Κεφάλαιο 6 - Η απόδραση
Είχα βγει κρυφά από το σπίτι, μόλις ο ήλιος έδυσε και η νύχτα κάλυψε το ουράνιο φως μας. Περπατούσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα μέσα στο σκοτάδι, αποφεύγοντας τους στρατιώτες που πηγαινοέρχονταν. Στα χέρια μου κρατούσα ένα μικρό μεταλλικό κάτοπτρο, σφραγισμένο με την καλύπτρα του, καθώς και ένα μικρό φιαλίδιο γεμάτο καθαρό νερό. Είχα αφαιρέσει τον χαλκό από μέσα, όσο καλύτερα και όσο περισσότερο μπορούσα και το είχα αντικαταστήσει με μια αλοιφή από φασκόμηλο και σαμπούκο. Άγγιξα το δεξί μου γοφό και σιγουρεύτηκα πως ο ασκός ήταν καλά δεμένος και καλυμμένος κάτω από το φόρεμά μου.
Έστριψα δεξιά και πήρα το μονοπάτι για την φυλακή. Δεν χρειάστηκε να ανέβω πολύ το πατημένο χώμα και φάνηκε στο μικρό ύψωμα μια μικρή οικία που χρησίμευε ως κελί. Από εδώ φάνταζε αδύνατο να χωρέσουν πενήντα σώματα εκεί, μα στην πραγματικότητα ήταν αρκετά ευρύχωρη. Ο φρουρός στην πόρτα παραξενεύτηκε όταν με είδε και ζήτησε το λόγο που βρισκόμουν τόσο αργά εκτός της οικίας μου.
"Ήρθα να δω σε τι κατάσταση βρίσκονται οι θυσίες. Σε τέσσερις μέρες πρέπει να είναι αρκετά ζωηρές και υγιείς." είπα στο φρουρό και σήκωσα το κεφάλι μου ελάχιστα ψηλά, ώστε να του δώσω να καταλάβει τη θέση μου.
Εκείνος το σκέφτηκε λίγο, αλλά δεν αντιμίλησε στην ιέρεια του. Χτύπησε την πόρτα δυνατά και ανακοίνωσε στους φυλακισμένους την παρουσία μου. Άνοιξε την πόρτα και μπήκα στην οικία. Έκλεισα τα μάτια μου όταν αντίκρισα τις άθλιες συνθήκες των ανθρώπων εκεί μέσα. Διέταξα τον φρουρό να κλειδώσει τη πόρτα πίσω μου και άφησα τα μάτια μου να συνηθίσουν στο λιγοστό φως του ενός δαυλού που τρεμόπαιζε στον τοίχο.
Όλοι ήταν δεμένοι με αλυσίδες μεταξύ τους και ορισμένες τις είχαν καρφώσει στον τοίχο, για να μην μπορέσουν να το σκάσουν. Μερικά κλάματα ήρθαν στα αυτιά μου. Μικρά παιδιά είχαν γερμένο το κεφάλι τους στο πλάι και αναζητούσαν στα τυφλά της μητέρες τους, με γλυκά αναφιλητά. Κάτι έσπασε μέσα μου, όταν γύρισαν και με κοίταξαν όλοι τους. Δεν υπήρχε μίσος στα πρόσωπά τους, παρά μόνο η θερμή παράκληση να τους αφήσω ελεύθερους. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ψιθύριζαν προσευχές στους ουράνιους θεούς. Ξεροκατάπια και έβαλα διακριτικά τα χέρια μου κάτω από το φόρεμά μου, λύνοντας τον ασκό. Δεν ήταν μεγάλος, και έφτανε μόλις για δυο γουλιές για τον καθένα. Πήγαινα από άτομο σε άτομο και τους παρακαλούσα να πιουν έστω και λίγο. Σίγουρα ο πατέρας μου είχε διατάξει την αφυδάτωση τους.
Έφτασα σε μια γυναίκα που ήταν πολύ κουρασμένη για να κινηθεί και έφερα τον ασκό στα χείλη της. Εκείνη αρνήθηκε να πιει και με κοίταξε με γυαλισμένα μάτια. "Δώσε τις γουλιές μου στα παιδιά μου." με παρακάλεσε. Μου θύμισε τόσο πολύ τη μητέρα μου. Έγνεψα και έδωσα στα παιδιά της μια γουλιά παραπάνω. "Ευχαριστώ." μου ψέλλισε και αμέσως δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Τι είχα κάνει για να αξίζω την ευχαρίστησή τους; Τίποτα. Τους είχαμε κλειδωμένους και στερημένους από τα πάντα για να οδηγηθούν στη σφαγή σε τέσσερις ήλιους. Δεν τους άρμοζε τέτοια κατάληξη και τέτοια ζωή. Δεν έφταιγαν εκείνοι για την τρέλα του πατέρα μου και των αναθεματισμένων θεών του. Ακόμα και οι δικοί μας άνθρωποι τον έτρεμαν.
"Θα σας βγάλω από εδώ μέσα." δήλωσα και όλα τα κεφάλια σηκώθηκαν ψηλά. Τα μάτια τους ήταν καρφωμένα επάνω μου και η έκφρασή τους μόνο ελπίδα φανέρωνε. "Δεν θα το αφήσω να συνεχιστεί άλλο αυτό."
Ένας καγχασμός ταξίδεψε στους τέσσερις τοίχους. Γύρισα προς τον ήχο και είδα τον άντρα που είχα βοηθήσει να σηκωθεί όρθιος λίγο νωρίτερα. Βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος και έφερε τα χέρια του κάτω από το σώμα του, προσπαθώντας να σηκωθεί, μα δεν τα κατάφερε πολύ καλά. Στηρίχθηκε στον τοίχο και ανακάθισε, αφήνοντας τα μακριά του μαλλιά να καλύπτουν το πρόσωπό του. "Θα μας βγάλεις; Εσύ; Εσύ που σκότωσες τόσους άλλους, τώρα θες να εξιλεωθείς;" ρώτησε γεμάτος μίσος και οργή.
Προχώρησα προς το μέρος του και γονάτισα εμπρός του. Άφησα κάτω το φιαλίδιο και το κάτοπτρο και προσπάθησα να τον ακουμπήσω. Χτύπησε το χέρι μου και δεν με άφησε να συνεχίσω. "Θέλω να φροντίσω τις πληγές σου." τον διαβεβαίωσα, μα δεν με άκουγε. Δοκίμασα ξανά και ξανά, ώσπου έπεσα σχεδόν όλη επάνω του, και πάσχισα να γυρίσω την πλάτη του προς τα εμένα. Το χέρι του έσκισε τον αέρα χαστουκίζοντας με. Έπεσα πίσω και έμεινα να τον κοιτάζω. Ο πόνος μου δεν ήταν τίποτα μπροστά στο δικό τους. Αυτό, το άξιζα. Γύρισα στο άτομο που ήταν δίπλα του. Μια γλυκιά γυναίκα με κοίταξε έκπληκτη και μαζεύτηκε στη θέση της. Της έδωσα το κάτοπτρο και το φιαλίδιο, ενώ έσκισα λίγο από το στρίφωμα του φορέματος μου.
"Σε παρακαλώ, καθάρισε τις πληγές και άπλωσε αυτή την αλοιφή. Είναι ιδανική για τέτοια τραύματα και θα τον ηρεμήσει ρίχνοντας τον πυρετό του. Θα περιμένω εδώ. Αν αφήσω τα πράγματα αυτά εδώ, θα με υποψιαστούν και δεν θα μπορώ να έρθω ξανά." της είπα και εκείνη έγνεψε. Ύστερα ακούμπησε τον άντρα μπροστά μου και εκείνος κάρφωσε το βλέμμα του επάνω μου. Ήταν παράξενο το πως με έκανε να αισθάνομαι τόσο μικρή και το δέρμα μου να φλέγεται. Τα γκρίζα του μάτια υπολόγιζαν τα πάντα. Άφησε τη γυναίκα να τον γυρίσει προς τα εκείνη και αμέσως άρχισε να τον περιποιείται.
♠♣♦
Μπήκα το ίδιο αθόρυβη στην οικία και σύρθηκα ως το γυναικωνίτη, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Ξάπλωσα στην κλίνη, χωρίς να αφαιρέσω το ένδυμα από πάνω μου και ήταν το πρώτο βράδυ που αφέθηκα σε έναν ήρεμο ύπνο, χωρίς εφιάλτες και ψεύτικους θεούς.
Τις επόμενες μέρες βάλθηκα να μελετώ τις κινήσεις των φρουρών, το πότε άλλαζαν βάρδιες έξω από τη φυλακή, καθώς και σίγουρες εξόδους από το ανακτορικό σύμπλεγμα. Ο πατέρας μου, θα πήγαινε πρώτος στο ξέφωτο, για να συνομιλήσει με τους θεούς μας και οι κάτοικοι θα ακολουθούσαν αργότερα. Αυτό άφηνε δέκα φρουρούς να περιμένουν την μεταφορά των φυλακισμένων και να τους οδηγήσουν στο βωμό. Συνέχισα να πηγαίνω στη φυλακή και να μοιράζω όσο ψωμί κατάφερνα να κλέψω από το ανάκτορο και νερό. Πολλοί από τους ανθρώπους είχαν αρχίσει να μου μιλούν και να με ευχαριστούν για αυτό που έκανα. Τους διέκοψα και τους παρακάλεσα να μην με ευχαριστούν. Στα χέρια μου βαστούσα πολλούς αθώους.
Είχα κατέβει την παρειά του λόφου και όσο αναζητούσα διάφορα βότανα για το σχέδιό μου, παρατήρησα πως πίσω από την φυλακή υπήρχε ένα βραχώδες μονοπάτι. Λίγο δύσβατο, μα ικανό να οδηγήσει προς την ελευθερία και την κρυψώνα του δάσους. Από εκεί θα μπορούσαν να φύγουν και να μην κοιτάξουν ξανά πίσω. Την προηγούμενη της τελετής ημέρα, τους ανακοίνωσα το σχέδιό μου και εκείνοι με άκουγαν υπάκουα και πιστά.
"Και εσύ τι θα κάνεις μετά;" ρώτησε ο Κάιλαν. Αυτές τις λίγες μέρες, είχαμε ανταλλάξει λίγα λόγια μεταξύ μας και τον ένιωθα πιο ήρεμο. Ακόμη είχε θυμό μέσα του, μα επέλεγε να μην ξεσπάσει πάνω μου.
"Θα αντικρίσω τη μοίρα μου και τους θεούς." απάντησα ξερά, δίνοντας λίγο νερό σε ένα παιδάκι δίπλα του. Εκείνο μου χαμογέλασε και σκουπίστηκε με το λεπτό του χέρι. Έφτασε και η δική του σειρά. Έπιασε σφιχτά το χέρι μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω. Το κράτημα του ήταν θερμό και γερό, όπως όλο του το κορμί. Εξέπεμπε κάτι αδιανόητο προς τα εμένα και η καρδιά μου χτύπησε φρενιασμένη. Οι σκληρές γωνίες του προσώπου του έγιναν πιο έντονες όταν μου μίλησε.
"Τι έχεις στο νου σου;" απαίτησε να μάθει.
Κοίταξα κάτω στα χέρια μας και ανέβασα πάλι το γαλανό βλέμμα μου σε εκείνον. "Σκοπεύω να σκοτώσω τον πατέρα μου και να μας προσφέρω ως μια τελευταία θυσία. Πρέπει να σημάνω το τέλος αυτού του βασανιστηρίου. Εκείνος το ξεκίνησε και εγώ θα το σταματήσω."
Το χέρι του χαλάρωσε και το άφησε να πέσει δίπλα του. Του έδωσα να πιει νερό και τα μάτια του δε με άφησαν λεπτό. Προχώρησα στους επόμενους και όταν έδωσα και στον τελευταίο το υπόλοιπο νερό, σηκώθηκα όρθια. "Να με περιμένετε. Θα έρθω για εσάς."
♠♣♦
Το βράδυ είχε τυλίξει τα πάντα και ο πατέρας μου είχε αποχωρήσει για το ξέφωτο. Οι κάτοικοι ήταν ακόμη στα σπίτια τους και εγώ με τη σειρά μου πλησίασα τη μικρή φωτιά που είχαν στήσει οι φρουροί έξω από τη μικρή οικία και κάθονταν γύρω της. Ο αέρας είχε παγώσει και σήμανε σιγά σιγά την αρχή του χειμώνα. Στα χέρια μου κρατούσα μια οινοχόη με το καλύτερο κρασί του ανακτόρου και φόρεσα το καλύτερο χαμόγελό μου.
Οι φρουροί στάθηκαν όρθιοι μόλις με είδαν, μα τους έκανα νόημα να αναπαυθούν. "Μιας και η νύχτα προβλέπεται μεγάλη, σας έφερα να πιείτε κάτι ως ευχαριστήριο δώρο για την προσφορά σας και για τον κόπο σας." ανακοίνωσα.
Αμέσως εκείνοι χάρηκαν και άπλωσαν τα κύπελλα τους για να τους προσφέρω λίγο από το νόστιμο κρασί. Αυτό που δεν ήξερα ήταν πως είχα ανακατεμένο μέσα ένα πολύ καλό υπνωτικό. Μαζεύοντας βρυωνία, μαγκούτα, γερούλι και λίγο όπιο, τα έλιωσα σε ένα γουδί και τα έβρασα βγάζοντας τους χυμούς τους με προσοχή. Ανακατεύοντας τα με λίγη χολή κατσίκας και κρασί, κατάφερα να φτιάξω κάτι ακίνδυνο, προσφέροντας στους φρουρούς λίγες ώρες ύπνου.
Ύψωσαν τα κύπελλα τους υμνώντας τους θεούς και την μεγάλη ιέρεια τους και ήπιαν μονορούφι το κρασί. Ακούμπησα την οινοχόη στο έδαφος και πλησίασα εκείνον που κρατούσε τα κλειδιά της φυλακής. Μόλις με είδε να ακουμπάω το ζωνάρι του, προσπάθησε να σηκώσει το χέρι τους προς το μέρος μου, μα δεν τα κατάφερε. Είχε αρχίσει να παραλύει, ενώ οι υπόλοιπο δίπλα του έπεφταν σε ένα βαθύ ύπνο, ο ένας μετά τον άλλο. Πήρα τα κλειδιά του και όρμισα γρήγορα στη πόρτα της φυλακής. Ξεκλείδωσα και άνοιξα την θύρα διάπλατα. Όλοι πετάχτηκαν φοβισμένοι, μα τους έκανα νόημα να σωπάσουν. Πέρασα μέσα και βάλθηκα να ξεκλειδώνω τις αλυσίδες τους. Μια προς μία λύνονταν και δεν έμεινε κανείς δεμένος. Όλοι ήρθαν γύρω μου κλαίγοντας και φιλούσαν τα χέρια μου, σα να ήμουν η δικιά τους θεά. Τους τράβηξα βιαστικά έξω και πήρα ένα νέο δαυλό και τον άναψα στη φωτιά. Τον έδωσα στον πιο ικανό να οδηγήσει τους ανθρώπους έξω από εδώ και τους έδειξα τον δρόμο πίσω από την φυλακή.
"Είστε ελεύθεροι!" τους είπα, σπρώχνοντάς τους πίσω. "Φύγετε όσο έχετε καιρό! Ο πατέρας μου ήδη θα έχει καταλάβει πως δεν πάει κάτι καλά."
Έγνεψαν και στράφηκαν όλοι προς το μονοπάτι. Ένας ένας κατέβαιναν προσεκτικά, κρατώντας τα χέρια του μπροστινού τους. Δεν έμεινε κανείς πίσω, εκτός από τον Κάιλαν. Δεν μίλησε καθόλου. Παρά μόνο στεκόταν εκεί και με κοιτούσε. Του χαμογέλασα και πήρα το δρόμο του γυρισμού έτοιμη να αντιμετωπίσω αυτά που μου επιφύλασσε η θεά της ζωής και του θανάτου.
.............................................................................................................
Αυτά για σήμερααα! Ξέρω δεν είναι πολλά, αλλά κάπως πρέπει να τα καλύψω και εγώ τα γεγονότα.
Δύσκολη η ζωή της Κάλιντα και από τότε φαινόταν πως δεν θα είχε καλή κατάληξη.
Άραγε αξίζει την εξιλέωση; Και αν ναι, θα είναι μόνιμη ή προσωρινή μέχρι να πληρώσει για αυτά που έκανε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top