιότητα. Καταραμένος να είσαι.

Οι πρώτες φλόγες άρχισαν να τον ακουμπάνε. "Είμαστε ίδιοι αγαπημένο μου παιδί." Άρχισε να γελά και στάθηκα έξω από την έξοδο της σπηλιάς. Το σκοτάδι βασίλευε παντού και χόρευε μαζί μου. Οι κραυγές αγωνίας του πατέρα μου στόλισαν το χάος και οι πέτρες του σπηλαίου άρχισαν να πέφτουν η μια μετά την άλλη. Γύρισα την πλάτη μου και άκουσα για τελευταία φορά το γέλιο του Αλάντ μου. Στράφηκα γρήγορα πίσω μου και τους είδα να στέκονται μαζί στην είσοδο του σπηλαίου. Με κοιτούσαν με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη τους και ο γιος μου χτύπησε τα χεράκια του χαρούμενος. Ο Κάιλαν δίπλα του γέλασε και εγώ έμεινα εκεί να τους χαίρομαι όσο προλάβαινα. Άλλη μια πέτρα έπεσε και η ομίχλη τους χάθηκε και ταξίδεψε στον άνεμο.

Ήταν η πρώτη φορά που μια ψυχή έκλαιγε. Ένα καταραμένο πνεύμα υπέφερε.

..................................................................................................

Τα σχόλια δικά σας.......

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top