Κεφάλαιο 5: Nicholas

Σκούρα κόκκινα μαλλιά, χείλη βαμμένα με το ίδιο κόκκινο χρώμα, πράσινα μεγάλα μάτια.

Η παρουσία της τριγυρνούσε όλο το βράδυ στο μυαλό μου.

Κόκκινο φόρεμα που σερνόταν στο πάτωμα και αγκάλιαζε κάθε της καμπύλη, σκίσιμο στο πλάι που αποκάλυπτε τα ψηλά της πόδια...και εκείνο το σημάδι στο πίσω μέρος του λαιμού της, στον σβέρκο της. Έκλεψα μια ματιά όταν έκανε το κεφάλι της στροφή και τα μακριά της μαλλιά στριφογύρισαν και εκείνα.

Έμοιαζε σαν να σχημάτιζε ένα λουλούδι, κάτι σαν τριαντάφυλλο. Σαν ένα σημάδι από αυτά που αποκτάς πριν γεννηθείς και για κάποιο λόγο η εικόνα του πίσω από τον λαιμό της είχε κολλήσει στο μυαλό μου και ηλέκτριζε όλο μου το κορμί.

Ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι με το χέρια μου πίσω από το κεφάλι και περίμενα να με πάρει ο ύπνος, αλλά δεν φαινόταν να έρχεται σύντομα σε μένα.

Προχώρησα προς την κουζίνα να πιώ λίγο νερό και να την βγάλω για απόψε από το μυαλό μου αλλά ήταν ακόμη εκεί.

Κόκκινα μαλλιά, κόκκινα χείλη, πράσινα μάτια.

Όπου πήγαινα την έβλεπα μπροστά μου και ούτε καν την ήξερα. Το μόνο που ήξερα για αυτήν ήταν το όνομα της, Rose και ότι κατοικούσε στο μυαλό μου.

Στεκόταν μέσα στο πλήθος, αλλά ξεχώριζε σαν όλοι οι προβολείς να είχαν γυρίσει πάνω της. Όταν ο πατέρας μου είπε πως περιμένει να γνωρίσω μια πριγκίπισσα στον χορό, είχα θυμώσει αλλά ήξερα πως για το καλό του σύντομα-λαού μου, έπρεπε να παντρευτώ μια γυναίκα με βασιλικό αίμα, μια πριγκίπισσα.

Σύντομα θα ήμουν ο βασιλιάς αυτού του λαού και είναι καθήκον μου να τον προστατέψω γι' αυτό δεν έφερα περεταίρω αντιρρήσεις.

Η ιδέα του γάμου ποτέ δεν με συνάρπαζε, η ιδέα της δέσμευσης γενικά, η ιδέα του να μοιράζομαι την ζωή μου με ένα άτομο, να κάνω τα πάντα για ένα άτομο, να αγαπώ ένα άτομο. Όλα αυτά έμοιαζαν ασφυκτικά γι' αυτό και τα απέφευγα μέχρι σήμερα.

Όταν όμως τα μάτια μου έπεσαν πάνω της, σκέφτηκα πως τελικά ίσως κατάφερνα να παντρευτώ από έρωτα και όχι από συμφέρον.

Δεν ήμουν ερωτευμένος μαζί της, αυτό θα ήταν παράλογο δεν την έχω καν γνωρίσει ακόμη. Αυτό που ήμουν ήταν...μαγεμένος, ναι, αυτή θα ήταν η λέξη.

Ήθελα να την ξανά δω.

Πριν την δω, δεν είχα όρεξη ούτε να χορέψω, ούτε να μιλήσω, ούτε καν να χαμογελάσω από ευγένεια. Απέρριπτα ευγενικά όσες με πλησίαζαν - κάποιες από ενδιαφέρον και άλλες από συμφέρον-. Δεν ήταν μόνο η ομορφιά της που την έκανε να κολλήσει στο μυαλό μου, είχα δει πολλές όμορφες γυναίκες στη ζωή μου, αλλά εκείνη είχε κάτι διαφορετικό, κάτι για εμένα μοναδικό.

Όταν έφυγε, ήθελα να φύγω και εγώ. Όταν την είδα ήξερα πως δεν ήθελα να χορέψω με καμία άλλη και αυτό έκανα, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες.

Ίσως να υπερβάλλω, ίσως να ενθουσιάζομαι πολύ νωρίς αλλά δεν μπορώ να σταματήσω εκείνο το γαργαλητό στην κοιλιά μου και το χειρότερο ήταν πως δεν είχα ξανά νιώσει.

____

"Μαμά; είσαι στα αλήθεια εσύ;" Έτριψα τα μάτια μου να δω αν ονειρεύομαι αλλά εκείνη στεκόταν ακόμη εκεί, ντυμένη με το άσπρο της φόρεμα που αγαπούσε τόσο, ανάμεσα στα κόκκινα τριαντάφυλλα που αγαπούσε τόσο.

Άρχισα να περπατάω προς το μέρος της και πριν το καταλάβω, τα πόδια μου αύξησαν την ταχύτητα τους και τώρα έτρεχα σε αυτήν. Φοβήθηκα πως αν αργούσα λίγο, θα είχε φύγει και δεν θα άντεχα να την χάσω ξανά.

Έφτασα απέναντι της και όταν τα μάτια μου βρήκαν τα δικά της, χαμογέλασε και τέντωσε το χέρι της για να το πιάσω. Τέντωσα και εγώ το δικό μου αλλά λίγο πριν τα χέρια μας ακουμπήσουν δεν ήταν πια εκεί.

Είχε εξαφανιστεί και ήμουν μόνος ανάμεσα στα κόκκινα τριαντάφυλλα.

Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε στην προσπάθεια του να αποκτήσει ξανά τον κανονικό του ρυθμό. Κοίταξα το μεγάλο ρολόι στον τοίχο απέναντι μου και είχε σχεδόν μεσημεριάσει.

Ανακάτεψα τα μαλλιά μου με τα χέρια μου και ο ιδρώτας από το πρόσωπο μου είχε κυλήσει στο γυμνό μου στήθος, αλλά το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Σήμερα ήταν η πρώτη φορά μετά από δεκαέξι χρόνια που ονειρεύτηκα την μητέρα μου.

Το αγαπημένο της φόρεμα, τα αγαπημένα της λολούδια και εγώ.

____

Η τραπεζαρία ήταν όπως κάθε μεσημέρι ήσυχη. Το μόνο που μπορούσες να ακούσεις ήταν τα μαχαιροπήρουνα που κτυπούσαν τα πιάτα όταν ξάπλωναν πάνω τους, τα υγρά όταν γέμιζαν τα ποτήρια και τα δάκτυλα του πατέρα μου που κτυπούσαν ανυπόμονα στο λευκό τραπέζι.

Ήξερα τι περίμενε.

"Λοιπόν; ευελπιστώ πως έκανες την επιλογή σου." Είπε αυστηρά χωρίς να με κοιτάζει. Όταν άργησα να απαντήσω τέσσερα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω μου.

"Έτσι πιστεύω πατέρα," ένα μικρό χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στο πρόσωπο του και συνέχισε ξανά να τρώει το γεύμα του αλλά το βλέμμα του αδελφού μου ήταν ακόμη στραμμένο πάνω μου "αν ενδιαφέρεται και εκείνη." Πρόσθεσα και ο πατέρας μου σταμάτησε να κόβει το κοτόπουλο του και με κοίταξε ξανά.

"Φυσικά και θα ενδιαφέρεται γιέ μου. Αν όμως δεν το κάνει, επιλογές υπάρχουν πολλές, θα βρεις άλλη." Αλλά εγώ δεν ήθελα άλλη, δεν ήξερα καλά-καλά αν ήθελα εκείνην. Ίσως να ήταν ένας ενθουσιασμός που θα μου περνούσε το επόμενο πρωί, αλλά αυτό είπα και χθες και τελικά δεν μου πέρασε αλλά όλο και μεγάλωνε.

Διάβασα τέσσερις φορές τα ονόματα όλων των γαλαζοαίματων γυναικών από όλα τα παλάτια του κόσμου και όμως η μόνη Rose που κατάφερα να βρω είχε πεθάνει πριν έξι χρόνια στην ηλικία των σαράντα επτά ετών και ήταν σουλτάνα της Αραβίας.

Αν έλεγα στον πατέρα μου πως η μοναδική γυναίκα που γνώρισα χθες και μου άρεσε δεν υπήρχε πουθενά στον χάρτη, θα πίστευε πως το έκανα επίτηδες, πως την επινόησα για να κερδίσω χρόνο.

Ο χορός όμως ήταν ανοικτός, γυναίκες χωρίς τίτλους είχαν επίσης παρεβρεθεί εκεί. Θα μπορούσε να ήταν μια από αυτές και το ενδεχόμενο αυτό δεν είχε περάσει λεπτό από το μυαλό μου όσο χανόμουν στα μάτια της όλο το βράδυ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top