Η Χιονάτη του σήμερα ~ 4 ~

«Πώς; Πίτερ σε παρακαλώ...» ικέτευσε η Χιονάτη καθώς ο Πίτερ την τραβούσε έξω από την βίλα κατευθυνόμενοι προς το αμάξι.

«Άσε τα παρακάλια μικρή ανόητη και Πίτερ κοίτα να κρατήσεις την υπόσχεση σου αλλιώς...ξέρεις» τον απείλησε η Μάργκαρετ για ακόμη μια φορά πριν η Χιονάτη και ο Πίτερ μπουν στο αμάξι και εξαφανιστούν από το οπτικό της πεδίο.

Η Χιονάτη είχε μείνει άναυδη από την απάντηση του Πίτερ. Αλλά τι περίμενε; Τον απείλησε με την ζωή της μητέρας του. Η Χιονάτη δεν μπορούσε πλέον να κάνει τίποτα. Έτρεμε ολόκληρη και δεν γινόταν να σκεφτεί καθαρά.

Με το που πλησίασαν στο δάσος ο Πίτερ πάρκαρε το αμάξι και συνέχισαν το δρόμο τους με τα πόδια. 'Η στιγμή του τέλους μου έφτασε' σκέφτηκε η Χιονάτη τρομαγμένη.

Αφού είχαν μπει για τα καλά μέσα στο δάσος ο Πίτερ έβγαλε ένα τεράστιο μαχαίρι από τη ζώνη του και το σήκωσε ψηλά.

«Οχιιιιιι!!» τσίριξε με όλη της τη δύναμη η Χιονάτη κλείνοντας τα μάτια.

Ο Πίτερ είχε παγώσει στη θέση του και δεν μπορούσε με τίποτα να κουνηθεί. 'Πρέπει να το κάνεις αλλιώς θα σκοτώσει τη μητέρα σου... πρέπει' έλεγε συνεχώς στον εαυτο του όμως δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν ήταν δολοφόνος,  ένας απλός οδηγός ήταν.

«Τρέξε!!» φώναξε.

«Τι;» ρώτησε η Χιονάτη παραξενεμένη. Ηταν σίγουρη πως μέχρι τώρα θα την είχε ήδη σκοτώσει και εκείνος της ζητάει να τρέξει;

«Τρέξε σου είπα. Φύγε από δω όσο πιο γρήγορα μπορείς. Αυτήν είναι η μοναδική σου ευκαιρία να ζήσεις Χιονάτη. Πρόσεχε πολύ από εδώ και πέρα σε παρακαλώ.» της είπε ο Πίτερ ταρακουνοντας την από τους ώμους για να την κάνει να σκεφτεί καθαρά.

«Σε...σε ευχαριστώ!» φώναξε και άρχισε να τρέχει. Έτρεχε τόσο γρήγορα χωρίς να ξέρει που πήγαινε. Μερικά λεπτά αργότερα σταμάτησε λαχανιασμενη και κουρασμένη. Δεν ήξερε ούτε που ήταν, ούτε που σκόπευε να πάει.

Κοίταξε λίγο γύρω της και τότε πίσω από μερικά δέντρα είδε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι. Πλησίασε περισσότερο και χτύπησε την πόρτα. Δεν της άνοιξε κανείς. Ήταν έτοιμη να φύγει όταν είδε κάτω από μια μεγάλη, όμορφη γλάστρα ένα κλειδί. 'Πρεπει να ανοίγει  αυτή τη πόρτα' σκέφτηκε. Όμως δεν θεώρησε καθόλου σωστό να μπει μέσα χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη.

Κόντευε να βραδιάσει και η Χιονάτη φοβόταν έξω μόνη της στο δάσος. Η μόνη της επιλογή ήταν να πάρει το κλειδί και να μπει μέσα. Τόση ώρα που ήταν εκεί κανένας δεν ήρθε. 'Πρέπει να είναι εγκαταλελειμμένο' σκέφτηκε. Σίγουρα το να μείνει εκεί θα της πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια από το να είναι μέσα στο δάσος ολομόναχη.

Άρπαξε το κλειδί και άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα. Η Χιονατη χρειάστηκε να σκύψει λιγάκι για να περάσει κάτω από αυτήν. Όταν μπήκε μέσα προς μεγάλη της έκπληξη είδε επτά μικρά καρεκλακια και ένα τραπέζι στο κέντρο της κουζίνας. 'Μόνο παιδιά θα μπορούσαν να καθίσουν σε τόσο μικρές καρέκλες' κοίταξε παραξενεμένη.

Πήγε στον επάνω όροφο και εκεί βρήκε ένα μεγάλο υπνοδωμάτιο με επτά μικρά κρεβάτια. Περίεργο της φάνηκε όμως ήταν τόσο εξαντλημένη και ψυχικά κουρασμένη από όλη αυτήν τη μέρα που δεν κάθισε να αναρωτηθεί περισσότερο.

Με όση δύναμη της είχε απομείνει καθάρισε όλο το σπίτι στην εντέλεια, μαγείρεψε νόστιμο φαγητό και γέμισε τα βάζα με όμορφα λουλούδια. Στη συνέχεια, αφού έφαγε, ξάπλωσε στον καναπέ και την πήρε ο ύπνος.

                                  ~ ★ ~
                                 

Την ίδια ώρα ο Πίτερ είχε μόλις φύγει από το κρεοπωλείο απ' όπου και αγόρασε μια καρδιά γουρουνιού. Κατευθυνόταν στη βίλα και είχε σκοπό να παρουσιάσει στην Μάργκαρετ την καρδιά του γουρουνιού ως την καρδιά της Χιονάτης. Είχε τρομερό άγχος και ήλπιζε να μην τον καταλάβει. Ήξερε πως είχε κάνει το σωστό που δεν έκανε κακό στη Χιονάτη γιατί δεν έφταιγε σε τίποτα. Ήταν πολύ καλή κοπέλα και την είχε πάντα στο μυαλό του με όλα αυτά που περνούσε τόσο καιρό κοντά στην πανούργα μητριά της.

Όταν έφτασε στη βίλα, ευχήθηκε σιωπηλά η Χιονάτη να έχει βρει κάπου να μείνει και να είναι ασφαλής τώρα που είχε νυχτώσει κι έπειτα κατέβηκε από το αμάξι.

Η Μάργκαρετ άνοιξε την πόρτα πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι και αμέσως κατάλαβε πως τον περίμενε κοιτώντας από το παράθυρο.

«Επιτέλους Πίτερ, νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν ποτέ! Πες μου τώρα. Τακτοποιήθηκε το θέμα μας;» τον ρώτησε γεμάτη αγωνία και ενθουσιασμό.

«Μάλιστα κυρία Μάργκαρετ. Εδώ είναι αυτό... αυτό που μου ζητήσατε.» κόμπιασε εκείνος και έτινε το κουτί με την καρδιά προς το μέρος της.

Εκείνη το άρπαξε χωρίς κανένα δυσταγμό και το άνοιξε με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Κοίταξε μέσα στο κουτί και στην συνέχεια στράφηκε στον Πίτερ.

«Αυτήν η καρδιά δεν είναι...» ξεκίνησε να λέει και ο Πίτερ σφίχτηκε στη θέση του.

«...ότι καλύτερο θα μπορούσα να δω πριν πάω για ύπνο; Μα φυσικά και ναι! Μπράβο σου χρυσό μου έκανες σπουδαία δουλειά. Δεν σου κρύβω ότι πίστευα πως δεν ήσουν ικανός για κάτι τέτοιο, όμως με εξέπληξες ευχάριστα.» συνέχισε την πολυλογία της η Μάργκαρετ και ο Πίτερ άφησε την ανάσα που κρατούσε για ώρες μέχρι να σιγουρευτεί πως όλα θα πάνε καλά.

Βέβαια δεν ήξερε αν η Χιονάτη ήταν καλά και που βρισκόταν όμως δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει να την συναντήσει ξανά όσο κι αν το ήθελε. Έπρεπε να την προστατέψει από την κακιά μητριά της κι αυτό θα το κατάφερνε μόνο αν εκείνη πίστευε πως η Χιονάτη ήταν νεκρή.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top