Κεφάλαιο 16: Nicholas
Όλο το βράδι στριφογύριζα πάνω στον καναπέ. Δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου την εικόνα της. Το πάθος στα μάτια της, την γεύση τον φιλιών της, την αίσθηση του κορμιού της κάτω από τα χέρια μου.
Και όλα αυτά θα έπρεπε να τα ξεχάσω σε τρείς μήνες. Να την ξεχάσω. Να προχωρήσω με την σχεδιασμένη για μένα ζωή μου μακριά της.
Πως θα μπορούσα να την βλέπω κάθε μέρα στο παλάτι χωρίς να μπορώ να την ακουμπήσω, να την φιλήσω, να της πω όλα όσα θέλω αλλά δεν λέω;
Δεν μπορώ να της πω πως την σκέφτομαι συνέχεια.
Όταν μάθει πως θα παντρευτώ σύντομα μια άγνωστη, ίσως να θυμώσει, ίσως να με μισήσει, ίσως να μην θέλει ούτε να με βλέπει.
Αλλά δεν ξέρω τι να κάνω, να της το πω ή όχι;
Αν της πω την αλήθεια, μπορεί να θέλει να διακόψουμε την σχέση που ακόμη καλά-καλά δεν έχουμε. Δεν μπορώ να την χάσω.
Τουλάχιστον όχι ακόμα, πριν καν την αποκτήσω, πριν την κάνω δική μου.
Πριν μάθω πως είναι να είναι δική μου.
Αλλά η σκέψη πως σε λίγο δεν θα είναι δικιά μου και πως κάποιος άλλος θα την έχει με κάνει να θέλω να κόψω τα χέρια όποιου τολμήσει να την ακουμπήσει. Να ματώσω τα χείλη όποιου τολμήσει να την φιλήσει. Να βγάλω τα μάτια όποιου τολμήσει να την κοιτάξει.
Μπορεί όμως αν μάθει την αλήθεια, να θέλει και αυτή να συνεχίσουμε μέχρι να έρθει η στιγμή που θα πρέπει να αποχωριστούμε ή απλά να μην θέλει ούτε να με ξανά δει. Μπορεί να την πληγώσω και τότε δεν θα το άντεχα. Δεν θα άντεχα στην σκέψη πως θα ήταν πληγωμένη. Ειδικά εξαιτίας μου. Θα με μισούσα πριν προλάβει να το κάνει εκείνη.
Αν δεν της πω την αλήθεια, ίσως να καταλάβει τον λόγο που το έκανα. Ότι ήθελα να είμαι μαζί της, να μην σπαταλήσουμε ούτε λεπτό μακριά μέχρι να αναγκαζόμασταν. Μπορεί να μην θύμωνε γιατί θα με καταλάβαινε και θα ήθελε και εκείνη το ίδιο.
Ένα σωρό μπορεί.
Δεν ξέρω ποια περίπτωση θα ίσχυε σε εμάς.
Θα έπρεπε να επιλέξω μια.
Να της πω την αλήθεια ή να μην της την πω;
Νομίζω πως ξέρω την απάντηση.
Πάνω που είχα αποφασίσει να της μιλήσω, δύο χέρια από πίσω μου έκλεισαν τα μάτια μου. Μπορούσα να μυρίσω το γλυκό της άρωμα από αυτή την απόσταση. "Μάντεψε ποιος" χαμογέλασα από το παιχνίδι της, αλλά με ένα κόμπο στο στομάχι.
Ενοχή.
Πρέπει να της το πω. Θα της το πω. Θα το κάνω τώρα.
Δεν πρέπει να το καθυστερώ άλλο.
Καλά, ίσως να μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμα.
Τα χέρια της γλιστρούσαν αργά και αισθησιακά πάνω στο ύφασμα του πουκαμίσου μου, αφήνοντας ένα μονοπάτι από σπίθες πίσω του. Έφερε τα χέρια της στον λαιμό μου και άρχισε να ξεκουμπώνει το άσπρο πουκάμισο μου. Δεν είχα προλάβει να αλλάξω ρούχα μετά από τα ψώνια. Πήγαμε στην αγορά για να βρούμε ύφασμα για το παντελόνι. Το κουστούμι ήταν πλέον έτοιμο. Το μόνο που έλειπε ήταν να ραφτεί.
Σταμάτησα τα χέρια της λίγο πριν ξεκουμπώσει και το τρίτο κουμπί από το πουκάμισο μου.
"Δεν σου αρέσει;" Ρώτησε σιγανά. Η φωνή της αισθησιακή, η ανάσα της να κτυπάει στο αυτί μου και το γλυκό της άρωμα να με ζαλίζει.
"Το λατρεύω, αλλά πρέπει ν-" να σου πω την αλήθεια πριν να είναι αργά. Μόνο που δεν πρόλαβα ποτέ να της το πω.
"Τότε δεν έχει αλλά" Έχω ακόμα τρεις μήνες. Αν δεν της το πω τώρα θα της το πω μετά.
Άρχισε να φιλάει το πίσω μέρος του λαιμού μου και να αφήνει φιλιά στο μάκρος του. Ένιωσα τα χείλη της γύρω από το αυτί μου και ένα μικρό βογγητό να βγαίνει από τα χείλη της ζαλίζοντας το μυαλό μου. Πριν το καταλάβει, είχε βρεθεί να κάθετε στα πόδια μου όταν την τράβηξα από το χέρι. Τα χείλη μου πάνω στα δικά της. Τα χέρια της πάνω στο πλέον ξεκουμπωμένο μου πουκάμισο και τα δικά μου σφικτά γύρω από την μέση της.
Τα χέρια της ακουμπούσαν το στήθος και τα χέρια μου, σαν να μην ήθελαν να αφήσουν ούτε ένα σημείο χωρίς να το εξερευνήσουν. Τα χέρια μου από την μέση της άρχισαν να ταξιδεύουν σε όλο το μήκος της πλάτης της. Άνοιξα το κούμπωμα στην πλάτη της και έβαλα τα χέρια μου μέσα από την μπλούζα της πάνω στην πλάτη της. Τα χέρια της τραβούσαν απαλά τα μαλλιά μου, γέρνοντας πίσω το κεφάλι μου.
Αγνοήσαμε το κινητό μου που άρχισε να κτυπάει, μέχρι που η Viviana τράβηξε πίσω περιμένοντας με να το σηκώσω. Άφησα έναν αναστεναγμό αγανάκτησης, ο οποίος έγινε και δεύτερος όταν είδα ποιος με καλεί. Ο πατέρας μου. Φυσικά.
Πήγα έξω στο μπαλκόνι πριν του απαντήσω. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και το σήκωσα.
"Γιε μου"
"Πατέρα. Προς τι το τηλεφώνημα σου;" Μπήκα κατευθείαν στο θέμα. Δεν είχα ούτε χρόνο ούτε όρεξη για χαιρετισμούς.
"Καλά είμαι και εγώ αγόρι μου, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον." Είπε ειρωνικά. "Ήθελα απλά να βεβαιωθώ ότι το ψάξιμο για το κουστούμι πάει καλά."
"Ναι πατέρα. Έχουμε βρει το ύφασμα και το σχέδιο." Άκουσα από το τηλέφωνο ομιλίες και την φωνή του πατέρα μου, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά απάντησε "Ωραία. Άρα θα έρθετε πίσω νωρίτερα;"
Ωχ. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. "Ό-όχι. Όταν λέω έχουμε βρει, εννοώ κάτι έχουμε βρει αλλά δεν υπογράφουμε και συμβόλαιο ότι αυτό θέλουμε όντως. Θα συνεχίσουμε ακόμη το ψάξιμο. Μια μέρα μας έχει μείνει, πρέπει να την εκμεταλλευτούμε σωστά" αν μας αφήσεις στην ησυχία μας πρώτα. Μια μέρα ήταν πολύ λίγη, αλλά ακόμη και αυτή ήταν πολύτιμη.
Ήθελα να είναι δικιά μας. Μακριά από όλους και όλα.
"Μάλιστα. Μου ακούγεσαι λίγο περίεργος όμως. Σίγουρα είναι όλα καλά;" θα ήμουν καλύτερα αν δεν με ανάγκαζες να παντρευτώ.
Είδα την Viviana να έρχεται από το σαλόνι προς το μέρος μου. Το τελευταίο που ήθελα τώρα ήταν να το μάθει από τον πατέρα μου. "Όλα υπέροχα πατέρα. Πρέπει να κλείσω, θα τα ξανά πούμε από κοντά. Αντίο, αντίο" έκλεισα βιαστικά το τηλέφωνο και με κοίταξε
παραξενευμένη.
"Γιατί του έκλεισες τόσο απότομα;"
"Δεν ήταν απότομα. Απλά μου έλεγε διάφορα για το παλάτι που ήταν... ασήμαντα και δεν με ενδιέφεραν κιόλας και..." δεν υπήρχε λόγος να της λέω ψέματα, αφού αποφάσισα να της πω την αλήθεια.
Αυτό θα έκανα. Αυτό θα της έλεγα. Τώρα.
"Τέλος πάντων." Προχώρησα πιο κοντά της και έπιασα το χέρι της "Προτιμώ να περνάω τον χρόνο μου μαζί σου παρά στο τηλέφωνο με τον πατέρα μου. Και πρέπει ν-" ένας ήχος από το δωμάτιο. Το τηλέφωνο της.
"Σε πειράζει να δω λίγο ποιος είναι;" Της έκανα νόημα να πάει και χαμογέλασα όσο μπορούσα.
Το πρόσωπο της φωτίστηκε όταν είδε το όνομα στην οθόνη και με κοίταξε "Θα το σηκώσω δέκα λεπτά. Μου λες σε λίγο αυτό που ήθελες." Χαμογέλασα ξανά και κατάλαβα πως δεν θα κατάφερνα να της το πω ποτέ. Τουλάχιστον όχι σήμερα. Όχι τόσο εύκολα.
Άφησα πάνω στο κρεβάτι της το φόρεμα, τα παπούτσια και το κολιέ που της αγόρασα. Είχε μπει στο μπάνιο πριν περίπου μισή ώρα οπότε σε λίγο θα έβγαινε για να ετοιμαστεί. Σήμερα ήταν η τελευταία βραδιά μας στην Ιταλία. Αύριο θα φεύγαμε το μεσημέρι και θα φτάναμε το απόγευμα στην Dreamland.
Όταν περνούσαμε από τις βιτρίνες, είδε εκείνο το χρυσό φόρεμα στο κατάστημα και της άρεσε, ήξερα αμέσως πως θα φρόντιζα να γίνει δικό της. Δεν χρειάστηκε να μου το πει. Φαινόταν από τον τρόπο που δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Όταν τηλεφώνησα αμέσως στο κατάστημα για να το αγοράσω, ακόμη το κοιτούσε και πίστευε πως δεν το είχα καταλάβει.
Χρυσό στενό μακρύ φόρεμα με μαύρα παπούτσια που είχαν ένα χρυσό φιόγκο μπροστά και χρυσό λουρί στο πίσω μέρος του παπουτσιού. Το κολιέ ήταν και εκείνο χρυσό και στενό τον λαιμό.
Τα άφησα μέσα στα κουτιά τους πάνω στο κρεβάτι και βγήκα από το δωμάτιο της.
Λίγα λεπτά μετά, άκουσα την πόρτα του μπάνιου να ανοίγει, τα βήματα της να κτυπούν στο λευκό πλακάκι, να σταματούν και να αρχίζουν ξανά, πιο δυνατά από πριν και προς το μέρος μου.
"Τι είναι αυτά στο κρεβάτι;" Φορούσε μια άσπρη ρόμπα και τα βρεγμένα της μαλλιά άφηναν το αποτύπωμα τους στο πάτωμα όσο με κοιτούσε με απορία και περιέργεια.
Τόσο όμορφη. Τόσο δικιά μου.
"Τα ρούχα σου για απόψε." Κοιτούσα το τηλέφωνο μου - όσο δύσκολο και αν ήταν να μην την κοιτάζω - αλλά ένιωθα τα μάτια της να με καρφώνουν ξανά με απορία.
"Δεν σου άρεσαν τα δικά μου;" Ρώτησε χαϊδευτικά και την κοίταξα.
"Λατρεύω τα ρούχα σου. Ήθελα μόνο να σου κάνω ένα δώρο" χαμογέλασε αλλά η απορία ήταν ακόμη στο πρόσωπο της.
Έβαλε τα βρεγμένα της μαλλιά πίσω από τα αυτιά της "Μα δεν- δεν χρειαζόταν"
"Το ξέρω." Σηκώθηκα από τον λευκό καναπέ και άρχισα να περπατάω κοντά της "Το ήθελα" η μυρωδιά των μαλλιών της τρέλαινε το μυαλό μου όσο την πλησίαζα "Τα άνοιξες;"
"Ο-όχι ακόμα" έπιασα το χέρι της και την οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα.
Της έκανα νόημα να τα ανοίξει και ακολούθησε. Έβγαλε τον κόκκινο φιόγκο από το μαύρο ορθογώνιο κουτί και μετά το λευκό ύφασμα που έκρυβε από κάτω το φόρεμα. Όταν τα μάτια της το συνάντησαν, τα δικά μου ήταν από την αρχή καρφωμένα πάνω της. Περίμενα την αντίδραση της σαν να ήταν το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο.
Άφησε μια κοφτή ανάσα όταν είδε το χρυσό ύφασμα και τα χέρια της μάγκωσαν. Λίγο μετά, σήκωσε το φόρεμα από το κουτί του και το τέντωσε μπροστά της. Όταν το συνειδητοποίησε άφησε ξανά μια κοφτή ανάσα, πιο δυνατή αυτή την φορά και τα φρύδια της υψώθηκαν από ενθουσιασμό. Με κοίταξε απότομα με ανοικτό το στόμα και έπεσε στην αγκαλιά μου. Τα χέρια της σφικτά γύρω από το σώμα μου και το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου. Ένιωσα την καρδιά της να κτυπά και τραβήχτηκε μακριά με ένα τεράστιο χαμόγελο ακόμα στα χείλη της "Είναι υπέροχο," το χαμόγελο μου είχε γίνει ακόμη πιο μεγάλο. Σαν ανακούφιση. Ήξερα πως θα της άρεσε, της είχε αρέσει από την πρώτη στιγμή αλλά ήθελα να το ακούσω ξανά για να είμαι σίγουρος "αλλά δεν μπορώ να το δεχτώ" το χαμόγελο ήταν ακόμη στα χείλη της αλλά πιο μικρό ενώ το δικό μου είχε σβηστεί τελείως.
"Φυσικά και μπορείς και θα το κάνεις"
"Μα, σίγουρα στοιχίζει πολλά, δεν γίν-"
"Δεν αξίζει περισσότερο από εσένα principessa. Το ήθελες και είναι δικό σου." Κοίταξε με αβεβαιότητα το φόρεμα και μετά εμένα.
Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε πάλι στα χείλη της και τα μάτια της έλαμψαν από συνειδητοποίηση. "Το κατάλαβες. Το θυμώσουν"
"Θυμάμαι τα πάντα που αφορούν εσένα" Γιατί είσαι ότι καλύτερο μου έχει συμβεί.
"Είναι υπέροχο αλλά επιμένω"
"Και εγώ επιμένω. Μην ξεχνάς πως σύντομα θα είμαι ο βασιλιάς σου, δεν μπορείς να φέρνεις αντιρρήσεις σε ένα βασιλιά" Άνοιξε το στόμα της ξανά να μιλήσει αλλά δεν πρόλαβε "Θα το φορέσεις απόψε. Μην αργήσεις, σε μια ώρα να είσαι έτοιμη" Έφυγα από το δωμάτιο χωρίς να της δώσω περιθώριο να αρνηθεί.
Τα ρούχα ήταν το λιγότερο που μπορούσα να της δώσω. Θα της έδινα τα πάντα. Για αυτή την γυναίκα θα έκανα τα πάντα. Ακόμη και τον θρόνο θα άφηνα για χάρη της.
Θα το έκανα. Ορκίζομαι πως θα το έκανα.
Όμως δεν υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω επιπολαιότητες.
Έχω μια χώρα να προστατέψω. Μια χώρα που χρειάζεται τον βασιλιά της. Την προστασία του. Την δύναμη του. Αν άφηνα τον θρόνο θα πήγαινε στα χέρια του αδερφού μου. Δεν είναι έτοιμος για τον θρόνο. Δεν νομίζω πως θα γίνει ποτέ. Και ευτυχώς δεν θα χρειαστεί. Αν πίστευα πως θα γινόταν ικανός βασιλιάς θα άφηνα τον θρόνο χωρίς δεύτερη σκέψη. Θα το έκανα ήδη. Αλλά έχω χρέος, ευθύνες, λαό.
Δεν θα μπορούσα να τα ρισκάρω όλα για κάτι που δεν ήξερα ακόμη τι ήταν. Ενθουσιασμός; Διασκέδαση; Έρωτας; Αγάπη; Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που ένιωθα για την Viviana. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, και μοναδικό. Δεν ήξερα πως να το ονομάσω, ούτε πόσο θα κρατούσε.
Ήξερα μόνο πως νιώθω για εκείνη, όχι τι νιώθω.
Πυρηνικές εκρήξεις με κάθε της βλέμμα, πυροτεχνήματα με κάθε της φιλί, πανικό με κάθε της άγγιγμα...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top