Κεφάλαιο 33: Viviana
Να είμαι μακριά του, ήταν πιο δύσκολο από το να είμαι κοντά του. Προσπαθούσα διαρκώς να τον αποφύγω. Δεν έβγαινα συχνά από το δωμάτιο μου και όταν το έκανα ήμουν προσεκτική να μην τον δω. Το καλό από όλη αυτή την όχι καλή κατάσταση, ήταν πως κατάφερα να τελειώσω τα καινούρια σχέδια που ήθελε ο βασιλ- πατέρας του Nicholas να παραδώσω.
Προσπαθούσα να διαγράψω από την μνήμη μου την εικόνα του. Τον τρόπο που με κοιτούσε, τα ζεστό του άγγιγμα, τα πεινασμένα του φιλιά, αλλά όσο και αν το μυαλό προσπαθούσε, η καρδιά θυμόταν καλά.
Ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά μου και να με ακουμπούσε, ένιωθα τα χέρια του στην μέση μου, τα χείλη του στον λαιμό μου και την βαθιά του φωνή στο αυτί μου, να ανατριχιάζει όλο μου το σώμα. Δεν μπορείς να ξεχάσεις κάτι που ξέρεις τόσο καλά. Δεν μπορείς να το ξεχάσεις αν το ζεις στο μυαλό σου ξανά και ξανά. Δεν μπορεί να ξεχάσει κάτι το μυαλό που η καρδιά ξέρει τόσο καλά. Δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα.
"Viviana, περίμενε" σταμάτησα να περπατώ και γύρισα πίσω προς την γνώριμη αντρική φωνή που με καλούσε.
Όταν τον είδα να τρέχει σχεδόν λαχανιασμένος άρχισα να ανησυχώ "Henry, όλα καλά;" Όταν επιτέλους με έφτασε, έγειρε το σώμα του στα γόνατα του προσπαθώντας να βρει τις ανάσες του.
"Πρέπει να σου πω κάτι" είπε χωρίς ανάσα με την τελευταία του λέξη να κόβεται. Η αγωνία μου είχε αρχίσει να αυξάνεται και ένιωσα κάτι περίεργο στο στομάχι, σαν να με προετοίμαζε για κάτι. Τον κοίταζα περιμένοντας να συνεχίσει με την περιέργεια μου όλο να αυξάνεται.
Ω Θεέ μου. Έπαθε κάτι ο Nicholas;
Εκείνο το αίσθημα στο στομάχι μου όσο ο Henry δεν μιλούσε όλο και αυξανόταν. Ένα σωρό σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου μα καμιά δεν ήταν ευχάριστη.
"Θυμήθηκα κάτι που μπορεί να είναι τελείως τυχαίο, αλλά μπορεί και όχι και πρέπει να στο πω" σούφρωσα τα φρύδια μου μη καταλαβαίνοντας τι μπορεί να θέλει να μου πει. Οι παλμοί μου αυξάνονταν όσο έβλεπα την έκφραση στο πρόσωπο του, κάτι σαν περιέργεια και...φόβο;
"Λοιπόν;" Η σιωπή του όλο και αύξανε την αγωνία μου και άρχισε να γίνεται εκνευριστική. Αυτό που ήθελε να μου πει δεν φαινόταν να αφορά τον Nicholas και αυτό ήταν αρκετό για να ηρεμήσει τους παλμούς μου αλλά όχι τόσο ώστε να διώξει το περίεργο αίσθημα στο στομάχι μου.
Ένα μεγάλο χρυσό ρολόι βρισκόταν στον τοίχο απέναντι μου, οι δείκτες του κυλούσαν γρήγορα και ανυπόμονα, η ώρα περνούσε και έπρεπε να παραδώσω στον πατέρα του Nicholas τα σχέδια για τις καινούριες στολές του προσωπικού έγκαιρα.
Μη έχοντας άλλο χρόνο για καθυστέρηση είπα "Πρέπει να φύγω, ότι είναι μου το λες αργότερα" συνέχισα να περπατώ, ήμουν μόλις λίγα βήματα πίσω από την πόρτα του δωμάτιου του θρόνου που ήθελε ο πατέρας του Nicholas να τον συναντήσω.
Άκουσα την φωνή του Henry να προσπαθεί να με σταματήσει, αλλά ξαφνικά δεν την άκουγα άλλο.
Τα αυτιά μου άρχισαν να πονούν από την δύναμη του αέρα. Να βουλώνουν από την ένταση του. Δεν άκουγα καλά, όμως έβλεπα - όσο δηλαδή οι υγρές σταγόνες στο πρόσωπο μου, μου επέτρεπαν - βαλίτσες να χτυπούν το πάτωμα, μια γυναίκα να κρατιέται από άσπρες καρέκλες, ένας άντρας να κρατάει το χέρι μου, να σκουπίζει τα δάκρυα μου, να μου λέει κάτι που το βουητό των αυτιών μου δεν με άφηνε να ακούσω.
Άνοιξα ξαφνικά τα μάτια μου. Οι ανάσες μου άστατες και βιαστικές. Οι χτύποι της καρδιάς μου να τρέχουν σε αγώνα. Το μυαλό μου να ζαλίζεται. Ακόμη όμως ήμουν έξω από την πόρτα του παλατιού. Κοίταξα γύρω μου, δεν υπήρχε κανείς, κανείς εκτός από εμένα και την ανάμνηση στο μυαλό μου.
Σαν εκείνην που είχα εκείνη την φορά στο αεροπλάνο, μόνο που εκείνη ήταν απρόσωπη, φωνές χωρίς εικόνες. Τώρα έβλεπα τι γινόταν, σαν να ήμουν μέρος εκείνης της ανάμνησης όμως δεν ήμουν. Δεν ήταν δικιά μου η ανάμνηση, δεν είχα τέτοια ανάμνηση. Η εικόνα μπροστά στα μάτια μου ήταν θολή και μπερδεμένη, δεν μπορούσα ακριβώς να καταλάβω που γινόντουσαν τα γεγονότα στην ανάμνηση μου, αλλά νομίζω ήξερα.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Σαν να άκουγα τους κτύπους του ρολογιού,
Τικ Τοκ,
Τικ, Τοκ.
Τα βήματα μου συγχρονίζονταν μαζί τους,
Τακ, Τακ,
Τακ, Τακ.
Και η καρδιά μου το ίδιο,
Τικ Τακ,
Τικ, Τακ.
Άκουγα μια φωνή μέσα μου να μου λέει να κάνω γρήγορα.
Άκουσα εκείνη την φωνή. Έδωσα στον Dominic τα σχέδια που έφτιαξα, τα είδε, χαμογέλασε και κάτι μου είπε, δεν άκουσα τι. Ανάγκασα τα χείλη μου να χαμογελάσουν ευγενικά.
Εκείνη η φωνή ξανά να μου λέει να μην χάνω χρόνο.
Άκουσα ξανά εκείνη την φωνή. Άρχισα να φεύγω από την αίθουσα. Σταμάτησα όταν άνοιξε η πόρτα.
Μπήκε μέσα η κοπέλα με τα καφέ μαλλιά, τα καφέ μάτια και το ζεστό χαμόγελο.
Δίπλα της ο άντρας με τα μαύρα μαλλιά, γκρίζες τούφες, σκληρά μάτια και κανένα χαμόγελο.
Πίσω από την Ana και τον πατέρα της, ήταν ένας άντρας μεγαλύτερος. Άσπρα μαλλιά, καφέ μάτια και μπλε κουστούμι. Ίσως ο παππούς της.
Χαμογέλασα ευγενικά στην Ana όταν με κοίταξε και συνέχισα να περπατώ. Έπρεπε να την μισώ που θα παντρευόταν τον άντρα που ήμουν ερωτευμένη, αλλά η αύρα της ήταν πάντα τόσο καθαρή, τόσο φιλόξενη που δεν θα μπορούσα να την μισήσω. Μέχρι και τα μάτια της είχαν κάτι γνώριμο και ξαφνικά για πρώτη φορά έβλεπα στο πρόσωπο της την αλήθεια.
Όταν ήταν γύρω στους άλλους χαμογελούσε απλά για να χαμογελάσει, δεν χαιρόταν αλλά εκείνο προσπαθούσε να δείξει. Έμοιαζε τόσο πιστευτό, σαν να το είχε κάνει χιλιάδες φορές στη ζωή της και όταν κοίταζα τον πατέρα της, κάτι μέσα μου μου έλεγε πως προσποιούταν συχνά τριγύρω του. Μάλλον εκείνος θα την ανάγκαζε να προχωρήσει σε ένα γάμο που δεν ήθελε. Ξαφνικά να κατάγεσαι από βασιλική οικογένεια, έμοιαζε με εφιάλτη.
Ο μεγαλύτερος άντρας με κοιτούσε για όσο περνούσα από μπροστά του. Τα μάτια του στα δικά μου, προβληματισμένος σαν να σκεφτόταν κάτι. Συνέχισα να περπατώ προσπαθώντας να αγνοήσω την ζέστη των ματιών του καθώς μελετούσαν το πρόσωπο μου σαν να είδαν φάντασμα. "Andrea;" Σταμάτησα να περπατώ, τα μάτια του ακόμη πάνω μου. Κοίταξα πίσω μου, δεν ήταν κανείς. Αλλά ο άντρας που μάλλον ήταν ο παππούς της Ana's συνέχισε να με κοιτά. Η φωνή του όταν είπε εκείνο το όνομα ήταν δυνατή αλλά έσπαζε με κάθε γράμμα που αφηνόταν στον αέρα.
Πάγωσα όταν συνέχισε να με κοιτάζει και τα πόδια μου κόλλησαν στο πάτωμα όταν άρχισε να με πλησιάζει. Σε εμένα απευθυνόταν, αλλά δεν με έλεγαν Andrea. Ούτε τον είχα συναντήσει ποτέ στη ζωή μου. Ήταν μεγάλος σε ηλικία, γύρω στα 70, ήταν φανερό πως με είχε μπερδέψει με κάποια άλλη. Σε άλλη περίπτωση θα χαμογελούσα και θα του έλεγα πως έκανε κάποιο λάθος αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν το έκανα.
Ένιωσα τα απορημένα και ανήσυχα βλέμματα των άλλων πάνω μου. Η Ana κοιτούσε τον παππού της ανήσυχα, ίσως να μπέρδευε συχνά τους ανθρώπους. Ο Dominic κοιτούσε σαν να μην καταλάβαινε καθόλου τι συμβαίνει, αλλά δεν φάνηκε να τον απασχολεί αρκετά και ο Lorenzo κοιτούσε εμένα με το γνωστό του σκληρό βλέμμα αλλά και κάτι άλλο, σαν να ήθελε να γελάσει αλλά εκείνο που κυριαρχούσε ήταν η απορία.
Ο μεγαλύτερος κύριος στάθηκε μπροστά μου, εγώ ήμουν ακόμη κοκκαλωμένη. Με κοιτούσε σαν να μελετούσε το πρόσωπο μου, σαν να έψαχνε για κάτι. Είχε εκείνο το πρόσωπο και εκείνα τα μάτια που ένιωθες σαν να τα είχες ξανά δει. Χαμογέλασε μέσα από τον πόνο. Ίσως εκείνη η Andrea που μαζί της με είχε μπερδέψει να ήταν κάποια σημαντική στη ζωή του και τώρα ένιωθα ακόμη πιο άσχημα που δεν μπορούσα να ανοίξω το στόμα μου και να του πω πως δεν είμαι αυτή που νομίζει.
"Andrea," η συγκίνηση στην φωνή και στο πρόσωπο του ήταν φανερή. Ο τρόπος που έλεγε εκείνο το όνομα, σαν να μην πίστευε πως βλέπει εκείνη την κοπέλα μπροστά του και τώρα εγώ έπρεπε να του πω πως κάνει λάθος, πως όντως δεν την βλέπει. Ένιωθα πως θα πληγωνόταν, αλλά δεν νομίζω πως θα ήταν η πρώτη του φορά. Ξεροκατάπια, χάνοντας μερικές αναπνοές. Τον κοιτούσα παγωμένη, όσο εξέταζε το πρόσωπο μου σαν να μην ήθελε να χάσει τίποτα "νομίζαμε πως-"
"Nonno, αυτή δεν είναι η Andrea" κοίταξα πίσω από τον άντρα που πλέον ήξερα στα σίγουρα πως ήταν ο παππούς της Ana's. Η Ana δεν φαινόταν προβληματισμένη όπως ο πατέρας της, αλλά στεναχωρημένη. Ο παππούς της όμως δεν σταμάτησε να με κοιτάζει, η συγκίνηση στο πρόσωπο του να μεγαλώνει συνέχεια και η καρδιά μου να κτυπάει όλο και πιο γρήγορα. "Viviana την λένε, δουλεύει στο παλάτι" συνέχισε να εξηγεί η Ana προσπαθώντας να ησυχάσει τον μπερδεμένο παππού της. Του ακούμπησε τον ώμο, αλλά εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει, δεν ήξερα τι να κάνω. Όποια και αν ήταν αυτή η Andrea φαινόταν σαν να είχε χρόνια να την δει και κοιτούσε το πρόσωπο μου σαν να ήθελε να απομνημονεύσει κάθε λεπτομέρεια.
Ο παππούς της κούνησε το κεφάλι του "mia nipote," η εγγονή μου, "η Andrea είναι" είπε με τόση σιγουριά και συγκίνηση που ένιωσα να ανατριχιάζω, αλλά έκανε λάθος.
"Padre, η Andrea είναι νεκρή" άφησα μια απότομη εισπνοή όταν άκουσα τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα του Lorenzo. Με μπέρδεψε με μια νεκρή κοπέλα που φαίνεται πως αγαπούσε πολύ.
"Lorenzo, δεν το βλέπεις; Η ομοιότητα είναι τεράστια. Αυτή είναι η Andrea μου, mia nipote" η Andrea ήταν εγγονή του, είναι όμως νεκρή, εγώ δεν είμαι.
Πιστεύει πως η νεκρή του εγγονή είναι ζωντανή, οι άλλοι όμως ξέρουν πως αυτό δεν ισχύει. Μοιάζει όμως τόσο σίγουρος πως εγώ είμαι εκείνη, είναι σχεδόν επώδυνο να βλέπεις την συγκίνηση και την χαρά του για κάτι που δεν αληθεύει και μετά να του την παίρνεις πίσω.
"Antonio," κοίταξα τον πατέρα του Nicholas που πήρε τον λόγο "κάνετε λάθος η Viviana δεν είναι η εγγονή σας, η-"
"Η Andrea πέθανε πριν χρόνια όπως και οι γονείς της" Συνέχισε ο βασιλιάς Lorenzo με σιγουριά "Η Viviana έχει παρόμοιο χρώμα μαλλιών με την Andrea, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα padre. Όσο και αν σου λείπουν είναι νεκροί" Γι' αυτό μας μπέρδεψε, από τα μαλλιά. Δεν βρίσκεις συχνά τόσο σκούρο κόκκινο χρώμα μαλλιών, δεν σημαίνει όμως πως δεν υπάρχει σε περισσότερα από ένα άτομα. Μάλλον δεν θα είχε συναντήσει άλλη εκτός από την Andrea με παρόμοιο χρώμα και μπερδεύτηκε. Ή ήθελε τόσο πολύ να πιστέψει πως είναι ζωντανή, που προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του, αλλά εγώ δεν ήμουν εκείνη που έψαχνε.
"Πως μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος Lorenzo; Τα νεκρά τους σώματα δ-"
"Padre, αρκετά" Ξεροκατάπια από τον απότομο τόνο της φωνής του, σαν να του είχε τελειώσει η υπομονή.
"Viviana, μπορείς να πηγαίνεις" είπε ο πατέρας του Nicholas ήρεμα. Κοίταξα τριγύρω μου, η Ana κοιτούσε το πάτωμα στεναχωρημένη και ίσως προβληματισμένη. Πήρα μερικές ανάσες, έδωσα ένα αδύναμο χαμόγελο στον Dominic και έφυγα από το δωμάτιο ήσυχα. Ένιωθα ένα βλέμμα να καίει την πλάτη μου. Όταν γύρισα πίσω δεν συνάντησα το βλέμμα που περίμενα. Ήταν του πατέρα της Ana's, σκληρό αλλά παρά την σιγουριά που έδειξαν τα λόγια του πριν, είχε και κάτι άλλο.
Ήταν σκεπτικό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top