Κεφάλαιο 24: Nicholas

Έπρεπε να ανασάνω. Έπρεπε να την δω. Μόνο έτσι θα μπορούσα να ανασάνω.

Έμενε σε μια μικρή περιοχή λίγο έξω από την Dreamland. Το παλάτι ήταν στην άλλη άκρη της χώρας. Θα διέσχιζα όσα χιλιόμετρα χρειαζόταν μόνο για να την δω. Να της ρίξω μόνο μια ματιά έστω και αν αυτή δεν θα με έβλεπε.

Είχα πει στον πατέρα μου πως θα πήγαινα για δουλειά. Το πίστεψε. Εν μέρη ήταν αλήθεια. Ήθελα να δω την Viviana αλλά έτσι μπορούσα να δω καλύτερα και το μέρος που μένει. Ήταν πιο απομονωμένο από τα υπόλοιπα και έτσι δεν είχα την ευκαιρία να έρθω αρκετές φορές ώστε να ξέρω τις ανάγκες των ανθρώπων που έμεναν εδώ.

Μια μικρή περιοχή όμως φιλόξενη και ζεστή. Ήταν όμορφη, περιποιημένη, οι άνθρωποι της την αγαπούσαν αυτό όμως δεν σήμαινε πως δεν χρειαζόταν λίγη βοήθεια. Δεν υπήρχαν μεγάλα σπίτια, ούτε πολυτελείς εστιατόρια, ούτε πολλά καταστήματα. Δεν ήταν φτωχικά, όμως θα μπορούσε να ήταν καλύτερα. Δεν χρειαζόταν αλλαγές, ήταν υπέροχη έτσι όπως ήταν. Χρειάζονταν όμως οι κάτοικοι της μια μικρή οικονομική βοήθεια. Όση θα χρειάζονταν για να αναβαθμίσουν τα σχολεία τους, τα νοσοκομεία τους...

Στάθηκα μπροστά από το μπεζ κτήριο με τα λουλούδια. Οι μυρωδιές τους ήταν τόσο δυνατές που τις είχα μυρίσει πριν εμφανιστεί το ανθοπωλείο μπροστά στα μάτια μου. Μου είχε πει πως οι γονείς της είχαν δικό τους ανθοπωλείο όμως ήθελα να μάθω περισσότερα.

Έψαξα για εκείνην τόσες φορές που το πληκτρολόγιο μου θα μπορούσε να γράφει από μόνο του το όνομα της. Η μηχανή αναζήτησης μου είχε γεμίσει με αυτήν. Δεν ήταν όμως αρκετό. Στο διαδίκτυο ήταν σχεδόν άφαντη. Σαν να μην υπήρχε. Όταν αναζητούσα το όνομα της, έβρισκα αντί για αυτήν τους γονείς της, Peter και Liana Vaux. Σαν εκείνη να είχε σβηστεί από τον χάρτη.

Δεν ήξερα αν θα είναι στο ανθοπωλείο αλλά αποφάσισα να είναι ο πρώτος μου σταθμός. Θα περπατούσα από μέρος σε μέρος μέχρι να την βρω. Είχα όλο τον χρόνο μπροστά μου. Για εκείνην.

Το ανθοπωλείο δεν ήταν μεγάλο αλλά ήταν γεμάτο από ανθρώπους. Κοιτούσαν τα λουλούδια, μύριζαν τα λουλούδια, αγόραζαν τα λουλούδια. Δεν με ένοιαζε τι γινόταν γύρω μου, έψαχνα με τα μάτια μου απελπισμένα την κοπέλα που μου είχε κλέψει την καρδιά.

Κόκκινα μαλλιά, πράσινα μάτια, κόκκινα χείλη.

Στεκόταν απέναντι μου, η πλάτη της γυρισμένη σε μένα. Τα μάτια μου έλαμψαν και η ανάσα μου κόπηκε. Διέταξα τα πόδια μου που πάγωσαν στο πάτωμα να περπατήσουν.

Όταν επιτέλους την πλησίασα, είδα τους ώμους της να σφίγγουν, σαν να είχε νιώσει την άφιξη μου ή μια αλλαγή στον χώρο.

Γύρισε πίσω, τα μάτια μας συναντήθηκαν και ένιωσα την ζεστασιά που ένιωθα μόνο όταν ήταν κοντά μου. Τα μάτια της υψώθηκαν και το στόμα της άνοιξε σαν να είχε ξαφνιαστεί. Μάλλον δεν θα με περίμενε. Πίστευε πως δεν θα ερχόμουν.

"Nicholas..." είπε ξαφνιασμένη χωρίς ανάσα.

"Περίμενα μια πιο θερμή υποδοχή" είπα σαρκαστικά, παλεύοντας το χαμόγελο που προσπαθούσε να σχηματιστεί στα χείλη μου. "Για παράδειγμα..." έκανα πως σκέφτομαι "να πηδήξεις στην αγκαλιά μου και να με φιλήσεις" χαμογέλασα και έκανε και εκείνη το ίδιο. Είδα ξαφνικά τα μάτια της να λάμπουν, αλλά η λάμψη εξαφανίστηκε όπως και το χαμόγελο της.

Σωστά.

Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα από αυτά. Το είχα εντελώς ξεχάσει. Είχα ξεχάσει πως ήμουν αναγκασμένος να μείνω μακριά από αυτό που πραγματικά επιθυμούσα. Όμως δεν μπορούσα, γι' αυτό επέλεξα να μείνω κοντά της αλλά κρυφά.

Για πόσο όμως ακόμα;

"Πως ήξερες που είναι το ανθοπωλείο;" Της έδωσα ένα βλέμμα και κατάλαβε πως η απάντηση ήταν προφανής. Διαδίκτυο. Μάθαινες τα πάντα αυτές τις μέρες. Τα πάντα εκτός όσα αφορούσαν αυτήν. Λες και ήταν μυστικό. "Να σε ξεναγήσω" ένιωσα ένα κτύπημα στην καρδιά, DeJavu. Σαν τότε που την ξενάγησα στο παλάτι. Μόνο που τότε ήταν απλά μια φτηνή αφορμή για να την πλησιάσω.

Περπατούσε λίγο πιο μπροστά από εμένα. Μου έδειχνε τα λουλούδια και μου έλεγε τα ονόματα τους αλλά αν με ρωτούσε μετά κάτι γι' αυτά, δεν θα ήξερα τίποτα. Δεν με ένοιαζαν τα λουλούδια. Τα μάτια, το μυαλό και η καρδιά μου ήταν σε αυτήν.

"...τα τριαντάφυλλα..." με κοίταξε και γέλασε. "Άκουσες κάτι από όσα είπα;" είπε γελώντας και ξεροκατάπια όταν ξανά άκουσα το γέλιο της μετά από καιρό. Ούτε καν μήνα, αλλά έμοιαζε περισσότερο από μήνα.

"Τίποτα απολύτως. Αλλά θα ακούσεις εσύ" με κοίταξε παραξενευμένα και με περιέργεια για τις επόμενες μου λέξεις. Έπιασα το χέρι της και την οδήγησα έξω από το ανθοπωλείο. Άνοιξα την πόρτα του μαύρου μου αυτοκινήτου για να μπει μέσα. Αφού κάθισα στην θέση του οδηγού, τέντωσα το σώμα μου προς το μέρος της εκεί που βρισκόταν η ζώνη του αυτοκινήτου και την πέρασα γύρω από τη μέση της μέχρι που ακούστηκε ο ήχος του κουμπώματος της. Έβαλα την δική μου ζώνη και ξεκίνησα το αυτοκίνητο.

"Που πάμε;"

Συνέχισα να κοιτάζω μπροστά "Θα δεις" ένιωσα το βλέμμα της πάνω μου να με καίει και χαμογέλασα στραβά.

Είκοσι λεπτά μετά, φτάσαμε σε μια παραλία. Την είχα βρει από πριν και έμαθα πως δεν έρχεται κόσμος συχνά. Το κατάλληλο μέρος για να περάσει λίγο χρόνο ένα ζευγάρι που κανείς δεν ήθελε μαζί. Ούτε η ίδια η μοίρα.

"Έχεις ξανά έρθει;" Έβλεπε το τοπίο γύρω της, σαν να ήταν ότι ωραιότερο είχε δει ποτέ και εγώ έβλεπα εκείνην.

Ότι ωραιότερο είχα δει ποτέ.

"Μερικές φορές" απάντησε κοιτώντας με.

Κοιταζόμασταν χωρίς να μιλάμε, μιλούσαν τα μάτια μας για εμάς και ήθελαν το ίδιο πράγμα. Με δύο μεγάλα βήματα ήμουν μπροστά της και ένωσα τα χείλη μας. Γρήγορα και βαθιά, αλλά μετά αργά και προσεκτικά. Τα δάχτυλα μου χάιδευαν τα μαλλιά της και τα χέρια της ακουμπούσαν την πλάτη μου. Καθόταν πάνω στο αυτοκίνητο, η απόσταση των κεφαλιών μας είχε μειωθεί. "Νόμιζα πως δεν θα ερχόσουν" θα ερχόμουν από την πρώτη μέρα αν γινόταν. Δεν μπορούσα να φύγω όμως τότε. Μπορεί να κινούσε υποψίες. Κυρίως αν μας είδαν εκείνη την μέρα στον διάδρομο.

"Σου έλειψα;" Γέλασε γυρνώντας τα μάτια της και κοίταξε δεξιά αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Έπιασα το πίσω μέρος του λαιμού της, χαλαρά αλλά όσο δυνατά χρειαζόταν για να γυρίσω το κεφάλι της ξανά σε μένα. Ξεροκατάπιε κοιτώντας με βαθιά στα μάτια σαν να με προκαλούσε. "Πες μου principessa, σου έλειψα;" Ήθελα να το ακούσω, ήθελα να ακούσω από το στόμα της ότι ένιωθε όπως και εγώ. Πως με σκεφτόταν, πως με ήθελε, πως με είχε ανάγκη. Ήμουν εγωιστής σε ότι την αφορούσε. Ήθελα να μου δώσει τα πάντα.

"Ναι" ένιωσα την ικανοποίηση μέσα μου αλλά δεν ήταν αρκετό.

"Ναι τι;" Προσπάθησε ξανά να γυρίσει το κεφάλι της αλλά έσφιξα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό της και ένιωσα να ξεροκαταπίνει.

"Μου έλειψες Nicholas. Πολύ" χαμογέλασα από ικανοποίηση και είδα τα μάγουλα της για λίγο να κοκκινίζουν.

"Και εμένα μου έλειψες Viviana. Όσο δεν μπορείς να φανταστείς. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα χωρίς να σε σκεφτώ" Έβαλε το χέρι της πάνω στο δικό μου που ήταν γύρω από τον λαιμό της και το χάιδεψε με τον αντίχειρα της. Ένιωσα ξανά την ζεστασιά του δέρματος της. Εκείνην που φανταζόμουν κάθε βράδυ πριν κλείσω τα μάτια μου και αρχίσει ξανά ο εφιάλτης. "Έπρεπε να σε μισώ γι' αυτό αλλά θα μισούσα τον εαυτό μου αν μου επέτρεπα ποτέ να σε μισήσω" Άφησε μια ανάσα σαν να την κρατούσε κλειδωμένη εδώ και καιρό. Σαν ανακούφιση.

Έπιασα το χέρι της και κατεβήκαμε στην άμμο. Ξαπλώσαμε κάτω και κοιτούσαμε τον ουρανό. Ο ήλιος σε λίγο θα πήγαινε για ύπνο. Ήμουν ξαφνιασμένος από τον εαυτό μου. Φοβισμένος ακόμα. Ένιωθα πιο ευάλωτος από ποτέ. Ένιωθα όσα δεν ένιωσα ποτέ. Όσα δεν ήθελα να νιώσω. Δεν είχα ερωτευτεί ποτέ. Δεν ήθελα.
Ούτε τώρα ήθελα. Θα έκανε την ζωή μου πολύ πιο εύκολη. Αλλά συνειδητοποίησα κάτι που δεν είχα καταλάβει πριν. Δεν αποφασίζεις εσύ πότε και ποιον θα ερωτευτείς, απλά συμβαίνει. Δεν μπορείς να το σταματήσεις ή ακόμη αν μπορούσες, εγώ δεν ήξερα ακόμη πως, ούτε το θεωρούσα δυνατό. Αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήθελα να το κάνω. Ήξερα όμως ότι έπρεπε. Ήξερα πως σε λίγο θα έπρεπε να το κάνω. Όχι για μένα, δεν το άξιζα. Αλλά για τον έρωτα μου. Την γυναίκα με τα σκούρα κόκκινα μαλλιά που ξάπλωνε δίπλα μου και κρατούσε απαλά το χέρι μου πάνω στην κοιλιά της κοιτώντας τον ουρανό σαν να μην τον είχε ξανά δει.

Με κοίταξε όταν κατάλαβε πως την κοιτούσα περισσότερο από όσα θα ήθελα να παραδεχτώ.

"Η μαμά μου ποτέ δεν πήγαινε στο δωμάτιο της ξιφασκίας μόνη της" Γύρισε το σώμα της προς εμένα. Είδα το ξάφνιασμα στο πρόσωπο της αλλά το έσβησε γρήγορα. Μάλλον θα φοβήθηκε πως θα δείλιαζα και θα έπαιρνα πίσω ότι ήθελα να πω. "Κατάλαβα πως κάτι πήγαινε στραβά όταν άρχισε να πηγαίνει εκεί μέσα μόνη, όσο περνούσε ο καιρός όλο και πιο συχνά" Κοιτούσα τον ουρανό, ίσως να ήταν εκεί πάνω και να μας έβλεπε. Να μας άκουγε. Θα ήταν χαρούμενη ή λυπημένη; Πως θα αισθανόταν όταν μάθαινε πως έλεγα το μυστικό της; Όταν μάθαινε πως μιλούσα επιτέλους για αυτήν ενώ τόσα χρόνια το απέφευγα; "Μια μέρα, περνούσα έξω από το δωμάτιο, στάθηκα πίσω από την πόρτα και την άκουσα να κλαίει, δίστασα αλλά μπήκα μέσα και κάθισα δίπλα της στο πάτωμα" Οι αναμνήσεις εκείνης της μέρας άρχισαν να περνάνε μπροστά από τα μάτια μου σαν μια κακόγουστη ταινία.

"Μαμά, μαμά γιατί κλαις;" Συνέχισε να κλαίει. Το κεφάλι της ήταν ανάμεσα στα χέρια της που στηρίζονταν στα γόνατα της. Δεν την είχα δει ξανά να κλαίει. Φοβήθηκα ότι κτύπησε, ίσως με το ξίφος όταν ξιφομαχούσε με τον αόρατο αντίπαλο όπως τον αποκαλούσε πάντα. "Μαμά;" ακούμπησα το χέρι της και τινάχθηκε. Με κοίταξε σαν να είδε φάντασμα, σαν να μην με άκουσε πριν να την φωνάζω. "Μαμά, κτύπησες το πόδι σου;" Έκλαιγα και εγώ όταν κτυπούσα το πόδι μου, συνήθως όταν έπεφτα από το άλογο μου και πάντα ερχόταν η μαμά μου για να βοηθήσει. Μπορούσα να την βοηθήσω και εγώ τώρα.

"Τι θες;" Γούρλωσα τα μάτια μου και έχασα μια ανάσα από τον απότομο τόνο της φωνής της. Με κοιτούσε με τα δακρυσμένα της μάτια, που είχαν λερωθεί από εκείνο το μαύρο που έβαζε συχνά στα πράσινα της μάτια. Με κοιτούσε, περίεργα, απόμακρα, δεν με είχε κοιτάξει έτσι ποτέ. Είχα παγώσει, δεν ήξερα τι να κάνω, τι να απαντήσω "Ποιος είσαι; Τι θες εδώ;" Η καρδιά μου κτυπούσε γρήγορα από φόβο. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Με κοιτούσε και μου μιλούσε θυμωμένα. "Βγες έξω!" άφησα μια δυνατή ανάσα από φόβο και τινάχθηκα από τον δυνατό και απότομο τόνο της φωνής της. Πάλεψα να κρατήσω τα δάκρυα μου αλλά είχαν ήδη τρέξει στα μάγουλα μου.

Άνοιξε απότομα η πόρτα και ο μπαμπάς μου μπήκε μέσα γρήγορα και θυμωμένα. Με έπιασε από τους ώμους, σηκώνοντας με από το πάτωμα. "Μπαμπά άσε με!" φώναζα κλαίγοντας "Η μαμά έχει κτυπήσει το πόδι της, πρέπει να την βοηθήσω!" Προσπαθούσα να αντισταθώ αλλά ήταν πολύ πιο δυνατός από τον δωδεκάχρονο εαυτό μου.

Κοιτούσα τι μαμά μου, δεν μπορούσα να την αναγνωρίσω αλλά εκείνη δεν με έβλεπε.

"...αλλά δεν είχε χτυπήσει το πόδι της" με κοιτούσε σαν να μην καταλάβαινε. Γύρισα το σώμα μου προς το μέρος της στηρίζοντας το κεφάλι μου πάνω στα χέρια μου. "Απλά το μυαλό της είχε αρρωστήσει. Άρχισε να ξεχνά. Μια μέρα μας θυμόταν και την επόμενη όχι. Κάθε μέρα ξυπνούσα και ευχόμουν πως θα ήταν το πρώτο" Με κοιτούσε στοργικά και έσφιξε το χέρι της πάνω στο δικό μου, σαν να μου δίνει κουράγιο.

Δεν ήξερε κανείς άλλος εκτός από την οικογένεια μου για την αρρώστια της. Όλοι ήξεραν πως πέθανε στην γέννα της Eve's, της μικρής μου αδερφής που γεννήθηκε νεκρή. Ήταν αλήθεια, αλλά όχι ολόκληρη η αλήθεια. "Όσο περνούσε ο καιρός η κατάσταση της χειροτέρευε. Όταν συνήλθε, της είχαμε πει ότι ξεχνούσε αλλά δεν το θυμόταν. Δεν υπήρχε θεραπεία. Όταν βγήκε από το δωμάτιο η γιατρός με τις νοσοκόμες και τον πατέρα μου, είπαν σε εμένα και τον αδερφό μου τι έγινε. Ότι η γέννα είχε πολλές επιπλοκές και πέθαναν και οι δύο. Ότι δεν μπορούσαν να τις σώσουν. Ψέματα. Λίγους μήνες μετά, άκουσα τον πατέρα μου να λέει πως η μαμά μου δεν άντεχε να ζει έτσι, δεν άντεχε να ξέρει πως υποφέρουμε εξαιτίας της. Ο πατέρας μου δεν συμφώνησε με την ιδέα της να αφαιρέσει την ζωή της αλλά δεν ήταν στο χέρι του. Τερμάτισε την ίδια της την ζωή. Δεν ξέρω πως και δεν είμαι σίγουρος αν θέλω να μάθω"

"Nicholas..." είπε σιγανά, σαν να ήθελε να πει κάτι αλλά να μην έβρισκε τις λέξεις. Ξεροκατάπια όταν είδα ένα δάκρυ στο μάγουλο της. Χαμογέλασα πικρά και το σκούπισα με τον αντίχειρα μου.

"Μην κλαις για μένα principessa, δεν αξίζω τα δάκρυα σου" σπάραζε η καρδιά μου να την βλέπω λυπημένη, μισούσα τον εαυτό μου να την κάνω να νιώθει έτσι, αλλά ήξερα πως σύντομα θα την πλήγωνα.

Και ήδη με μισούσα.

"Αυτό που έγινε στην μητέρα σου...ήταν τραγικό, ήσουν τόσο μικρός και την λάτρευες τόσο πολύ...δεν χρειάζεται να κλείνεσαι στον εαυτό σου όταν απαίσια πράγματα συμβαίνουν. Δεν το άξιζε ούτε εκείνη, ούτε εσύ, ούτε κανένας" Είχε δίκιο, δεν το άξιζε και με πλήγωνε ακόμη πιο πολύ. Όμως αποφάσισε να αφαιρέσει την ζωή της σαν να μην ήμασταν μέρος της. Σαν να μην την ένοιαζε τι θα γινόμασταν, πως θα νιώθαμε. Ήξερα πως το έκανε για εμάς αλλά... ίσως να προτιμούσα να την βλέπω κάθε μέρα έστω και ξέροντας πως όταν με κοιτάζει όλες της οι αναμνήσεις μαζί μας θα ήταν σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Πίστευα πως αυτό που έκανε ήταν εγωιστικό, όμως ποτέ δεν ήταν εγωίστρια. Σαν να άκουσε τις σκέψεις μου η Viviana είπε "Το έκανε για να μην σας πληγώνει όταν την βλέπατε έτσι. Ήξερε πως ήταν φριχτό να μην αναγνωρίζει την οικογένεια της. Το έκανε για εσάς" Ίσως να είχε δίκιο. Αλλά ακόμη με πλήγωνε που δεν μπόρεσα ποτέ να πω αντίο. Με πλήγωνε ακόμη πιο πολύ που η τελευταία μου ανάμνηση από εκείνην, ήταν να μην με αναγνωρίζει. Κάποιες ώρες πριν γεννήσει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top