Κεφάλαιο 39: Nicholas
Απόψε την περίμενα. Περίμενα να έρθει στα όνειρα μου και να τα στοιχειώσει όπως φαίνεται πως της αρέσει να κάνει.
Βρισκόταν ανάμεσα στα κόκκινα τριαντάφυλλα, ήταν όμορφα όπως πάντα, αλλά σήμερα τα μισούσα. Φορούσε το άσπρο της φόρεμα, συνήθως μου έφερνε γαλήνη, τώρα μόνο θυμό.
Πήγα κοντά της και στάθηκα μπροστά της. Το χαμόγελο της τώρα δεν έφερνε ζεστασιά, μόνο ένα κρύο που γέμιζε το κενό στην καρδιά μου.
Περίμενε πάλι να πιάσω το χέρι της, δεν λαχταρούσα όμως να το ακουμπήσω όπως πάντα. Τώρα ήθελα μόνο να ξυπνήσω. Τέντωσα το χέρι μου και άνοιξα τα μάτια μου μόλις εξαφανίστηκε όπως πάντα, αλλά τώρα δεν με ένοιαζε.
Είχα βαρεθεί με αυτό τον εφιάλτη σχεδόν κάθε βράδυ. Δεν με ένοιαζαν τα παιχνίδια που μου έπαιζε το μυαλό μου. Με ένοιαζε μόνο το κορίτσι που μου έκλεψε την καρδιά και εγώ της την ράγισα.
Δεν ήθελα να κοιμηθώ στο παλάτι, υποτίθεται πως θα φεύγαμε, πως τώρα θα ήμασταν μαζί κάπου μακριά από εδώ. Θα ήμασταν ευτυχισμένοι. Τώρα αυτή η λέξη δεν θα μπορούσε να μας χαρακτηρίσει. Έπρεπε όμως να κοιμηθώ εδώ για να μπορέσω να την βρω. Για τον ίδιο λόγο που προσποιήθηκα πως πίστεψα τις κατηγορίες του Lorenzo ότι έκλεψε το κολιέ της Ana's. Ήξερα πως δεν το έκανε. Δεν έπρεπε όμως να το παραδεχτώ. Έπρεπε να παίξω τον ρόλο μου και το έκανα. Δεν πίστεψα ότι θα άφηναν την Viviana να φύγει από το παλάτι χωρίς να τιμωρηθεί. Είδα το ύφος του πατέρα μου και ήταν αρκετό για να καταλάβω πως δεν θα πήγαινε κόντρα στην ξεκάθαρη επιθυμία του Lorenzo να την βάλει στο μπουντρούμι. Στεκόταν αμίλητος, αδιάφορος. Ίσως και να χαιρόταν γιατί έτσι δεν θα μπορούσαμε να φύγουμε μαζί. Μπορεί να πίστεψε πως αν μας χώριζαν, θα γυρνούσα στον θρόνο μου και θα συνέχιζαν τα σχέδια τους για τον γάμο μου. Σαν να μην έγινε τίποτα. Όμως έγινε.
Σκέφτηκα πως αν προσποιούμουν πως πίστεψα τις κατηγορίες κατά της, θα μπορούσα να μείνω ένα ακόμη βράδυ στο παλάτι και να πάω να την ελευθερώσω και να φύγουμε κρυφά.
Ήδη την είχα αφήσει εκεί μέσα τόσες ώρες. Ήξερα όμως πως δεν μπορούσα να πάω όταν την πήγαν στο μπουντρούμι γιατί θα ήταν αδύνατο να περάσω χωρίς να με δουν. Ήξερα πως λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα, οι φρουροί μας αλλάζουν βάρδιες. Θα έκανα και εγώ το ίδιο.
Πήγα στο δωμάτιο με τις στολές τους και φόρεσα και εγώ μια. Αν ντυνόμουν φρουρός, θα άλλαζα βάρδια μαζί με τους άλλους και δεν θα με καταλάβαιναν. Θα έδιωχνα τους άλλους φρουρούς με κάποια δικαιολογία και θα έπαιρνα την Viviana μαζί μου. Όταν θα καταλάβαιναν πως λείπει, θα ήταν πλέον αργά.
Δεν ήθελα να κοιμηθώ σε περίπτωση που δεν ξυπνούσα στην ώρα μου, αλλά παρά την αγωνία μου κατάφερε η αυπνία των προηγούμενων ημερών να κερδίσει.
Η μάσκα ήταν αποπνικτική, την έβγαλα για λίγο να αναπνεύσω μέχρι να ερχόταν η ώρα να αναλάβω δράση. Κοιτούσα τριγύρω μου. Είχα χρόνια να βγω έξω στην αυλή τέτοια ώρα.
Έκατσα στο γρασίδι, ήταν βρεγμένο ίσως από την υγρασία. Ήταν πολύ σκοτεινά αλλά δεν φοβόμουν. Ο μπαμπάς μου έλεγε πως οι πρίγκιπες είναι γενναίοι και δυνατοί. Άρα αφού είμαι πρίγκιπας, είμαι και εγώ γενναίος και δυνατός.
Κοιτούσα τον ουρανό, είχε πολλά αστέρια. Ίσως και εκείνη να ήταν ένα από αυτά. Ή μήπως κάποιο άλλο που δεν είχε έρθει ακόμα, μπορεί να κοιμόταν. Αν δηλαδή κοιμούνται τα αστέρια. Θα μπορούσαν. Άκουσα εξάλλου πριν λίγες μέρες τον μπαμπά μου να λέει στον αδερφό μου πως πρέπει να κοιμόμαστε για να ήμαστε δυνατοί. Άρα και τα αστέρια έπρεπε να κοιμούνται. Η μαμά μου εξάλλου ήταν δυνατή, άρα θα ήταν το μεγαλύτερο αστέρι από εκείνα στον ουρανό. Θα μπορούσε όμως να είναι το φεγγάρι, γιατί είναι μοναδικό. Δεν υπάρχουν άλλα σαν εκείνο. Έτσι άκουσα τον μπαμπά μου να λέει μια νύχτα στην μαμά μου. Όχι ότι είναι φεγγάρι, ότι είναι μοναδική και ξεχωριστή. Όταν τον άκουσα να της το λέει και εκείνη χάρηκε, ήξερα πως θέλω να παντρευτώ και εγώ ένα κορίτσι που θα είναι μοναδικό και ξεχωριστό. Ήθελα να της το πω για να χαρεί και εκείνη όπως η μαμά μου. Για να ξέρει πως την αγαπώ. Όπως αγαπούσε ο μπαμπάς μου την μαμά μου.
Είδα τους φρουρούς να φεύγουν, τώρα θα τέλειωνε η βάρδια τους και άρχισα να τους πλησιάζω. Μέσα από την πανοπλία και την μάσκα δεν θα με καταλάβαιναν.
Πέρασα από δίπλα τους, βιάζονταν τόσο να τελειώσουν που ούτε που μου μίλησαν. Αυτό ήταν καλό και ακόμη καλύτερο ήταν πως δεν υπήρχαν ακόμη άλλοι φρουροί εκτός από εμένα. Τα κελιά ήταν άδεια. Δεν συνηθίζαμε να συλλαμβάνουμε κόσμο. Δεν είχαμε πολλά κελιά και σε κανένα δεν βρισκόταν η Viviana. Δεν ήξερα αν πρέπει να χαρώ ή όχι. Άρχισα να αγχώνομαι. Πως γίνεται να μην ήταν εδώ; Την άφησαν ήδη ελεύθερη; Θα μου το έλεγε.
Ή και όχι.
Δεν θα μου το έλεγε αν νόμιζε πως πίστεψα ότι έκλεψε εκείνο το κολιέ. Άρχισα να ιδρώνω και η πανοπλία δεν βοηθούσε καθόλου.
Άκουσα βήματα. Θα ήταν οι επόμενοι φρουροί. Εκείνοι θα ήξεραν τι έγινε. Εκείνοι θα της άνοιξαν.
"Henry;" ο αδερφός μου ήταν το τελευταίο άτομο που περίμενα να βρω εδώ.
Με κοίταξε με απορία "Nicholas; Εσύ είσαι;"
"Είδες κάποιον άλλον να έρχεται;" Έπρεπε να βεβαιωθώ πως ήμαστε μόνοι μας.
"Όχι δεν είδα κανέναν. Γιατί είσαι ντυμένος έτσι;"
Έβγαλα την μάσκα. Γέμισα ξανά με καθαρό αέρα. Τον χρειαζόμουν για να μπορέσω να σκεφτώ. "Εσύ τι κάνεις εδώ;" ρώτησα αποφεύγοντας την ερώτηση του.
Κοίταξε πίσω του για να σιγουρευτεί πως δεν υπάρχει κανείς "Ήρθα για να βρω την Viviana" τον κοίταξα με απορία. "Πριν μέρες προσπάθησα να της μιλήσω για κάτι. Προσπάθησα να το πω και σε εσένα, αλλά κανείς σας δεν άκουγε και-" σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Έμοιαζε τρομαγμένος. Είχα αρχίσει και εγώ να τρομάζω περισσότερο "δεν πίστεψα αυτά που είπε ο Βασιλιάς Lorenzo πριν.
Στην αρχή ήμουν προβληματισμένος αλλά μετά άρχισαν οι σκέψεις μου να βγάζουν νόημα και- "
"Απλά πες μου τι έγινε" η Viviana δεν ήταν εδώ και ένοιωθα πως τελικά δεν ήταν για καλό. Δεν ήθελα να χάνω άλλο χρόνο. Έχασα ήδη αρκετό. "Αλλά πάμε έξω" Κρυφτήκαμε στην αυλή κάπου απομακρυσμένα.
"Εκείνη την μέρα που είπα ότι είδα ένα πορτραίτο μιας οικογένειας με μια μητέρα και κόρη να έχουν το ίδιο κόκκινο χρώμα μαλλιών με εκείνο της Viviana's, θυμήθηκα ποιας οικογένειας ήταν. Το έψαξα και στο διαδίκτυο για να βεβαιωθώ" Τι το τόσο σημαντικό μπορεί να είχε ένα χρώμα μαλλιών και τον απασχολούσε τόσο; Κατάλαβε πως δεν είχα άλλη υπομονή και συνέχισε γρήγορα ξανά να μιλά "Ήταν η οικογένεια της Ana's. Οικογένεια Alvera, δεν θυμάμαι ποια χρονολογία αλλά τότε η Viviana ήταν σίγουρα περίπου στην ηλικία εκείνου του κοριτσιού στο πορτραίτο"
Υψώθηκαν τα φρύδια μου από την έκπληξη. Δεν γινόταν αυτό να είναι αλήθεια. Δεν είχε λογική. Δεν είναι η μόνη με τέτοιο χρώμα μαλλιών. "Λες δηλαδή ότι ήταν η Viviana;"
"Πρώτα σκέφτηκα ότι ήταν απλά μια σύμπτωση. Ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να ήταν εκείνη. Αλλά μετά από το περιστατικό πριν-"
"Πιστεύεις δηλαδή ότι ο Lorenzo ξέρει ότι είναι εκείνη και σκηνοθέτησε το περιστατικό της κλοπής για να την φυλακίσει;" Μόλις βγήκε από τα χείλη μου ακούστηκε ακόμη πιο τρελό. Γιατί να το κάνει ο Lorenzo αυτό; Πίστευα πως εκείνη η οικογένεια είχε πεθάνει πριν χρόνια. Ήταν παντού στις ειδήσεις. Τότε ήμουν μικρός αλλά με τα χρόνια έμαθα για το περιστατικό.
Κούνησε το κεφάλι του σαν να μην πίστευε ούτε εκείνος τον εαυτό του "Δεν ξέρω, απλά συνδύασα τα γεγονότα και- δεν ξέρω τι να πιστέψω"
Μπορεί να είχε δίκιο. Υπάρχουν ομοιότητες με την ιστορία της πριν υιοθετηθεί. Αν ήταν όντως εκείνο το κορίτσι; "Η Viviana δεν είναι στο μπουντρούμι. Κάποιος την έχει πάει αλλού, δεν ξέρω που" Τώρα έβγαζε περισσότερο νόημα. Γι' αυτό ο Lorenzo ήθελε να την συλλάβουν. Και εγώ τον βοήθησα. Νόμιζα πως τα έκανα καλύτερα. Τα έκανα όμως χειρότερα. Αν της συνέβαινε κάτι- δεν θα με συγχωρούσα ποτέ. "Πρέπει να την βρούμε"
"Πως;" πρέπει να σκεφτούμε κάτι, πρέπει να σκεφτούμε, πρέπει να-
"Θυμάμαι τους φρουρούς που την συνέλαβαν. Θα τους βρούμε και θα μάθουμε που την πήγαν χωρίς να καταλάβουν πως δεν ξέρουμε που βρίσκεται"
"Όμως που θα τους βρούμε; Η βάρδια τους θα τέλειωσε"
Άφησα μια πνιχτή ανάσα. Αυτό ήταν. "Δεν τέλειωσε. Γι' αυτό δεν ήρθαν άλλοι στην θέση τους ακόμα. Μάλλον θα κάνουν ένα γρήγορο διάλειμμα και μετά θα επιστρέψουν. Πρέπει να επιστρέψουν"
"Γιατί αν έρθουν άλλοι θα ξέρουν ότι η Viviana λείπει" συμπλήρωσε ο αδερφός μου. Έβγαζε νόημα. Έτσι πρέπει να ήταν.
"Θα πάω εγώ. Εσύ μείνε στο παλάτι. Αν συμβεί κάτι ειδοποίησε με" έγνεψε διστακτικά και άρχισα να περπατώ προς το μπουντρούμι. Εκεί θα τους έβρισκα.
Όταν έφτασα ήταν ήδη εκεί. Όπως το φαντάστηκα. Ήταν οι ίδιοι δύο φρουροί που την είχαν συλλάβει.
"Δεν είναι τώρα η βάρδια σου φίλε" Είπε ο ένας με το τσιγάρο στο στόμα όταν πλησίασα.
"Ο βασιλιάς Lorenzo με έστειλε. Θέλει να τον πάω στην Viviana" έπρεπε να ακουστώ πειστικός και να μην αναγνωρίσουν την φωνή μου. Την άλλαξα όσο μπορούσα και με την μάσκα ακουγόταν πιο βραχνή.
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Άρχισα να ιδρώνω. Έπρεπε να με πιστέψουν. "Και από εμάς τι θες;" Απάντησε ο άλλος αδιάφορα.
"Είπε να μου πείτε την τοποθεσία" Εκείνος με το τσιγάρο στο στόμα με κοίταξε δύσπιστα. Ή μπορεί να ήταν και η ιδέα μου. Έπρεπε να εξηγήσω περισσότερο. Να γίνω πειστικός. "Γιατί εγώ δεν ήμουν πριν όταν την πήγατε εκεί, οπότε δεν ξέρω που-" με κοιτούσαν σαν να είχαν βαρεθεί. Αυτό ήταν καλό "απλά πείτε μου που βρίσκεται"
"Δύο δρόμους πιο κάτω. Στο κτήριο που πριν χρόνια ήταν τυροπιτάδικο" ήξερα που ήταν. Δεν ήταν μακριά, ήταν όμως απομονωμένα.
"Τυροπιτάδικο; Τι μου θύμισες τώρα" πέταξε το τσιγάρο του στο χώμα και το πάτησε με το πόδι του σβήνοντας το.
Έφυγα βιαστικά. Δεν είχα άλλο χρόνο. Ακουγόταν σαν να την είχε απαγάγει. Τώρα όσα είπε ο αδερφός μου έβγαζαν ακόμη περισσότερο νόημα. Αλλά ακόμη δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί να θέλει να την βλάψει "...εκείνες οι τυρόπιτες ήταν..."
Πήρα το αυτοκίνητο μου. Εκείνο που είχε ακόμη μέσα τα πράγματα μας και πέρασα από τους φρουρούς στην πόρτα. Δεν ήξερα σε τι κατάσταση θα την έβρισκα.
Ήλπιζα ζωντανή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top