Κεφάλαιο 26: Viviana

Άνοιξα την χρυσή, τεράστια πόρτα του παλατιού, ήταν ακριβώς όπως το θυμόμουν. Πανέμορφο και αριστοκρατικό.

Το προσωπικό με υποδέχτηκε με χαμόγελα και ευγενικά λόγια καλωσορίσματος.

Στο σαλόνι στεκόταν ο βασιλιάς και δύο άγνωστες για μένα φυσιογνωμίες. Ένας άντρας ψηλός με μαύρα μαλλιά και μπλε κουστούμι και μια γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα της σοκολάτας που έφταναν μέχρι το τέλος της πλάτης της. Είχαν γυρισμένη την πλάτη τους σε μένα και ο βασιλιάς Dominic στεκόταν απέναντι τους.

Σταμάτησα στην πόρτα, μη ξέροντας αν έπρεπε να τους πλησιάσω για να χαιρετήσω τον πατέρα του Nicholas αλλά να διακόψω την συζήτηση τους ή να έφευγα και να ερχόμουν να τον χαιρετήσω όταν οι καλεσμένοι του δεν θα ήταν πλέον εδώ.

Τελικά έλυσε το δίλημμα μου ο βασιλιάς λίγο πριν κάνω στροφή γύρω από τον εαυτό μου και κατευθυνθώ προς την πόρτα.

"Viviana." έδωσα ένα ευγενικό χαμόγελο στον βασιλιά, ανταποδίδοντας το δικό του και προχώρησα διστακτικά προς το μέρος τους. Η άγνωστη κοπέλα με το στενό γαλάζιο φόρεμα που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους γύρισε προς σε μένα. Ήταν πανέμορφη. Καφέ μεγάλα μάτια, στην ίδια απόχρωση με τα μαλλιά της και ροζ χείλη. Φαινόταν νεαρή, γύρω στην ηλικία μου, ίσως λίγο μεγαλύτερη. Χαμογέλασε ευγενικά όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν. "Viviana, καλώς ήρθες πίσω"

"Μεγαλειότατε" χαμογέλασα και έσκυψα λίγο κάτω το κεφάλι.
Ξαφνιάστηκα όταν με αγκάλιασε. Έβαλε το ένα του χέρι απαλά στην πλάτη μου, ίσα που ακουμπούσε και πάγωσα για λίγο, μέχρι που ανταπέδωσα και εγώ την αγκαλιά.

Τελικά ο πατέρας του Nicholas με συμπαθεί. Δεν τον είχα ξανά δει να αγκαλιάζει το προσωπικό του. Ούτε καν τα παιδιά του.

Κοίταξα την γυναίκα και τον άντρα που στέκονταν στα αριστερά μου. Ο άντρας φαινόταν να έχει την διπλάσια ηλικία από εκείνη της κοπέλας δίπλα του, ίσως να ήταν ο πατέρας της. Είχαν ίδιο χρώμα και σχήμα ματιών αλλά κάτι στο βλέμμα τους ήταν τελείως διαφορετικό. Το δικό της ζεστό και το δικό του πιο...κρύο.

"Να σας συστήσω. Viviana από εδώ ο βασιλιάς Lorenzo Alvera και η κόρη του πριγκίπισσα Ana Alvera." Alvera; Είναι Ιταλοί; "Η βασιλική οικογένεια της Ιταλίας" συμπλήρωσε, επιβεβαιώνοντας τις σκέψεις μου.

"Χάρηκα, Viviana Vaux" έδωσα το χέρι μου στον βασιλιά Lorenzo για χειραψία, ήταν κρύο σαν το βλέμμα στα μάτια του. Η Ana έδωσε το χέρι της σε μένα και μου χαμογέλασε ξανά.

"Είσαι Ιταλίδα;" Η φωνή της Ana's ήταν απαλή και σιγανή. Το ακριβώς αντίθετο από της Lia's που ακούς την φωνή της σαν να είναι δίπλα σου, ακόμη και αν βρίσκεται στην άλλη άκρη του δωματίου.

"Ναι" κούνησε το κεφάλι της ως απάντηση στην απάντηση μου. Φαινόταν ντροπαλή.

"Εργάζεται στο παλάτι μας ως σχεδιάστρια μόδας" συμπλήρωσε ο Βασιλιάς και η Ana ύψωσε τα φρύδια από έκπληξη, σαν να ενθουσιάστηκε.

Ο πατέρας της φαινόταν να μην απολαμβάνει την συζήτηση.
Φαινόταν να βαριέται από τον τρόπο που μας κοιτούσε αδιάφορα. Θα ήταν αυστηρός πατέρας σκέφτηκα. Ίσως γι' αυτό η κόρη του να έμοιαζε τόσο συνεσταλμένη.

"Viviana," κοίταξα ξανά τον βασιλιά Dominic "η Ana είναι η μέλλουσα σύζυγος του Nicholas"

Πάγωσα.

Έχασα ένα κτύπο. Δύο. Τρείς.

Ορίστε;

Υψώθηκαν τα φρύδια μου, γούρλωσαν τα μάτια μου και το στόμα μου άνοιξε. Ίσως να άκουσα λάθος, ίσως να κατάλαβα λάθος.

Μέλλουσα σύζυγος;

Του Nicholas;

Αν κρατούσα κάτι στο χέρι μου, θα έπεφτε από την ταραχή και από το τρέμουλο. Έκλεισα το στόμα μου και προσπάθησα να ηρεμήσω το πρόσωπο μου. Προσπαθούσα να καταπιώ αυτό που άκουσα.

Δεν μπορούσα όμως να το χωνέψω.

Ο Nicholas θα παντρευτεί;

Πότε;

Πως;

Γιατί;

Ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαιμό. Ακούμπησα το κολιέ στο λαιμό μου μέσα από την μπλούζα μου. Εκείνο που μου έδωσε ο Nicholas, της μητέρας του. Ξαφνικά με ασφυκτιούσε. Το έβαλα μέσα από μια μαύρη μπλούζα με ζιβάγκο για να μην το αναγνωρίσει κάποιος στο παλάτι. Ήθελα να το δείξω στον Nicholas, να του πω πως από την μέρα που μου το έδωσε δε το έβγαλα ποτέ. Αλλά τώρα μάλλον δεν θα του το έδειχνα.

"Πρε- πρέπει να πηγαίνω," έχασα τα λόγια μου και έμοιαζα μπερδεμένη "να φτιάξω τα κουστούμια σα-" με κοίταξε ο βασιλιάς Dominic μπερδεμένος, η πριγκίπισσα Ana μου χαμογέλασε ευγενικά και ο πατέρας της με κοιτούσε αδιάφορα.

Άρχισα να περπατώ έξω από το σαλόνι, προσπαθώντας να μην καταρρεύσω, να μην φωνάξω, να παλέψω τα δάκρυα που κινδύνευαν να κυλήσουν στα μάγουλα μου.

Όταν έκλεισε πίσω μου η μεγάλη πόρτα, τα βήματα μου γινόντουσαν πιο γρήγορα και πιο γρήγορα και πιο γρήγορα μέχρι που δεν περπατούσα αλλά έτρεχα.

Η καρδιά μου έτρεχε μαζί μου και η αναπνοή μου είχε παγιδευτεί στο στήθος μου. Άρχισαν τα μάγουλα μου να βρέχονται και η όραση μου να θολώνει. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει και άστατοι λυγμοί έβγαιναν από μέσα του.

Έτρεχα στους ατελείωτους διαδρόμους του παλατιού, προσπαθώντας να φτάσω στο δωμάτιο μου. Κάποιοι μου έριχναν περίεργες ματιές όσο περνούσα τρέχοντας από τους διαδρόμους, αλλά δεν με ένοιαζαν. Ήθελα μόνο να κλειστώ στο δωμάτιο μου και να κλάψω όσο ήθελα. Βασικά δεν ήθελα να κλάψω καθόλου αλλά αυτό δεν ήταν δυνατόν.

Τώρα ήταν ήδη αργά.

Ο Nicholas παντρεύεται.

Ο άντρας που αγαπώ. Αυτός που πίστευα πως θα ήταν δικός μου. Αυτός που μου είπε πως είμαι δικιά του. Αυτός που μου ανοίχτηκε για την μητέρα του, που μου έδωσε το κολιέ της.

Αυτός που τώρα θα ήταν κάποιας άλλης.

Συνέχισα να τρέχω, τα πόδια μου άρχισαν να πονούν αλλά η καρδιά μου πονούσε περισσότερο γι' αυτό δεν με ένοιαζε.

Έτρεχα, έτρεχα μέχρι που ένα ζεστό στήθος κτύπησε πάνω στο δικό μου και ζεστά χέρια κρατούσαν σταθερά τους ώμους μου σταθεροποιώντας με.

Σκούπισα τα μάτια μου προσπαθώντας να εξαφανίσω την θολούρα από την όραση μου. Μεγάλα δάχτυλα ακούμπησαν το σαγόνι μου σηκώνοντας το κεφάλι μου, αναγκάζοντας το να συναντήσει τα πράσινα του μάτια.

Έκανα ένα βήμα πίσω, κουνώντας τους ώμους μου ώστε να λυθώ από το κράτημα του. Ένιωσα περισσότερα δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια μου και κοίταξα αλλού προσπαθώντας να τα συγκρατήσω. Τα μάτια μου ξανά βρήκαν τα δικά του και με κοιτούσαν με περιέργεια και κάτι που έμοιαζε σαν να ανησυχούσε. Αλλά δεν θα το έχαφτα. Ήξερα πως ήταν θέατρο, όπως και τα συναισθήματα του. Όλα ήταν ένα ψέμα που εγώ πίστεψα. Και το χειρότερο ήταν πως ήταν ένα ψέμα στο οποίο εγώ ανταπέδωσα την αλήθεια μου. Ένιωθα ηλίθια. Ένα κοριτσάκι που ξεγέλασαν. Τώρα όμως ήξερα καλύτερα.

"Γιατί κλαίς;" Περισσότερα δάκρυα άρχισαν να χύνονται από τα μάτια μου εξαιτίας της φωνής του. Εξαιτίας του ότι η φωνή του ακουγόταν σαν να τον ένοιαζε, σαν να ανησυχούσε.

Όλα ένα ψέμα.

Αυτό άκουγα, αυτό ήξερα.

Πλέον το έβλεπα.

Κοίταξα αλλού και έπιασε ξανά με τα δάχτυλα του το πηγούνι μου αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω. Σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλο μου και έσπρωξα τα κεφάλι μου από τα δάχτυλα του αλλά ήταν πιο δυνατός. "Άσε με" ένας λυγμός γλίστρησε στην τελευταία μου λέξη. Ήθελα να σταματήσω να κλαίω, να σταματήσω να ντροπιάζω τον εαυτό μου μπροστά του, αλλά όσο με κοιτούσε έτσι σαν να με νοιαζόταν και όσο το ζεστό του άγγιγμα ακουμπούσε το δέρμα μου, περισσότερα δάκρυα ετοιμάζονταν να τρέξουν από τα μάτια μου που σίγουρα θα είχαν κοκκινήσει από το κλάμα.

"Δεν σε αφήνω αν δεν πεις μου γιατί κλαις" γέλασα ειρωνικά, λες και δεν ήξερε. Ήξερε πως θα παντρευόταν, ήξερε πως είναι στο σαλόνι, ήξερε πως σήμερα θα ερχόμουν πίσω και δεν μου είπε τίποτα. Τόσο καιρό με κορόιδευε και συνεχίζει ακόμα. Το βλέμμα του σκοτείνιασε και έσφιξε το σαγόνι του.

"Λες και δεν ξέρεις" τα δάκρια μου είχαν αρχίσει να στεγνώνουν στα μάγουλα μου και τα μάτια μου είχαν πονέσει όπως και λαιμός μου. "Πότε θα μου έλεγες πως παντρεύεσαι;" Η τελευταία λέξη ήταν ξινή στον λαιμό μου. Πονούσε την καρδιά μου.

Πήρε μια ανάσα και με κοίταξε απαλά "Viviana...θα στο έλεγα απλά-"

Τον διέκοψα μη θέλοντας να ακούσω δικαιολογίες "Απλά δεν σε βόλευε" ξεροκατάπιε και με κοίταξε με κάτι που έμοιαζε με μετάνοια.

Έκανα ένα βήμα μακριά του, ένοιωθα πως η παρουσία του με πνίγει "Δεν ήθελα να σε χάσω" γέλασα ειρωνικά με ένα πόνο στον λαιμό και ένα λυγμό ξανά να απελευθερώνεται. Κοίταξα μακριά του αποφεύγοντας τα μάτια του "Δεν ήθελα ποτέ να σε πληγώσω σου το ορκίζομαι" τον κοίταξα ξανά και το στομάχι μου ανακατεύτηκε από την προδοσία.

Προσπάθησε να πιάσει το χέρι μου αλλά έκανα ένα βήμα πίσω "Μην" κοίταξα το χέρι μου, το σημείο που ήθελε να ακουμπήσει και το ένιωσα κρύο. "Μην ορκίζεσαι αυτά που δεν εννοείς"

"Εννοούσα κάθε λέξη που σου είχα πει. Ακόμη την εννοώ, τίποτα δεν έχει αλλάξει για μένα Viviana. Ένας γάμος με μια άγνωστη δεν είναι ικανός να σβήσει τα συναισθήματα μου για σένα. Τίποτα δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Σ' αγ- " παραλίγο και θα τον πίστευα. Παραλίγο και θα έλεγε το μεγαλύτερο ψέμα. Ότι με αγαπά. Κάθε λέξη του ακουγόταν τόσο όμορφη όταν την έλεγε σαν να νοιαζόταν. Κάθε στοργικό του βλέμμα ζέσταινε την καρδιά μου όταν με κοιτούσε σαν να νοιαζόταν. Αλλά δεν εννοούσε τίποτα. Έπαιζε μόνο θέατρο.

"Σταμάτα να μου λες ψέματα!" πήρα μια ανάσα, η τελευταία μου λέξη βγήκε με λυγμούς, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο μου δάκρυ. Τα μάτια μου είχαν στεγνώσει τόσο που δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να δακρύζουν.

"Εννοώ κάθε λέξη, ήθελα να σου πω την αλήθεια για τον γάμο από πριν, προσπάθησα να το κάνω, στην Ιταλία," το θυμάμαι, θυμάμαι πως ήθελε να μου μιλήσει για κάτι "αλήθεια προσπάθησα αλλά κάθε φορά κάτι γινόταν και ποτέ δεν τα κατάφερνα" Όμως όλα αυτά είναι δικαιολογίες. Είχαμε άπλετο χρόνο, μπορούσε να μου το πει ανά πάσα στιγμή. Απλά δεν ήθελε. "Δεν ήθελα να σε χάσω" έκανε ένα βήμα μπροστά και εγώ δύο βήματα πίσω, για να ισοβαθμήσουν το δικό του μεγάλο βήμα. Έβαλε τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου. Είχε κολλήσει εκείνη η τούφα μπροστά στο πρόσωπο μου από τα δάκρυα που πλέον είχαν στεγνώσει. Ανατρίχιασα στο άγγιγμα του όταν τα μεγάλα του δάχτυλα ακούμπησαν το αυτί μου. Σχεδόν αληθινό, αλλά δεν ήταν "Ξέρεις γιατί;" Κατέβασε το χέρι του από το αυτί μου και ένιωσα το σημείο εκείνο να παγώνει και μίσησα τον εαυτό μου που μου επέτρεπα να με επηρεάζει ακόμη τόσο. Μίσησα εκείνον που μπορούσε να με επηρεάζει τόσο "Ρώτα με γιατί" η φωνή του ήταν απαιτητική, αλλά έκρυβε μέσα της κάτι πιο απαλό.

Δεν είχα όρεξη για τα παιχνίδια του αλλά ήξερα πως ήταν. Ήξερα πως δεν θα με άφηνε ήσυχη αν δεν έκανα πρώτα αυτό που ήθελε. Και αυτή την στιγμή ήθελα μόνο να μην είμαι άλλο κοντά του. "Γιατί;" Η φωνή μου ακούστηκε σαν ψίθυρος αλλά τα μάτια του ήταν τόσο καρφωμένα σε μένα που όσο σιγανά και αν μιλούσα θα το άκουγε.

Πήρε μια ανάσα και είδα το χέρι του να πηγαίνει προς τα μαλλιά μου αλλά το μετάνιωσε και το έριξε πάλι κάτω. "Γιατί είσαι η μεγαλύτερη μου αδυναμία" Η φωνή του ήταν στοργική, γεμάτη σιγουριά.

Έχασα ένα κτύπο.

Τον βρήκα πίσω όταν θυμήθηκα την αλήθεια.

Όλα είναι ψέματα.

Δεν με αγαπά, δεν νιώθει τίποτα.

Παντρεύεται άλλη.

Κούνησα το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά, μη πιστεύοντας τις λέξεις που έβγαιναν από τα χείλη του, όσο πειστικές και ελκυστικές και αν ακούγονταν. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου για το ίδιο, να μην τον αφήσω να παρασυρθεί ξανά, αλλά το έκανε τόσο εύκολο να τον πιστέψω. Παραλίγο και θα το έκανα ξανά.

Με κοίταξε σαν να πονούσε και κούνησε το κεφάλι του, λέγοντας μου πως λέει αλήθεια, το χέρι του παραλίγο να ακουμπήσει το πρόσωπο μου αλλά το έσπρωξα πριν το κάνει. Πριν με παρασύρει ξανά. "Αν κάτι από όλα αυτά ήταν αλήθεια, δεν θα παντρευόσουν άλλη" και μόνο η σκέψη κάποιας άλλης στο πλάι του με έκανε ράκος.

"Δεν θέλω αυτό τον γάμο, ο πατέρας μου με αναγκάζει να την παντρευτώ. Ούτε που την έχω δει, ούτε που ήξερα πως θα ερχόταν σήμερα στο παλάτι"

"Δεν είσαι παιδί για να αποφασίζει ο πατέρας σου για την ζωή σου Nicholas, μην προσπαθείς να με πείσεις πως δεν αποφασίζεις εσύ για τον εαυτό σου"

"Έχεις δίκιο, δεν είμαι παιδί. Είμαι όμως πρίγκιπας, σε λίγο βασιλιάς, έχω υποχρεώσεις" Και μέσα στις υποχρεώσεις του είναι ο γάμος με μια άγνωστη;

Σαν να άκουσε τις σκέψεις μου τις απάντησε "Ο πατέρας μου επιμένει να παντρευτώ μια πριγκίπισσα για να ενωθούν τα βασίλεια μας ώστε το δικό μας να δυναμώσει. Έτσι θα έχει το βασίλειο μας περισσότερο πλούτο, διασυνδέσεις και πολιτική δύναμη. Έτσι θα ωφελήσουμε την χώρα. Καθήκον μου είναι να υπηρετώ τον λαό μου, να θέλω γι' αυτόν το καλύτερο. Και έτσι θα το πετύχω. Αυτό δεν σημαίνει ότι έτσι θα πετύχω και το δικό μου καλό" Όλα αυτά έβγαζαν νόημα. Οι βασιλικές οικογένειες θα ενωθούν για το καλό του βασιλείου και του λαού τους. Πως θα μπορούσε να απαρνηθεί τον λαό του; Επέλεξε όμως να απαρνηθεί εμένα. Αλλά εγώ στη θέση του τι θα έκανα;

Καθήκον ή αγάπη;

Αν δηλαδή με αγάπησε ποτέ.

"Θέλω να είμαι μαζί σου. Με εσένα είμαι ερωτευμένος. Αλλά ξέρουμε και οι δύο πως δεν γίνεται. Το ξέραμε από την αρχή"

"Θα μπορούσες τουλάχιστον να μου το πεις νωρίτερα" αλλά τι θα άλλαζε; Θα χωρίζαμε πιο πριν και θα συνεχίζαμε να ήμαστε δυστυχισμένοι. Αυτό ήμουν χωρίς εκείνον, δυστυχισμένη. Έβγαλα το κολιέ και τέντωσα το χέρι μου μπροστά του.

Κοίταξε το χέρι μου και έσφιξε το σαγόνι του "Μην μου το δίνεις πίσω" ακούστηκε αποφασισμένος, σαν προειδοποίηση.

"Η μητέρα σου, σου είπε να το δώσεις σε εκείνην που θα ερωτευτείς" Με κοιτούσε με περιέργεια, προσπαθώντας να καταλάβει που έπαιρνα την συζήτηση "Το έσωσες σε λάθος κοπέλα" είπα παγωμένα, κοιτώντας τον στα μάτια. Το πράσινο των ματιών του σκοτείνιασε. Έπιασα το χέρι του και άφησα το κολιέ. Μια κοπέλα από το προσωπικό πέρασε από δίπλα μας. "Τελειώσαμε" είπα σιγανά. Τώρα θα έφευγα που δεν θα μπορούσε να με κυνηγήσει.

Κάθε βήμα μου ήταν πιο βαρύ από το προηγούμενο, αλλά η καρδιά μου ασήκωτη. Μπήκα στο δωμάτιο, κλείδωσα την πόρτα, ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοίταξα το ταβάνι.

Δεν ένιωθα τίποτα.

Έτσι θα ένιωθα από εδώ και πέρα;

Κενή.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top