Κεφάλαιο 44: Viviana
4 μήνες μετά
Δεν περίμενα ποτέ την τροπή που θα έπαιρνε η ζωή μου από την μια στιγμή στην άλλη. Δεν θα άλλαζα όμως τίποτα.
Λένε πως ήμαστε οι επιλογές μας. Οι δικές μου ήταν αυτές.
Ήμουν με τον άντρα που αγαπούσα. Δεν χρειαζόταν πια να κρυβόμαστε. Κανένας δεν μπορούσε να μπει εμπόδιο.
Δεν ήξερα πως ήταν δυνατό κάποιος να νιώθει τόσο γεμάτος, τόσο ζωντανός.
Κάθε φορά που με κοιτούσε έλιωνα. Πίστευα στα αλήθεια πως τα πόδια μου δεν θα με έσωναν και θα έπεφτα. Ήξερα όμως πως πάντα θα με έπιανε. Πως πάντα θα είναι εκεί. Κάθε φορά που με ακουμπούσε, ανατρίχιαζα από την ζέστη του κορμιού του. Ήταν τόσο οικεία αλλά τόσο πρωτόγνωρη ταυτόχρονα. Σαν να μην με είχε ακουμπήσει ποτέ, αλλά όταν το έκανε ήξερα πως το είχε κάνει άπειρες φορές.
Ζούσα στο σπίτι μου. Στο παλάτι της οικογένειας μου στην Βερόνα. Ήταν πιο όμορφο από όσα είχα φανταστεί.
Μπεζ τοίχοι με ολόχρυσα έπιπλα και ένας τεράστιος κήπος γεμάτος λουλούδια. Κυρίως μετά τις νέες προσθήκες από το ανθοπωλείο των γονιών μου. Είχαμε μέχρι και δωμάτιο ξιφασκίας για τον Nicholas και τον αδερφό του όταν μας επισκέπτεται. Είχαμε και ένα δωμάτιο για εμένα, γεμάτο με όλα τα εργαλεία που χρειάζομαι για να σχεδιάζω και να ράβω ρούχα.
Σήμερα ήμουν αφεντικό του εαυτού μου. Έφτιαχνα ρούχα για εμένα και την οικογένεια μου. Κυρίως για την Lia που κάθε μέρα έβρισκε και κάτι καινούριο που ήθελε να προσθέσει στην ντουλάπα της, όπως έλεγε. Δεν με ένοιαζε όμως. Μου άρεσε να κάνω αυτό που αγαπώ για αυτούς που αγαπώ.
Και ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον να καταφέρω να φτιάξω την δική μου μάρκα ρούχων. Να πραγματοποιήσω ακόμη ένα από τα όνειρα μου. Εκείνο που εξαρχής με οδήγησε εδώ που είμαι σήμερα.
Ήμουν η Βασίλισσα της Ιταλίας.
Όπως ακριβώς προοριζόμουν να γίνω.
Δεν είχα ιδέα τι έκανα. Είχα όμως όσους με νοιάζονται να με καθοδηγούν.
"Viviana, έλα επιτέλους"
"Έρχομαι" φώναξα από τον κήπο. Έκοψα μερικά κόκκινα τριαντάφυλλα για να τα βάλω στο άσπρο βάζο που μας έφερε η μαμά μου. Η Lia μου φώναξε ήδη τρεις φορές να έρθω πίσω στο τραπέζι μαζί τους.
Έβαλα τα λουλούδια μέσα στο βάζο στο γυάλινο τραπέζι στην αυλή και κάθισα μαζί τους. O Nicholas έβαλε το χέρι του στο πόδι μου και συνέχισε να ακούει την συζήτηση.
"Δηλαδή έχεις δική σου αλυσίδα café;" Ρώτησε ο Henry με απορία.
"Προς το παρόν ανήκει στον πατέρα μου αλλά θα γίνει δικιά μου" ο Ethan κοίταξε την Lia. Κράτησαν τα βλέμματα τους για λίγο πριν η Lia κοιτάξει ξανά εμάς. Ο Ethan όμως συνέχισε να την κοιτάζει.
Ήξερα πως η Lia ένοιωθε το βλέμμα του πάνω της αλλά έκανε πως δεν τον έβλεπε. Πάλευε με τον εαυτό της να μην τον κοιτάξει. Φαινόταν από τον τρόπο που έξυνε τον αγκώνα της. Το έκανε πάντα όταν είχε άγχος.
Χαμογέλασα κρυφά, βάζοντας το καλαμάκι του χυμού στο στόμα μου για να κρύψω τον γέλιο μου. Όσο και να έλεγε πως τον μισά, ήξερα πως αυτό ήταν η μισή αλήθεια. Ήξερα όμως πως δεν θα το παραδεχόταν.
Ήταν ίδιοι και το ήξεραν.
Μισούσαν στον άλλον τα κομμάτια που μισούσαν στον εαυτό τους.
"Τι θα γίνει επιτέλους με αυτή την βαρετή συζήτηση;" Ρώτησε η Lia με ένα ψεύτικο χασμουρητό. Ούτε μεσημέρι δεν ήταν ακόμα. "Θα παίξουμε κανένα επιτραπέζιο;"
"Παίξαμε ήδη τέσσερα" απάντησε ο Ethan και εκείνη τον κοίταξε αμέσως με ένα βλέμμα που αν σκοτώνει, θα σκότωνε.
Ήμουν σίγουρη πως θα το είχε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Σίγουρα πήρε άπειρα τέτοια βλέμματα από την Lia.
"Ναι ε; ας παίξουμε ακόμη ένα τότε να γίνουν πέντε" έδειξε με το χέρι της πέντε δάχτυλα μπροστά στο πρόσωπο του.
Ο Henry είχε σκάσει στα γέλια και εγώ προσπαθούσα ξανά να κρατήσω το δικό μου. Είδα με την άκρια του ματιού μου τον Nicholas να κάνει το ίδιο.
Το φλερτ μεταξύ του Henry και της Lia's τέλειωσε την μέρα που άρχισε. Από την πλευρά της Lia's τουλάχιστον, γιατί ο Henry προσπάθησε αρκετές φορές να μάθει από εμένα αν μου είπε η Lia κάτι για εκείνον.
Δεν ήθελα να τον απογοητεύσω, αλλά αν του έλεγα την αλήθεια θα το έκανα.
Τελικά μέχρι και εκείνος είχε αλλάξει, είχε κάπως ωριμάσει. Σταμάτησε να φιλιέται κρυφά με γυναίκες από το παλάτι και άρχισε να παίρνει την ζωή πιο σοβαρά.
"Πάω να φέρω ένα επιτραπέζιο που θα σας αρέσει σίγουρα" μπήκα μέσα στο σαλόνι. Μια γυναίκα στεκόταν εκεί. Με κοίταζε παγωμένη. Παραξενεύτηκα ποιος της άνοιξε χωρίς να μας ρωτήσει.
Δεν την είχα ξανά δει. Ένιωσα να ανατριχιάζω όσο με πλησίαζε διστακτικά.
Δεν μπορεί.
Σταμάτησε απέναντι μου. Η καρδιά μου κτυπούσε με ένα παράξενο ρυθμό. Ξεροκατάπια και προσπάθησα να την ρωτήσω ποια είναι και τι θέλει εδώ αλλά δεν μπορούσα. Χαμογέλασε δειλά. "Il mio cuore;" η φωνή της ήταν φιλόξενη, διστακτική. Το πρόσωπο της συννεφιασμένο με λάμψη όμως στα πράσινα της μάτια.
Καρδιά μου.
Το είχα ξανά ακούσει αυτό.
Δεν ήταν τα κόκκινα της μαλλιά που την πρόδιδαν. Ήταν κάτι άλλο. Η οικειότητα που ένιωθα τώρα μαζί της.
"Mamma;" Η φωνή μου ήταν διστακτική. Τρομαγμένη πως μπορεί να κάνει λάθος.
Έλαμψε το πρόσωπο της. Σαν να ήθελε να το ακούσει εδώ και χρόνια.
Αυτή την φορά δεν με πλησίασε εκείνη. Εγώ το έκανα. "Andrea, καρδιά μου" δεν είχα συνηθίσει ακόμη σε αυτό το όνομα. Βασικά κανείς δεν με αποκαλούσε έτσι.
Δεν ήθελα, αλλά από το στόμα της ακούστηκε διαφορετικά. Ίσως γιατί σε εκείνην ακουγόταν σωστό. Γιατί έτσι με ήξερε, ως Andrea. Ξαφνικά φαινόταν σωστό και σε εμένα.
Viviana-Andrea Vaux, Alvera.
Μάλλον θα έπρεπε από εδώ και πέρα να συνηθίσω το καινούριο μου όνομα.
Κούνησε τα χέρια της διστακτικά σαν να ήθελε να με αγκαλιάσει. Ένα δάκρυ έτρεξε στο μάγουλο της και δεύτερο και τρίτο, όμως χαμογελούσε.
Την αγκάλιασα και έκανε αμέσως το ίδιο.
Σφικτά. Σαν να το είχε ανάγκη.
Τα χέρια της ακουμπούσαν τα μαλλιά μου. Πάνω, κάτω, πάνω, κάτω. Αργά.
Αναρωτήθηκα αν μου το έκανε αυτό παλιά γιατί θα ορκιζόμουν πως έμοιαζε οικείο.
"Πως με βρήκες;" Με άφησε από την αγκαλιά της.
"Είχα πει στην Liana και στον Peter αν ποτέ μάθεις την αλήθεια πως θέλω να το ξέρω. Δεν μπορούσα να μην σε δω. Έζησα μακριά σου είκοσι χρόνια σε ένα μικρό χωριό στην Dreamland για να σε προστατέψω" Όλη μου την ζωή βρισκόταν τόσο κοντά μου και ούτε που το ήξερα.
"Το ξέρω, μου είπαν οι γονείς μου τι έγινε εκείνη την μέρα" δεν πίστευα ποτέ πως θα ερχόταν η μέρα που η μαμά μου, η γυναίκα που με γέννησε θα στεκόταν μπροστά μου. Πάντα την πίστευα νεκρή. "Όλα αυτά τα χρόνια μάθαινα για σένα. Ποτέ δεν σε ξέχασα. Να είμαι μακριά σου ήταν ότι πιο δύσκολο έκανα ποτέ. Όμως ήταν καλύτερο από το να είμαι κοντά σου και να κινδυνεύεις" δεν με ένοιαζε το παρελθόν. Με ένοιαζε μόνο το παρόν και τώρα η μαμά μου ήταν μαζί μου.
Μακάρι να ήταν εδώ και ο μπαμπάς μου.
Γνώρισα στους άλλους την μαμά μου, η Lia ξετρελάθηκε με το όνομα της, είπε πως στο επόμενο της βιβλίο θα έλεγε την πρωταγωνίστρια της Bella. Χαιρόμουν που είχε αλλάξει γνώμη για την συγγραφή.
Ήξερα πως δεν έπρεπε να παρατάμε τα όνειρα μας για κανένα λόγο.
Αν το έκανα, σήμερα δεν θα ήμουν εδώ.
____
"Nicholas, δεν θέλω να σου το χαλάσω αλλά σήμερα δεν είναι τα γενέθλια μου" γέλασε και συνέχισε να με καθοδηγεί. Άκουγα το νερό της θάλασσας από δίπλα μας.
"Το ξέρω"
"Τότε τι έκπληξη είναι αυτή;" Μου είχε πει πως θα πάμε για δείπνο σε ένα εστιατόριο.
Πριν κατεβούμε από το αυτοκίνητο μου έκλεισε τα μάτια με μια άσπρη κορδέλα - που δήθεν είχε βρεθεί τυχαία μέσα στο αυτοκίνητο - και όταν τον ρώτησα για εικοστή φορά γιατί πρέπει να κλείσω τα μάτια μου, είπε πως μου ετοίμασε μια έκπληξη. Με είχε φάει η αγωνία και συνέχιζε να μην μου λέει τον λόγο της έκπληξης.
"Έτοιμη;" Άφησε ένα φιλί στο πίσω μέρος του λαιμού μου.
Ακούμπησα με τα δάχτυλα μου το κολιέ της μαμάς του που βρισκόταν πάνω στον λαιμό μου και έβγαλε την κορδέλα από τα μάτια μου πριν προλάβω να απαντήσω.
Έτριψα τα μάτια μου για να επεξεργαστώ τον χώρο γύρο μας.
Ήταν πανέμορφα. Ήμασταν σε μια παραλία με καταγάλανα νερά.
Έμοιαζε με εκείνη που είχαμε πάει κάποτε.
Τα κύματα κτυπούσαν στους βράχους και η μυρωδιά της θάλασσας με το κρύο αεράκι σε έκαναν να ανατριχιάζεις.
Ήταν λίγες ώρες μετά από το ηλιοβασίλεμα αλλά στην άμμο υπήρχαν μικρά φαναράκια με ζεστό κίτρινο φως που σχημάτιζαν ένα μονοπάτι ανάμεσα τους.
Είχα ανατριχιάσει, αλλά δεν ήταν μόνο από την ψύχρα του καιρού. Έτριψα τα χέρια μου πάνω στο κόκκινο ύφασμα του σατινένιου μου φορέματος. Εκείνο το μακρύ που φορούσα στο χορό μασκέ στο παλάτι, όταν γνώρισα τον άντρα με τα πράσινα μάτια και τα ζεστά χέρια που στεκόταν τώρα μπροστά μου και μου κρατούσε το χέρι.
Τον κοίταξα με σουφρωμένα φρύδια, η απορία μου ήταν εμφανής. "Αυτό δεν μοιάζει με εστιατόριο"
"Και τότε αυτό τι είναι;" Είπε δείχνοντας το στρογγυλό ξύλινο τραπεζάκι κοντά στην θάλασσα.
Είχε κάτω στην άμμο δίπλα του, ένα ψάθινο καλαθάκι με μια κόκκινη πετσέτα.
Δίπλα του ήταν ένας ασημένιος κουβάς με πάγο και σαμπάνιες σε μαύρα μπουκάλια. Όλα αυτά ήταν υπέροχα.
Το καλύτερο όμως ήταν η πίτσα σε σχήμα καρδιάς στην μέση του τραπεζιού.
"Μήπως είναι τα δικά σου και γενέθλια και τα έχω ξεχ-" γύρισα πίσω μου και ο Nicholas καθόταν στο δεξί του γόνατο μπροστά μου. Άφησα μια πνιχτή εισπνοή έκπληξης όταν είδα το κόκκινο κουτάκι στο χέρι του μπροστά μου. Γέλασε όταν είδε την έκπληξη μου αλλά δεν μπορούσα να κάνω το ίδιο.
Είχα σοκαριστεί, η καρδιά μου έτρεχε γρήγορα όσο η μιλιά μου είχε κοπεί.
"Principessa," κούνησα το κεφάλι μου μη μπορώντας να το πιστέψω. Δεν ήθελα να κλάψω αλλά τα μάτια μου άρχισαν ήδη να με καίνε. "passerai il resto della tua vita con me?"
Αυτό δεν ήταν το τέλος μας.
Ήταν μόνο η αρχή.
ΤΕΛΟΣ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top